Αυγουστίνος Καντιώτης



ΡΑΦΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ (Iωaννης νεομαρτυς – 18 Απριλιου)

AΠΟ ΒΙΒΛΙΟ· ΑΓΙΟΙ «ΑΠ” ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

ΡΑΦΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ

(Ἰωάννης νεομάρτυς 18 Ἀπριλίου)

ραφτηςΚαί πάλι, ἀγαπητοί μου ἀναγνῶσται, καί πάλι θά μι­λήσομε γιά ἕναν λαϊκό πού ἔγινε μάρτυρας. Ἀλλά τό νά γίνη κάποιος μάρτυρας Χριστοῦ, δέν εἶνε μικρό πράγμα. Εἶνε ἕνας ἡρωι­σμός. Εἶνε μιά λαμπρή νίκη, ἕνας θρίαμβος τῆς πίστεως ἐναντίον τῆς σαρκός, τοῦ κόσμου καί τοῦ διαβόλου.
Γιά τή νίκη ὅμως καί τόν θρίαμβο αὐτόν χρειάζεται μιά ἄσκησις, μιά πνευματική προετοιμασία. Ὅπως οἱ στρατιῶτες γιά νά νικήσουν τόν ἐχθρό πρέπει νά ἔχουν ἀνδρεία καί νά ἔχουν ἐκπαιδευθῆ καί γυμνασθῆ στά διάφορα ὅπλα, ἔτσι καί οἱ μάρτυρες, οἱ γενναῖοι αὐτοί στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, γιά νά φτάσουν στήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου, προετοίμασαν τόν ἑαυτό τους ψυχικῶς. Μπορεῖ νά πῆ κανείς, ὅτι τό μαρτύριο ἔρχεται σάν ἀπο­τέλεσμα μιᾶς ψυχικῆς προετοιμασίας μηνῶν καί ἐτῶν καί ὁλοκλήρου ἀκόμη ζωῆς.
Ἡ φωνή τοῦ μαρτυρίου ἀκούγεται στά βάθη τῆς ψυ­χῆς κάθε πιστοῦ χριστιανοῦ, καί ὁ χριστιανός πρέπει νά προετοιμάζεται, γιατί δέν ξέρει τήν ὥρα πού ὁ Θεός θά τόν καλέση νά δώση τή μαρτυρία του μέσα στόν ἄπιστο καί διεφθαρμένο κόσμο, μιά μαρτυρία, πού ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις ἄλλοτε ἀντιμετωπίζει εἰρωνεῖες καί ἐμ­παιγμούς τοῦ ἀπίστου κόσμου καί ἄλλοτε φθάνει μέχρι τή θυσία τοῦ αἵματος.
Συνεπῶς σέ κάθε ἐποχή οἱ χριστιανοί, ἐφ’ ὅσον ὁμο­λογοῦν τόν Χριστό κι ἔχουν προθυμία νά χύσουν καί τό αἷμα τους γιά τήν πίστι τοῦ Χριστοῦ, μποροῦν νά ὀνομα­σθοῦν μάρτυρες, ἔστω κι ἄν δέν ἀξιώθηκαν τῆς μεγάλης τιμῆς νά χύσουν τό αἷμα τους. Εἶνε, ὅπως λένε οἱ πατέ­ρες, «μάρτυρες τῇ προαιρέσει». Θυμηθῆτε τόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, πού εἶχε ζωηρή αὐτή τήν ἐπιθυ­μία τοῦ μαρτυρίου καί συχνά ἔλεγε: «Χριστέ, ὅπως ἔχυ­σες σύ τό αἷμα σου γιά μένα, ἀξίωσε κι ἐμένα νά χύσω τό αἷμα μου γιά σένα». Μάρτυρας στήν προαίρεσι ὁ Κο­σμᾶς, ἔγινε μάρτυρας καί στήν πράξι. Καί ἐρωτᾶται: ὑπάρχει σήμερα στίς καρδιές τῶν χριστια-νῶν μιά τέτοια ἐπιθυμία; Ἀλλοίμονο! Οἱ σημερινοί χριστιανοί, καθώς ἀποδεικνύουν τά πράγματα, ὄχι τή ζωή τους δέν εἶνε ἕτοιμοι νά θυσιάσουν γιά χάρι τῆς πίστεως καί τῆς ἠθι­κής, ἀλλ’ οὔτε καί μικρότερα ἀγαθά θυσιάζουν, ὅπως εἶνε τά λεφτά, οἱ θέσεις, τά ἀξιώματα, οἱ ἡδονές καί ἀπο­λαύσεις. Δέν ὑπάρχει πόθος μαρτυρίου.
Γιά τό μαρτύριο χρειάζεται πνευματική προετοιμα­σία, καθώς βλέπουμε καί στό μαρτύριο ἑνός νέου, πού σ’αὐτόν ἀφιερώνουμε τήν ὁμιλία αὐτή.
¬¬¬
Ὁ μάρτυρας γεννήθηκε τήν ἐποχή τῆς τουρκοκρατίας στά περίφημα Γιάννινα. Ὀνομαζόταν ‘Ιωάννης. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἄνθρωποι εὐσεβεῖς καί τόν ἀνέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου». Πήγαινε τακτικά στήν Ἐκκλησία καί ἄκουγε μέ προθυμία τά θεϊκά λόγια. Ἔμαθε δέ καί τήν ραπτική τέχνη καί ὅ, τι κέρδιζε ἀπό τήν τέχνη του τό μοίραζε σέ τρία μέρη. Τό ἕνα μέρος τῶν χρημάτων τό διέθετε γιά ἐλεημοσύνες, τό ἄλλο γιά τούς γονεῖς του, καί τό τρίτο γιά τή συντήρησί του.
Μετά τό θάνατο τῶν γονέων του πῆγε στήν Κωνσταντινούπολι καί στή μεγάλη αὐτή πόλι ἄνοιξε ἐργαστήριο ραπτικῆς. Προώδευε. Εἶχε πολλούς πελᾶτες. Καί ἐπειδή εἶχε καί ὡραῖο παράστημα καί ἦταν ἔξυπνος καί δρα­στήριος καί μιλοῦσε μέ θάρρος, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, προ­κάλεσε τό φθόνο τῶν γειτόνων Τούρκων. Οἱ Τοῦρκοι τόν πείραζαν καί τόν προκαλοῦσαν. Τοῦ ἔλεγαν, ὅτι εἶνε κρῖμα, ἕνα τόσο λαμπρό παλληκάρι νά εἶνε ραγιᾶς κι ὅτι, ἄν ἄφηνε τήν πίστι του καί παραδεχόταν τή δική τους, θά ἔπαιρνε μεγάλες θέσεις καί χρήματα. Οἱ συζητήσεις πού ἔκανε μέ τούς Τούρκους, ἀντί νά ἐξασθενίσουν τήν πίστι του, ἀντιθέτως τήν δυνάμωναν καί τόν ἔκαναν νά εἶνε πιό ζηλωτής. Μέ τόλμη ἀπαντοῦσε καί ἀποστόμωνε τούς ἐχθρούς τῆς πίστεως. Στήν καρδιά του γεννήθηκε ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου. Ἤθελε νά χύση τό αἷμα του γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. ‘Αλλά δέν ἤθελε νά προχώρηση στό μαρτύριο προτοῦ συμβουλευθῆ πνευματικό πατέρα. Πῆγε λοιπόν στόν ἐξομολόγο καί τοῦ φανέρωσε τό σκοπό του. Ὁ πνευματικός ἐπαίνεσε τό ζῆλο του, ἀλλά τοῦ εἶπε ὅτι δέν πρέπει νά βιάζεται, γιατί ὑπάρχει κίνδυνος, πάνω στό μαρτύριο νά δειλιάση καί ν’ ἀρνηθῆ τό Χριστό καί ἀντί κέρδος νά γίνη ζημιά. Ὁ ‘Ιωάννης λυπήθηκε, μά ὑπάκουσε. Ἡ δῖψα του ὅμως γιά μαρτύριο ὅσο περνοῦσαν οἱ μέρες ὅλο καί μεγάλωνε.
Οἱ Τοῦρκοι δέν ἔπαψαν νά πιέζουν τόν Ἰωάννη γιά νά τουρκέψη. Ἤταν μεγάλη σαρακοστή. Ὁ Ἰωάννης παρακολουθοῦσε μέ κατάνυξι τίς ἱερές ἀκολουθίες. Πρόσεχε στά πάθη τοῦ Χριστοῦ καί ποθοῦσε νά τά μιμηθῆ. Μέ δάκρυα καί ἀναστεναγμούς προετοίμαζε τόν ἑαυτό του γιά τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου. Ἦταν Μεγάλη Πέμπτη. Θέλοντας νά κοινωνήση ὁ Ἰωάννης τά ἄχραντα μυστήρια, πῆγε γιά δεύτερη φορά στόν πνευματικό καί πάλι ἐξεδήλωσε τή ζωηρή του ἐπιθυμία νά μαρτυρήση. Ἀλλά καί πάλι ὁ πνευματικός τόν συνκράτησε λέγοντάς του, ὅτι γιά τό μαρτύριο χρειάζεται μεγάλη προετοιμα­σία. Πρέπει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου νά καθαρισθῆ μέ προσευχή καί νηστεία, νά παρακαλῆ δέ τόν Θεό νά τόν φωτίση τί πρέπει νά κάνη.
Ὁ Ἰωάννης τήν ἄλλη μέρα, Μεγάλη Παρασκευή, πῆγε πάλι στόν ἐξομολόγο καί μέ χαρά τοῦ εἶπε, ὅτι εἶδε ὅραμα καί δέν μπορεῖ πιά νά περιμένη ἄλλο. Ὁ πνευμα­τικός, βλέποντας τή μεγάλη ἐπιμονή καί τό φλογερό του πόθο, τοῦ ἔδωσε τήν εὐλογία.
‘Αφορμή γιά τό μαρτύριο ἔδωσαν οἱ Τοῦρκοι. Κά­ποιος ἀπ’ αὐτούς, πού μισοῦσε καί φθονοῦσε τόν Ἰωάννη, εἶπε ὅτι ὁ Ἰωάννης σέ μιά πόλι, στά Τρίκαλα, ἔδωσε τήν ὑπόσχεσι νά γίνη Τοῦρκος, ἀλλά δέν τήρησε τήν ὑπόσχεσί του καί ἐξακολουθεῖ νά εἶνε χριστιανός. Ψεύτικη ἦταν ἡ καταγγελία αὐτή, γιατί ὁ Ἰωάννης ποτέ δέν ἔδωσε τέτοια ὑπόσχεσι. – Κάποιος ἄλλος, εἶπε ὁ Ἰωάννης, θά εἶνε πού ἀρνήθηκε τό Χριστό καί ὄχι ἐγώ. Ἐγώ παραμένω χριστιανός, καί εἶμαι πρόθυμος νά πεθάνω γιά τό Χριστό. Ποτέ δέν θ’ ἀφήσω τό Χριστό, γιά ν’ ἀκολουθήσω τη θρησκεία τοῦ Μωάμεθ, πού ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἀγράμματος, ψεύτης καί ἐχθρός τοῦ Χριστοῦ… Οἱ Τοῦρκοι, μόλις ἄκουσαν τόν Ἰωάννη νά λέη τέτοια λόγια γιά τό Μωάμεθ, ἐξωργίστηκαν, ὥρμησαν ἐπάνω του, τόν ἔπιασαν, τόν ὡδήγησαν στό δικαστή καί ἐκεῖ πάλι ὁ Ἰωάννης μέ θαυμαστή παρρησία ὡμολόγησε τό Χριστό. Ὁ κριτής διέταξε νά ριχτῆ τήν ἄλλη μέρα στή φωτιά. Ἀλλ’ ἐπειδή ἦταν Μεγάλη Ἑβδομάδα, τό Πα­τριαρχεῖο παρακάλεσε νά ἀναβληθῆ ἡ ἡμέρα τοῦ μαρτυ­ρίου. Ὅταν πέρασε ἡ γιορτή τοῦ Πάσχα, τόν ἔβγαλαν ἀπό τή φυλακή, τόν ἀνέκριναν ξανά, ἀλλ’ ὁ Ἰωάννης ἄρ­χισε νά ψάλλη γλυκύτατα τό «Χριστός ἀνέστη». Ἦταν Παρασκευή τῆς Διακαινησίμου ἑβδομάδος. Οἱ Τοῦρκοι ἐξαγριώθηκαν, ἔτρεξαν κι ἔφεραν ξύλα, ἄναψαν φωτιά καί τόν ἔρριξαν μέσ’ στίς φλόγες. Πέφτοντας μέσ’ στή φωτιά ό ἅγιος ἔψαλε καί πάλι τό «Χριστός ἀνέστη». Κά­ποιος Τοῦρκος, τήν ὥρα πού ὁ μάρτυρας καιγόταν, ἔτρεξε καί τοῦ ἔκοψε τό κεφάλι. Τό σῶμα τοῦ μάρτυρα κάηκε. Ἔμειναν μόνο μερικά λείψανα. Τά μάζεψαν οἱ χριστιανοί καί τά παρέδωσαν στήν Ἐκκλησία, κι ὅπως διηγεῖται ὁ βίος του, τά λείψανα αὐτά τοῦ ἁγίου ἔκαναν πολλά θαύματα καί ἔσωσαν πολλούς ἀπό βαρειές ἀσθέ­νειες καί ἄλλους κινδύνους.
¬¬¬
Τά Γιάννινα, ἡ περίφημη αὐτή πόλις τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἔδωσε καί νέο μάρτυρα, τόν Ἰωάννη. Δέν ἦταν κληρικός, ἀλλά ἁπλός χριστιανός. Τό ἐπάγγελμά του ράφτης. Γιορ­τάζεται στίς 18 Ἀπριλίου.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.