Αυγουστίνος Καντιώτης



ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Η ΦΟΛΑ ΤΩΝ ΧΙΛΙΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ

date Αυγ 11th, 2014 | filed Filed under: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΑ, Η ΠΑΝΑΓΙΑ

Ἀπόδοσις Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου

Oμιλία Μητροπολιτου Φλωρίνης
π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ἄσπρο Χωριό Πάρου

Τι σημαινει το «Μενουνγε…»;

«Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν  λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν»(Λουκ. 11,28)

ΦΟΛΑΧαίρω, εὐσεβὲς ἐκκλησίασμα, χαίρω ποὺ  εὑρίσκομαι σήμερα κοντά σας, ἐδῶ στὸν  ταπεινὸ ναὸ τοῦ εὐλογημένου χωρίου ῎ Ασπρο Χωριό. Χαίρω παραπάνω ἀπ᾿ ὅ,τι ἂν  ἤμουν σήμερα στὴ μητρόπολί μου, στὸν  ὡραῖο μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου  Παντελεήμονος Φλωρίνης· χαίρω ἀκόμη  περισσότερο ―πιστεύσατέ με, μὲ βαθειὰ  συγκίνησι σᾶς τὸ λέγω― ἀπὸ τὸ νὰ ἤμουν  στὴ μητρόπολι τῶν Ἀθηνῶν καὶ νὰ  λειτουργοῦσα καὶ νὰ ὡμιλοῦσα.
Γιατί; Δὲ᾿ σᾶς τὸ λέγω ἀπὸ κολακεία, ἀλλὰ  τὸ πιστεύω. Μὲ δίδαξε τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιο  νὰ ἔχω μιὰ ἄλλη ζυγαριὰ καὶ νὰ μετρῶ·  διαφορετικὰ ζυγίζει ὁ κόσμος καὶ  διαφορετικὰ ζυγίζει ὁ Χριστός. Ἔμαθα  λοιπὸν ἀπ᾿ τὸ Εὐαγγέλιο νὰ μετρῶ, ὅτι ὁ  χριστιανισμὸς δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς  μεγάλες ἐκκλησίες, ἀπὸ τοὺς παπᾶδες καὶ  δεσποτάδες ποὺ τραγουδοῦνε ὄμορφα καὶ  μιλοῦνε ὄμορφα, ἀλλὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν  καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Δῶστε μου, δῶστε  μου –Ἔχει ἡ Ἑλλάδα 10.000 ἐξωκκλήσια,  ἔχει μοναστήρια, ἔχει ὄμορφες  ἐκκλησίες· ἀλλὰ ἆραγε νὰ ἔχῃ καὶ 10.000  Χριστιανούς; Ἀμφιβάλλω. Δῶστε μου μιὰ  ψυχὴ ποὺ ν᾿ ἀγαπάῃ τὸ Θεό, δῶστε μου μιὰ  ψυχὴ ν᾿ ἀγαπάῃ τὸν πλησίον, δῶστε μου  μιὰ ψυχὴ – μιὰ καρδιὰ νά ᾿χῃ μέσα τὸ  Χριστό, καὶ νὰ πέσω νὰ τὴν προσκυνήσω.
Αὐτὴ ἡ καρδιὰ –Χθὲς τὸ βράδυ ἤμουν πολὺ  συγκινημένος. Στὸ ἄκρο τοῦ χωριοῦ μου  πῆγα καὶ εἶδα μιὰ ψυχή. Ἦταν σ᾿ ἕνα  δωμάτιο μικρό, στενό· ἔπρεπε νὰ σκύψω  νὰ μπῶ μέσα. Σ’ ένα δωμάτιο μικρὸ  πολὺ στενόχωρο 2 επί 2· καὶ πάνω σὲ μιὰ καρέκλα  ἀκίνητος, μολύβι, μάρμαρο, μιὰ ψυχή.  Παράλυτος, τυφλὴ τελείως, δὲν ἔβλεπε  καθόλου. Μὰ διαρκῶς ἀπὸ τὰ χείλη της  ἔβγαινε «Δόξα σοι, ὁ Θεός», «Δόξα σοι,  ὁ Θεός». Ἔ, μιὰ τέτοια ψυχὴ δὲν ἀξίζει  παραπάνω ἀπὸ ἕναν πλούσιο, ἀπὸ ἕνα  ἄνθρωπο ποὺ κάθεται μέσ᾿ στὸ παλάτι,  μέσα στὰ σπίτια τὰ μεγάλα καὶ κολυμπάει  στὰ πλούτη, κ᾿ ἔχει τὸ ψωμί, κ᾿ ἔχει τὴ  μπουκιὰ στὸ στόμα καὶ βλαστημάει τὸ Θεό;  σᾶς ἐρωτῶ. Ἀλλιῶς μετράει ὁ Θεός,  ἀλλιῶς ζυγίζει ὁ κόσμος τὰ πράγματα.
Ἔμαθα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο νὰ ἐκτιμῶ τὸ  χριστιανισμὸ ὄχι ἀπὸ τὶς μεγάλες  ἐκκλησιές. Ὑπῆρξε ἐποχὴ ποὺ δὲν  ὑπῆρχαν ἐκκλησιές· οἱ Χριστιανοὶ  διωγμένοι πηγαίνανε μέσ᾿ στὶς σπηλιές,  μέσ᾿ στὶς χαράδρες. Ἂν κανεὶς ἀπὸ σᾶς  πέρασε ἀπὸ τὴ Ῥώμη, θὰ εἶδε ὅτι κάτω ἀπὸ  τὴ Ῥώμη εἶνε οἱ κατακόμβες· καὶ μέσα ἀπ᾿  τὶς κατακόμβες προσκυνοῦσαν τὸ Θεό.  Ἦταν ἐποχή, ποὺ τὶς φυλακὲς τὶς κάνανε  ἐκκλησιὲς καὶ πίσω ἀπὸ τὰ σίδερα  ἐλατρεύανε τὸ Θεό.
Ἔτσι, λοιπόν, εἶνε. Κ᾿ ἕνα μικρὸ χωριό,  ἕνα μικρὸ χωριὸ ποὺ οἱ ἄνθρωποι  πιστεύουν στὸ Θεό, καὶ μιὰ καλύβα –  ὑπάρχουν καλύβες, ποὺ  κατοικοῦν ἄγγελοι. Ἐδῶ στὶς  καλυβοῦλες, στὸ νησὶ αὐτὸ ἄλλοτε  κατοικούσαν ἄγγελοι. Τώρα στὰ μεγάλα σπίτια  καὶ στὶς πολυκατοικίες τῶν Ἀθηνῶν  κατοικοῦν ζῷα, κτήνη, δαίμονες.  Ψεύτικος πολιτισμός. Δὲν ἐξαρτᾶται ὁ  πολιτισμὸς ἀπὸ τοὺς δρόμους καὶ τὰ  γεφύρια· ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς καρδιές.  Ὅπου εἶνε καρδιὰ εὐγενικιά, ἐκεῖ ᾿νε  καὶ ὁ Χριστός μας.
Λοιπόν, θέλω νὰ ἐλπίζω ὅτι καὶ σήμερα,  πού ᾿μαι ἐδῶ στὸ χωριό, στὸ Ἄσπρο Χωριό,  βρίσκω τέτοιες ἐκλεκτὲς ψυχές. Καὶ  χαίρω καὶ συγκινοῦμαι.

* * *

Θὰ σᾶς ὁμιλήσω. Ἀλλὰ νὰ σᾶς πῶ δικά μου  λόγια; Τὰ δικά μου λόγια δὲν ἔχουν ἀξία.  Ὁσονδήποτε σοφὸς καὶ νὰ εἶνε ὁ ἄνθρωπος,  τὰ λόγια τοῦ ἀνθρώπου πέφτουν – οἱ  σοφοὶ καὶ ἐπιστήμονες πέφτουν ἔξω. Καὶ  αὐτὰ ποὺ φαίνονται σήμερα ἀληθινά,  ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια θά ᾿ρθῃ ἡ  ἐπιστήμη νὰ τὰ διαψεύσῃ· διαρκῶς τὰ  διαψεύδει καὶ διαρκῶς προχωρεῖ σὲ  ἄλλες ἀλήθειες.
Ὅλοι, λοιπόν, ψεύδονται καὶ ὅλοι  σφάλλουν. Μέσ᾿ στὰ ἑκατομμύρια τῶν  ἀνθρώπων ἕνας δὲν ἔσφαλλε. Ἕνας!…  Ἀκούσατε τὸν Ἀπόστολο (βλ. Φιλιπ. 2,5-11);  Ἕνας εἶν᾿ αὐτός!… Παραπάνω ἀπὸ σοφούς,  παραπάνω ἀπὸ ἐπιστήμονας, παραπάνω ἀπὸ  πατριάρχας, παραπάνω ἀπὸ προφήτας,  παραπάνω ἀπὸ ὅλους εἶνε Ἕνας.  Στέκεται πολὺ ψηλά, ἄστρο αἰώνιο,  ἥλιος αἰώνιος ποὺ φωτίζει. Ὁ ἥλιος θὰ  σβήσῃ, μὰ αὐτὸς δὲ᾿ θὰ σβήσῃ ποτέ. Εἶνε ὁ  Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅ,τι εἶπε,  βγῆκε σωστό. Ὅ,τι προεῖπε, θὰ βγῇ·  μέχρι κεραίας.
Λοιπόν, ἀπὸ τὰ λόγια αὐτοῦ θὰ πάρω ἕνα  λόγο μόνο καὶ θὰ τὸν παρουσιάσω σ᾿ ἐσᾶς.  Ἕνα λόγο. Ποιός εἶν᾿ ὁ λόγος του;  «Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν  λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες  αὐτόν» (Λουκ. 11,28).
Εἶνε χρυσάφι τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ·  καὶ ἂν τὰ ἀκούσετε καὶ τὰ ἐφαρμόσετε, θὰ  γίνετε πλούσιοι, οἱ πλουσιώτεροι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου.
―Περίεργον πρᾶγμα. Ἐμεῖς ποὺ  κατοικοῦμε ἐδῶ στὰ βράχια; ―μᾶς  κοροϊδεύεις, δέσποτα;― ποὺ δὲν ἔχομε  τίποτα; Ἕνα κατσικάκι ἔχομε, ἕνα  προβατάκι, καὶ μερικὰ ἀγελάδια· θὰ  γίνωμε πιὸ πλούσιοι;
Ναί, θὰ γίνεται πλούσιοι, πλούσιοι πνευματικῶς,  πλούσιοι χριστιανικῶς· Αὐτὸς εἶναι ὁ πλοῦτος ὁ πολὺς  καὶ μεγάλος. Λοιπόν, θὰ ἐξηγήσουμε τί  σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά.
Λέγει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα (βλ. Λουκ.  10,38-42· 11,27-28), ὅτι ὁ Χριστὸς ἐδίδασκε.  Ποιούς ἐδίδασκε, ποιοί τὸν ἄκουαν,  ποιοί τεντώνανε τὸ αὐτί τους καὶ ἄκουαν τὸ Χριστό; Ἤτανε οἱ σοφοί; ἤτανε  ἐπιστήμονες; ἤτανε στρατηγοί; ἤτανε  ναύαρχοι; ἤτανε βασιλιᾶδες, ποὺ  φοροῦσαν κορῶνες; Ἦταν…;  ἦταν…; ἤτανε…; Ὄχι. Κανένας ἀπὸ  δαύτους δὲν τὸν ἄκουγε. Αὐτοὶ ἔκλειναν τ ᾿ αὐτιά τους· καὶ κατηγοροῦσαν τὸ  Χριστό· καὶ αὐτοὶ τὸν σταυρώσανε ἔξω ἀπὸ τα Ἰεροσόλυμα. Ποιοί τὸν ἀκούγανε;  Μμ, ἐμένα ρωτᾶτε; Ρωτῆστε τὸ Εὐαγγέλιο.  Τὸν ἀκούγανε κάτι ψαρᾶδες ξυπόλητοι,  ποὺ ῥίπτανε τὰ δίχτυα τους στὴ θάλασσα  καὶ μαζεύανε ψαράκια καὶ τὰ πουλούσανε.  Λοιπόν, ποιοί τὸν ἀκούγανε; Κάτι χωρικοὶ  – χωριάτες, ποὺ μὲ τὸ ἀλέτρι  καλλιεργοῦσαν τὴ γῆ καὶ ζυμώνανε τὰ  χώματα μὲ τὸν ἱδρῶτα τους. Ποιοί τὸν  ἀκούγανε; Κάτι γυναῖκες, ἁπλοϊκὲς  γυναῖκες, ποὺ πηγαίνανε κοντά του καὶ  τὸν ἄκουαν τὸ Χριστό. Ποιοί τὸν ἀκούγανε;  Κάτι ἀθῷα παιδάκια· κάτι ἀθῷα  παιδάκια, ποὺ ἀφήνανε τὶς μάνες των,  ἀφήνανε τὰ παιχνίδια των, ἀφήνανε τὰ  πάντα, καὶ στεκόντανε κι ἀκούγανε τὸ  Χριστό. Ὅλοι αὐτοί, οἱ ψαρᾶδες τῆς  Γαλιλαίας, οἱ χωριάτες, αἱ γυναῖκες αἱ  ἁπλοϊκές, τὰ παιδιὰ τὰ ἁπλοϊκά, αὐτὰ  ἀκούγανε τὸ Χριστό.
Καὶ πῶς τὸν ἀκούγανε; Εἶδες τὸ παιδάκι  πῶς κολλάει τὸ στοματάκι του στὸ βυζὶ  τῆς μάνας καὶ ῥοφάει τὸ γάλα; Εἶδες τὴ  μέλισσα πῶς κάθεται πάνω στὸ ἄνθος καὶ  τραβάει τὸ νέκταρ καὶ κάνει τὸ μέλι;  Εἶδες τὸ σφουγγάρι ὅταν τὸ βάλῃς μέσα  στὸ νερὸ, πως το ρουφάει; ἂν βάλῃς ξύλο δὲ᾿ ῥουφάει  τίποτα. Ὅπως τὸ σφουγγάρι ῥουφάει τὸ  νερό, κι ὅπως ἡ μέλισσα ῥοφάει τὸ μέλι,  κι ὅπως τὸ μικρὸ παιδὶ βυζαίνει στὸ βυζὶ  τῆς μάνας, ἔτσι κ᾿ αὐτοὶ ὅλοι οἱ ἁγνοὶ  ἄνθρωποι ἄκουαν τὸ Χριστὸ ὧρες  ὁλόκληρες, κ᾿ ἔλεγαν ποτέ, ποτὲ νὰ μὴ  σταματήσῃ νὰ λέγῃ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ  Χριστός.
Τότε, μιὰ γυναίκα – τόσο πολὺ ἦτο  ἐνθουσιασμένος ὁ κόσμος, ὥστε μιὰ  γυναίκα πετάχτηκε μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο  καὶ λέγει· «Καλότυχη ἡ μάνα ποὺ σὲ  γέννησε καὶ καλότυχα μαστοὶ ποὺ  ἐθήλασες». Καὶ ὁ Χριστὸς τί ἀπήντησε; τί  ἀπήντησε στὴ γυναῖκα αὐτὴ ποὺ εἶπε  «Καλότυχη μάνα ποὺ σὲ γέννησε καὶ  καλότυχοι μαστοὶ ποὺ σὲ θήλασαν»; Τί  ἀπήντησε ὁ Χριστός· «Μενοῦνγε», λέει,  «μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ  Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν». Αὐτὰ τὰ  λόγια πρέπει νὰ τὰ ἐξηγήσωμε. Γιατὶ ἀπὸ  τὰ λόγια αὐτὰ ἁρπάζονται οἱ χιλιασταί,  οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, καὶ στήνουν  ὁλόκληρον κατηγορητήριο κατὰ τῆς  Παναγίας Παρθένου.
Τί λένε αὐτοί, αὐτὴ ἡ λέρα, αὐτὴ ἡ  πανούκλα, ἡ ἀκρίδα τοῦ διαβόλου, ποὺ  ὅπου πέσῃ δὲν ἀφήνει χορταράκι.  Εὐτυχῶς στὸ χωριό σας δὲν ἔχετε  χιλιαστάς. Χθές, ποὺ ἤμουν στὴν  Ἀγκαιριά (ἄλλο χωριὸ τῆς Πάρου, ὅπου  μίλησε στὶς 22-8-1973 μὲ θέμα «Αὕτη ἐστὶν ἡ  νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον…»), μὲ  δάκρυα στὰ μάτια μοῦ λέγανε, ὅτι  ὑπάρχουν τρεῖς – τέσσερις  οἰκογένειες ποὺ εἶνε χιλιασταί. Οἱ  χιλιασταὶ σταυρὸ δὲν κάνουνε, οἱ  χιλιασταὶ εἰκόνες δὲν προσκυνοῦνε, οἱ  χιλιασταὶ Χριστὸ δὲν παραδέχονται, οἱ  χιλιασταὶ κόλασι δὲ᾿ δέχονται· οἱ  χιλιασταὶ εἶνε μιὰ ἑβραϊκὴ προπαγάνδα  πού ᾿νε ξαπλωμένη στὸν κόσμο καὶ ζητάει  νὰ ξεθεμελιώσῃ τὸ χριστιανισμό. Αὐτοί,  λοιπόν, ἁρπάζονται ἀπὸ τὰ σημερινὰ  λόγια καὶ λένε·
―μ… Κ᾿ ἐμεῖς, καὶ μεῖς δὲν τιμοῦμε τὴν  Παναγία· νά καὶ ὁ Χριστὸς δὲν τὴν  ἐτίμησε τὴ μάνα του ὅταν εἶπε μιὰ  γυναίκα, «Καλότυχη μάνα ποὺ σὲ γέννησε».  Αὐτὸς τί εἶπε· τ᾿ ἀρνήθηκε. Καὶ εἶπε  «Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν  λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν».
Ἔχουν δίκιο; Ὄχι. Τί κάνουνε;  Διαστρεβλώνουν τὸ ῥητό. Ἄλλη εἶνε ἡ  ἔννοια τοῦ ῥητοῦ. Τὸ «Μενοῦνγε…»  σημαίνει·
Ἀλήθεια, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. Καλότυχη εἶνε  ἡ μάνα μου ποὺ μὲ γέννησε. Ἀλλὰ κοντὰ στὴ  μάνα μου εἶνε κι ἄλλοι καλότυχοι. Ἡ  μάνα μου εἶνε καλότυχη, ὄχι γιατὶ ἁπλῶς  μὲ γέννησε, ἀλλὰ γιατί, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ  γεννήθηκε μέχρι τὴν ὥρα ποὺ κοιμήθηκε  καὶ παρέδιδε τὸ πνεῦμα της εἰς τὸν  οὐράνιο Πατέρα, ἔκανε τὸ θέλημα τοῦ  Θεοῦ. Ἐκείνη εἶπε· «Ἰδοὺ ἡ δούλη  Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά  σου» (Λουκ. 1,38)
Εἶνε, λοιπόν, καλότυχη, γιατὶ ἐξετέλεσε  τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἐγὼ στὸν  κόσμον αὐτόν, λέγει ὁ Χριστός, ἦλθα νὰ  κάνω εὐτυχισμένη ὄχι μόνο τὴ μάνα μου, αλλά όλο τον κόσμο.  Αὐτὸς εἶνε ἐγωισμός· νὰ θέλῃς νὰ κάνῃς  τὴ μάνα σου μόνο εὐτυχισμένη· εἶνε φιλαυτία αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Ἄ, ἀγαπῶ τὴ  μάνα μου, τῆς φτειάνω ἕνα ὡραῖο  σπιτάκι, κάθεται μέσα, ἔχει  τηλεόρασι… Ἔ, μόνο ἡ μάνα σου εἶνε;  Ἀλλοίμονο στὸν ἄνθρωπο ποὺ κοιτάζει  μόνο τὴ μάνα του, τὰ παιδιά του, κ. λπ..  Πρέπει νὰ κοιτάζῃ τὸ  σύνολον, τὴν κοινωνία, τὸν κόσμον  ὁλόκληρο, σὰν τὸν ἥλιο ποὺ σκορπίζῃ τὶς  ἀκτῖνες του σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Αὐτὸ μᾶς  δίδαξε ο Χριστός. Ὄχι αὐτὰ ποὺ λένε οἱ χιλιασταί.

Είδατε τί νόημα  ἔχουν τα λόγια του Χριστού;
Ἀγαποῦσε, λοιπόν, ὁ Χριστὸς τὴ μάνα του και το απέδειξε ἐπάνω στὸ σταυρό,  καρφωμένος, θυμήθηκε τὴ μάνα του καὶ  εἶπε· Ἰωάννη, «ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» (Ἰωάν.  19,27). Καὶ πῆρε ὁ Ἰωάννης τὴν Παναγία,  φρόντισε γι᾿ αὐτήν. Ὁ Χριστὸς καὶ στὸ  σταυρὸ ἀκόμη δὲν τὴν ξέχασε τὴ μάνα του.  Τὴν ἀγαποῦσε τὴ μάνα του. Μιὰ μάνα  πονεμένη, μιὰ μάνα βασανισμένη, μιὰ  μάνα ποὺ τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιὰ βρέφος  καὶ ἔφυγε ἐξόριστη στην Αίγυπτο. Ἀγαποῦσε τὴ  μάνα του. Ἀλλὰ εἶπε, ὅτι Ἀλήθεια λές,  εἶνε καλότυχη ἡ μάνα μου, ἀλλὰ ἐγὼ ἦρθα  ―ἐπαναλαμβάνω― γιὰ νὰ κάνω  εὐτυχισμένο όλο τὸν κόσμο. Καλότυχη ἡ μάνα  μου, ποὺ ἀκούει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ·  καλότυχοι κ᾿ ἐσεῖς· ἐὰν μὲ ἀκούσετε καὶ  ἐφαρμόσετε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, θὰ γίνετε  κ᾿ ἐσεῖς μακάριοι κ᾿ εὐτυχισμένοι  ὅπως ἡ μητέρα μου.
Αὐτὸ λοιπὸν σημαίνει τὸ «μενοῦνγε»·  Τὸ καταλάβατε αὐτὸ ποὺ σᾶς ἐξήγησα; Συνεπῶς δὲν ἔχουν δίκαιο οἱ χιλιασταί,  ποὺ ἁρπάζονται ἀπὸ τὸν λόγον αὐτο,  καὶ απ’ ἄλλα χωριά και τα διαστρεβλώνουν.
Ὅπως εἶπα καὶ χθὲς στὴν Ἀγκαιριά,  ξέρεις πῶς μοιάζουν οἱ χιλιασταί;  Ὑπάρχει καλύτερη τροφὴ ἀπὸ τὸ κρέας;  Ἀλλὰ ἐὰν πάρῃς κρέας, το κάνεις κιμᾶ, καὶ  βάλῃς μέσα παράθειον, φαρμάκι, καὶ  ζυμώσῃς τὸν κιμᾶ μὲ φαρμάκι, τότε θὰ  γίνῃ φόλα –ποιός τρώει εκείνο το κρέας; Μόνο τὸ καημένο τὸ σκυλί, ποὺ  ἀγαπάει τὰ κόκκαλα καὶ τὸ κρέας, τοῦ πετᾶνε τὴ φόλα καὶ σὲ λίγο  ψοφάει.
Ἔτσι εἶνε καὶ τὰ λόγια τῶν χιλιαστῶν·  φόλες εἶνε· φόλες· Παίρνουν κρέας,  παίρνουν –μὰ ὅλη κρατᾶνε τὴ  Γραφή, τὸν Ἠσαΐα, ξέρουν ἀπ᾿ ἔξω κι  ἀνακατωτὰ χωρία της Αγίας Γραφῆς. Δεσπότης καὶ  ἱεροκήρυκας δὲν ξέρει τὴν ἁγία Γραφὴ  ὅπως τὴν ξέρουν αὐτοί. Χθὲς στὴν  Ἀγκαιριὰ ῥωτοῦσα· Πόσα εἶνε τὰ  εὐαγγέλια; Τίποτα. Πόσες εἶνε οἱ  ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου; Τίποτα,  ἀπολύτως· νύχτα-μεσάνυχτα. Κι ὄχι μόνο  στὴν Ἀγκαιριά· στὴν Ἀθήνα νὰ πᾷς, νὰ  ῥωτήσῃς δικαστάς, ἀρεοπαγίτας,  στρατηγοὺς μεγάλους καὶ σπουδαίους  ―ἔχω ῥωτήσει πολλούς―, τίποτα·  μεσάνυχτα. Οἱ χιλιασταὶ ὅμως ξέρουν ἀπ᾿  ἔξω τὴν ἁγία Γραφὴ κι ἀνακατεύουν τὸ  κρέας μὲ παράθειον, μὲ φαρμάκι, καὶ τὸ  κάνουν φόλες· καὶ ἐμεῖς βλέπομε τὸ  κρέας σὰν τὸ σκυλὶ τὸ ἀνόητο, ποὺ βλέπει  τὸ κρέας, ἀλλὰ δὲν ἔχει  λογική και δὲν ξέρει ὅτι μέσα ἔβαλαν παράθειο, τὸ τρώει καὶ φαρμακώνεται. Ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ δὲ ᾿ βλέπουμε τὸ δηλητήριο τοῦ χιλιαστοῦ. Ας σκεπτόμεθα: Ναί, καλὰ λόγια λέει, ἀλλὰ τὰ  ἀνακάτεψε μὲ φαρμάκι, κι ἅμα τὰ πάρῃς  θὰ πεθάνῃς πνευματικῶς.
Φόλες μοιράζουν οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ  ἄνθρωποι τοῦ σκότους.
Ἐπανέρχομαι ὅμως στὸ ῥητὸ καὶ λέγω·  «Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν  λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες  αὐτόν». Εὐτυχισμένη ἡ Παναγία εἰς  αἰῶνας αἰώνων, γιατὶ ἄκουσε τὸ Θεό,  ἐφήρμοσε τὸ λόγο. Ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς  μακάριοι, εὐτυχισμένοι ὅταν ἀκούμε και εφαρμόζουμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία  ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ζ. Πηγῆς Ἄσπρου Χωριοῦ  – Πάρου τὴν 23-8-1973

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.