Αυγουστίνος Καντιώτης



ΑΡΤΟΠΟΙΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ (Μιχαηλ νεομαρτυς – 10 Μαρτίου)

ΑΡΤΟΠΟΙΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ

(Μιχαήλ νεομάρτυς 10 Μαρτίου)

AΠΟ ΒΙΒΛΙΟ· ΑΓΙΟΙ «ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

φουρναρηςὙπάρχει, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχει στή Στερεά Ἑλλάδα μιά περιοχή, στό νομό Εὐρυτανίας, πού ὀνομάζεται Ἄγραφα. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς αὐτῆς διακρίνονταν γιά τή γενναιότητα ἀλλά καί τήν εὐσέβειά τους. Ἐξωκκλήσια καί μοναστήρια, κτισμένα στίς κορφές, μαρτυροῦν γιά τήν εὐσέβειά τους. Ὁ τόπος τους ὑπῆρξε τό κρησφύγετο ἁρματολῶν καί κλεφτῶν, πού ἔπαιξαν σπουδαῖο ρόλο στήν ἐπανάστασι τοῦ 1821.



Σ’ ἕνα ἀπ’ τά εὐλογημένα χωριά τῶν Ἀγράφων, τή Γρανίτσα, στά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας γεννήθηκε ἕνας ἥρωας τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος, ἕνας μάρτυρας, ὁ Μιχαήλ Μαυρουδής, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε στή Θεσσαλονίκη τό 1544 καί στίς 10 Μαρτίου γιορτάζεται ἡ ἱερή του μνήμη. Σ’ αὐτόν τόν μάρτυρα θ’ ἀφιερώσουμε τή μικρή αὐτή ὁμιλία.

Οἱ γονεῖς τοῦ μάρτυρος ὠνομάζονταν Δημήτριος καί Σωτήρα. Ἦταν ἄνθρωποι εὐσεβεῖς καί εἶχανἱ ερή συνήθεια νά ἐκκλησιάζωνται τακτικά καί νά παρακολουθοῦν ὅλες τίς ἱερές ἀκολουθίες. Ἀπό τέτοιους γονεῖς ἀνατρεφόταν ὁ μικρός Μιχαήλ. Μέσ’ στήν καρδιά του φύτεψαν οἱ γονεῖς του τό φόβο τοῦ Θεοῦ, κι ὁ μικρός Μιχαήλ διακρινόταν γιά τήν εὐσέβειά του. Ὕστερα ἀπό λίγο καιρό, ὁ πατέρας του πέθανε καί ἀναπαύθηκε στίς αἰώνιες μονές. Ἡ χήρα μητέρα του τόν πρόσεχε τώρα ἰδιαίτερα καί τόν συμβούλευε νά μένη πάντα πιστός καί ἀφωσιωμένος στό Χριστό. Ὅταν δέ ὁ Μιχαήλ ἔφτασε σέ νόμιμη ἡλικία, μέ τήν προτροπή τῆς μητέρας του τέλεσε τούς γάμους του μέ εὐσεβῆ παρθένο.

Λόγω τῆς φτώχειας, πού δέρνει τήν ὀρεινή καί δυσπρόσιτη αὐτή περιοχή, οἱ κάτοικοι φεύγουν καί πηγαίνουν σέ διάφορες μεγάλες πόλεις καί κάνουν διάφορες ἐργασίες γιά νά ζήσουν. Κι ὁ Μιχαήλ ἔφυγε ἀπό τή Γρανίτσα καί ἦρθε στή μεγάλη πόλι τῆς Θεσσαλονίκης. Ἐκεῖ ἔπιασε δουλειά. Ἔγινε ἀρτοποιός. Καθόταν στό ἐργαστήριο καί πουλοῦσε ψωμιά, κι ἀπό τήν ἐργασία αὐτή ἐξοικονομοῦσε τά ἀπαραίτητα γιά τή ζωή. Ἀπό τά λίγα πού κέρδιζε ἔδινε στούς φτωχούς. Σύχναζε στίς ἱερές ἀκολουθίες καί ὅπου μάθαινε νά γίνεται κήρυγμα ἔτρεχε καί μέ μεγάλη προθυμία ἄκουγε τά λόγια τοῦ Θεοῦ καί εὐφραινόταν πνευματικά.

Μιά μέρα στό ἐργαστήριο ἦρθε ἕνα τουρκόπουλο καί ζητοῦσε ν’ ἀγοράση ψωμί. Ὁ Μιχαήλ ἄνοιξε μέ τό παιδί συζήτησι θρησκευτική. Τό ρωτοῦσε, ποῦ πηγαίνει, τί πιστεύει καί ἄν ἐννοῆ αὐτό πού πιστεύει. Ἀλλά τήν ὥρα ἐκείνη ἔτυχε νά περνάη ἕνας δάσκαλος τῆς ὀθωμανικῆς θρησκείας. Ὁ μικρός πλησίασε τό δάσκαλο αὐτό καί τοῦ λέει: – Ἀκοῦς, δάσκαλε, τί μοῦ λέει αὐτός ὁ ἄπιστος; Ὁ δάσκαλος, γεμάτος θυμό, στράφηκε πρός τόν Μιχαήλ καί τοῦ εἶπε: – Τί εἶνε αὐτά πού λές στό παιδί, ἄπιστε ἄνθρωπε, καί βλαστημᾶς τήν πίστι μας πού εἶνε ἔνδοξη καί πολύτιμη; Ὁ ἀρτοποιός Μιχαήλ δέν φοβήθηκε καθόλου ἀπό τήν ὀργή τοῦ Τούρκου δασκάλου, ἀλλά μέ θάρρος πολύ τοῦ ἀπαντᾶ: – Ἐγώ εἶμαι πιστός καί εὐσεβής μέ τή χάρι τοῦ Χριστοῦ, πού εἶνε ὁ ἀληθινός Θεός. Γνωρίζω τί λέγω καί τί πιστεύω καί εἶμαι ἕτοιμος νά πεθάνω ὁμολογώντας τήν πίστι μου. Ἀλλά σεῖς οἱ Τοῦρκοι εἶστε δυστυχισμένοι, διότι οὔτε τί λέτε γνωρίζετε οὔτε τί πιστεύετε.

Τά λόγια αὐτά πού εἶπε τότε ὁ Μιχαήλ τά ἄκουσαν καί ἄλλοι Τοῦρκοι, πού γεμάτοι ὀργή τόν ἔπιασαν καί τόν ἔφεραν στό δικαστή τῆς πόλεως, λέγοντας: – Ἀκούσαμε τόν ἄνθρωπο αὐτό νά βλαστημάη τό Μωάμέθ καί τό Θεό. Ὁ δικαστής ἄρχισε νά τόν ἀνακρίνη. Τόν ρώτησε: – Τί πιστεύεις καί πῶς ὀνομάζεσαι; Καί ποιά εἶνε ἡ πατρίδα σου; Ὁ Μιχαήλ ἀπάντησε: – Χριστιανός εἶμαι, ἀπό τήν ἐπαρχία Εὐρυτανίας κατάγομαι καί λέγομαι Μιχαήλ. Κι ὁ δικαστής τόν ρώτησε: – Ξέρεις γράμματα; Ὁ Μιχαήλ ἀπάντησε: – Ὄχι. Ὁ δικαστής: – Ἀφοῦ δέν γνωρίζεις γράμματα, πῶς κηρύττεις ἐδῶ μπροστά στό δικαστήριο τόν Χριστό, ὅτι εἶνε Θεός ἀληθινός καί δημιουργός τοῦ παντός, ἐνῶ αὐτός εἶνε ἄνθρωπος πού σταυρώθηκε καί πέθανε; Ὁ Μιχαήλ ἀπάντησε: – Ἄν ἤθελες, δικαστή, νά ἀκούσης μέ προσοχή τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ, δέν θα γινόσουνα ἐνάντιος του οὔτε θά ἔλεγες ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶνε Θεός. Ἀλλά σ’ αὐτά πού μέ ρώτησες σοῦ ἀπαντῶ. Καί ὁ Μιχαήλ, σαν νά ἦταν ἕνας θεολόγος, ἄνοιξε τό στόμα του καί ἄρχισε νά μιλάη καί ν’ ἀναπτύσση τό μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας. Ἄρχισε ἀπό τόν Θεό, πού εἶνε ἕνας, βασιλιᾶς καί κυρίαρχος τοῦ παντός, Θεός τρισυπόστατος, Πατήρ, Υἱός καί Αγιο Πνεῦμα.

Κήρυξε μέ θερμότητα γιά τό Χριστό, πού εἶνε ὁ Λόγος καί ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ἐπίσης δέ γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. – Ἕνας Θεός, ξαναεῖπε, τρία πρόσωπα, καί πάλι ἕνας Θεός. Καί ὅπως ἡ λάμψις τοῦ ἥλιου ἐκπορεύεται ἀπό τόν ἥλιο καί κατεβαίνει μέχρι σ’ ἐμᾶς καί οὔτε ἡ λάμψις οὔτε ἡ ἀκτίνα χωρίζεται ἀπό τό δίσκο τοῦἥ λιου, ἔτσι, γιά ν’ ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα, συμβαίνει μέ τόν τρισυπόστατο Θεό. Λέγοντας ἐμεῖς λάμψι καί ἀκτίνα, δέν λέμε ἄλλο ἥλιο, ἀλλά τόν ἴδιο ἥλιο. Παρομοίως, λέγοντας τό Λόγο τοῦ Θεοῦ καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, δέν λέμε ἄλλο Θεό, ἀλλά τόν ἴδιο ἐκεῖνο πού ἄναρχος καί ἀΐδιος θεωρεῖται μέ τον συνάναρχο Λόγο καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Ὡς πρός δέ τόν Χριστό ὁ Μιχαήλ κήρυξε, ὅτι δέν εἶνε μόνο τέλειος Θεός, ἀλλά καί τέλειος ἄνθρωπος. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε καί ἐπειδή κανένας ἄλλος ἄνθρωπος δέν μποροῦσε νά σώση τό ἀνθρώπινο γένος, γι’ αὐτό γεννήθηκε στόν κόσμο ὁ ἀναμάρτητος καί ἔχυσε τό τίμιό του αἷμα καί γλύτωσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τά χέρια τοῦ διαβόλου. Γι’ αὐτό στό Χριστό, τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτῆ, χρωστοῦμε αἰώνια εὐγνωμοσύνη…

Οἱ Τοῦρκοι ἄκουγαν μέ κατάπληξι ἕναν ἀγράμματο ἄνθρωπο νά μιλάη μέ τόση σοφία γιά τήν πίστι του. Ὁ δικαστής προσπαθοῦσε μέ διάφορες ἐρωτήσεις νά τόν μπλέξη, ἀλλά ὁ Μιχαήλ σ’ ὅλες τίς ἐρωτήσεις ἀπαντοῦσε καθώς ἔπρεπε καί τόν ἀποστόμωνε. Τέλος ὁ δικαστής τοῦ ἀπηύθυνε μιά ἐρώτησι: – Τόν προφήτη μας τόν Μωάμεθ πῶς τόν ἔχετε; Ὁ Μιχαήλ ἀπάντησε: – Εἶνε ψευτοπροφήτης. Ὁ δικαστής τοῦ λέει: – Ἀπό ὅσα εἶπες, καί μάλιστα τό τελευταῖο, ἀποδεικνύεται ὅτι εἶσαι ἔνοχος καί πρέπει νά τιμωρηθῆς σκληρά γιά τή βλαστήμια πού εἶπες γιά τόν προφήτη μας τόν Μωάμεθ. Ὁρίζω λοιπόν νά ριχτῆς στή φωτιά. Καί διέταξε νά τόν ρίξουν στή φυλακή μέχρι τήν ἡμέρα τῆς ἐκτελέσεώς του.

Μέσα στή φυλακή ὁ μάρτυρας ἔδειξε ἀξιοθαύμαστη διαγωγή. Προσευχόταν συνεχῶς. Συμβούλευε ὅσους ἔρχονταν νά τόν ἐπισκεφθοῦν, νά κρατήσουν τήν πίστι καί νά εἶνε ἕτοιμοι νά μαρτυρήσουν κι αὐτοί. Οἱ Τοῦρκοι σέ λίγες μέρες τόν ἔβγαλαν ἀπό τή φυλακή καί τόν ἔφεραν σ’ ἕνα ἀνώτερο δικαστήριο μέ τήν ἐλπίδα νά μετανοήση. Μάταιη ἐλπίδα. Ὁ μάρτυρας ὡμολόγησε τά ἴδια πού ὡμολογοῦσε στό πρῶτο δικαστήριο καί πρόσθεσε ἐδῶ, ὅτι ἡ πίστις πού ἔχει ἀπό μικρός ἀπό τούς εὐσεβεῖς γονεῖς του λάμπει περισσότερο ἀπό τόν ἥλιο καί μιά τέτοια πίστι δέν πρόκειται νά τήν ἀρνηθῆ.

– Θά πεθάνω χριστιανός, εἶπε, ὅσο κι ἄν μέ βασανίσετε. Ὅ,τι ἔχετε νά κάνετε, νά τό κάνετε τό γρηγορώτερο. Δέν φοβοῦμαι τίς τιμωρίες σας, πού εἶνε πρόσκαιρες. Δέν ἀρνοῦμαι τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μου, πού εἶνε καί ἔρωτας καί ἀγάπη καί πόθος καί ζωή καί βασιλεία οὐράνια.

Ἡ τελική ἀπόφασις ἐλήφθη. Στή φωτιά. Οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες τόν ὡδήγησαν ἔξω ἀπό τήν πόλι, ἄναψαν φωτιά, τόν ξέντυσαν, τόν ἄλειψαν μέ θειάφι, καί τόν ἔρριξαν στή φωτιά. Κάηκε σάν κερί.



Ἕνας ἀρτοποιός μάρτυρας. Οἱ ἀρτοποιοί, ὅτανἀνάβουν τούς φούρνους γιά νά ψήσουν τά ψωμιά, ἄς θυμοῦνται ὅτι κάποιος συνάδελφός τους στά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας ψήθηκε καί κάηκε μέσα στή φωτιά για τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

 

 

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.