Αυγουστίνος Καντιώτης



ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ! ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ!

Xριστιανικόν φυλλάδιον αριθμ. 5 – Kοζάνη, 1-1-1944

+ H AΓAΠH +

«Tαύτα εντέλλομαι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους» (IHΣOYΣ XPIΣTOΣ)

ΣYNTAKTHΣ- Aρχιμ. Aυγουστίνος N. Kαντιώτης- Iεροκήρυξ

Επί τω Νέω Έτει

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ! ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ!

1944! Νέον έτος. Πρώτη του έτους! Εορτή του Μεγάλου Βασιλείου. Αλλά ποίος είναι ο Μ. Βασίλειος; Άγνωστος, δυστυχώς, εις τον πολύν λαόν και εις αυτούς τους Έλληνας Επιστήμονας. Και όμως, υπήρξεν ένας γίγας του πνεύματος, ένας Μυριήλ της Χριστιανοσύνης, ένας φωστήρ της οικουμένης. Άγνωστος εν Ελλάδι ο Άγιος, όστις ετίμησε την Ελλάδα, διότι εις τας κλεινάς Αθήνας εμορφώθη και γενόμενος επίσκοπος της Ελληνικωτάτης πόλεως Καισαρείας ομίλησε με την αθάνατον Ελληνικήν γλώσσαν και εκήρυξε με δύναμιν Δημοσθένους. Άγνωστος! Τα συγγράμματά του είναι μετεφρασμένα εις τας σπουδαιοτέρας γλώσσας του κόσμου. Εν Ελλάδι, όμως, ποίος τα μελετά; Δυστυχώς, οι θησαυροί αυτοί της Χριστιανικής σοφίας είναι κεκρυμμένοι, θαμμένοι εις τα βάθη μοναστηρίων και βιβλιοθηκών. Άγνωστος ο Άγιος! Γνωστός μόνον από το τραγούδι της πρωτοχρονιάς που ψάλλουν τα αθώα παιδικά χείλη: «Άγιος Βασίλης έρχεται…». Αλλά και το τραγούδι αυτό δεν αποδίδει την πραγματικήν εικόνα του Μ. Βασιλείου. Είναι μάλλον, όπως το χαρακτηρίζει ο Εθνικός μας ιστορικός Παπαρρηγόπουλος, «γελοιογραφία του Μεγάλου ανδρός»! Διότι τον παρουσιάζει ως ένα γέροντα ασπρομάλλη. Ποίον; Εκείνον όστις από υπερβολικούς κόπους δια την Εκκλησίαν – άϋπνος έμενε την νύκτα φροντίζων δια το ποίμνιόν του – έπαθε την υγείαν και εις ηλικίαν 49 ετών απέθανε φθισικός! Δια να σας δώσωμεν μίαν ιδέαν της σοφίας του Μ. Διδασκάλου της Εκκλησίας, μετεφράσαμεν (παρεφράσαμεν μάλλον) εις γλώσσαν απλήν ένα μέρος μιας θαυμασίας του ομιλίας περί της ματαιότητος της ανθρωπίνης ζωής. Τώρα, που πατούμεν το πρώτο σκαλοπάτι του νέου έτους και ζούμεν οι περισσότεροι με όνειρα ψεύτικης ευτυχίας, ας ακούσωμεν τον Μέγαν διδάσκαλον και σύμφωνα με τας πολυτίμους συμβουλάς του, ας χαράξωμεν νέον πρόγραμμα ζωής, χριστιανικής ζωής, κατά το νέον έτος 1944. Τότε θα είμεθα ευτυχείς. Διότι θα ίδωμεν και θα ζήσωμεν την ζωήν από την πραγματικήν όψιν. Προσέξατε λοιπόν. Ομιλεί ο Μ. Βασίλειος ο Ουρανοφάντωρ! «Ο άνθρωπος μένει εις την κοιλίαν της μητέρας του. Μορφούται εις την μήτραν το έμβρυον. Πλάσσεται ο νέος άνθρωπος και όταν πλέον φθάσει η ώρα, δεν τον κρατεί ούτε μιαν ημέραν η μήτρα. Αρκετά τον εφιλοξένησεν. Ανοίγει, λοιπόν, γλιστρά το έμβρυον, έρχεται εις τον κόσμον ο νέος άνθρωπος. Είναι ο «πύκτης της θλίψεως». Έτσι τον ονομάζω, διότι εις όλην του την ζωήν θα έχει σύντροφον την θλίψιν, με την οποίαν θα γρονθοκοπήται, όπως γρονθοκοπώνται εις τα στάδια των αγώνων δύο πυγμάχοι. Θα πολεμά την θλίψιν και θα προσπαθεί να την νικήσει. Δι’ αυτό τον ονόμασα «πύκτην της θλίψεως». Δεν ακούεις; μόλις ο άνθρωπος βγήκεν από την κοιλίαν της μάνας του και ανέπνευσε τον αέρα της γης, η πρώτη φωνή είναι το κλάμα. Αυτό είναι το προοίμιον του βίου. Και από την πρώτην αυτήν φωνήν δύνασαι να προμαντεύσεις το μέλλον του ανθρώπου. Θα ζήσει με την θλίψιν και θα αποθάνη με την θλίψιν. Έπεσεν εις την γην το βρέφος και δεν εγέλασεν, αλλά μόλις έπεσεν ησθάνθη τον πόνον και κλαίει. Κλαίει, διότι εναυάγησεν εις την θάλασσαν των θλίψεων. Και ιδού. Τρέφεται με δάκρυα, του κόπτει το γάλα η μητέρα, όταν φθάσει ο καιρός της απογαλακτίσεως, και εκείνο κλαίει απαρηγόρητο, διότι δεν ήθελε να χάσει το βυζί της μάνας. Μεγαλώνει λίγο και αρχίζει να φοβήται τους γονείς του. Φθάνει εις ηλικίαν να υπάγει εις το σχολείον. Νέα θλίψις! Φοβείται τώρα τον διδάσκαλον. Ο φόβος δεν τον αφήνει να αναπαυθεί. Δεν εμελέτησε το μάθημα και ετιμωρήθη. Νέα δάκρυα. Και αφού, ύστερα από πολλήν μελέτην και κόπον, έμαθε πολλά, επροχώρησεν εις τα γράμματα, επέτυχεν εις τάς εξετάσεις, επί τέλους αξιώνεται να λάβει το πτυχίον του με άριστα. Δεν είναι πλέον φοιτητής. Αλλά ιδού νέα θλίψις! Η ηλικία προσκαλείται εις τον Στρατόν. Ως στρατιώτης πόσαι νέαι θλίψεις! Αποστρατεύεται, ρίπτεται πλέον ώριμος άνδρας εις την βιοπάλην. Αγωνίζεται να δημιουργήσει μέλλον. Αρχή νέων θλίψεων. Φοβείται άρχοντας, υποπτεύεται εις κάθε του βήμα εχθρόν, προσηλώνεται εις το χρήμα, κυνηγά το κέρδος, λυσσά δια να κερδίσει μίαν δραχμήν, αδικείται και αδικεί, τρέχει εις τα δικαστήρια άλλοτε κατηγορούμενος και άλλοτε μηνυτής. Την νύκτα δεν κοιμάται, την ημέραν ζει ωσάν ένας σκλάβος. Και έγινε σκλάβος, διότι μόνος του εδημιούργησε τόσας περιττάς ανάγκας, αι οποίαι του αφήρεσαν την ελευθερίαν. Δεν ζει ελεύθερος. Έγινε δούλος των επιθυμιών του. Άλλοτε πάλιν αφήνει το χρήμα ή μάλλον μαζί με το χρήμα κυνηγά την δόξαν. Νέαι θλίψεις! Ανέρχεται εις τα μεγαλύτερα αξιώματα, γίνεται στρατηγός, κυβερνήτης, αρχηγός λαού, συσσωρεύει πλούτον και δόξαν. Ανεπαύθη; Όχι. Διότι τώρα επροχώρησεν η ηλικία, του παρουσιάσθησαν αι πρώται άσπρες τρίχες, ολίγα ακόμη χρόνια και έφθασαν τα γεράματα. Και έτσι, πριν προφθάσει να απολαύσει εκείνα δια τα οποία τόσα χρόνια εκοπίασε και τόσον ιδρώτα έχυσεν, τον αρπάζει μέσα από τα πλούτη και την δόξαν ο θάνατος και τότε γι’ αυτόν τον άνθρωπον ημπορεί κανείς να πει. «Να ένα πλοίον βαρυφορτωμένο με πολύτιμον φορτίον που, αφού πέρασε πελάγη και ωκεανούς, ναυαγεί τώρα μέσα εις το λιμάνι». Τι ματαιότης! Ο θάνατος περιπαίζει όλους εκείνους τους ανθρώπους που ζουν με μάταιες ελπίδες. Τέτοιος είναι ο βίος των ανθρώπων! Θάλασσα, που άλλοτε έχει γαλήνην και άλλοτε τρικυμίαν, αέρας, που φυσά όχι από μίαν κατεύθυνσιν, αλλά από όλα τα σημεία του ορίζοντος, όνειρον που δεν πραγματοποιείται, ρεύμα ποταμού που όλο τρέχει, καπνός που δεν διαλύεται, σκιά που δεν ημπορείς να την πιάσεις, πέλαγος που δεν ενοχλείται από τα άγρια αφρισμένα κύματα. Πέλαγος. Το πλοίον ταξιδεύει. Η ζάλη είναι φοβερά, το ταξίδιον πολύ επικίνδυνον, οι δε επιβάται – ημείς δηλαδή οι άνθρωποι – δεν προσέχομεν, νομίζομεν ότι είμεθα ασφαλείς και κοιμούμεθα. Αι θλίψεις ομοιάζουν με τα κύματα που κτυπούν τα πλευρά του πλοίου και ωρύονται. Οι άνθρωποι, που είναι εχθροί μας και μας υποκρίνονται τον φίλον, ομοιάζουν με υφάλους, δηλαδή με τους βράχους που είναι κρυμμένοι ολίγες πιθαμές κάτω από την επιφάνειαν της θαλάσσης, και δεν φαίνονται. Οι άρπαγες (Μ. Βασίλειος, εάν έζη εις την εποχή μας, αντί “άρπαγες” θα έλεγε “οι άνθρωποι της μαύρης αγοράς, οι λησταί, οι γύπες, αυτοί που ζητούν να τραφούν με τα κρέατά μας”), οι άρπαγες ομοιάζουν με τους πειρατάς της θαλάσσης που περιμένουν το πλοίον δια να το ληστεύσουν. Τα γεράματα ομοιάζουν με τον χειμώνα και τέλος ο θάνατος ομοιάζει με το ναυάγιον. Άνθρωπε! Βλέπεις την ζάλην, τα κύματα, τους υφάλους, τους πειρατάς, τον χειμώνα; Πρόσεχε: είσαι ο πλοίαρχος της ζωής. Πρόσεχε πως ταξιδεύεις. Φόβος είναι να μη γεμίσει το πλοίον σου από νερά και από άχρηστον φορτίον! Άχρηστον φορτίον τα πολλά σου εκατομμύρια ή δια να είπωμεν καλύτερα η φιλαργυρία σου, η πλεονεξία σου, τα πάθη σου. Αυτά θα φέρουν το ναυάγιο. Άδειασε το πλοίον σου από αυτά. Γέμισέ το με πολύτιμον φορτίον. Πλούτος, θησαυρός που δεν κλέπτεται, δεν χάνεται, δεν υποτιμάται, είναι η ευσέβεια. Άκουσε τον Απόστολον Παύλον: «Μέγας πλουτισμός είναι η ευσέβεια, η αυτάρκεια. Διότι τίποτα δεν εφέραμεν εις τον κόσμον και τίποτε δεν θα πάρωμεν μαζί μας. Όταν έχωμεν τροφήν και σκεπάσματα, ας αρκούμεθα εις αυτά» (Α΄ Τιμόθ. 6, 6 -7). Λοιπόν το πρόγραμμά μας: Να αποφεύγωμεν τα περιττά ως άχρηστα, να ζητούμεν τα αναγκαία. Αυτά διδάσκει ο Μέγας Βασίλειος. Και ποίος, τώρα, δεν θα εφαρμόσει τας σοφάς του συμβουλάς;

Ρίζα όλων των κακών η φιλαργυρία

Ένα ανέκδοτον

Ποίος είναι ο καλύτερος φίλος;

Ακούσατε μίαν παραβολήν. Ένας άνθρωπος έζη μίαν ζωήν αμέριμνον. Αλλά κάποτε εις την πόρτα του ακούεται ένας δυνατός κρότος. Τι συνέβαινε; Ο Δικαστής τον εκάλει να παρουσιασθεί εντός της αύριον εις το Δικαστήριον. Ο άνθρωπος εφοβήθη. Περίεργον πράγμα, είπε: τι με θέλει ο Δικαστής: Δι’ αυτό έσπευσε να εύρει φίλους να τον υπερασπίσουν κατά την ημέρα της δίκης. Προσεκάλεσε λοιπόν τρείς. Αλλά ο μεν ένας εδήλωσε, ότι δεν ημπορεί να ανακατευθεί εις τας υποθέσεις του δικαστηρίου αυτού. Ο δεύτερος εδέχθη μεν και τον συνώδευσε μέχρι της πόρτας του δικαστηρίου, αλλά από εκεί και πέρα εδήλωσεν, ότι παρ’ όλην την επιθυμίαν να μείνη κοντά του κατά την ώραν της δίκης δεν θα ημπορέσει, δι’ αυτό και επέστρεψεν εις το σπίτι του κλαίων. Και μόνον ο τρίτος δεν τον εγκατέλειψεν: παρέστη εις την δίκην ως μάρτυς υπερασπίσεως, ως συνήγορος μάλλον και ομίλησε με τοιαύτην ευγλωττίαν, ώστε η απόφασις, η οποία εξεδόθη μετά την θαυμασίαν αγόρευσίν του, ήτο υπέρ του κατηγορουμένου. Αυτή είναι η παραβολή. Και η ερμηνεία της; Ιδού: ο άνθρωπος, ο οποίος εκαλείτο να δικασθεί, είμεθα ημείς, ο καθένας από ημάς. Ο Δικαστής, ο οποίος θα μας δικάσει κατά την παγκόσμιον ημέραν της κρίσεως, είναι ο Θεός. Οι δε προσκληθέντες φίλοι δια να υπερασπίσουν τον κατηγορούμενον είναι κατά σειράν: ο πρώτος τα πλούτη. Αυτά, έστω και εάν είναι βουνά από χρυσάφι, δεν δύνανται να μας εξυπηρετήσουν κατά την ώραν εκείνην. Ο δεύτερος οι φίλοι, οι συγγενείς. Αυτοί θα μας συνοδεύσουν μέχρι του νεκροταφείου, και κατόπιν θα επιστρέψουν εις τα σπίτια των, θα κλαύσουν δια τον θάνατόν μας, θα μας ενθυμούνται μερικά χρόνια, και έπειτα θα μας ξεχάσουν. Ένας μόνον δεν θα μας αφήσει. Θα μείνει κοντά μας. Θα μας συνοδεύσει καθ’ όλην την ζωήν μας, και μετά τον θάνατόν μας, ακόμη πέραν του τάφου. Θα παρουσιασθεί ενώπιον του δικαστηρίου, θα συνηγορήσει θερμώς υπέρ της θέσεώς μας, και θα επιτύχει να εκδοθεί ευνοϊκή η απόφασις του φοβερού εκείνου δικαστηρίου. Ποίος είναι αυτός ο φίλος; Είναι τα καλά μας έργα. Αυτά και μόνον συνοδεύουν τον άνθρωπον πέρα του τάφου. Γι’ αυτό και η Αποκάλυψις του Ιωάννου (κεφ. 14, στίχ. 13) κατ’ εντολήν του Θεού γράφει τα εξής σπουδαία λόγια: «Και ήκουσα φωνής εκ του ουρανού λεγούσης: Γράψον, μακάριοι οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες απ’ άρτι. Ναι, λέγει το Πνεύμα, ίνα αναπαύσωνται εκ των κόπων αυτών, τα δε έργα αυτών ακολουθεί μετ’ αυτών». Ο  ν α υ α γ ώ ν  π ε ρ ί  τ η ν  α ρ ε τ ή ν  θ α  ν α υ α γ ή σ ε ι  π ε ρ ί  τ η ν  π ί σ τ ι ν

ΤΙ ΘΕΛΕΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

Το χίλια εννιακόσια σαράντα τέσσερα ήλθε,

βελτίωσις πολιτική ουδεμία επήλθε. Πόλεμοι! ! ! «Μαύρες αγορές» εγέμισεν η χώρα,

γι’ αυτό ολίγες συμβουλές σας δίδω εγώ για Δώρα. Θέλω ΑΓΑΠΗΝ νάχετε πάντοτε μεταξύ σας Και προς το ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ να στρέφετ’ η πυξίς σας. Θέλω, νέοι και γέροντες, γυναίκες και παιδία Να τρέχετε «στο κήρυγμα» και εις την Εκκλησία. Θέλω να επισκέπτεσθε τα ορφανά, τάς χήρας. Όταν την πίττα κόβετε, τα πιάτα σαν γεμίζουν, σκεφθήτε πόσα ορφανά στο κρύο τουρτουρίζουν. Θέλω όλοι οι Χριστιανοί να έλθετε κοντά μου Και σεις «διανοούμενοι” διαβάστε «τ’ άπαντά» μου. «Τα άπαντα» και των «Τριών Ιεραρχών» και άλλων Πατέρων θείων και σοφών, πολλών ανδρών μεγάλων. Εις την «Βιβλιοθήκην» δε του ΔΗΜΟΥ ΜΑΣ θα βρήτε ό,τι βιβλίο θέλετε, μ’ αυτό θα σοφισθήτε. Έτσι να εορτάζετε πάντα την εορτήν μου κι όχι με «κύβους» και «χαρτιά» που τα μισεί η ψυχή μου. Γιατί αυτή η τακτική, τα «τυχερά παιχνίδια», όσοι τα παίζουν… ύστερα κοιμούνται στα σανίδια. Εφέτος είναι πόλεμος, δότ’ ελεημοσύνη του χρόνου, φίλοι, θάχουμε «παγκόσμιον ΕΙΡΗΝΗΝ». Εν Κοζάνη, 1-1-44 Χρόνια πολλά. Παπαπασχάλης Πρωθιερεύς.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ

1η Ιανουαρίου 1944, Σάββατον, εορτή του Μ. Βασιλείου. 1)    Εν τω Μητροπολιτικώ Ναώ του Αγίου Νικολάου θα λειτουργήσει ο Μητροπολίτης Ξάνθης και Συνοδ. Έξαρχος παρά τη Ι. Μητροπόλει Σερβίων και Κοζάνης κ. Ιωακείμ. 2)    Εν τω Ι. Ναώ Αγίου Κωνσταντίνου θα λειτουργήσει ο Σεβασμ. Μητροπολίτης Γρεβενών κ. Θεόκλητος, θα ομιλήσει δε κατά την Θείαν Λειτουργίαν ο αρχιμ. Αυγουστίνος Καντιώτης, ιεροκήρυξ. 3)    Εν τοις ιεροίς ναοίς Αγίων Αναργύρων και Αγίου Δημητρίου ο καθηγητής κ. Ιωάννης Βασιλείου. Κυριακή, 2 Ιανουαρίου 1944 Εντολή του Σεβ. Μητροπολίτου Συνοδ. Εξάρχου κ. Ιωακείμ, θα ομιλήσουν: 1)    Εν τω Μητροπολ. Ναώ του Αγίου Νικολάου ο αρχιμ. Κ. Πλατής. Ο ίδιος θα ομιλήσει το απόγευμα και ώραν 3.30 εις τον ίδιον Ναόν. 2) Εν τω Ι. Ναώ του Αγίου Δημητρίου ο αρχιμ. Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης, ιεροκήρυξ. 3) Εν τω Ι. Ναώ του Αγίου Κωνσταντίνου ο καθηγητής κ. Ι. Βασιλείου.

ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ

Το δε απόγευμα της πρώτης του νέου έτους, εορτής του Αγίου Βασιλείου, και ώραν 3,30 θα ομιλήσει εις τον Ι. Ναόν του Αγίου Νικολάου ο αρχιμ. Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης.

Θέμα: Ποίον το μυστικόν της ανθρωπίνης ευτυχίας.

Μ α κ ά ρ ι ο ι ο ι  ε λ π ί ζ ο ν τ ε ς  ε ι ς  τ ο ν  Κ ύ ρ ι ο ν

(«ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης στην Κοζάνη» Νο1,

μέρος β΄, σελ. 71-77, Κοζάνη 2003, Ανδρονίκης Π. Καπλάνογλου)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.