Αυγουστίνος Καντιώτης



«Χαιρε, αυγη μυστικης ημερας» (Ακαθ. υμν. Ι 1β΄)

date Μαρ 5th, 2014 | filed Filed under: Xαιρετισμοι της Παναγιας

Β΄ Στάσις τῶν Χαιρετισμῶν
Παρασκευὴ 14 Μαρτίου 2014 βράδυ

Η ΑΥΓΗ ΚΑΙ Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΗΜΕΡΑ

«Χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας» (Ἀκάθ. ὕμν. Ι 1β΄)

   Εικ. Παναγ.Αὐγή! Ποιός, ἀγαπητοί μου, δὲν σηκώθηκε κάποιο ἀνοιξιάτικο πρωινὸ γιὰ ν᾽ ἀπολαύ­σῃ τὸ μαγικὸ θέαμα τῆς αὐγῆς; Τὰ ἄστρα ἐξαφα­νίζονται, ἡ νύχτα ὑποχωρεῖ. Ὁ ἥλιος ὁ βασιλιᾶς τῆς ἡμέρας ἑτοιμάζεται νὰ παρουσιασθῇ, ὁ ὁρίζοντας ῥοδίζει. Τὰ πουλιὰ ξυπνοῦν, τραγούδια ἀκούγονται στὰ δάση, τ᾽ ἀηδόνια ψάλλουν σὰν οἱ καλύτεροι ψάλτες τὸ πρωινό τους τραγούδι. «Πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύ­ρι­ον»! (Ψαλμ. 150,6). Τὰ ἄνθη εὐωδιάζουν, ἡ ἀτμόσφαι­­ρα ἀρωματίζεται. Ἡ φύσι πανηγυρίζει· ὑποδέχεται τὴν αὐγή, τὴν «ῥοδοδάκτυλον ἠώ».

Αὐγή, χάραμα, χαρὰ Θεοῦ! Λαμπρὸ θέαμα γιὰ ποιητὰς καὶ ζωγράφους.
Ὡραία λοιπὸν εἶνε ἡ αὐγή; Ἀλλ᾿ ἀκόμη ὡ­ραιότερη, ἀπείρως ὡ­ραιότερη εἶνε μία ἄλλη «αὐγή»· εἶνε ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος! Ἔτσι τὴν ὀνομάζει ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος (Ι 1β΄, ὁ ὁποῖος ἂς σημειωθῇ ὅτι ὠνομάστηκε Ἀκάθιστος, δι­ότι οἱ ὀρθόδοξοι τὸν εἶπαν κάποτε καὶ πρέπει πάντοτε νὰ παρακολουθοῦν τὴν κατανυκτικὴ αὐτὴ ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας ὄρθιοι).
«Αὐγὴ» ἡ Θεοτόκος! Γιατί αὐγή; Γιὰ νὰ μάθετε τὸ γιατί, ρωτῆστε τὴν Ἱστορία. Τί ἦταν ὁ κόσμος, πῶς ζοῦσε ἡ ἀνθρωπότης πρὸ Χριστοῦ; Σκοτάδι ἐκάλυπτε τὴ γῆ, σκοτάδι βαθύ, ἐκτεταμένο. Σκοτάδι τριπλό· θρησκευτικό, ἠ­θικό, κοινωνικό. Ἄγνοια τοῦ ἀληθινοῦ Θε­οῦ, λατρεία τῶν παθῶν, θεοποίησις τῆς κτίσεως, κοινωνικὴ διαφθορὰ ἀπερίγραπτη. Νύχτα βαθειά, ἀσέληνη! Ὁ κόσμος ἀγωνιοῦσε. Προσδοκοῦσε νὰ δῇ φῶς, φῶς δυνατό, ἄστρο φωτεινό, ἕναν ἥλιο ποὺ θὰ διέλυε τὰ σκοτάδια τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ τὸ φῶς αὐτό, κατὰ τὶς προφητεῖες ὅλων τῶν ἐθνῶν, τὸ περίμεναν νὰ προέλθῃ ἀπὸ τὴν Ἀνατολή. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὁ πέμπτος αὐτὸς εὐαγγελιστὴς τῆς πίστεώς μας, 800 χρόνια πρὸ τῆς ἐμφανί­σεως τοῦ φωτὸς εἶπε τὴν περίφημη προφητεία του· «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις (καλέσουσι) τὸ ὄ­νομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευ­όμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ἠσ. 7,14· 8,8 = Ματθ. 1,23).
Ὅλοι περίμεναν τὴν Παρθένο, τὴν κόρη τὴν ἁ­γνή, ἐκείνην ποὺ θὰ ἄξιζε νὰ κυοφορήσῃ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Υἱός της, σύμφωνα μὲ τὴν πρώτη προφητεία ποὺ δόθηκε στὸ ἀνθρώπινον γένος, θὰ συνέτριβε τὴν κεφαλὴ τοῦ δρά­κοντος (βλ. Γέν. 3,15). Τί ὑψίστη τιμὴ γιὰ τὴν Παρθένο! Μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς γεννήσεως τῆς Παρ­θένου, χιλιάδες – ἑκατομμύρια κόρες εἶχον ἐμ­φανισθῆ στὸν πλανήτη. Ἀπὸ αὐτὲς ἄλλες μὲν φημίζονταν γιὰ τὰ κάλλη τους, ἄλλες γιὰ τὴ σο­φία τους, ἄλλες γιὰ τὴν εὐγενῆ καταγωγή τους· ἀλλὰ καμμία ἀπὸ αὐτὲς δὲν εἶχε τὰ ὑ­πέροχα ἐκεῖνα ψυχικὰ προσόντα ποὺ ἐπὶ αἰ­ῶνες ἀναζητοῦσε ἡ ἁγία Τριὰς γιὰ νὰ τὴν ἀ­να­­δείξῃ μητέρα, μοναδικὴ μητέρα τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία θὰ γεννοῦσε τὸ νέο Ἀδάμ, τὸν «Υἱ­ὸν (τοῦ) ἀνθρώ­που» (Δαν. 7,13· 10,16. Ματθ. 8,20· 9,6· 11,19. Λουκ. 9,58 κ.ἀ.) ἀλλὰ καὶ «Υἱὸν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 16,16· 27,54. Λουκ. 1,35. Ἰω. 1,50 κ.ἀ.), τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦν. Τί μυστήριο! Ζαλίζεται ὁ νοῦς.
Ἐπὶ τέλους ἡ ἀναμενομένη Παρθένος γεννήθηκε. Τὸ ὄνομά της γλυκύτατο· Μαρία. Κόρη γεμάτη χάριτες, ποὺ ἡ κοιλία της θ᾽ ἀναδει­κνυόταν «πλατυτέρα οὐρανῶν» (θ. Λειτ. Μ. Βασ.).
Αὐτὴ θὰ ἐβάσταζε «τὸν βαστάζοντα πάντα» (Ἀκάθ. ὕμν. Α 4β΄). Μόλις γεννιέται ἡ μοναδικὴ αὐτὴ Κόρη, οἱ ἄγγελοι, ποὺ παρακολουθοῦσαν μὲ μεγάλο ἐνδιαφέρον καὶ στοργὴ τὴν ἐξέλιξι τῶν γεγονότων στὴ γῆ, ἀντιλαμβάνονται, ὅτι ἔφθασε ἡ μεγάλη ἡμέρα τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ ἀν­θρωπίνου γένους. Χαίρονται, πανηγυρίζουν τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων. Καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους χαίρονται καὶ οἱ ἄνθρωποι. Διότι ἡ μυροθήκη, ποὺ θὰ δεχόταν τὸ ἀνεκ­τίμητο Μύρο, τὸ ἀκένωτο Μύρο, βρέθηκε. Ὁ κῆπος, μέσα στὸν ὁποῖο θὰ φυτευόταν τὸ Δένδρο τῆς ζωῆς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἑτοιμάστηκε. Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο στὴ Βηθλεὲμ οἱ ποιμένες καὶ μετὰ τοὺς ποιμένες οἱ μάγοι, οἱ υἱοὶ τῶν Χαλδαίων, εἶδαν «ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους· καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν, εἰ καὶ δούλου ἔλαβε μορφήν, ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ· Χαῖρε, ἀστέρος ἀ­δύτου μήτηρ· χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας». Ἡ Παρθένος, αὐτὴ εἶνε ἡ αὐγὴ τοῦ Χριστι­ανισμοῦ, τὸ γλυκοχάραμα τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ ποιά εἶνε ἡ «ἡμέρα»; Ἡ «ἡμέρα», γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ὁ χαιρετισμὸς αὐτός, δὲν εἶ­νε μία ἀπὸ αὐτὲς ποὺ δημιουργεῖ τακτικὰ ἡ στροφὴ τῆς Γῆς γύρω ἀπὸ τὸν Ἥλιο. Εἶνε μία ἄλλη ἡμέρα, ἁγία, πνευματική, πάμφωτη, τὴν ὁποία δημιουργεῖ ὄχι πλέον ἡ στροφὴ τοῦ πλα­νήτου ἀλλὰ ἡ στροφὴ τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Χριστό, τὸν πνευματικὸ ἥλιο τῆς ἀνθρωπότη­τος. Ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἄρχισε ἀπὸ τὴ στι­γμὴ ποὺ τὰ σμήνη τῶν ἀγγέλων ἔψαλαν τὸ «Δόξα ἐν ὑ­­ψίστοις Θεῷ…» (Λουκ. 2,14) καὶ θὰ τελειώσῃ τὴ στι­γμὴ ποὺ ἡ σάλπιγγα τοῦ ἀρχαγγέλου θὰ σαλπίσῃ γιὰ ν᾿ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί. Ὅλο αὐ­τὸ τὸ μακρὸ διάστημα αἰώνων καὶ χιλιετι­ῶν, ποὺ μεσολαβεῖ μεταξὺ τῆς πρώτης καὶ τῆς δευ­τέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, ὀνομάζεται ἐ­δῶ στὸν χαιρετισμὸ «ἡμέρα»· ἡμέρα ἀφέσεως τῶν ἁ­μαρτι­ῶν, ἡμέρα εἰρηνοποιήσεως τῶν ἀν­θρώπων μὲ τὸ Θεό, ἡμέρα χάριτος, ἡμέρα σωτηρίας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Μακάριοι ὅσοι ζήσουν κατὰ τὸ διάστημα αὐ­τὸ καὶ ἐκμεταλλευ­θοῦν τὶς εὐκαιρίες τῆς «ἡ­μέ­ρας» αὐτῆς. Αὐτοὶ θὰ εἶνε οἱ σεσωσμένοι. Μπροστά τους θὰ προπορεύεται φῶς, προβο­λέας ποὺ φωτίζει παρελθόν, παρὸν καὶ μέλλον. Ἡ πορεία τους ἐ­πάνω ἐδῶ στὴ γῆ τοῦ σκότους θὰ εἶνε φωτει­νή. Αὐτοὶ θὰ εἶνε ἐλεύθεροι ψυχικά, θὰ μπο­ροῦν νὰ κινοῦνται ἐλεύθερα, θὰ ἐργάζων­ται τὸ καλὸ πρὸς ὅλους, θὰ ἐκτελοῦν τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Θὰ ὀνομάζωνται «υἱοὶ ἡμέρας» (Α΄ Θεσ. 5,5).
Ἀλλὰ ἡ ἡμέρα αὐτή, κατὰ τὸν ποιητὴ τοῦ Ἀ­καθίστου, εἶνε «ἡμέρα μυστική». Γιατί ἆραγε; Διότι λίγοι εἶνε εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσουν τὸ ἀν­έκφραστο ἀγαθὸ ποὺ λέγεται χριστιανικὴ ζωή. Οἱ ἄλλοι οἱ πολλοί, ποὺ δὲν γεύθηκαν τὴ γλυκύτητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, δὲν καταλαβαίνουν τίποτε ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό. Γιὰ νὰ κατανοήσουν, πρέπει προηγουμένως ν᾿ ἀ­γαπήσουν τὸν Χριστό. Τότε θὰ ἀνατείλῃ καὶ γι᾿ αὐτοὺς ἡ «μυστικὴ ἡμέρα».
Ἕνα μικρὸ παράδειγμα. Ὅπως ἡ ἀγάπη ποὺ ἑνώνει τὸ εὐλογημένο ἀνδρόγυνο καὶ ἀπὸ δύο καρδιὲς δημιουργεῖ μία καρδιὰ εἶνε κάτι τὸ μυστηριῶδες, ποὺ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ τὸ κατα­νοήσῃ ἕνας τρίτος παρὰ μόνο οἱ δύο εὐ­τυχισμένοι σύζυγοι, ἔτσι καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ ἑνώ­νει τὸ Χριστὸ καὶ τὸν γνήσιο δοῦλο του δημιουργεῖ μία ἕνωσι ἀδιάρρηκτη, ποὺ οὔτε φωτιὰ οὔ­τε σίδερο οὔτε τίποτε ἄλλο μπορεῖ νὰ τὴ σπά­σῃ. Αὐτὴ ἡ θεία ἀγάπη εἶνε κάτι, εἶνε μεγάλο μυστικό, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ αἰσθανθῇ ὁ ψυχρὸς καὶ ἀδιάφορος ἀπέναντι στὸν Κύριο. Αὐ­τὸς δὲν ἔκανε ἀκόμη τὴν σωτήριο στροφή του πρὸς τὸν Χριστό, καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἥλιος δὲν ἀ­νέ­τειλε στὴν ψυχή του· δὲν γνωρίζει τὸ γλυκοχάραμα τῆς Χάριτος, δὲν εἶδε «αὐγὴ» πνευ­ματική, δὲν γνώρισε τὴν «μυστικὴν ἡμέραν».
Ὤ! ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζῇ μακριὰ ἀπ᾽ τὸ Χριστὸ εἶνε δυστυχισμένος, ὁ μόνος δυστυχισμέ­νος. Κυριαρχεῖται ἀπὸ πνεῦμα πονηρό, ἀπὸ τὸν Ἑωσφόρο, τὸν «Θεὸν τοῦ αἰῶνος τούτου» (Β΄ Κορ. 4,4). Ἔχει βγάλει τὰ μάτια του· τὸν τύφλωσε ὁ σατα­νᾶς. Δὲν βλέπει πλέον τίποτε, ζῇ στὸ σκοτά­δι. Κι ὅπως ὁ ἄνθρωπος ποὺ περπατάει στὸ σκοτά­δι σκοντάφτει διαρκῶς, πέφτει σὲ παγί­δες καὶ βάραθρα, τσακίζεται, δὲ μπορεῖ νὰ δι­ακρί­νῃ τοὺς βράχους ἀπὸ τὰ δάση, τὰ δέν­τρα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, δὲ βλέπει τὸ δρόμο, ἔτσι κι αὐ­τὸς ποὺ ζῇ μακριὰ ἀπ᾽ τὸ Χριστὸ ἔ­χει νύχτα. Καὶ μόνο νύχτα; Ὁ σατανᾶς τοῦ ἔχει βάλει καπίστι καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὰ φρικτότερα ἐγκλήματα. Θὰ τὰ δῇ ἡ «ἡμέρα», θὰ τὰ δοῦν οἱ «υἱοὶ (τοῦ) φωτός» (Λουκ. 16,8. Ἰω. 12,36. Α΄ Θεσ. 5,5), οἱ χριστιανοί, καὶ θὰ κλάψουν. Γιατὶ ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος, «ὁ Θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐ­τύφλωσε τὰ νο­ήμα­τα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 4,4). Αὐτοὶ εἶνε οἱ υἱοὶ τῆς «νυκτός» (Α΄ Θεσ. 5,5).

* * *

Ἀλλ᾿ ὅσοι πιστοί, ὅσοι μένετε ἀφωσιωμένοι στὸν Κύριο, μὴ ἀπομακρυνθῆτε ἀπὸ τὸ σωτή­ριο φῶς. Εἶστε οἱ υἱοὶ τῆς ἡμέρας. Μὴ φοβη­θῆτε τὰ παιδιὰ τῆς νύχτας. Ἐσεῖς ἔχετε τὴ χαρά. Ἐσεῖς ζῆτε τὴν «αὐγήν», τὴν «μυστικὴν ἡμέραν», ποὺ εἶνε ἄγνωστη στοὺς πολλούς. Ἐσεῖς ἔχετε καθημερινὴ ἑορτὴ καὶ πανήγυρι, τὴν ἱκανοποίησι τῆς ἀγαθῆς συνειδήσεως. Καὶ τὸ σπουδαιότερο· μετὰ τὴ λῆξι τῆς «μυ­στικῆς ἡμέρας» περιμένετε τὴν ἄλλη ἐκείνη «ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ» (Ἰωὴλ 3,4 = Πράξ. 2,20), κατὰ τὴν ὁποία «οἱ δίκαιοι ἐκ­λάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος» (Ματθ. 13,43). Γι᾿ αὐτὸ οἱ Χρι­στιανοὶ αὐτοὶ γεμᾶτοι χαρὰ μποροῦν ν᾽ ἀπευθύνωνται πρὸς τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο λέγοντας τὸν χαιρετισμὸ «Χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας».

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἄρθρο, δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα» του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου (φ. 68/28-3-1947).

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.