Αυγουστίνος Καντιώτης



ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΑΓΙΟΣ (Θεοδωρος νεομαρτυς -17 Φεβρουαριου)

ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΑΓΙΟΣ

(Θεόδωρος νεομάρτυς -17 Φεβρουαρίου)

Στή σειρά τῶν ὁμιλιῶν «Ἅγιοι ἀπ’ ὅλα τά επαγ­γέλμα-τα» θά δοῦμε τώρα ἕνα ζω-γράφο, πού ἁγίασε καί ἔγι-νε μάρτυρας. Λεγόταν Θεόδωρος. Καταγόταν ἀπό τό Νεοχώριο τοῦ Βυ­ζαντίου, τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Γεννήθηκε τό 1774 στά χρόνια του σουλτά­νου Μαχμούτ. Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς. Ἔμαθε γράμ­ματα ἑλληνικά, ὅσα μποροῦσε νά μάθη κανείς τήν ἐποχή τῆς σκλαβιᾶς. Διδάχτηκε δέ καί τή ζωγραφική τέχνη καί ἐργαζόταν στά βασιλικά παλάτια.
Στή νεότητά του ὁ Θεόδωρος ἔπεσε. Ζώντας ἀνάμεσα σέ Τούρκους ζήλεψε καί θέλησε κι αὐτός ν’ ἀπολαύση ὅσα ἀπολάμβαναν οἱ κατακτηταί. Ἀρνήθηκε τήν πίστι του, ἔγινε Τοῦρκος καί φόρεσε σαρίκι. Πῆρε δέ καί μεγάλη θέσι, ἀπόκτησε πλούτη καί θησαυρούς καί ἦταν ἀπ’ τούς τρανούς τοῦ παλατιοῦ.
Ἀλλ’ ὁ Θεός, πού θέλει τή σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώ­πων, δέν ἄφησε τό Θεόδωρο νά πεθάνη ἀποστάτης. Τά χρόνια ἐκεῖνα ἔπεσε πανούκλα, βαρειά ἐπιδημική ἀρρώ­στια, πού θέριζε μικρούς καί μεγάλους. Τό-τε ὁ Θεόδω­ρος, βλέποντας τή ματαιότητα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἄρχισε νά σκέπτεται καί νά συναισθάνε-ται το βαρύ ἁμάρ­τημα πού ἔκανε. – Κι ἄν πεθάνω, ἔλεγε, τώρα, τί θά γίνω; Ἀλλοίμονό μου! Πρέπει νά μετανοήσω τό γρηγορώτερο καί νά ἐπιστρέψω πάλι στήν ἀληθινή θρησκεία…
Ἀλλ’ ἦταν εὔκολο αὐτό; Ὁ Θεόδωρος δέν ἦταν ἕνας ἄσημος ἄνθρωπος, ἀλλ’ εἶχε μεγάλα ἀξιώματα καί ζοῦσε μέσ’ στό παλάτι. Χρειαζόταν δύναμις ὑπερφυσική, δύναμις τῆς θείας χάριτος, γιά νά μπόρεση ὁ Θεόδωρος νά σπάση τά δεσμά.
Μιά νύχτα ὁ Θεόδωρος ἔκανε ἀπόπειρα νά φύγη, ἀλλά δέν τό κατώρθωσε. Ἀπό ἕνα ἀπόκρημνο μέρος πού ἤθελε νά φύγη γλίστρησε, ἔπεσε κάτω, κόντεψε νά σκοτωθῆ, καί τόν ἔπιασαν. Πάλι στ’ ἀνάκτορα Τοῦρκος! Ἡ ἐπιθυμία του ὅμως ἦταν ζωηρή. Ἤθελε νά φύγη. Καί ἐπί τέλους ἔφυγε. Συνεννοήθηκε μέ κάποιο χριστιανό, πού τοῦ ἔφερε ροῦχα φτωχικά. Μία μέρα, τήν ὥρα πού δια­σκέδαζαν οἱ ἀγαρηνοί καί εἶχαν μεθύσει, ὁ Θεόδωρος ἔκανε τό σταυρό του, βγῆκε ἀπ’ τά ἀνάκτορα, καί ἀγνώ­ριστος πιά διέφυγε τήν προσοχή τῶν στρατιωτῶν καί βρέθηκε μακριά ἀπ’ τό παλάτι.
Δόξασε τό Θεό! Χρίστηκε μέ ἅγιο μῦρο, ὅπως ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἀλλαξοπιστήσει. Μά ἡ ψυχή του δέν ἀνα­παυόταν. Μπῆκε σ’ ἕνα πλοῖο καί ἔφτασε στή Χίο καί ἔμεινε κοντά σ’ ἕναν διάσημο πνευματικό πατέρα. Διά­βαζε κατανυκτικά βιβλία καί τούς βίους τῶν ἁγίων καί μαρτύρων, προσευχόταν καί νήστευε καί ἔτσι ἡ ψυχή του δυνάμωσε καί φωτίστηκε καί πῆρε τήν ἀ-πόφασι νά ξεπλύνη τήν ἄρνησί του μαρτυρώντας γιά τό Χριστό. Ἐξο­μολογήθηκε, κοινώνησε καί ἑτοιμά-στηκε. Ἀλλα κι ὁ σατανᾶς δέν ἔπαυσε νά τόν πολεμάη καί νά τοῦ παρουσιάζη στή φαντασία του ὅλα ἐκεῖνα τά ἀγαθά πού ἔχασε. Μαζί μέ κάποιον πνευματικό ἀ-δελφό κατέφυγαν σ’ ἕνα ἀπόμερο τόπο καί ἐκεῖ ὁ Θε-όδωρος ἄρχισε νά ζῆ μιά αὐστηρή ἀσκητική ζωή. Ἔργο του ἦταν ἡ προσευχή. Ἔλεγε: – Κύριε Ἰησοῦ Χρι-στέ, δυνάμωσε τήν καρδιά μου καί ἀξίωσέ με νά ἀποφύγω τίς παγίδες τοῦ διαβόλου. Μή μέ σιχαθῆς, Κύριε, ἀλλά παράλαβε κι ἐμένα στό χορό τῶν μαρτύρων σου. Ἀξίωσέ μέ τῆς θείας συγχωρήσεως…
Μ’ αὐτή τήν προσευχή, καθώς καί μ’ ἄλλες αὐτο-σχέ­διες προσευχές πού ἔκανε, ὁ Θεόδωρος δυνάμωσε πνευ­ματικά τόσο πολύ, ὥστε ζητοῦσε ἐπίμονα τό μαρτύριο καί καμμιά δύναμις δέν μποροῦσε νά τόν σταματήση. Ὁ Θεόδωρος, μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, μαζί μέ τόν καλό πνευματικό του ἀδελφό καί συνασκητή, ἀναχώρησαν γιά τή Μυτιλήνη. Ἐκεῖ ὁ Θεόδωρος, γιά τό σκοπό πού ἀπέβλεπε, φόρεσε πάλι τά φανταχτερά τούρ­κικα ροῦχα καί, ἀφοῦ μέσα σέ μιά βαθειά συγκίνησι ἀποχαιρέτησε τόν ἀσκητή ἀδελφό του, μόνος του πιά βά­δισε γιά τό μαρτύριο.
Ὁ ἀσκητής ἔμεινε στή Μυτιλήνη γιά νά δῆ τί θά ἀπογίνη. Εἶχε μεγάλη ἀνησυχία. Ἀλλ’ ὕστερα ἀπό τέσ-σερις μέρες παραμονῆς του στή Μυτιλήνη ὁ ἀσκητής συνάντησε δύο ἀνθρώπους πού ἔρχονταν ἀπ’ τό κά-στρο καί, ἀφοῦ τούς ρώτησε, τοῦ εἶπαν: – Πάτερ, εἴ-μαστε πολύ συγκινη­μένοι. Σήμερα εἴδαμε ἕνα νέο, πού λέγεται Θεόδωρος, καί μαρτύρησε γιά τήν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Τόν κρέμασαν οἱ Τοῦρκοι. Ὅλος ὁ κόσμος θαύμασε τήν ἀνδρεία τοῦ νέου αὐτοῦ, πού δέν ἦταν παραπάνω ἀπό 20 χρονῶν… Ὁ ἀσκητής ἀκούγοντας τήν εἴδησι αὐτή δάκρυσε καί εἶπε: – Ἄκουσα εἴδησι, πού δέν περίμενα νά τήν ἀκούσω σέ τέτοιο καιρό, πού πλεόνασε ἡ ἁμαρτία. Ὦ Θεέ! Μάρτυρες στήν ἐποχή μας!
Τότε ὁ ἀσκητής τήν ἴδια νύχτα πῆγε καί εἶδε τόν Θεό­δωρο κρεμασμένο στόν τόπο τῆς καταδίκης του, ὁλόγυ­μνο, γεμάτο ἀπό πληγές πού τοῦ εἶχαν κάνει οἱ Τοῦρκοι προτοῦ νά τόν ἀπαγχονίσουν. Οἱ χριστιανοί τόν ἔβλε­παν, ἀποροῦσαν, θαύμαζαν καί ἔλεγαν: – Μοιάζει μέ τό Χριστό, ὅταν τόν ἀποκαθήλωσαν ἀπό τό σταυρό… Με­γάλη συρροή παρατηρήθηκε. Πολλοί προσπαθοῦσαν νά βάψουν κάτι μέσα στό αἷμα τῶν πληγῶν του, γιά νά τὄχουν μαζί τους σαν ἱερό κει-μήλιο.
Ἀπ’ αὐτούς τούς χριστιανούς ὁ ἀσκητής πληροφο-ρή­θηκε τίς λεπτομέρειες τοῦ μαρτυρίου. Ἔγινε ως ἑξῆς:
Ὁ Θεόδωρος, ντυμένος στα τουρκικά ροῦχα, πῆγε καί παρουσιάστηκε στόν Τοῦρκο κριτή τῆς Μυτιλή-νης. Τοῦ εἶπε: – Ἐγώ εἶμαι ὀρθόδοξος χριστιανός, ἀλλά παρα­σύρθηκα ὅταν ἤμουν μικρότερος, ἀρνήθηκα τό Χριστό καί ἀσπάστηκα τήν ψεύτικη καί σιχαμερή θρησκεία σας. Τώρα ἦρθα γιά νά ὁμολογήσω ἐδῶ τήν πίστι μου στό Χριστό!… Κι ἀμέσως ἔβγαλε τό σαρίκι, τό πέταξε κάτω καί τό πάτησε. Ὁ κριτής τἄχασε. – Εἶσαι τρελλός; τόν ρώτησε. Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: – Ὄχι, δέν εἶμαι τρελλός. Ἔχω σώας τάς φρένας μου. Ἀποδοκιμάζω ὅ,τι ἔκανα στό παρελθόν, ὁμολογῶ τήν πίστι μου, εἶμαι χριστιανός καί θέλω νά πεθάνω σάν χριστιανός…
Οἱ Τοῦρκοι, πού ἦταν παρόντες τήν ὥρα ἐκείνη στό κριτήριο, τόσο πολύ ἐξωργίστηκαν, ὥστε σπρώ-χνοντας καί χτυπώντας τον τόν ἔφεραν στίς φυλακές καί τόν πα­ρέδωσαν στόν ἀρχιφύλακα. Αὐτός τόν ἔδεσέ μέ μιά βα­ρειά ἁλυσίδα καί οἱ Τοῦρκοι πού μπαινόβγαιναν, ὅσο τόν ἔβλεπαν νά ἐπιμένη στήν πίστι του, ἐξωργίζονταν καί τόν χτυποῦσαν.
Τήν ἄλλη μέρα τόν ἔβγαλαν ἀπ’ τίς φυλακές καί τόν ἔφεραν μπροστά στόν κριτή καί προσπάθησαν νά τόν πείσουν νά γίνη Τοῦρκος. Ἐκεῖνος ἀπάντησε: –Μιά φορά γελάστηκα. Τώρα πού γνώρισα καλά τή θρησκεία μου καί εἶδα πώς εἶνε λαμπρή σάν τόν ἥλιο, πῶς ν’ ἀφήσω μιά τέτοια θρησκεία καί νά παραδεχθῶ τή θρη­σκεία σας πού εἶνε αἰσχρή καί σιχαμερή; Δέν ἀλλάζω πίστι. Κάνετε ὅ,τι νομίζετε…
Πάλι τόν κλείσανε στή φυλακή καί συνέχισαν τά βα­σανιστήρια. Ἀλλ’ ὁ μάρτυρας, ἀντί νά λυγίση, ἔμεινε σταθερός καί τό πρωί τόν ἄκουσαν νά ψάλλη: «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τά νικητήρια…»
Κάποιος χριστιανός, πού ὠνομαζόταν Γεώργιος, κατώρθωσε μέ κάποιον ἔξυπνο τρόπο νά κατηγορηθῆ σάν κλέφτης, νά καταδικασθῆ καί νά μπῆ στή φυλα-κή, μόνο καί μόνο γιά νά κάνη συντροφιά μέ τό Θεό-δωρο. Τοῦ ἔκανε συντροφιά, τόν δυνάμωνε καί τόν ἐνίσχυε. Καί ὁ Θεόδωρος ἔμεινε σταθερός. Ὑπέμεινε φρικτά μαρτύρια. Καί ὅταν ἔφτασε ἡ τελευταία ὥρα, δόξασε τόν Θεό καί εἶπε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
¬¬¬
Ἕνας ζωγράφος μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ. Εἴθε τό ἡρωικό παράδειγμα τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως τοῦ μάρ­τυρος αὐτοῦ νά τό μιμηθοῦμε ὅλοι, καί ἰδιαίτερα ὅσοι ἔχουν τήν τέχνη τοῦ ἁγίου.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.