Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘ΕΡΜΗΝΕΙΑ Β´ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ’ Category

ΣΤΑΘΕΙΤΕ ΟΡΘΙΟΙ ΣΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΠΛΑΝΗΣ. «Στηκετε», λεει ο αποστολος Παυλος, σταθητε ακλονητοι στη θεσι σας. Μη υποχωρησετε ουτε βημα ποδος

author Posted by: Επίσκοπος on date Φεβ 6th, 2020 | filed Filed under: ΕΡΜΗΝΕΙΑ Β´ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΤΑΘΕΙΤΕ ΟΡΘΙΟΙ

ΣΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΠΛΑΝΗΣ ΠΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου, ἀπό τὴν ἐρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Β΄Θεσ. 2,15), σε κύκλο ἀνδρῶν στὴν Μητρόπολη, το 1976

Ο Απ.Παυλος

Σὲ μιὰ ἰταλικὴ πόλι, τὴν Πομπηΐα, ποὺ χάθηκε ἀπὸ τὴν ἔκρηξι ἡφαιστείου, κάνανε ἀνασκαφὲς καὶ βρῆκαν τοὺς κατοίκους ἀπολιθωμένους· τὸν ἕνα τὴν ὥρα ποὺ πήγαινε νὰ κλέψῃ, τὸν ἄλλο τὴν ὥρα ποὺ ἔδινε μπουνιὲς σ᾿ ἕναν ἄλλο μέσα σὲ ψωμάδικο, τὸν ἄλλο τὴν ὥρα ποὺ πόρνευε (καὶ ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται αὐτὰ τὰ αἴσχη ὑπάρχει ἀπ᾿ἔξω ἐπιγραφή, «ἀπαγορεύεται ἡ είσοδος»). Ἔτσι ἀποτόμως ἐξερράγη ὁ Βεζούβιος καὶ τοὺς βρῆκε ἡ συμφορά. Τί τὸ πέρασες; ἔτσι; δὲν ἔχει ἀφέντη αὐτὸς ὁ κόσμος;

Λένε λοιπὸν ὅτι, ὅταν ἐξερράγη ὁ Βεζούβιος, ἕνας στρατιώτης, μὲ τὴν ἀσπίδα καὶ τὸ κράνος, φύλαγε τὴν Πομπηΐα. Καὶ ὅμως δὲν ἄφησε τὴ θέσι του. Δὲν κουνήθηκε καθόλου. Τὸν βρῆκαν στὴ στάσι αὐτή. Σημεῖο μεγάλο. Πιστὸς στὸ παράγγελμα, τὸ ῥωμαϊκὸ παράγγελμα «στήκετε».

Ἀλλὰ γιατί νὰ πᾶμε στὸ Βεζούβιο; Ἐμεῖς ποὺ ζήσαμε τὰ φρικτὰ χρόνια τοῦ πολέμου, ἔχουμε πολλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ περιστατικὰ γιὰ νὰ διηγηθοῦμε. Αὐτὴ ἡ νεολαία δὲν ξέρει τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Κοιτᾷ μόνο τὸ μαλλάκι της καὶ τὸ ἀμερικάνικο σύστημα διατροφῆς. Γιά πηγαίνετε στὴ Βουλγαρία, στὴν Ἀλβανία, στὴ Μόσχα· ἐκεῖ οἱ νέοι εἶνε κουρεμένοι, καὶ μαθαίνουν γράμματα δεκαπλάσια ἀπ᾿ αὐτοὺς ἐδῶ. Αὐτοὶ ἐδῶ δὲν ἔχουν τὸ νοῦ στὰ γράμματα. Τὸ βράδυ ποὺ πᾶνε νὰ κοιμηθοῦνε, τοὺς τραβᾷ ὁ διάβολος ἀπὸ τὰ σεντόνια. Δὲ᾿ φταῖνε τὰ παιδιά, ἀλλὰ οἱ μεγάλοι.
Χθὲς ἕνας Ἄγγλος φιλόσοφος δημοσίευσε ἕνα φοβερὸ ἄρθρο γιὰ τὴν τηλεόρασι. Γράφει ἐκεῖ, ὅτι «μέσα ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν τηλεόρασι θὰ βγῇ ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος, ἄνθρωπος χωρὶς ἰδανικά».
Πῆγα στὴν Πτολεμαΐδα καὶ ἐπισκέφθηκα ἕνα σπίτι. Χτύπησα τὴν πόρτα καὶ μπῆκα μέσα. Ἦταν ἕνα ὀρφανὸ παιδάκι ποὺ δὲ᾿ μᾶς πῆρε εἴδησι. Καθόταν, σὰν ἀπολιθωμένο, μπροστὰ στὴν τηλεόρασι. Στὰ ἑβδομήντα μου χρόνια πρώτη φορὰ εἶδα, πῶς εἶνε ἡ τηλεόρασι. Τὸ πλησίασα καὶ τοῦ εἶπα· «Τί κάνεις ἐδῶ, παιδάκι μου;». Εἶχε ξεχάσει καὶ μαθήματα καὶ τὰ πάντα. Κατόπιν ἦλθε καὶ ἡ ἀδελφούλα του, ἀπὸ τὴ δουλειά. Ἕνα ὀρφανὸ κορίτσι, ἔρημο, ποὺ ἔχασε καὶ τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα ―φοβερὸ πρᾶγμα― καὶ δούλευε στὴ ΛΙ.ΠΤΟΛ. καὶ προστάτευε τὸ ἄλλο παιδί. «Τί νὰ τὸ κάνω, πάτερ μου», μοῦ λέει· «αὐτὴ ἡ τηλεόρασι τὸ ἔχει τρελλάνει. Τὴν ἔχει συνεχῶς ἀνοιχτὴ καὶ κάθεται καὶ βλέπει σὰ᾿ χαζός».

Read more »

ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ

author Posted by: admin on date Σεπ 23rd, 2014 | filed Filed under: ΕΡΜΗΝΕΙΑ Β´ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Η ΠΟΛΥΤΕΚΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΖΗΤΗΜΑ ΠΙΣΤΕΩΣ

Aπόσπασμα από την ερμηνεία της Αγίας Γραφής, στην (Β΄ Θεσ. 3,3),
στον κύκλο ανδρών του Μητροπολίτου Φλώρινης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

   πολιτεκνη οικογενειαΠαντρεύτηκες; πρέπει νὰ κάνῃς παιδιά. Σοῦ τὸ λέει ὁ Θεὸς καὶ σοῦ ἐγγυᾶται, ὅτι ―Ἐγὼ θὰ τ᾿ ἀναλάβω, ὅ,τι καὶ ἂν συμβῇ. Δὲν θὰ τ᾿ ἀφήσω μόνα, θὰ τὰ προστατεύσω. Πίστεψε στὸ Θεό. ―Ὄχι, ἀπαντᾷ αὐτός. Ἐγώ, γιὰ νὰ ἔχω ἕνα παιδί, πρέπει καὶ νὰ τὸ ἀποκαταστήσω· νὰ ἔχω ἕνα διαμέρισμα, νὰ ἔχω τὸ αὐτοκίνητο καὶ κάποια περιουσία στὴν τράπεζα…
Ἀνόητε ἄνθρωπε, παλιάνθρωπε, ἄπιστε· τὸ διαμέρισμα εἶνε ἡ ἀσφάλεια τῶν παιδιῶν σου; Δὲν πιστεύεις στὸ Θεό, ἀλλὰ στὸ μαμωνᾶ… Αὐτὸς πιστεύει στὰ σπίτια, στὰ διαμερίσματα, στὰ αὐτοκίνητα, στὸ χρῆμα, καὶ κάνει πρόγραμμα καὶ λέει· Τόσα ἔχω, τόσα παιδιὰ θὰ κρατήσω. Τὰ χρήματα ὅμως αὐτά, στὰ ὁποῖα στηρίζεται, φεύγουν, καταστρέφονται καὶ διαλύονται. Γίνεται ἕνας σεισμός, ἕνας πόλεμος, καὶ πέφτουν καὶ χάνονται.
Ὁ Θεὸς δὲν πέφτει, εἶνε αἰώνιος. Ἂν εἶχαν οἱ ἄνθρωποι ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό, θὰ ἔκαναν παιδιά. Ἐκλονίσθη ἡ πίστις, δὲν πιστεύουν στὸ Θεό, γι᾿ αὐτὸ δὲν κάνουν παιδιά. Καὶ εἶνε αὐτὸ μιὰ ἀπόδειξι τῆς ἀπιστίας τους. Εἴμεθα ἄπιστοι. Ὅταν πιστεύῃς ὅτι ὑπάρχει Θεὸς κι ὅτι αὐτὸς ὁ Θεὸς ποὺ φροντίζει γιὰ τὰ κοράκια καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνει νηστικά, δὲν θ᾿ ἀφήσῃ τὰ παιδιὰ τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου, γίνονται θαύματα.
Ἔχουμε παιδιὰ πλουσίων ἀνθρώπων, μονάκριβα, ποὺ γίνανε λωποδύτες καὶ ἀπατεῶνες καὶ πέθαναν. Καὶ ἔχουμε παιδιὰ πτωχοτάτων οἰκογενειῶν, ποὺ μένει κανεὶς κατάπληκτος πῶς μεγάλωσαν, πῶς ἐξελίχθηκαν καὶ πῶς ἀναδείχθηκαν στὴν κοινωνία. Χωρὶς νὰ ἔχουν τίποτε, μόνο μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐχὴ τοῦ πολυτέκνου πατέρα. Τὰ ἐγέννησε, τὰ ἔφερε στὸν κόσμο, καὶ εἶπε· Θεέ μου, σ᾿ ἐσένα τὰ ἐμπιστεύομαι. «Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» (ἐκκλ. εὐχή).
Σᾶς τὸ εἶπα καὶ ἄλλοτε, τὸ ἐπαναλαμβάνω καὶ τώρα, γιατὶ μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι. Ἑκατὸ στρατηγοὶ περάσανε ἀπὸ τὸ γραφεῖο μου ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἔγινα ἐπίσκοπος. Ὅλοι τους εἶχαν ἕνα – δύο παιδιά. Μὲ ἐξώργισαν, μὲ ἔφεραν στὸ ἀμήν. Δὲν τὸ ὑπέφερα πλέον, καὶ στὸν τελευταῖο ἐξερράγην. ―Ἀμάν, τοῦ λέω· περάσατε ἀπὸ ἐδῶ ἐθιμοτυπικὰ ἑκατὸ ἀνώτατοι ἀξιωματικοί, ταξίαρχοι καὶ στρατηγοί, καὶ κανείς ἀπὸ σᾶς δὲν ἔχει παιδιά· μόνο ἕνα – δύο. Ντροπή, τοῦ λέω· τί πάθατε καὶ ἔχετε μόνο δύο παιδιά;…
Ἦταν ταπεινὸς ὁ στρατηγὸς αὐτός. Ἄλλοι, ὅταν τοὺς ἐλέγχω, σηκώνονται καὶ φεύγουν δημιουργώντας ἐπεισόδια στὸ γραφεῖο. Γιατὶ ―δὲν ξέρω πῶς― μὲ τοὺς μικροὺς ἀναπαύομαι. Ἂν ἔρθῃ ἕνας, ὁ πιὸ πτωχός, στὸ γραφεῖο μου, μπορῶ νὰ καθήσω καὶ νὰ κουβεντιάσω μαζί του ὥρα ὁλόκληρη· μ᾿ αὐτοὺς τοὺς μεγάλους ταράζομαι. Δὲν πιστεύουν στὸ Θεό. Σᾶς τὸ λέω μετὰ λύπης· μιλᾶνε γιὰ Χριστὸ Θεὸ Παναγία, καὶ στὶς γιορτὲς τὶς μεγάλες ἔρχονται μέσα στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ πέρα τούτου, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, δὲν πιστεύουν τίποτε. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι σχεδὸν οἱ ἄλλοι ἐγγράμματοι (δάσκαλοι, καθηγηταί, ἐπιστήμονες…), ἐπειδὴ ἔχουν ὑπερηφάνεια, δὲν πιστεύουν. Τί διαφέρουν δηλαδὴ αὐτοὶ ἀπὸ τὴν κόκκινη ἀθεΐα; Αὐτοὶ εἶνε λευκὴ ἀθεΐα. Ἀλλὰ εἴτε κόκκινη εἴτε λευκὴ ἀθεΐα, τὸ ίδιο πρᾶγμα εἶνε. Εἴτε μαῦρος σκύλος σὲ δαγκάσῃ εἴτε λευκός, τὸ ἴδιο κακὸ θὰ κάνῃ. Δάγκωμα εἶνε καὶ τὸ ἕνα, δάγκωμα καὶ τὸ ἄλλο.
Ὁ στρατηγὸς ὅμως αὐτὸς ἦταν ταπεινὸς ἄνθρωπος καὶ ἄρχισε νὰ συγκινῆται. Καὶ μοῦ λέει· ―Δέσποτα, πρώτη φορὰ μοῦ ἔκανε τέτοια ἐρώτησι ἐπίσκοπος. Καὶ μοῦ διηγήθηκε τὴν ἱστορία του. ―Εἶμαι ἀπὸ τὴ Μάνη, μοῦ εἶπε. Ὁ πατέρας μου ἦτο πάμπτωχος· τσαρούχια φοροῦσε, μάζευε ἐλιὲς καὶ κλάδευε τ᾿ ἀμπέλια καὶ ψάρευε γιὰ νὰ ζήσουμε. Πόσα, λέτε, παιδιὰ ἔκανε ὁ πάμπτωχος πατέρας μου; Δεκαπέντε παιδιά· κ᾿ ἐγὼ εἶμαι ὁ τελευταῖος!… Τὰ ἔλεγε αὐτὰ καὶ ἔκλαιγε. ―Πῶς, τοῦ λέω, ὁ Read more »

ΓIATI YΠΑΡΧΟΥΝ ΑΠΙΣΤΟΙ; ΜΟΝΟ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕΝΕΙ ΠΙΣΤΟΣ ΣΤΙΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ

author Posted by: admin on date Σεπ 23rd, 2014 | filed Filed under: ΕΡΜΗΝΕΙΑ Β´ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΠΙΣΤΟΙ;

Απαντά ο αγωνιστής ιεράρχης της Φλώρινας π. Αυγουστίνος Καντιώτης, σε ηχητικό μήνυμα 15 λεπτών
πόσπασμα ερμηνεία Αγίας Γραφής, στην (Β΄ Θεσ. 3,2), στον κύκλο ανδρών στη Φλώρινα)

«…Δὲν εἶνε λοιπὸν ἡ πίστι ζήτημα γνώσεως. Μπορεῖ ἕνας ν᾿ ἀκούσῃ χίλια κηρύγματα καὶ νὰ μὴν καταλάβῃ γρῦ· κινέζικα καὶ γιαπωνέζικα νὰ τοῦ φαίνωνται. Κι ὁ ἄλλος ν᾿ ἀκούσῃ ἕνα λόγο καὶ νὰ σωθῇ. Χρειάζεται φωτισμός.
«Οὐ γὰρ πάντων ἡ πίστις». Λίγοι εἶνε αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν. Οἱ ἄλλοι δὲν πιστεύουν. Ὄχι γιατὶ ἡ πίστι μας δὲν ἔχει ἐπιχειρήματα ―ἔχει τὰ μεγαλύτερα ἐπιχειρήματα―, ἀλλὰ διότι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν διάθεσι, δὲν θέλουν νὰ πιστεύσουν. Γι᾿ αὐτὸ παραμένουν στὸ σκοτάδι.

_____

_____

Προνόμιο εἶνε νὰ πιστεύῃ κανεὶς στὸ Χριστό, εἶνε πολὺ μεγάλη δωρεά, εἶνε χάρις Θεοῦ.
Τώρα, σὲ ποιούς βρίσκεται ἡ πίστι; Ποῦ βλαστάνει; Ὅπως τὸ λουλούδι δὲ᾿ φυτρώνει ὅπου νά ᾿νε, ἀλλὰ θέλει καλὸ χῶμα – καστανόχωμα καὶ νερὸ γιὰ νὰ βλαστήσῃ καὶ ν᾿ ἀναπτυχθῇ, καὶ φυτρώνει καὶ ἀνθίζει μέσα στὴ γλάστρα καὶ ὄχι στὸν πατημένο δρόμο, ἔτσι καὶ ἡ πίστι ἀνθίζει στὴ γλάστρα ποὺ ἔχει μέσα χῶμα. Ἡ δὲ γλάστρα αὐτὴ λέγεται ταπείνωσις. Ὅπου εἶνε ἡ ταπείνωσις, ἐκεῖ εἶνε καὶ ἡ πίστι.
Πῶς νὰ πιστέψῃ ἐκεῖνο τὸ παλιόπαιδο, ποὺ πῆγε στὸ γυμνάσιο καί, ἐνῷ δὲν ξέρει ποῦ πᾶν᾿ τὰ τέσσερα, νομίζει ὅτι τὰ ξέρει ὅλα; Πῶς νὰ πιστέψῃ ὁ ἄλλος, ὁ ἀνόητος, ποὺ εἶνε φαντασμένος καὶ νομίζει ὅτι, ἐπειδὴ πῆγε στὴν παιδαγωγικὴ ἀκαδημία(*) ἢ σὲ ἄλλες σχολές, εἶνε πάνσοφος, ἐνῷ εἶνε τελείως ἀγράμματος καὶ οὔτε τὴν ὑπογραφή του δὲν ἔμαθε νὰ βάζῃ;
Ὅπου ὑπάρχει ὑπερηφάνεια, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει πίστι. Ὅπου ὑπάρχει ταπείνωσι, ἐκεῖ βρίσκεται ἡ πίστι.
«Λάλει Κύριε, καὶ ὁ δοῦλος σου ἀκούει» (βλ. Α΄ Βασ. 3,9-10). Ὅπως τὸ παιδάκι ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸν πατέρα του, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς πρέπει νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὸν πατέρα μας, τὸ Θεό.

Μoνο o Χριστoς μενει πιστος στις υποσχεσεις του

στίχ. 3. «πιστὸς δέ ἐστιν ὁ Κύριος».

Ὅλοι μπορεῖ νὰ μᾶς ἀπατοῦν, ἕνας δὲν μᾶς ἀπατᾷ ποτέ, ὁ Θεός. Ὅ,τι ὑποσχέθηκε ὁ Χριστός, θὰ μᾶς τὸ δώσῃ. Δὲν εἶνε σὰν κάτι τράπεζες ποὺ χρεωκοποῦν.
Τώρα τί θὰ γίνῃ μὲ τὶς καταθέσεις, δὲν θέλω νὰ μιλήσω. Καταθέτουν στὶς τράπεζες τὰ χρήματά τους οἱ ἄνθρωποι καὶ κάθονται ἥσυχοι. Μέχρι στιγμῆς κρατιέται ἡ πίστις στὶς τράπεζες, καὶ εἶνε καλὸ αὐτό. Ἔτσι ἔχουν μαζέψει τὰ ταμιευτήρια χρήματα πολλά, μὲ τὰ ὁποῖα γίνονται τὰ ἔργα, γέφυρες δρόμοι κ.ἄ..
Ἐκεῖ στὰ Γρεβενά, θυμᾶμαι, ἦταν κάποιος φοβερὸς τσιγγούνης καὶ δὲν ἔδινε καμμιά ἐλεημοσύνη. Τοῦ εἶχα πεῖ μιὰ φορά· ―Κατάθεσε κ᾿ ἐσὺ μιὰ φορὰ στὴν τράπεζα τοῦ Θεοῦ· «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν» (Παρ. 19,17). ―Ἄσε με, μωρέ, λέει, ἐγὼ ξέρω τί κάνω· ξέρω ποῦ βάζω τὰ χρήματά μου. Μετὰ ἔγινε ἕνα κράχ, χρεωκόπησε τὸ κράτος, καὶ οἱ τριακόσες χιλιάδες ποὺ εἶχε στὴν τράπεζα δὲν εἶχαν ἀξία οὔτε γιὰ τριακόσα πλατανόφυλλα.
Τίποτε δὲ᾿ μένει σταθερὸ καὶ ἀκλόνητο. Καὶ οἱ μεγαλύτερες τράπεζες χρεωκοποῦν. Ὅλα πέφτουν, ὅλα εἶνε ματαιότης καὶ μιὰ ψευτιά. Μέσα στὴν Ἀθήνα πρὸ 60 ἐτῶν, ὅταν ἔγινε ἡ Ῥωσικὴ ἐπανάστασι, περπατοῦσαν διωγμένοι πλουσιώτατοι Ῥῶσοι, ἔκπτωτοι πρίγκιπες, ποὺ εἶχαν τὰ ρούβλια καὶ τά ᾿διναν μὲ τὴν ὀκᾶ γιὰ νὰ πάρουν τσιγάρα. Τὸ ρούβλι ἦταν τότε ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα νομίσματα τῆς ἐποχῆς. Ἀλλὰ ξέπεσε μὲ τὶς ἐπαναστάσεις.
Λοιπὸν ὅλα μᾶς ἀπατοῦν, ἕνας δὲ᾿ μᾶς ἀπατᾷ, ὁ Χριστός. Πρέπει νὰ ἔχουμε πίστι. Ὅλοι ἐὰν σ᾿ ἐγκαταλείψουν, ὁ Χριστὸς δὲ᾿ θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψῃ. Τὸ εἶπε ὁ ίδιος· Πιστεύεις σ᾿ ἐμένα, μ᾿ ἀκολουθᾷς, ἐκτελεῖς τὸ θέλημά μου; δὲ᾿ θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψω, δὲ᾿ θὰ σὲ ἀφήσω, θὰ σ᾿ ἔχω κάτω ἀπὸ τὴν προστασία μου (βλ. Γέν. 28,15· Δευτ. 31,6· Γ΄ Βασ. 6,13· Α΄ Παρ. 28,20· Ἰουδίθ 7,30).

Η ΑΘΕΪΑ ΞΑΠΛΩΘΗΚΕ ΠΑΝΤΟΥ, ΜΕΧΡΙ ΤΣΟΠΑΝΑΡΑΙΩΝ

author Posted by: admin on date Σεπ 15th, 2014 | filed Filed under: ΕΡΜΗΝΕΙΑ Β´ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΔΟΣ ΜΑΣ ΠΙΣΤΙ, ΧΡΙΣΤΕ!

Μικρό απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα από την ερμηνεία της Αγίας Γραφής,
στην (Β΄ Θεσ. 3,3), στον κύκλο ανδρών από το Μητροπολίτη Φλώρινης π. Αυγουστίνο Καντιώτη

ΚΥΡΙΟΣ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ιστ.Τὸ 1820, τὶς παραμονὲς τῆς ἐπαναστάσεως, ἦρθε στὴν Ἑλλάδα ἕνας ξένος, Ἄγγλος περιηγητής. Αὐτὸς θαύμαζε, πῶς μιὰ χούφτα ἀνθρώπων ἀποφάσισαν νὰ κλονίσουν μιὰ μεγάλη αὐτοκρατορία. Ἦρθε λοιπὸν στὴν ὕπαιθρο καὶ βρῆκε ἕνα τσοπᾶνο ποὺ καθόταν ἔξω ἀπὸ ἕνα ἐκκλησάκι μὲ τὴν πλάτη ἀκουμπισμένη στὴν ἐκκλησία κ᾿ ἔπαιζε φλογέρα στὰ πρόβατά του. Τοῦ λέει ὁ Ἄγγλος· ―Τί πιστεύεις;… Ἦταν ἀπὸ χώρα ἐξελιγμένη καὶ προοδευμένη καὶ τὸ εἶπε αὐτὸ μὲ διάθεσι εἰρωνείας.
Θὰ τοὺς τιμωρήσῃ ὁ Θεὸς ὅσους ἀσεβοῦν. Τὴ Ῥωσία θὰ τὴν τιμωρήσῃ γιὰ τὴν ἀθεΐα της. Τὴ Γαλλία γιὰ τὴν πορνεία της. Τὴν Ἀγγλία γιὰ τὴ φιλαργυρία της. Τὴ Γερμανία τὴν τιμώρησε καὶ θὰ τὴν τιμωρήσῃ ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ὑπερηφάνειά της. Τὴν Ἀμερικὴ θὰ τὴν τιμωρήσῃ γιὰ τὴν ἀναρχία της. Κ᾿ ἐμᾶς θὰ μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ἀπιστία μας καὶ τὴν ἀποφυγή τῆς τεκνογονίας.
Κανένα κράτος τῆς γῆς δὲν ἔχει τόσα λίγα παιδιά. Ἐντὸς ὀλίγου γηροκομεῖο θὰ γίνουμε. Ἕνα – δύο παιδιά, ἔγινε μόδα πλέον. Ἐπεκράτησε κι αὐτὸ τὸ κακὸ στὴν πατρίδα μας. Καὶ τὴν εὐθύνη τὴν φέρουν οἱ ὑπάλληλοι. Αὐτοὶ μπορεῖ ἐθνικῶς νὰ ὠφέλησαν τὸν τόπο, τὸν βλάπτουν ὅμως ἠθικῶς καὶ θρησκευτικῶς. Γλέντια, διασκεδάσεις, χοροί, ξενύχτια, μόδες, μὲ νύχια βαμμένα… Τὶς κορόϊδευαν τὶς καημένες τὶς χωριάτισσες, ποὺ ἦταν ἅγιες γυναῖκες. Αὐτή ἦταν ἡ πατρίδα μας, αὐτός ἦταν ὁ Ἑλληνισμός μας. Τὶς λέγανε κουνέλλες καὶ δὲν ξέρω τί ἄλλα ἐπίθετα, ἐπειδὴ εἶχαν πολλὰ παιδιά. Ἦταν εὐσεβὴς ὁ τόπος αὐτός, αὐτοί τὸν χάλασαν…
Λοιπόν, λέει ὁ Ἄγγλος στὸν τσοπᾶνο ποὺ ἔβοσκε τὰ πρόβατά του· ―Τί πιστεύεις; Ἐκεῖνος χτυπᾷ μὲ τὴ γκλίτσα του τὸν τοῖχο τῆς ἐκκλησίας καὶ λέει· ―Ὅ,τι πιστεύει ἐτούτη, κ᾿ ἔκανε τὸ σταυρό του. ―Καὶ τί πιστεύει ἐτούτη; ρώτησε ὁ Ἄγγλος. ―Ὅ,τι πιστεύω ἐγώ, ἀπήντησε ὁ τσοπᾶνος. Καὶ θαύμασε ὁ Ἄγγλος.
Ποῦ εἶνε τώρα ἡ πίστι αὐτή; Ἡ ἀθεΐα ξαπλώθηκε παντοῦ, μέχρι τοὺς τσοπαναραίους. Θὰ διαλυθοῦμε… Δός μας πίστι, Χριστέ!

ΠΟΤΕ Θ’ AKOYΜΕ ΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ; ΤΙ ΛΕΕΙ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ, ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟΝ· (ηχητικο)

author Posted by: admin on date Σεπ 13th, 2014 | filed Filed under: ΕΡΜΗΝΕΙΑ Β´ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

 ΘΑ ΥΠΑΚΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ

ΟΤΑΝ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΛΕΝΕ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣTOY

_______

 

________

«…Χιλιάκης σας το έχω πει· Αν σας πούμε κάτι, που δεν είναι του Χριστού και είναι ενάντια του Χριστού, να λύσετε τις καρέκλες και να μας κυνηγήσετε μέχρι τον Αλιάκμονα ποταμό. Εάν όμως, αυτό που σας λέμε, δεν είναι δικό μας αλλά είναι μέσα από το Ευαγγέλιο, οφείλετε να υπακούσετε…»

 (Απο την ερμηνεία της Αγίας Γραφής, Β΄Θεσ. 3, 6, του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στους άνδρες. ΑΚΟΥΣΤΕ KAI TH ΣYNEXEIA ΤΟY ΜΙΚΡΟY ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ)

  •  Τα παραπάνω λόγια τολμούν να τα πουν οι οικουμενισταί επίσκοποι, οι αρχιεπίσκοποι, οι πατριάρχαι, που έγιναν όργανα των σκοτεινών δυνάμεων και καταπατούν τα πάντα;;; Μπορούν να τα πουν οι άλαλοι και κουφοί επίσκοποι, που ενώ βλέπουν το κακό να φουντώνει γύρω τους, οι άνθρωποι να υποφέρουν και να χάνονται, να βομβαρδίζεται άγρια η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ και η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΙΔΑ, αυτοί είναι μόνο για πανηγύρια!!!
  • Θα υπακούμε σε ορθοδόξους επισκόπους, που μιλούν· «ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ», όπως ο απόστολος Παύλος. Αν δεν έχουν τα γνωρίσματα του αποστόλου και είναι προδότες της ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ και της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ δεν θα υπακούσουμε ποτέ

Καυχημα του Παυλου οι γενναιοι χριστιανοι

author Posted by: admin on date Μαι 27th, 2014 | filed Filed under: ΕΡΜΗΝΕΙΑ Β´ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Το καυχημα του Παυλου

Ἡ Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς (α, 4)

Από την ερμηνεία της Αγίας Γραφής στον κύκλο ανδρών στη Μητρόπολη
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, το 1975

+Απ.-Παυλοςστίχ. 4. «Ὥστε ἡμᾶς αὐτοὺς ἐν ὑμῖν καυχᾶσθαι ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ τῆς ὑπομονῆς ὑμῶν καὶ πίστεως ἐν πᾶσι τοῖς διωγμοῖς ὑμῶν καὶ ταῖς θλίψεσιν αἷς ἀνέχεσθε».
Ποιό εἶνε τὸ καύχημα τοῦ Παύλου; Κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἕνα καύχημα. Τὸ καύχημα τοῦ Παύλου ἦταν οἱ Χριστιανοί.
Κάποτε σ᾿ ἕνα ἐμπορικὸ καράβι συνυπηρετοῦσαν ἕξι ναῦτες. Ἕνας Γερμανός, ἕνας Ῥῶσος, ἕνας Ἄγγλος, ἕνας Ἰταλός, ἕνας Γάλλος, κ᾿ ἕνας Ἕλληνας. Συζητοῦσαν καὶ καθένας ἐκαυχᾶτο γιὰ τὸν τόπο του. Ὁ Ῥῶσος, δείχνοντας τὸ χάρτη τῆς Εὐρώπης, ἐκαυχᾶτο καὶ ἔλεγε· «Ἡ χώρα μου εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη στὸν κόσμο». Ὁ Ἄγγλος ξάπλωνε τὸ χέρι του στὴ θάλασσα καὶ ἔλεγε· «Ὅπου θάλασσα, ἐκεῖ Ἀγγλία». Ὁ Γερμανὸς ἐκαυχᾶτο γιὰ τὰ μεγάλα ἐργοστάσιά τους. Ὁ Ἰταλὸς γιὰ τὴ μουσική, τὰ τραγούδια καὶ τὶς κιθάρες τους. Ὁ Γάλλος γιὰ τοὺς ὡραίους τρόπους του καὶ τὴν εὐγενικὴ συμπεριφορά τους. Τότε οἱ πέντε γύρισαν καὶ κοίταξαν περιφρονητικὰ τὸν Ἕλληνα καὶ τοῦ εἶπαν· «Ἐσὺ τί ἔχεις γιὰ νὰ καυχηθῇς;».

Το καύχημα της Ελλάδος

Καὶ ὁ Ἕλληνας ναύτης δακρυσμένος ἔβγαλε ἀπ᾿ τὸν κόρφο του κ᾿ ἔδειξε μιὰ φωτογραφία· ἦταν ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του. Καὶ τοὺς λέει· «Ἐσεῖς καυχᾶσθε γιὰ τὶς κτίσεις καὶ ἀποικίες σας, γιὰ τὰ ἐργοστάσιά σας, γιὰ τὸ ἀτσάλι σας, γιὰ τὶς καμινάδες σας· ἐγὼ καυχῶμαι γιὰ τὴν οἰκογένειά μου!».
Στὴν Ἑλλάδα ἔχουμε οἰκογένεια. Ἡ Ἑλλάδα, ἡ μικρή μας πατρίδα, δὲν καυχᾶται οὔτε γιὰ τὶς μεγάλες ἐκτάσεις της ―ἀφοῦ δὲν ἔχει―, οὔτε γιὰ μεγάλα ἐργοστάσια καὶ καμινάδες, οὔτε γιὰ μεγάλα θωρηκτά. Ἡ Ἑλλάδα, ἡ γλυκυτάτη μας πατρίδα, ἔχει νὰ καυχηθῇ γιὰ τὴν οἰκογένειά της. Τώρα ὅμως, σιγὰ – σιγά, πάει κι αὐτή. Διότι οἱ πολιτικοί μας βάλθηκαν νὰ κάνουν τὴν Ἑλλάδα Σουηδία.
Τὰ ἑλληνικὰ καράβια φθάνουν ἀκόμα σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Ἔχουμε ναῦτες παντοῦ. Ἡ ἑλληνικὴ ναυτιλία ἔρχεται μεταξὺ τῶν πρώτων στὸν κόσμο. Ἀλλὰ τώρα, μὲ τὴν ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας, γιὰ πρώτη φορὰ τὰ καράβια μας δὲν ἔχουν Ἕλληνες ναῦτες καὶ παίρνουν ξένους.
Σᾶς τὸ λέω καθαρά, θυμηθῆτε τὰ λόγια μου· Θὰ κάνετε βουτιὰ στὴν κόλασι, γιατὶ ―μὲ διάφορες δικαιολογίες― δὲν κάνετε παιδιά. Ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ἔρχεστε στὴν ἐκκλησία, τίποτε δὲν σᾶς ὠφελεῖ, ἂν δὲν τηρῆτε τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Σᾶς τὸ λέω καθαρὰ ἐνώπιον Κυρίου· Ἐφ᾿ ὅσον δὲν κάνετε παιδιά, εἶστε ἔνοχοι καὶ δὲν θὰ δῆτε παράδεισο. Δὲν σᾶς ὠφελοῦν οὔτε τὰ κηρύγματα οὔτε οἱ ὁμιλίες οὔτε τίποτε. Γιὰ πρώτη φορά, ἐξ αἰτίας τῆς ἀποφυγῆς τῆς τεκνογονίας καὶ τῶν ἐκτρώσεων, ἡ Ἑλλάδα δὲν ἔχει ναῦτες. Καὶ παίρνουν νέγρους καὶ ἄλλους ἀπὸ διάφορα ξένα μέρη. Οἱ περισσότεροι περιορίζονται στὰ ἕνα – δύο παιδιά.
Ἦρθαν μιὰ μέρα στὴ μητρόπολι καμμιὰ δεκαριὰ ζευγάρια, γιὰ νὰ πάρουν τὴν ἄδεια γάμου. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄντρες γελοῦσε. ―Τί γελᾷς, φιλαράκο; τοῦ λέω. Γελᾷς, γιατὶ μ᾿ αὐτὴν ποὺ θὰ πάρῃς ἔχετε συμφωνήσει νὰ κάνετε μόνο δύο παιδιά. ―Ναί, μοῦ λέει. ―Μπράβο, τοῦ λέω. Τότε γιατί παντρεύεστε;… Ἕνα – δύο· αὐτὸ εἶνε κατάρα τοῦ ἔθνους μας.
Ἀπὸ τὸ ἀνέκδοτο ποὺ σᾶς εἶπα μὲ τοὺς ναυτικοὺς μπορεῖτε νὰ καταλάβετε, τί εἶνε νὰ καυχᾶται κανεὶς ὄχι γιὰ μικρὰ καὶ πρόσκαιρα ἀλλὰ γιὰ κάτι μεγάλο καὶ ὑψηλό.
Ὁ ἀπόστολος λέει· Καυχῶμαι γιὰ σᾶς. Καυχῶμαι, διότι ἔχω τέτοιους Χριστιανούς, μὲ πίστι καὶ ὑπομονὴ στοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς θλίψεις, τέτοια ἡρωϊκὰ παιδιά, τέτοιους γενναίους μαχητάς. Ὅπως καυχᾶται ἕνας ἀξιωματικὸς γιὰ τοὺς καλοὺς στρατιῶτες του.

Ιστορία που δεν πρέπει να την ξεχνάμε
Στὴ Μικρὰ Ἀσία είχαμε σαράντα συντάγματα. Ἀλλὰ ἀπ᾿ ὅλα ἕνα σύνταγμα ἄξιζε περισσότερο, κι αὐτὸ ἦταν τοῦ Πλαστήρα. Εἶχε στενὸ σύνδεσμο μὲ τοὺς εὐζώνους του καὶ ἐκαυχᾶτο γι᾿ αὐτοὺς ὁ Πλαστήρας, καὶ οἱ εὔζωνοι ἐκαυχῶντο γι᾿ αὐτόν. Εἶχαν θαυμαστὴ ἑνότητα μεταξύ των.
Ἔσφαλε βέβαια κι αὐτὸς ὁ ταλαίπωρος, γιατὶ ἀνακατεύτηκε μὲ τὴν πολιτική. Ἐγὼ δὲν τὸν κρίνω ὡς πολιτικὸ τὸν Πλαστήρα· τὸν βλέπω ὡς γενναῖο καὶ ἔξοχο ἀξιωματικὸ τοῦ Μικρασιατικοῦ πολέμου.
Ἂν ἦταν τώρα ἐδῶ, ἂν ζοῦσε σήμερα, θὰ ἦταν κάτι πολὺ μεγάλο γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ἀλλὰ πᾶνε αὐτοὶ οἱ μεγάλοι ἄνδρες. Ὁ Βενιζέλος τὸν εἶπε ἥλιο. Θέλεις νὰ δῇς πατρίδα; δὲς τὸν Πλαστήρα. Ἦταν φλογερὸς πατριώτης.
Ἕνα μονάχα σᾶς διηγοῦμαι. Κινδύνευε τότε, ὅταν κατέρρευσε τὸ μικρασιατικὸ μέτωπο, νὰ αἰχμαλωτισθῇ ὅλος ὁ στρατὸς τῆς πατρίδος μας. Καθὼς ἡ στρατιά μας ὠπισθοχωροῦσε, ὁ στρατὸς τοῦ Κεμὰλ μὲ πολὺ ἱππικὸ ἐρχόταν νὰ καταλάβῃ τὴ Σμύρνη, καὶ θά ᾿πεφταν στὰ χέρια τῶν Τούρκων ἄλλες 30.000 στρατιῶτες. Ἔξω ἀπὸ τὴ Σμύρνη εἶνε τὸ Σαλιχλῆ, μιὰ μεγάλη πόλι, κόμβος συγκοινωνιῶν. Ἐκεῖ τὴν τελευταία στιγμὴ πρόλαβε καὶ στάθηκε ὁ Πλαστήρας μὲ τοὺς εὐζώνους του. Τοὺς συγκέντρωσε καὶ ―ὁ Ἕλληνας εἶνε φιλότιμος― μὲ γλῶσσα ὠμὴ τοὺς εἶπε· Ὅσοι ἀπὸ σᾶς φορᾶτε ἀντρίκιο βρακί, μείνετε κοντά μου. Πολέμησε μὲ ἀνδρεία. Πάνω στὴ μάχη σκοτώνεται τὸ ἄλογό του· παίρνει δεύτερο, σκοτώνεται κι αὐτό· παίρνει τρίτο, σκοτώνεται κι αὐτό. Τοὺς ρήμαξε τοὺς Τούρκους, τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὴν πόλι. Πέρασε ὅλο τὸ σύνταγμα μπροστά, μὲ ἀσφάλεια, κι αὐτὸς πέρασε τελευταῖος. Ἂν ὁ Πλαστήρας μὲ τοὺς εὐζώνους του δὲν σταματοῦσε τοὺς Τούρκους στὸ Σαλιχλῆ, ἡ συμφορὰ θὰ ἦταν μεγαλύτερη.
Στὸ Σαλιχλῆ πῆγε γύρω στὸ 1965 ἕνας δημοσιογράφος καὶ εἶδε μιὰ μαύρη κολώνα, ποὺ εἶχαν στήσει ἐκεῖ οἱ Τοῦρκοι γιὰ τὰ θύματά τους. Πάνω στὴ στήλη αὐτὴ ἔγραφε· Ὅλοι ἔπεσαν μαχόμενοι ἐναντίον τοῦ συντάγματος Πλαστήρα. Τί κάνει ἕνας ἄνθρωπος, ὅταν ἔχῃ μέσα του ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα!
Ἀργότερα, ὅταν ὁ Πλαστήρας ἦρθε στὴν Ἑλλάδα, τὸν κάλεσαν σὲ μιὰ συνεστίασι στὴν Ἀθήνα καὶ κάτι κυρίες τοῦ Κολωνακίου τοῦ εἶπαν· ―Πέστε μας, στρατηγέ μας, καμμιὰ ὡραία ἱστορία ἀπὸ τὸν πόλεμο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Καὶ ὁ Πλαστήρας, ὁ μπαρουτοκαπνισμένος καὶ ἡλιοκαμένος Θεσσαλός, τοὺς λέει· ―Νομίζετε, κυράδες μου, πὼς αὐτὰ εἶνε ἱστορίες σὰν παραμύθια; Ὁ πόλεμος δὲν εἶνε, νὰ σπᾶμε αὐγὰ καὶ νὰ τὰ κάνουμε ὀμελέττα. Ὁ πόλεμος εἶνε πόλεμος!
Δὲν θέλουμε ἐμεῖς τὸν πόλεμο, ἀλλὰ τὰ φέρουμε αὐτὰ ὡς παραδείγματα.

Γενναῖοι χριστιανοί

Ὅπως ὑπάρχουν γενναῖοι στρατηγοί, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ γενναῖοι Χριστιανοί. Ὁ Παῦλος λ.χ. ἦταν γενναῖος στρατηγός. Ἔτσι τὸν ὀνομάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Ἐμπρός, λέει, προχωρεῖτε ἐναντίον τοῦ διαβόλου, ἐναντίον τῆς σαρκός, ἐναντίον τοῦ διεφθαρμένου κόσμου! Προχωροῦσε αὐτὸς μπροστά, ἀγωνιζόμενος, καὶ ἀκολουθοῦσαν ἀπὸ πίσω οἱ Χριστιανοί. Ἦταν καύχημα τῶν Χριστιανῶν ὁ Παῦλος. Ἀλλὰ κι αὐτὸς εἶχε καύχημά του τοὺς Χριστιανούς. Αὐτὸ πρέπει νὰ γίνεται καὶ σήμερα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Νὰ ὑπάρχουν τέτοια καυχήματα. Νὰ καυχᾶσθε ἐν Κυρίῳ· γιὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά.

Χάνουμε οι Ελληνες τα καυχήματά μας

Δυστυχῶς ἕνα – ἕνα τὰ χάνουμε τὰ καυχήματά μας αὐτά. Οἰκογένεια είχαμε, τὴ διαλύουμε. Ἐκκλησία είχαμε, τὴν πολεμᾶμε. Γλῶσσα είχαμε, τὴ χάνουμε. Παιδιὰ εἶχε ἡ πατρίδα μας, τὰ σκοτώνουμε. Γιὰ πηγαίντε κάτω στὸ Ἰσραήλ, καὶ θὰ δῆτε. Μιλᾶνε τὴν ἀρχαία ἰσραηλιτικὴ γλῶσσα.
Ἐμεῖς ἔχουμε τὴν ὡραιότερη γλῶσσα τοῦ κόσμου. Τὴ διαβάζουν οἱ Ἄγγλοι, οἱ Ῥῶσοι καὶ ἄλλα ἔθνη, κ᾿ ἐμεῖς τὴν ἀφήνουμε. Ἔξυπνα εἶνε τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος· ἂν τὰ διδάσκαμε, θὰ μποροῦσαν νὰ μιλοῦν ὅπως ὁ Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης. Θὰ μποροῦσαν νὰ μιλοῦν τὴν ὡραιότερη γλῶσσα τοῦ κόσμου. Τώρα οὔτε οἱ φιλόλογοι δὲν τὴν ξέρουν καλά. Ποῦ ν᾿ ἀφήσουν ὅμως τὰ φλὲρτ καὶ ἡ ντόλτσε βίτα, ποῦ ν᾿ ἀφήσουν τὸ σὲξ καὶ ἡ πολιτικολογία, γιὰ νὰ διαβάσουν;
Οἱ ἐκπαιδευτικοὶ κάνουν ἀπεργία καὶ κλείνουν τὰ σχολεῖα. Καλά, γιατί κλείνετε τὰ σχολεῖα, ποιά εἶνε τὰ αἰτήματά σας; Ἂν πρόκειται γιὰ μεγάλα πράγματα, δέκα φορὲς νὰ τὰ κλείσετε· γιὰ τὸ πρόγραμμα τῶν μαθημάτων, ποὺ εἶνε παμπάλαιο, ἀρχαιολογικὸ μουσεῖο ἑκατὸ ἐτῶν· γιὰ τὰ βιβλία, ποὺ δὲν ἀνταποκρίνονται στὶς σημερινὲς ἐπιστημονικὲς ἀξιώσεις· ἤ, ἀκόμη περισσότερο, νὰ τὰ κλείσετε γιατὶ σᾶς πῆρε φαλάγγι ἡ τηλεόρασι. Νὰ τὰ κλείσετε καὶ νὰ τοὺς πῆτε· Δὲν θέλουμε, κύριοι, νὰ είμαστε δάσκαλοι, ἂν δὲν διορθώσετε τὰ προγράμματα τῆς τηλεοράσεως· γιατὶ ὅ,τι κτίζουμε ἐμεῖς στὸ σχολεῖο, τὸ γκρεμίζει ἡ τηλεόρασι.
Ξέρετε τί μπορεῖ νὰ πάθουμε ἐμεῖς; Ὅ,τι ἔπαθαν κάτι ἰθαγενεῖς τῆς Ἀφρικῆς. Μάζευαν μὲ τὶς χοῦφτες τὸ χρυσάφι οἱ ἄγριοι κοντὰ στὰ ποτάμια. Πήγαιναν κατόπιν Ἐγγλέζοι περιηγηταὶ καὶ ἤθελαν νὰ τοὺς τὸ πάρουν. Πονηροὶ οἱ ξένοι καὶ φιλάργυροι, κορόϊδευαν τὰ φτωχαδάκια ἐκεῖνα, ποὺ ζοῦσαν πρωτόγονα καὶ δὲν ἤξεραν τὴν ἀξία τοῦ χρυσοῦ. Τοὺς ἔδιναν κάτι φανταχτερὰ κορδελλάκια, κάτι χάντρες καὶ κάτι γυαλιά, καὶ μ᾿ αὐτὰ ἀντάλλαζαν οἱ ντόπιοι τὸ χρυσάφι. Κάποτε βέβαια ξύπνησαν κι αὐτοί. Τοὺς εἶπε κάποιος ποὺ τοὺς ἀγαποῦσε·
―Βρέ, τί κάνετε; Σᾶς γελοῦν οἱ Εὐρωπαῖοι. Τοὺς δίνετε τὸ χρυσάφι, ποὺ ἔχει ἀξία, καὶ παίρνετε τὰ κουρέλια τους;
―Ἆ, ἔτσι; λένε αὐτοί· μᾶς κοροϊδεύανε τόσο καιρό. Τώρα θὰ δῇς, τί θὰ τοὺς κάνουμε…
Ὕστερα ἀπὸ λίγο ξαναῆρθαν οἱ ξένοι καὶ λένε στὰ φτωχαδάκια·
―Μαζέψατε ἀπὸ ᾿κεῖνα;…
―Ναί, λένε, ἔχουμε μαζέψει ἀρκετά. Καθῆστε ἐδῶ καὶ θὰ σᾶς τὰ φέρουμε.
Καὶ τί τοὺς κάνανε· μάζεψαν τὸ χρυσάφι, τό ᾿ριξαν μέσα σ᾿ ἕνα καζάνι, βάλανε φωτιὰ ἀπὸ κάτω καὶ τὸ ἔλειωσαν. Ἔπειτα κόψανε κάτι ξύλα μπαμποῦ καὶ τὰ κάνανε χωνιά. Πιάσανε μετὰ δυό -τρεῖς ἀπ᾿ αὐτούς, τοὺς ἄνοιξαν τὸ στόμα καὶ τοὺς τὸ ἔρριξαν μέσα λέγοντας·
―Φᾶτε χρυσάφι νὰ χορτάσετε, ἀχόρταγοι ἄνθρωποι!

Προέβλεψε από το 1975 ο π. Αυγουστίνος, το σημερινό κατάντημα της Ελλάδος

Ακούστε τη συνέχεια του μαθήματος·Ὅλοι λένε, Δός μου! Κ᾿ ἐδῶ στὴν πατρίδα μας ὅλοι σχεδὸν περιμένουν ἀπ᾿ τὸ δημόσιο ταμεῖο. Ἀλλὰ ἔτσι ποῦ θὰ πάῃ κι αὐτὸ τὸ κράτος; Δὲν θ᾿ ἀντέξῃ. Πρέπει λοιπὸν νὰ κοποῦν τὰ περιττά. Γι᾿ αὐτὸ κλεῖστε τὰ ταβερνεῖα, τὶς ντίσκο κ.τ.λ.. Μὲ τὸ δελτίο, κύριε, τὰ ἀγαθά! Κοινὸ συσσίτιο, ὅπως οἱ Σπαρτιάτες· κ᾿ ἔτσι θὰ ἔχουμε καὶ ὑγεία. Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ μιμηθοῦμε ἐμεῖς τοὺς κομμουνιστάς. Ἔχουμε δικά μας πρότυπα. Οἱ Σπαρτιάτες μιὰ χούφτα ἄνθρωποι ἦταν. Εἶχαν κοινὸ συσσίτιο, κοινὰ κρεβάτια, ὅλα τὰ εἶχαν κοινά· καὶ ζοῦσαν εὐτυχισμένοι. Λεφτὰ δὲν εἶχαν. Εὐφυὴς ὁ Λυκοῦργος ὁ νομοθέτης τῆς Σπάρτης, ξέρετε τί ἔκανε; Ὅσοι διαβάζουν τὴν ἱστορία, θὰ ξέρουν. Τοὺς εἶπε· Θὰ ὑπάρχουν καὶ νομίσματα, ἀλλὰ θὰ εἶνε πολὺ βαρειά. Καὶ τοὺς παρουσίασε κάτι μεγάλες πέτρες…
Ἔχουμε λοιπὸν πρότυπα δικά μας γιὰ νὰ μιμηθοῦμε. Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ξένους. Κι ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τοὺς Σπαρτιάτες νὰ μιμηθοῦμε τοὺς πρώτους Χριστιανούς, ποὺ «ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά» (Πράξ. 4,32).
Τὸ πείραμα τῆς ἐν Χριστῷ κοινοκτημοσύνης τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἐπρότεινε καὶ ἀργότερα στοὺς Χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς του ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Νὰ τολμήσω νὰ τὸ προτείνω κ᾿ ἐγὼ σήμερα;
Ἐλᾶτε, λοιπόν, νὰ σᾶς κάνω ἕνα κοινὸ συσσίτιο, κατὰ τὰ πρότυπα ἐκεῖνα, καὶ τελείωσε ἡ ἱστορία! Θέλετε ν᾿ ἀρχίσῃ τὸ πείραμα ἀπὸ σᾶς; Ἔ, τότε εἶνε ποὺ θὰ μὲ κλείσετε στὰ φρενοκομεῖα. Θὰ πῆτε, Ὁ Καντιώτης στὴ Φλώρινα τρελλάθηκε, πάει τὰ ἔχασε πιά…

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΘΑ ΠΕΣΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΣΥΝΤΡΙΒΕΙ ΚΑΙ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΟΥΝΙΣΜΟΣ

author Posted by: admin on date Μαι 22nd, 2014 | filed Filed under: ΕΡΜΗΝΕΙΑ Β´ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ἡ ἀδικία τῶν διαφόρων πολιτικῶν συστημάτων

Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς (α)

Από την ερμηνεία της Αγίας Γραφής στον κύκλο ανδρών στη Μητρόπολη
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, το 1975

  `π. `αυγ. ιστΦόροι! Ἀπὸ ποῦ ἀλλοῦ θὰ βγοῦν οἱ μισθοὶ τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων; Θὰ μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεός· ὁ δάσκαλος, ὁ καθηγητής, ὁ παπᾶς, ὁ δεσπότης, ὁ δικαστικός, ὁ στρατιωτικὸς καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι παίρνουν τὰ χρήματά τους ἀπὸ τὸ δημόσιο. Ἂν σκεφτοῦμε ὅμως καλά, θὰ δοῦμε ὅτι αὐτὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸν καημένο τὸ βοσκὸ καὶ τὸ γεωργό. Ἀλλ᾿ ἕως πότε;
Παντοῦ γίνεται αὐτό. Καὶ στὰ προοδευτικὰ λεγόμενα κράτη τὸ ἴδιο γινόταν. Μὴ νομίζετε ὅτι ἡ Ῥωσία εἶχε διαφορά. Εἶχαν στὸ Κρεμλῖνο μιὰ εἰκόνα ἑνὸς Γάλλου ζωγράφου, ποὺ ἔδειχνε τὸ ἑξῆς. Στὸ ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνος κάθεται ὁ ἡγέτης, ὁ κυβερνήτης, ὁ βασιλιᾶς. Δὲν ἔχει σημασία κι οὔτε μ᾿ ἐνδιαφέρει, ἂν αὐτὸς λέγεται βασιλιᾶς ἢ πρόεδρος τῆς δημοκρατίας ἢ κάπως ἀλλιῶς· ὅλοι ἴδιοι εἶνε, ζοῦν κι αὐτοὶ ὅπως οἱ βασιλιᾶδες. Κάθεται λοιπὸν ἐπάνω ὁ κυβερνήτης, εἴτε τῆς Ῥωσίας εἴτε τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν, καὶ πατάει πάνω στοὺς ἀξιωματούχους τοῦ κράτους. Κι αὐτοὶ πάλι πατοῦν πάνω στοὺς πλουσίους. Καὶ οἱ πλούσιοι πατοῦν πάνω στὸν καημένο τὸ λαό. Ὅλοι μας ἀνεξαιρέτως ζοῦμε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ λαουτζῖκο. Αὐτὸς μόνο καλλιεργεῖ τὴ γῆ καὶ μᾶς δίνει τὸ ψωμί, τὸ λάδι, τὶς ντομάτες, τὶς πατάτες κι ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ γιὰ τὴ συντήρησί μας.
Κι ὅμως δὲν εἴμαστε εὐχαριστημένοι. Ὅλοι ζητοῦν αὐξήσεις. Βρὲ ἀνόητοι, καὶ ὁ Ὄλυμπος νὰ γίνῃ χρυσάφι, ἂν θὰ τὸν κόβουμε κάθε μέρα κατ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο, σύντομα θὰ τὸν φᾶμε.
Θὰ πέσῃ καὶ θὰ ἐξευτελισθῇ τὸ χρῆμα. Ζητᾷς λεφτά; Ἐγὼ προφητεύω· θὰ ἔρθῃ ὥρα, ποὺ θὰ στήσῃ τὸ κράτος ―ὅποιο καὶ νά ᾿νε― ἕνα μηχάνημα καὶ θ᾿ ἀρχίσῃ νὰ βγάζῃ χαρτονομίσματα σὰν τὰ πλατανόφυλλα. Καὶ τότε τί θὰ τὰ κάνῃς τὰ λεφτά; Θὰ παίρνῃς 100.000, 200.000, 500.000, 1.000.000 κολλαριστὰ χιλιάρικα. Ἀλλὰ τί νὰ τὰ κάνῃς; Θὰ εἶνε ἄχρηστα. Βάλ᾿ τα σ᾿ ἕνα τσουκάλι μὲ νερὸ νὰ τὰ βράσῃς καὶ νὰ πιῇς τὸ ζουμί…
Τότε θὰ δῇς, τί ἀξία ἔχει αὐτὴ ἡ πατάτα, τί ἀξία ἔχει αὐτὸς ὁ γεωργός. Τώρα ὁ γεωργὸς εἶνε ἀπὸ κάτω καὶ τὸν πατᾶνε· τότε θ᾿ ἀνεβῇ ἀπὸ πάνω καὶ θὰ τοὺς πατᾷ. Θὰ δῇς τότε ἐπιστήμονες νὰ βγοῦν μὲ τὰ τσαπιὰ νὰ σκάβουν τὴ γῆ, νὰ μαζεύουν σιτάρι στὰ χωράφια. Θὰ τὰ δοῦμε αὐτὰ τὰ πράγματα, γιατὶ περιφρονήσαμε τὸ λαὸ αὐτό.
Καὶ αὐτὸ τὸ Σοβιὲτ θὰ πέσῃ(*), ποὺ τέλος πάντων ἔχει καὶ ὡρισμένα πλεονεκτήματα – δὲ᾿ μποροῦμε νὰ τοὺς τὸ ἀρνηθοῦμε. Ἂν δὲν εἶχαν τὴν ἀθεΐα, ἐγὼ σᾶς τὸ λέω καθαρά, θὰ ἤμουν κομμουνιστής. Τὰ οἰκονομικά τους καὶ οἱ ἰδέες τους, σὰν θεωρία, πλησιάζουν μὲ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἔχουν ὅμως τὴν ἀθεΐα καὶ τὴν καταπίεσι, γι᾿ αὐτὸ οἱ ὡραῖες θεωρίες τους δὲν ἐφαρμόζονται καὶ γίνονται καταχρήσεις.
Κατὰ τὰ ἄλλα, ἔχουν καὶ θετικὰ στοιχεῖα. Στὴν Κίνα καὶ στὴ Ῥωσία δὲν γίνονται ἀπεργίες. Σοῦ λέει· «Γιατί, κύριε, νὰ κάνῃς ἀπεργία; Ἡ ζωή σου εἶνε ἁπλῆ. Σοῦ χρειάζονται παπούτσια, ῥοῦχα, φαΐ, σπίτι; Αὐτὰ σοῦ τὰ δίνω ἐγὼ τὸ κράτος. Δός μου ἐσὺ τὴ δουλειά σου». Εἶνε ἢ δὲν εἶνε καλὸ πρᾶγμα αὐτό; – ἄσχετα μὲ τὸ ποιό ὄνομα θὰ τοῦ δώσουμε καὶ πῶς θὰ τὸ ποῦμε, σοσιαλισμὸ ἢ κομμουνισμὸ ἢ κάποιο ἄλλο.
Ποιός ὅμως ἀντέχει; Οὔτε κι αὐτοὶ δὲν ἀντέχουν. Τ᾿ ἀνατρέπουν οἱ ίδιοι. Μερικοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶνε πάμπλουτοι. Γιατὶ χωρὶς τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἀδύνατον αὐτὰ νὰ ἐφαρμοσθοῦν. Σὰν ἰδέες ὅμως εἶνε πολὺ μεγάλες.
Ὅταν ὑπηρετοῦσα στὴν Κοζάνη τὰ χρόνια τῆς κατοχῆς, τοὺς κάλεσα ὅλους καὶ τοὺς εἶπα· «Τί φωνάζετε; Θέλετε νὰ κάνουμε μιὰ συμφωνία; Ἀναλαμβάνω νὰ σᾶς τρέφω ὅσο καιρὸ κρατᾷ ἡ πεῖνα, ἀλλὰ θὰ καταργήσετε τὸ ἀτομικὸ καὶ οἰκογενειακό σας συσσίτιο καὶ ὅ,τι ἔχετε θὰ τὸ φέρετε ἐδῶ. Θὰ ἐφοδιασθῆτε μὲ μιὰ κάρτα καὶ κάθε μέρα θὰ παίρνετε τὸ συσσίτιο σας, ἐσεῖς καὶ οἱ οἰκογένειές σας. Δὲν εἶνε δύσκολο πρᾶγμα γιὰ νὰ δουλέψῃ τὸ καζάνι. Θὰ ἐξαιροῦνται καὶ θὰ ἔχουν ἰδιαίτερο φαγητὸ οἱ ἄρρωστοι καὶ τὰ μικρὰ παιδιά. Ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ ἔχουν κοινὸ συσσίτιο». Ὅταν ἔχετε τὸ ῥοῦχο σας, τὸ παπούτσι σας καὶ τὸ φαΐ σας, τί παραπάνω θέλετε κυρίες μου; Εἶνε σωστὰ αὐτά; Σωστὰ εἶνε, ἀλλὰ ποιός τὰ κάνει.
Γι᾿ αὐτὸ ἐγὼ δὲν εἶμαι οὔτε μὲ τὸν καπιταλισμὸ οὔτε μὲ τὸν κομμουνισμό. Αὐτὰ τὰ δύο συστήματα ἔχουν προτερήματα, ἀλλὰ ἔχουν καὶ πάρα πολλὰ ἐλαττώματα. Γι᾿ αὐτὸ θὰ πέσουν, θὰ συντριβοῦν, θὰ διαλυθοῦν, καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ χάος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ γκάγκστερς καὶ ἀθέους, μέσα ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν χαώδη κατάστασι, τὸ τί θὰ βγῇ, ἕνας Θεὸς ξέρει. Βρίσκονται ὅλοι μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό.
Στὴ Μόσχα πῆγε ἕνας φοβερὸς ἰνστρούχτορας (=καθοδηγητής) τοῦ συστήματος καὶ ἐπὶ ὥρα τοὺς ἔκανε διαφώτισι. Ὅταν τελείωσε, σηκώθηκε ἕνας ἁπλὸς χωρικός, ἔπιασε τὸ ῥαβδί του ἀπὸ τὴ μέση καὶ στρέφοντάς το ἔδειξε τὰ δύο ἄκρα, τὸ ἐπάνω καὶ τὸ κάτω, ποὺ ἄλλαζαν μεταξύ τους θέσι, καὶ εἶπε· «Ἀκοῦστε, ἀγαπητοί μου. Ὁ τσάρος κάποτε ἦταν ἐδῶ πάνω, κ᾿ ἐσεῖς ἤσασταν κάτω, στὴ Σιβηρία, στὴν ἐξορία. Τώρα ἐσεῖς εἶστε ἐπάνω, καὶ ὁ τσάρος εἶνε κάτω. Ἐμεῖς ὅμως ἤμασταν καὶ εμαστε στὸ μέσον. Ὁ λαός, ὅπως καὶ νὰ γυρίσουν τὰ πράγματα, εἶνε πάντα στὸ μέσον. Δὲν ἄλλαξε τίποτε γιὰ μᾶς καὶ μὲ τοῦτο τὸ καθεστώς».
Ὁ καημένος ὁ λαός, εἴτε μὲ τὸν ἄλφα εἴτε μὲ τὸν βῆτα μανδύα, συνεχῶς ἀπατᾶται. Λέμε, ὅτι ἔχουμε δημοκρατία. Τί δημοκρατία! κοροϊδευόμεθα. Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα φτειάχνουν τὸ αὐτόματο διαζύγιο(*). Τὸ θέλει ὁ Ἑλληνικὸς λαός; Ἂς γίνῃ ψηφοφορία. Ἂν ἀφαιρέσουμε τὴν Ἀθήνα καὶ τὴ Θεσσαλονίκη, τὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα, ὁ ὑπόλοιπος εὐγενὴς λαός μας δὲν τὸ θέλει. Δὲν διεφθάρη ὁ ἁπλὸς λαός, δὲν ἔγινε Σουηδία. Τὰ 80% καὶ τὰ 90% εἶνε κατὰ τοῦ «αὐτομάτου». Ἀλλὰ θὰ ἐπικρατήσῃ ἡ ψῆφος τῶν κυρίων ἐκείνων, ποὺ μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τὸ Παρίσι καὶ ἔχουν διώξει τὶς γυναῖκες τους.
Παίρνουν τὴν ψῆφο χιλιάδων λαοῦ καὶ τὴν γράφουν στὰ παλιά τους τὰ παπούτσια. Ἔχουμε ὀνόματι δημοκρατία, στὴν πραγματικότητα δὲ δικτατορία, δικτατορία τοῦ χειρίστου εδους.
Ἔτσι θὰ κοροϊδευώμεθα καὶ θὰ ἐμπαιζώμεθα, πρῶτα ἀπὸ δεξιὰ κ᾿ ὕστερα ἀπὸ ἀριστερά, πότε ἀπὸ ᾿δῶ καὶ πότε ἀπὸ ᾿κεῖ, μέχρι νὰ καταλάβουμε, ὅτι μόνο ὁ Χριστὸς μᾶς μένει. Τὸ Εὐαγγέλιο, ἂν τὸ ἐφαρμόσουμε, θὰ σώσῃ τὴν πατρίδα.

―――――――――――――
(*) Αὐτὰ ἐλέγοντο τὸ 1975 Ἐπραγματοποιήθησαν μετὰ τὸ 1990.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ευχαριστω το Θεο για σας

author Posted by: admin on date Μαι 21st, 2014 | filed Filed under: ΕΡΜΗΝΕΙΑ Β´ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ευχαριστια στο Θεο

Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς (α, 3)

apostolos-paylosΑπό την ερμηνεία της Αγίας Γραφής στον κύκλο ανδρών
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

στίχ. 3. «Εὐχαριστεῖν ὀφείλομεν τῷ Θεῷ πάντοτε περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί, καθὼς ἄξιόν ἐστιν, ὅτι ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν καὶ πλεονάζει ἡ ἀγάπη ἑνὸς ἑκάστου πάντων ὑμῶν εἰς ἀλλήλους».
«Εὐχαριστεῖν ὀφείλομεν τῷ Θεῷ πάντοτε». Εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ πάντοτε γιὰ σᾶς, λέει ὁ ἀπόστολος. Ἐμεῖς ἆρα γε εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ πάντοτε; Ἂν ἔχουμε μπόλικο φαΐ, ἂν ἔχουμε τὸ πορτοφόλι γεμᾶτο, ἂν ἔχουμε ὑγεία, ἂν είμεθα καλὰ καὶ δὲν πονᾶμε πουθενά, λέμε «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Ὅταν ὅμως συμβαίνουν τίποτε δυσάρεστα γεγονότα, βαρυγγωμοῦμε.
Δὲν πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ μόνο σὲ ἡμέρες εὐτυχίας, ἀλλὰ πάντοτε νὰ λέμε «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Ὅπως ὁ Ἰώβ. Πόσα κακὰ τοῦ ἦρθαν, καὶ ἔλεγε αὐτὸ ποὺ ἀκοῦμε στὴ θεία λειτουργία· «Είῃ τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος» (πρβλ. Ἰὼβ 1,21). Νὰ εὐχαριστῇς τὸ Θεὸ πάντοτε. Νὰ εἶσαι εὐγνώμων στὸ Θεὸ καὶ νὰ μὴ γογγύζῃς.

«περὶ ὑμῶν». Αὐτὸ εἶνε ἀγγελικό. Ἐγὼ ὁ Παῦλος εὐχαριστῶ τὸ Θεὸ γιὰ σᾶς, γιὰ τὴν πρόοδό σας. Γιὰ νὰ καταλάβετε πόσο μεγάλο εἶνε αὐτό, σᾶς ἐρωτῶ· Ὅταν τὸ παιδὶ τοῦ γείτονά σου δίνῃ ἐξετάσεις καὶ ἔρχεται πρῶτο στὸ πανεπιστήμιο ἢ στὴν ἀκαδημία, τί αἰσθάνεσαι ἐκείνη τὴν ὥρα; Χαρά; Καὶ λὲς «Δόξα σοι, ὁ Θεός, ποὺ τὸ φτωχαδάκι αὐτὸ πέρασε πρῶτο στὴν ἰατρικὴ ἢ στὴ φιλολογία»; Νιώθεις τέτοια χαρὰ μέσα σου, σὰ᾿ νὰ εἶνε δικό σου παιδί; Ἢ νιώθεις λύπη καὶ ζήλεια; Τὸ νὰ χαίρεσαι μὲ τὴ χαρὰ τοῦ ἄλλου εἶνε ἀγγελικό, τὸ δὲ ἄλλο εἶνε σατανικό.
Αὐτὸ λέει ὁ Παῦλος ἐδῶ· Εὐχαριστῶ τὸ Θεὸ γιὰ σᾶς. Δὲν εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ μόνο γιὰ τὶς εὐεργεσίες του στὸν ἴδιο, ἀλλὰ τὸν εὐχαριστεῖ γιὰ τὴν πρόοδο τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Εὐχαριστῶ τὸ Θεό, λέει ὁ Παῦλος, γιὰ σᾶς καὶ γιὰ τὴν προκοπή σας. Ὄχι τὴν κοσμικὴ ἢ τὴν οἰκονομικὴ καὶ ἐμπορική, ἀλλὰ τὴν πνευματική. Ποιά εἶνε ἡ πνευματικὴ πρόοδος; Τὸ
«ὅτι ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν καὶ πλεονάζει ἡ ἀγάπη». Ἡ πίστι γεννᾷ καὶ τρέφει τὴν ἀγάπη καὶ κάθε ἀρετή. Ἡ ἀρετή, ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, εἶνε δέντρο. Κι ὅπως τὸ δέντρο τὸ βλέπεις ν᾿ αὐξάνῃ συνεχῶς καὶ νὰ φέρῃ καρπούς, ἔτσι καὶ ἡ ἀρετή. Τὴν ἐφύτευσε μέσα μας ὁ διος ὁ Θεός. Δὲν εἶνε ἕνα κακιασμένο δέντρο, ἕνας ἄχρηστος θάμνος, μιὰ ἄκαρπη βάτος. Εἶνε οὐράνιο δέντρο, ποὺ συνεχῶς αὐξάνει καὶ μεγαλώνει. Ὁ ἄνθρωπος, λέει ὁ Πλάτων, εἶνε οὐράνιο δέντρο· ἀλλὰ ποῦ νὰ τὸ καταλάβουν αὐτὸ οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι;
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Πλάτωνα, μᾶς λέει· Ἡ πίστι, τὸ οὐράνιο αὐτὸ δέντρο, μέσα στὸν ἄνθρωπο «ὑπεραυξάνει», μεγαλώνει συνεχῶς καὶ φέρει καρπούς. Εὐχαριστῶ τὸ Θεό, λέει, πού, ἐνῷ σᾶς φύτευσα μικρὰ δεντράκια, τώρα σᾶς βλέπω νὰ μεγαλώνετε. Νὰ γίνεστε δέντρα μεγάλα, γεμᾶτα φύλλα, ἄνθη καὶ καρπούς. Δόξα σοι, ὁ Θεός! Εὐχαριστεῖται ὁ Παῦλος, ὅπως εὐχαριστεῖται κάποιος ὅταν βλέπῃ ἕναν ἄγονο τόπο νὰ γίνεται ὄμορφο περιβόλι.
Γνώρισα ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο σ᾿ ἕνα μικρὸ νησάκι τῶν Κυκλάδων, τὸ διάστημα ποὺ ἤμουν δάσκαλος ἐκεῖ. Ἔρημος ἦταν ὁ τόπος στὸ νησάκι, ξεραΰλα. Ἦρθε Read more »

ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΙΠΟΤΑ

author Posted by: admin on date Μαι 19th, 2014 | filed Filed under: ΕΡΜΗΝΕΙΑ Β´ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Χαρις

Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς (α, 2)

Από την ερμηνεία της Αγίας Γραφής στον κύκλο ανδρών
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

apostolos-paylosστίχ. 2. «χάρις ὑμῖν…». Τί θὰ πῇ χάρις; Ἂς ποῦμε ἕνα παράδειγμα, καὶ μὴ μὲ παρεξηγήσετε. Προσπαθῶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ μὴν ἀνήκω οὔτε στὴ βασιλεία οὔτε στὴ δικτατορία, νὰ μὴν εἶμαι οὔτε μὲ τοὺς Ἀμερικάνους οὔτε μὲ τοὺς Ῥώσσους. Εἶμαι Χριστιανός.
Ἐπὶ δικτατορίας τοῦ Μεταξᾶ διώχθηκα. Ἤμουν μεταξὺ τῶν λίγων ἱεροκηρύκων ποὺ διώχθηκαν τότε. Πρέπει ὅμως νὰ ὁμολογήσω μιὰ ἀλήθεια. Θυμᾶμαι, ὅτι τότε ἦταν καταχρεωμένοι οἱ χωρικοί μας. Ἡ ἀγροτικὴ τράπεζα, ποὺ λειτουργοῦσε γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησι δῆθεν τῶν ἀγροτῶν, τοὺς εἶχε δέσει ὅλους. Ἄλλος πουλοῦσε τὰ βόδια του, ἄλλος τὰ πρόβατά του. Καὶ σὰ᾿ νὰ μὴν ἔφταναν τὰ χρέη ποὺ εἶχαν στὴν τράπεζα, εἶχαν καὶ στοὺς τοκογλύφους. Ἦταν φοβερὰ ἡ κατάστασις. Ὁπότε μιὰ νύχτα ἀπὸ τὸ ῥαδιόφωνο ἀνεκοίνωσε ὁ Μεταξᾶς, ὅτι χαρίζονται ὅλα τὰ χρέη τῶν ἀγροτῶν. Τὸ τί ἔγινε δὲν περιγράφεται. Ἀνέβηκαν οἱ χωρικοὶ τὴ νύχτα στὰ καμπαναριὰ καὶ χτυποῦσαν χαρούμενα τὶς καμπάνες…
Ἀλλ᾿ ὅλοι μας ἔχουμε ἕνα ἀσήκωτο χρέος πρὸς τὸ Θεό. Καὶ τὸ κακὸ εἶνε ὅτι δὲν τὸ αἰσθανόμεθα. Ἔχουμε ὅλοι ἕνα χρέος, καὶ αὐτὸ εἶνε οἱ ἁμαρτίες μας. Κάθε μέρα χρεωνόμεθα μὲ νέες ἁμαρτίες. Ἂν εἶσαι τίμιος καὶ χρωστᾷς στὸν ἄλλον 100 ἢ 200 δραχμές, προσπαθεῖς νὰ τὶς ἐπιστρέψῃς. Ἀλλὰ τὸ χρέος ποὺ ἔχουμε πρὸς τὸ Θεὸ ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας ποιός θὰ μᾶς τὸ ἐξοφλήσῃ; Μόνοι μας νὰ τὸ ἐξοφλήσουμε δὲ᾿ μποροῦμε. Πῶς θ᾿ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; Ἕνας μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς τὸ ἐξοφλήσῃ· «ὁ αιρων τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου». Λέει κάπου ὁ Ντοστογιέφσκυ· Ἂν ὑποθέσουμε, ὅτι προσπαθοῦμε μόνοι μας νὰ ἐξοφλήσουμε τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας, καὶ πᾶμε καὶ ζοῦμε σ᾿ ἕνα βουνό, κάνοντας συνεχῶς κομποσχοίνια καὶ μετάνοιες, δὲ᾿ θὰ μπορέσουμε νὰ ἐξοφλήσουμε οὔτε τὴν πιὸ μικρὴ ἁμαρτία. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ χρέη μας μᾶς τὰ ἐξώφλησε ὁ Χριστός.
Θὰ σᾶς πῶ κ᾿ ἕνα ἄλλο παράδειγμα, ποὺ συνέβη στὸ ῥωσικὸ στρατό. Ἕνας στρατιώτης ἦταν φτωχαδάκι. Σὲ ὧρες σχόλης ἀναλογιζόταν τὶς ἀνάγκες του. Πῆρε ἕνα χαρτὶ κ᾿ ἔγραψε τὰ χρέη τῆς οἰκογενείας του. Κι ἀπὸ κάτω τὸ χαρτὶ ἔγραψε· «Ἄχ Θεέ μου, ποιός θὰ ἐξοφλήσῃ τὰ χρέη τῆς οἰκογενείας μου; Δοῦλοι γεννηθήκαμε, δοῦλοι καὶ θὰ πεθάνουμε…». Κρατώντας τὸ χαρτὶ τὸν πῆρε ὁ ὕπνος. Τὴ νύχτα ἐκείνη ἐπισκέφτηκε τὸ σύνταγμα ὁ τσάρος. Μπῆκε στοὺς θαλάμους γιὰ ἐπιθεώρησι. Πλησίασε κι αὐτὸν τὸ στρατιώτη ποὺ κοιμόταν. Εἶδε τὸ χαρτάκι στὰ χέρια του. Τὸ πῆρε καὶ τὸ διάβασε. Συγκινήθηκε ὁ τσάρος καὶ εἶπε· «Τὸν καημένο τὸ στρατιώτη, τὸν ἔχουμε ἐδῶ καὶ φυλάει τὴν πατρίδα, ἀλλ᾿ ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θὰ πάῃ ὁ κλητήρας καὶ θὰ τοῦ κατασχέσῃ τὸ σπίτι». Παίρνει τότε καὶ γράφει ἀπὸ κάτω· «Ἐξωφλήθη», ὑπογραφὴ «Ὁ τσάρος». Καὶ λέει στὸ λοχαγό· «Τὰ χρέη του θὰ τὰ ἐξοφλήσω ὅλα ἐγώ». Τὸ πρωΐ, ποὺ ξύπνησε ὁ στρατιώτης, κοιτάζει τὸ χαρτὶ καὶ διαβάζει τὸ «Ἐξωφλήθη». Ζητᾷ νὰ μάθῃ τί ἔγινε, καὶ τοῦ ἐξηγοῦν ὅτι ἦρθε τὴ νύχτα ὁ τσάρος καὶ ἐκεῖνος τὸ ἔγραψε, ὅλα τὰ χρέη τῆς οἰκογενείας σου θὰ τὰ πληρώσῃ αὐτός. Πέταξε ἀπὸ τὴ χαρά του…
Αὐτὰ τὰ καταλαβαίνουμε, τ᾿ ἄλλα δὲν τὰ καταλαβαίνουμε. Ποιά; Ὅτι ἐμεῖς είμαστε αὐτοὶ ποὺ χρωστᾶμε στὸ Θεό. Καὶ πέρασε τὴ νύχτα – τὰ μεσάνυχτα ὁ Χριστὸς καὶ ἔγραψε μὲ τὸ αἷμα του «Ἐξωφλήθη». Ἐξωφλήθησαν ὅλα τ᾿ ἁμαρτήματά σας, ὅσο μεγάλα καὶ πολλὰ καὶ ἂν εἶνε. Αὐτή εἶνε ἡ μεγάλη ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τὰ ἄλλα, νηστεῖες, κομποσχοίνια, προσευχές, γηροκομεῖα…, δὲν μᾶς σῴζουν χωρὶς τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ. «Τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ… καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰωάν. 1,7). Μὲ τὸ αἷμα του ἔγραψε ὁ Χριστὸς τὴν ἐξόφλησι τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Γι᾿ αὐτὸ θὰ εἶνε ἀναπολόγητος ὁ ἁμαρτωλός. Εδατε δίπλα του στὸ σταυρὸ τὴν ὥρα ἐκείνη τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ποιόν εἶχε ὁ Χριστός; Τὸ λῃστή εἶχε. Καὶ τοῦ ἐξώφλησε τὸ χρέος λέγοντας· «Σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκ. 23,43). Συγχωρεῖ καὶ ἐξοφλεῖ ὅλα μας τ᾿ ἁμαρτήματα ὁ Χριστός, ἀρκεῖ νὰ μετανοήσουμε.
Ἁμαρτωλοὶ τῆς γῆς, χαρῆτε! Ὁ Χριστὸς ὑπέγραψε καὶ γιὰ σᾶς τὸ διάταγμα τῆς συγχωρήσεως. Αὐτὸ εἶνε ζήτημα πίστεως, καὶ γιὰ νὰ τὸ νιώσῃς πρέπει νὰ καταλάβῃς τί θὰ πῇ ἁμαρτία.
Ἀλλὰ χάρις δὲν εἶνε μόνο ἡ ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν, δὲν εἶνε μόνο ἡ συγχώρησι, δὲν εἶνε μόνο ὅτι μᾶς χαρίζονται τὰ χρέη· χάρις εἶνε καὶ κάτι ἄλλο. Εἶνε μιὰ οὐράνια δύναμι. Ἐσεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, λέει, χαρῆτε, γιατὶ σᾶς συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες. «Ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι σας». Καὶ μαζὶ μὲ τὴ χάρι μᾶς δίνεται καὶ ἡ δύναμι γιὰ νὰ κάνουμε τὸ καλό.
Λέει κάποιος φιλόσοφος· Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ἔχουμε μπροστά μας ἕναν παράλυτο. Ἂν τοῦ ποῦμε, Ἐμπρὸς τροχάδην, στόπ, στροφὴ πρὸς τὰ δεξιά, στροφὴ πρὸς τ᾿ ἀριστερά, θὰ σοῦ πῇ· Δὲ μ᾿ ἀφήνεις ἥσυχο στὸν πόνο μου, μὲ κοροϊδεύεις; Δός μου τὴν ὑγεία σου, γιὰ νὰ τρέξω.
Παράλυτοι εμεθα ὅλοι. Ὡραῖα τὰ ἠθικὰ παραγγέλματα τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους. Ἀλλὰ εἶνε παραγγέλματα γυμναστῶν σὲ παραλύτους ἀνθρώπους· Ἐμπρός, μάρς. Τί νὰ τὰ κάνω ἐγὼ αὐτά; Μοῦ λές, Κάνε τὸ καλό. Πῶς νὰ τὸ κάνω; Δὲ᾿ μπορῶ. Δός μου τὴ δύναμι, γιὰ νὰ μπορῶ νὰ κάνω τὸ καλό.
Ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἔνοχος καὶ ἀδύνατος. Καὶ αὐτὸ λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν του. Νά ἀπὸ ποῦ δημιουργεῖται τὸ λεγόμενο ἄγχος. Τὸ ἄγχος δὲν εἶνε τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἁμαρτία, τὸ ἁμαρτωλὸ συνειδός, ποὺ οἱ ἐπιστήμονες τὸ λένε ὑποσυνείδητο. Τὸ ὑποσυνείδητο κατ᾿ ἀρχὰς εἶνε τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Ἀλλὰ τοῦ ἄλλαξαν ὄνομα. Ἂν πῇς ὑποσυνείδητο, τὸ δέχονται· ἂν πῇς προπατορικὸ ἁμάρτημα, δὲ δίνουν σημασία.
Ἡ χάρις λοιπὸν εἶνε ἀφ᾿ ἑνὸς ἡ ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου ἡ ὑπερφυσικὴ δύναμι γιὰ νὰ μπορέσῃ ὁ ἄνθρωπος νὰ κάνῃ τὸ καλό.
Τί ἄλλο εἶνε ἡ χάρις; Ὅ,τι καὶ νὰ ποῦμε εἶνε θεωρία. Θέλεις νὰ αἰσθανθῇς τὴ χάρι; Προσπάθησε νὰ κάνῃς μιὰ καλὴ ἐξομολόγησι, καὶ τότε θὰ τὴν αἰσθανθῇς. Νὰ πᾷς σ᾿ ἕνα καλὸ πνευματικὸ πατέρα, νὰ γονατίσῃς καὶ νὰ πῇς μὲ εἰλικρίνεια καὶ μὲ μετάνοια ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου, καὶ τότε θ᾿ ἀκούσῃς τὸ «Τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2). Καὶ τότε θὰ καταλάβῃς τί θὰ πῇ χάρις.
Ὅπως στὸν ἠλεκτρισμό· βλέπουμε τὶς ἐνέργειές του καὶ τὶς ἐκδηλώσεις του, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε τί εἶνε ὁ ἠλεκτρισμός. Ἂν ρωτήσουμε ὄχι αὐτοὺς τοὺς μικροὺς ἐπιστήμονες, ποὺ τάχατες κάτι ξέρουν, ἀλλὰ καὶ τοὺς μεγαλυτέρους φυσικούς, ετε Ῥώσους ετε Ἀμερικάνους, δὲ᾿ μποροῦν νὰ μᾶς ἀπαντήσουν. Περιγράφουν τὸν ἠλεκτρισμό, ἀλλὰ τὴν οὐσία του δὲν τὴν ξέρουν.
Τὸ ίδιο γίνεται καὶ μὲ τὸ μαγνητισμό. Βλέπουμε τὶς ἐνέργειές του, ἀλλὰ τί εἶνε μαγνητισμὸς δὲ᾿ μποροῦμε νὰ ποῦμε. Τὰ αἰσθανόμεθα αὐτά, περιγράφουμε τὶς ἐνέργειές τους, ὅμως δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐξηγήσουμε, γιατὶ δὲν ξέρουμε τὴν οὐσία τους.
Ἔτσι, κατὰ κάποιο τρόπο, εἶνε καὶ ἡ χάρις. Ἕνα εἶδος ἠλεκτρισμοῦ, ἕνα εἶδος μαγνητισμοῦ, ποὺ εἰσχωρεῖ μέσα στὸ ἀνθρώπινο εἶναι καὶ κάνει θαύματα μεγάλα.
«Χάρις ὑμῖν…». Νὰ εἶνε μαζί σας ἡ χάρις, ἡ ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ δύναμι τοῦ Θεοῦ ποὺ κάνει θαύματα μεγάλα. Διότι «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. 15,5). Χωρὶς τὸ Χριστὸ δὲ᾿ μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτε ἀπολύτως.
Ἂν μποροῦσε νὰ σωθῇ ὁ ἄνθρωπος μόνος του, δὲ᾿ θὰ κατέβαινε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Ἂν μποροῦσε νὰ τὸν σώσῃ ἡ τέχνη του, ἡ φιλοσοφία του καὶ διάφορα ἄλλα δικά του μέσα, δὲν θὰ κατέβαινε ὁ Χριστός. Γιὰ νὰ ᾿ρθῇ ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲ᾿ μποροῦσε νὰ σωθῇ μόνος του, μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, καὶ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ μιὰ ὑπερφυσικὴ δύναμι, γιὰ νὰ τὸν σηκώσῃ ἀπὸ κάτω ποὺ ἦταν πεσμένος.
Λέει ἕνας ποιητής· Ὁ ἄνθρωπος εἶχε κατρακυλήσει ἀπὸ μεγάλα ὕψη… Ὅπως αὐτοὶ ποὺ ἀνεβαίνουν στὶς Ἄλπεις, ἂν ἀρχίσουν νὰ κατρακυλοῦν ἀπὸ τὰ ὕψη, προσπαθοῦν νὰ κρατηθοῦν ἀπὸ τοὺς θάμνους, ἀλλὰ οἱ θάμνοι ξερριζώνονται καὶ πᾶνε πρὸς τὰ κάτω. Σῴζονται καὶ σηκώνονται, μόνο ἂν ἔρθῃ κάποια δύναμι ἀπὸ πάνω.
Ἔτσι εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Ἔχει πέσει βαθειά, μέσα στὸ χάος. Καὶ ἔρχεται τὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἀνεβάζει πρὸς τὰ ἐπάνω. Ἡ χάρις εἶνε ζήτημα πίστεως, ὄχι ζήτημα θεωρίας καὶ φιλολογίας.

ΠΑΥΛΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἡ Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς (α, 1-2)
ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου 

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος

+Απ.-Παυλοςστίχ. 1. «Παῦλος καὶ…». Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· Φτάνει ἡ λέξι Παῦλος γιὰ νὰ γεμίσουν δάκρυα τὰ μάτια μας. Ὅπως οἱ μανάδες, ποὺ ἀγαποῦν πολὺ τὰ παιδιά τους, δακρύζουν ὅταν ἀκοῦνε τ᾿ ὄνομά τους, ἔτσι καὶ οἱ πιστοὶ ὅταν ἀκοῦνε τὸ ὄνομα Παῦλος.
Ἀκόμα καὶ οἱ ἄπιστοι ἀναγνωρίζουν τὸν Παῦλο, σὰν μιὰ ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες φυσιογνωμίες. Βγῆκε μιὰ σειρὰ βιβλίων στὸ ἐξωτερικὸ, ποὺ ἀναφέρει 15 – 20 μεγάλες προσωπικότητες. Μεταξὺ τῶν ἄλλων θεωροῦν κι αὐτοὶ τὸν Παῦλο ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα πνεύματα τῆς ἀνθρωπότητος, καὶ τὶς ἰδέες του πολὺ σπουδαῖες. Ἐμεῖς δὲ οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ θεωροῦμε τὸν Παῦλο ὄχι ἁπλῶς ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα πνεύματα τῆς ἀνθρωπότητος, ἀλλὰ τὸν κορυφαῖο ἀπόστολο, τὸν ἀπόστολο ποὺ σὰν χρυσάετος ἐπέταξε σ᾿ ἀνατολὴ καὶ δύσι καὶ ἔγινε ὁ κήρυκας τῶν ἐθνῶν.
Ἐὰν ἐμεῖς σήμερα εἴμεθα Χριστιανοί, τὸ ὀφείλουμε στὸν Παῦλο. Ἦρθε ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα. Πῆγε στὴ Μακεδονία. Πῆγε στοὺς Φιλίππους. Κήρυξε στὴ Θεσσαλονίκη, στὴ Βέροια, στὴν Ἀθήνα, στὴν Κόρινθο, στὴν Κρήτη, στὴν Κύπρο.
Τὸ ἔργο τοῦ Παύλου ἔχουμε καὶ συνεχίζουμε κ᾿ ἐμεῖς. Ἀλλ᾿ ἂν μᾶς στύψῃς ὅλους, θεολόγους, παπᾶδες καὶ δεσποτάδες, δὲν κάνουμε οὔτε τὸ νυχάκι τοῦ Παύλου. Ὅ,τι ἔκανε ὁ Παῦλος, πρέπει νὰ κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς. Ἀλλὰ ποῦ…
Ὁ Παῦλος ζοῦσε σ᾿ ἕνα κόσμο ἰδανικὸ καὶ ἀθάνατο, ἦταν ἐπίγειος ἄγγελος. Ἂν ὑπάρχῃ ἕνα πρόσωπο, ποὺ δείχνει σὲ τί ὕψη μπορεῖ νὰ φτάσῃ ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸ εἶνε ὁ Παῦλος, ποὺ ἔφτασε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ. Ἂν πάλι θέλουμε νὰ δοῦμε, σὲ ποιό βάραθρο μπορεῖ νὰ κατρακυλίσῃ καὶ νὰ πέσῃ ὁ ἄνθρωπος, ἂς δοῦμε τὸν Ἰούδα.
Λοιπὸν ἐδῶ μᾶς ὁμιλεῖ ὁ Παῦλος, ὄχι ὁ Πλάτων ἢ ὁ Ἀριστοτέλης. Ἂν ζοῦσαν αὐτοὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ Παύλου, θὰ τὸν ἄκουγαν μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα καὶ θὰ γίνονταν μαθηταί του. Γιατὶ ὁ Παῦλος εἶνε θεόπνευστος διδάσκαλος.
«Παῦλος καὶ Σιλουανὸς καὶ Τιμόθεος». Μᾶς λέει ὁ Παῦλος, ὅτι δὲν εἶνε μόνος, ἀλλ᾿ ἔχει καὶ συνεργάτες μαζί του.
«Ἐν Θεῷ πατρὶ ἡμῶν καὶ Κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ». Τί βλέπει κανεὶς σ᾿ αὐτὸ τὸ χωρίο; Ἐκ πρώτης ὄψεως δὲν διακρίνει πολλὰ πράγματα. Ἀλλ᾿ ἐὰν προσέξῃ λίγο, θὰ δῇ, ὅτι ἔχει μεγάλη σημασία. Βάζει στὴν ίδια γραμμὴ τὸ Θεὸ Πατέρα καὶ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὁ Πατὴρ Θεός, καὶ ὁ Χριστὸς Θεός. Αὐτὸ τὸ χωρίο εἶνε ἐναντίον τῶν χιλιαστῶν. Θεὸς Πατὴρ καὶ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε μαζί.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Παῦλος δίνει στοὺς Θεσσαλονικεῖς μιὰ εὐχὴ καὶ λέγει·

στίχ. 2. «χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ». Λέει καὶ ὁ ἱερεὺς στὴ θεία λειτουργία· «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ… εἴῃ μετὰ πάντων ὑμῶν». Τί εἶνε λοιπὸν ἡ χάρις, τί σημαίνει ἡ λέξι αὐτή; Δὲν μεταφράζεται μὲ λόγια. Μιὰ εἰκόνα μποροῦμε νὰ δώσουμε μόνο μὲ κάποια παραδείγματα, κι αὐτὰ ἀσθενῆ. Ἕνα παράδειγμα παίρνουμε ἀπὸ τὰ χρέη καὶ τοὺς φόρους, ποὺ ὀφείλει ὁ κάθε πολίτης στὸ κράτος. Ὅταν κάποιος χρωστάῃ στὸ δημόσιο πολλὰ χρήματα, ἔχει ἀγωνία. Περιμένει ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα νὰ βγῇ ἔνταλμα συλλήψεώς του, καὶ κρύβεται. Παλαιὰ παραφύλαγαν οἱ κάτοικοι στὸ χωριὸ καὶ μόλις βλέπανε ἀπὸ μακριὰ τὸν εἰσπράκτορα νὰ ἔρχεται, εἰδοποιοῦνταν καὶ χάνονταν ὅλοι· φεύγανε στὰ βουνὰ καὶ στὰ δάση, φόβος καὶ τρόμος.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ 

Τα αναγκαια πραγματα επαναλαμβανονται

Toυ ἐπισκόπου ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ Ν. ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
Μητροπολίτου Φλωρίνης

Ἡ Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου

ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ

grafi-π.A σημ.ist.Ἡ ερμηνεία τῆς Β´Θεσσαλονικῆς ἐπιστολή ἔγινε κατὰ τὰ ἔτη 1975 – 1976 στὴν αἴθουσα τῆς ἱ. Μητροπόλεως Φλωρίνης στὸν ἁγιογραφικὸ κύκλο ἀνδρῶν, ἀπό τον Μητροπολίτη Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτη. Ἀρχισε στὶς 4-12-1975 καὶ τελείωσε στὶς 12-2-1976. (Ἐκδοση ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΛΟΓΓΟΒΑΡΔΑΣ)

(κεφάλαιο α´)

ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ εἶχαν συνήθεια, ὅταν γράφανε, νὰ βάζουν τὴν ὑπογραφή τους στὴν ἀρχή. Ἐμεῖς τώρα συνηθίσαμε νὰ βάζουμε τὴν ὑπογραφή μας στὸ τέλος.

«Παῦλος καὶ Σιλουανὸς καὶ Τιμόθεος τῇ ἐκκλησίᾳ Θεσσαλονικέων ἐν Θεῷ πατρὶ ἡμῶν καὶ Κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» (στ. 1-2).

Τα αναγκαια πραγματα επαναλαμβανονται

Τὸ προοίμιο αὐτῆς τῆς ἐπιστολῆς εἶνε ἴδιο μὲ τὴν Α΄ Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή. Ἴσως πῇ κάποιος·
―Γιατί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπαναλαμβάνει τὰ ἴδια;
Μερικὰ πράγματα εἶνε τόσο ἀναγκαῖα, ποὺ πρέπει νὰ τὰ ἐπαναλαμβάνουμε. Γιὰ παράδειγμα· δὲν τρῶμε μιὰ φορὰ στὴ ζωή μας, ἀλλὰ κάθε μέρα. Καὶ μάλιστα πρωῒ μεσημέρι καὶ βράδι. Κι αὐτὸ τὸ ἐπαναλαμβάνουμε συνεχῶς· διότι ἡ σωματικὴ τροφὴ εἶνε ἀναγκαία γιὰ τὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό. Καὶ ὁ ἥλιος δὲν βγαίνει μιὰ φορά, ἀλλὰ βγαίνει κάθε μέρα. Ἂς μὴ δυσανασχετοῦμε λοιπὸν καὶ ὅταν ἀκοῦμε κάποια λόγια τοῦ Εὐαγγελίου νὰ ἐπαναλαμβάνωνται.
Τὰ ἀναγκαῖα πράγματα ἐπαναλαμβάνονται. Καὶ ἀναγκαῖα εἶνε ἐκεῖνα, ποὺ καὶ ὁ ἁγιώτερος τῶν ἀνθρώπων δὲν μπορεῖ νὰ τ᾿ ἀποφύγῃ. Ἀσκητὴς νὰ γίνῃς, Μέγας Ἀντώνιος νὰ γίνῃς, θὰ ἔχῃς ἀνάγκη κάτι νὰ φᾷς, ἕνα παξιμάδι, λίγο νερὸ νὰ πιῇς. Αὐτὰ εἶνε ἀναγκαῖα· τὰ ἄλλα φαγητὰ δὲν εἶνε ἀναγκαῖα. Ἂν δὲν τὸ κάνῃς αὐτό, θὰ πεθάνῃς.
Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ―θὰ τὸ γράψῃ ἡ ἱστορία αὐτὸ ὡς σημεῖο ἐκφυλισμοῦ―, πάνω ἀπὸ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερὸ ἔχουν τὸ σὲξ γιὰ ἀναγκαῖο. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἀνθρωπότης θὰ σβήσῃ καὶ θὰ ἐξαλειφθῇ. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἔκφυλοι λένε, ὅτι χωρὶς γυναῖκα δὲν μποροῦν νὰ ζήσουν.
Τὸ ὅτι εἶνε χρήσιμη ἡ γυναίκα κανεὶς δὲν ἀμφιβάλλει. Ἀλλὰ δὲν εἶνε καὶ τὸ πρῶτο ἀναγκαῖο πρᾶγμα. Καὶ αὐτὸ τὸ ἀποδεικνύουν χιλιάδες παραδείγματα. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἐγκρατεῖς, παρθένοι, ἀσκηταί, ποὺ ἔζησαν χωρὶς γυναῖκα 100 καὶ 120 χρόνια. Ἂν ἦταν πρᾶγμα τόσο ἀναγκαῖο, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ζήσουν χωρὶς αὐτό.
Ἀπολύτως καὶ ἀμέσως ἀναγκαῖο πρᾶγμα, φυσικὴ ἀνάγκη, εἶνε ἡ ἀναπνοή. Κάθε δευτερόλεπτο ἀναπνέουμε. Κάνουμε, δηλαδή, συνεχῶς τὸ διο πρᾶγμα. Ἐν τούτοις δὲν δυσανασχετοῦμε. Ἀντιθέτως, στενοχωρούμεθα καὶ ἀνησυχοῦμε ὅταν κόβεται ἡ ἀναπνοή.
Πάνω ὅμως ἀπὸ τὰ φυσικὰ ἀναγκαῖα εἶνε τὰ πνευματικὰ ἀναγκαῖα. Καὶ ἀνώτερο ἀπ᾿ ὅλα εἶνε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός· «Ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,42). Καὶ αὐτὸ τὸ ἀναγκαιότερο ἐξ ὅλων εἶνε ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτὸ λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας· «Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον» (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος).
Συνεπῶς, νὰ μὴ δυσανασχετοῦμε, ὅταν ἐπαναλαμβάνωνται ὡρισμένα πράγματα στὴν Ἐκκλησία. Νὰ ξέρουμε τοῦτο, ὅτι αὐτὰ ποὺ ἐπαναλαμβάνονται εἶνε πάρα πολὺ ἀναγκαῖα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ