Αυγουστίνος Καντιώτης



H MAΚΡΟΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

date Αυγ 16th, 2015 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ ΙΑ΄ Ματθαίου (Ματθ. 18,23-35)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

H MAΚΡΟΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

«Κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω» (Ματθ. 18,26)

Ζοῦμε, ἀγαπητοί μου, σὲ ἡμέρες φοβερές. Ποιός δὲν τὸ βλέπει, ποιός δὲν τὸ ἀκούει, ποιός δὲν τὸ αἰσθάνεFragelio- Βαρθ-παπαςται; Πρέπει νά ᾽νε καν­εὶς τυφλὸς γιὰ νὰ μὴ βλέπῃ «τὰ σημεῖα τῶν και­ρῶν» (Ματθ. 16,3), πρέπει νά ᾽νε κουφὸς γιὰ νὰ μὴν ἀ­κούῃ τὴ φωνὴ τοῦ ἀγ­γέλου ὅτι εἶνε «ἐσχάτη ὥ­ρα» (Α΄ Ἰω. 2,18), πρέπει νὰ μὴν ἔχῃ καρ­­διὰ γιὰ νὰ μὴ νιώθῃ τὴ θλιβερὴ σημερινὴ κατάστα­σι. Ἡ ἀρε­τὴ καταδιώκε­ται, ἡ πίστι ὑβρίζεται, τὰ ὅσια καὶ ἱερὰ καταπατοῦνται, ἡ κακία θριαμβεύει, οἱ ἐκ­κλησιὲς ἄδειασαν, τὰ κέντρα τοῦ διαβόλου γέμισαν· ἡμέρες φοβερές, «και­ροὶ χαλεποί» (Β΄ Τιμ. 3,1). Μερικοὶ συλλογίζονται· Ποῦ εἶνε ὁ Θεός; ἂν ὑπῆρχε Θεός, δὲν θά ᾽πρεπε ἡ κακία νὰ τιμω­ρῆται καὶ ἡ ἀ­ρετὴ νὰ βραβεύεται;… Κλονι­σμὸς πίστεως, καθὼς οἱ ἄνθρωποι βλέπουν νὰ θριαμβεύῃ στὸν κόσμο τὸ κακό, ἡ ἁμαρτία.
Ἀλλὰ στὴν ἀπορία αὐτὴ μᾶς δίνει ἀπάντησι τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τί μᾶς λέει;

* * *

Κάποιος ἦρθε, ἔπεσε στὰ πόδια ἑνὸς βασιλιᾶ καὶ ἔ­κλαιγε, γιατὶ ὁ βασιλιᾶς διέταξε καὶ ἄ­νοιξαν τὰ τεφτέρια, τὰ λογιστικὰ βιβλία, λογά­­ριασαν καὶ βρῆκαν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὤ­φειλε ἕνα ἰλιγγιῶδες ποσό, χρωστοῦσε «μύρια τάλαντα» (Ματθ. 18,24), δηλαδὴ 60.000 λίρες.
Τέτοιο ποσὸ ἦταν ἀδύνατον νὰ τὸ ἐξοφλή­σῃ. Τὸν ἔπιασε ζάλη, τὰ πόδια του ἔ­τρεμαν, ἱ­δρώτας τὸν ἔλουσε. Ἔβλεπε ὅτι ἀπὸ ὥρα σὲ ὥ­ρα θὰ μπῇ στὴ φυλακὴ καὶ δὲν θὰ βγῇ ποτέ πλέον ἀπὸ ᾽κεῖ. Γι᾿ αὐτὸ λέει στὸ βασιλιᾶ· «Μα­κροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοί…» (ἔ.ἀ. 18,26)· σὲ παρακαλῶ, δός μου μιὰ ἀναβολή, μιὰ προ­θεσμία, καὶ θὰ κάνω τὸ πᾶν γιὰ νὰ ἐξοφλήσω τὸ χρέος μου.
Καὶ ὁ βασιλιᾶς τί ἔκανε; τοῦ ἔδωσε τὴν ἀ­ναβολή; Γεμᾶτος καλωσύνη καὶ εὐ­σπλαχνία, τοῦ ἔδωσε ὄχι ἀναβολὴ ἀλλὰ κάτι καλύτερο· λίγο ζήτησε, πολὺ τοῦ ἔδωσε. Ὅπως ὁ δάσκα­λος παίρνει σφουγγάρι καὶ σβήνει τὸν πίνακα, ἔτσι ὁ βασιλιᾶς τοῦ ἔσβησε ὅλο τὸ χρέος.
Κι αὐτὸς τί ἔκανε; Ἔκανε κάτι ἀχαρακτήριστο. Μό­λις βγῆκε ἀπ᾽ τὸ παλάτι, συνάντησε κά­ποιον ἄλ­λον, ποὺ χρωστοῦσε σ᾽ αὐτὸν ἕνα πο­λὺ μικρὸ ποσό, «ἑκατὸν δηνάρια» (ἔ.ἀ. 18,28), ἑβδο­μήν­τα περίπου φράγκα. Τὸν ἅρπαξε λοιπὸν ἀπ᾽ τὸ λαιμὸ καὶ τὸν ἔπνιγε λέγοντας· Δός μου ἀ­μέσως ἐδῶ ὅ,τι χρωστᾷς. Κ᾽ ἐπειδὴ ἐκεῖνος δὲν εἶ­χε νὰ τοῦ τὰ δώσῃ, τὸν ἔρριξε τὸ φτωχὸ μέσ᾿ στὴ φυλακὴ παρ᾽ ὅλα τὰ παρακάλια του!
Αὐτὴ ἡ παραβολή, ἀγαπητοί μου, δείχνει δυὸ πράγματα· ἀπ᾽ τὸ ἕνα μέρος τὴν εὐ­σπλα­χνία τοῦ Θεοῦ, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο τὴν ἀ­σπλαχνία, τὴν κακία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ ἐγὼ τώρα δὲν πρόκειται νὰ σᾶς μιλήσω οὔτε γιὰ τὸ δοῦλο οὔτε γιὰ τὸ βασιλιᾶ, οὔτε γιὰ τὰ τάλαντα οὔ­τε γιὰ τὰ δηνάρια· θέλω, γιὰ νὰ μὴ σᾶς κουρά­σω, νὰ ἑρμηνεύσω μόνο τὸ σημεῖο ἐ­κεῖνο ποὺ ὁ δοῦλος ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ βασιλιᾶ καὶ τοῦ ἔλεγε «Κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάν­τα σοι ἀποδώσω» (ἔ.ἀ. 18,26)· θέλω νὰ σᾶς πῶ λίγες λέξεις γιὰ τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ.

* * *

Ἀκοῦμε συχνὰ τὴ λέξι «μακροθυμία» τοῦ Θε­οῦ· πρὸ παντὸς τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀκοῦ­με στὴν ἐκκλησία «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε, δόξα σοι». Τί εἶνε αὐτὴ ἡ μακροθυμία; Μακροθυμία τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ ἀναβολὴ τῆς τιμωρίας μας, εἶνε μιὰ νέα προθεσμία ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ μετανοήσῃ.
Ὁ Θεός, ὡς παντοδύναμος ποὺ εἶνε, μπορεῖ νὰ τιμωρήσῃ ἀμέσως τὸν ἁμαρτωλό, μὰ δὲν τὸ κάνει. Μερικὰ παραδείγματα. Τὴν ὥ­­ρα ποὺ ὁ ἄλ­λος ἁπλώνει τὸ χέρι νὰ κλέψῃ τὸ ξένο πρᾶ­γμα, μποροῦσε νὰ τοῦ κάνῃ τὸ χέρι παράλυτο. Μποροῦσε, τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἄλλος παλαμίζει μὲ τὸ βρωμερό του χέρι τὸ Εὐαγγέ­λιο καὶ ὁρ­κίζεται ψέμα­τα, νὰ στείλῃ ἕνα κεραυνὸ νὰ τὸν κά­νῃ κάρβουνο. Μποροῦσε τὴ στι­γμὴ ἐκείνη, ποὺ μέσ᾽ στὴ νύχτα ὁ ἄλλος τρυπώνει σὰν τὸ φίδι στὸ ξένο σπίτι καὶ ἀτιμάζει τὴ γυναῖκα ἢ τὴν κόρη τοῦ ἄλλου, νὰ τὸν μαρμαρώσῃ. Μποροῦ­­σε, τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἄλλος ἀ­νοίγει τὸ ἄθλιο στόμα του καὶ βλαστημάει τὰ θεῖα, νὰ διατάξῃ τὴ γῆ νὰ τὸν καταπιῇ.
Μποροῦσε· καὶ μερικὲς φορὲς τὸ ἔκανε. Ἀ­νοῖξτε τὴν ἱερὰ ἱστορία καὶ διαβάστε, νὰ δῆτε ὅτι κάπο­τε ὁ Θεὸς τιμωρεῖ καὶ ἀμέσως. Δὲν λέει ἡ ἁγία Γρα­φή, ὅτι ἄνοιξαν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ κ᾽ ἔ­γινε κατακλυσμὸς καὶ καταστρά­φηκε τὸ ἀν­θρώ­πινο γένος; (βλ. Γέν. κεφ. 7ο-8ο). Δὲν λέει ἡ ἁγία Γρα­φή, ὅτι ἄνοιξαν ἄλλοτε τὰ οὐ­ρά­νια, ἔβρεξε φωτιὰ καὶ θειάφι κ᾽ ἔκαψε τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα; (βλ. Γέν. 19,1-29). Δὲν ἄνοιξε κάποτε ἡ γῆ, ὅ­πως λέει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ κατάπιε δύο ἀνθρώπους, τὸν Δαθὰν καὶ τὸν Ἀ­βειρών, γιατὶ ἐπαναστάτησαν κατὰ τοῦ Θεοῦ; (βλ. Ἀρ. κεφ. 16ο. Δευτ. 11,6. Σ. Σερ. 45,18-19). Δὲν λέει καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη ὅτι, ὅταν ὁ Ἀνανίας καὶ ἡ Σαπφείρα εἶ­παν ψέματα στὸν ἀπόστολο Πέτρο, ἔ­μειναν νε­κροὶ ἐπὶ τόπου; (βλ. Πράξ. 5,1-11).
Νά λοιπὸν ἡ ἀπάντησι. Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τιμωρήσῃ ἀμέσως τὸν ἄνθρωπο· καὶ γιατί δὲν τὸν τιμωρεῖ; δι­ότι θέλει τὴν ἐ­πιστροφὴ καὶ τὴ σωτηρία του. Μήπως ἐγώ, λέει, θέλω τὸ θάνατο τοῦ ἁ­μαρτωλοῦ; κάθε ἄλλο· ἐγὼ θέλω νὰ ζήσῃ καὶ ν᾽ ἀφήσῃ τὸ δρό­μο τῆς ἁμαρτίας· «Μὴ θελήσει θελήσω τὸν θάνατον τοῦ ἀνόμου, λέ­γει Κύρι­ος, ὡς τὸ ἀ­ποστρέψαι αὐτὸν ἐκ τῆς ὁ­δοῦ τῆς πονηρᾶς καὶ ζῆν αὐτόν;» (βλ. Ἰεζ. 18,23).
Πρέπει, ἀγαπητοί μου, νὰ εὐχαριστήσουμε τὸ Θεὸ γιὰ τὴ μακροθυμία του, ἡ ὁποία φαίνε­­ται πρὸ παντὸς στὰ δικά μας χρόνια. Γιατὶ πιστεύω, ὅτι σὲ καμμιά ἄλλη ἐποχὴ δὲν ἁμάρτησε ὁ ἄνθρωπος τόσο ὅσο στὶς ἡμέρες μας.
Γιά κοιτάξτε. Μέσα στὸν αἰῶνα μας, ποὺ οἱ ἄνθρωποι καυχῶνται καὶ λένε ὅτι εἶνε ὁ αἰώνας τῆς ἐπιστήμης, τῆς γνώσεως, τῆς χημείας, τῶν πυραύλων καὶ τῶν διαστημοπλοίων, μέσ᾿ στὸν αἰῶνα αὐτὸν δυὸ φορὲς ἡ ἀνθρωπότης ἔ­κανε παγκόσμιο πόλεμο· σκοτώθηκαν ἑκατομμύ­ρια ἄνθρωποι, καταστρά­φηκαν πολιτεῖες, ἔ­μειναν χῆρες καὶ ὀρφανά. Στὸν αἰῶνα μας οἱ ἄνθρωποι ἔβαψαν τὰ χέρια μέσ᾿ στὸ αἷ­μα, ἔγιναν Κάιν κι ἀναστενάζει ἡ γῆ. Στὴν ἐ­ποχή μας, ναὶ στὴν ἐποχή μας, πῆρε ἔκτασι τὸ κακό. Ὅ­πως ἀπὸ ἕνα σπίρτο μπορεῖ νὰ καῇ ὁλόκληρο τὸ δάσος, ἔτσι πῆρε φωτιὰ ὁ κόσμος. Τὸ κακὸ ἦ­ταν πρῶτα μιὰ σπίθα, μὰ τώρα ἔγινε πυρκαϊά.
Πυρκαϊὰ εἶνε ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία· ἡ γενεά μας ἔγινε μοιχαλίδα καὶ ἁμαρτωλός. Τὰ δι­αζύγια αὐξήθηκαν, ἐνῷ πρὸ πενήντα – ἑκατὸ ἐ­τῶν διαζύγιο δὲν ὑπῆρχε. Ἔλεγε μιὰ προφη­τεία, ὅτι θά ᾿ρθουν χρόνια ποὺ ὁ ἄντρας θ᾿ ἀλ­λάζῃ γυναῖκα σὰν τὸ πουκά­μισό του καὶ ἡ γυναίκα θ᾿ ἀλλάζῃ ἄντρα σὰν τὴ ρόμπα της. Φθάσαμε στὰ χρόνια αὐτά. Εἴ­μαστε σὲ ἐποχή, ποὺ καὶ τὰ παιδιά, ἀπὸ μικρὰ ἀ­κόμη, μαθαίνουν νὰ βλαστημᾶνε τὸ Θεό.
Τί μποροῦσε νὰ κάνῃ ὁ Θεός; Παντοδύναμος εἶνε. Τὸ δαχτυλάκι του μόνο νὰ κουνήσῃ ὁ Ἐσταυρωμένος –ἂς ἔχῃ τὰ χέρια ἁπλωμένα κι ἂς εἶνε ἀκίνητος ἐπάνω στὸ σταυρό–, κάρβουνο γίνεται ὁλόκληρος ὁ κόσμος. Μποροῦ­σε ὁ Χριστός, τὴν ὥρα ποὺ τὰ σκουλήκια ἐμεῖς ὀργιάζουμε, νὰ διατάξῃ ἕνα ἀστέρι νὰ πέσῃ πάνω στὴ Γῆ καὶ νὰ τὴν κάνῃ στάχτη, νὰ μὴ μείνῃ τίποτα. Μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ τιμωρήσῃ ὅ­λα τὰ ἐγκλήματα τὰ ὁποῖα ἔχει διαπράξει ὁ ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτὸ λέω ὅτι πρέπει νὰ τὸν εὐ­χαριστήσουμε γιὰ τὴ μακροθυμία του.

* * *

Εἶμαι κ᾽ ἐγώ, ἀδελφοί μου, ἁμαρτωλὸς σὰν κ᾽ ἐσᾶς καὶ τρέμω. Μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεὸς πολ­λὲς φορὲς παράτασι καὶ νέες προθεσμίες. Αὐ­τὸ δὲν ζητᾶμε κάθε φορὰ στὴ Δοξολογία; Κύριε, «παράτεινον τὸ ἔλεός σου τοῖς γινώσκουσί σε» (Ψαλμ. 35,11)· δῶσε μας παράτασι, μιὰ ἀναβολή, μέρες καὶ ὧρες νὰ μετανοήσουμε. Φοβᾶμαι μήπως ἡ ἀναβολὴ αὐτὴ εἶνε ἡ τελευταία.
Δὲν θὰ μείνῃ αὐτὸς ὁ κόσμος ἀτιμώρητος. Δὲν μπορεῖς, ἀγαπητέ μου, τὴν ὥρα ποὺ χτυπᾷ ἡ καμπάνα ἐσὺ νὰ βλαστημᾷς τὸ Θεό· δὲν μπο­ρεῖς νὰ διώχνῃς τὴ γυναῖκα του κι αὐτὴ νὰ τρέ­χῃ σὰν τρελλή· δὲν μπορεῖς νὰ ἀδικῇς καὶ νὰ κλέβῃς. Εἶνε γραμμένα ὅλα αὐ­τὰ στὰ τεφτέρια τοῦ οὐρανοῦ. Ὑπάρχει ἕν­α μάτι ποὺ τὰ βλέ­πει ὅλα, ἕνα αὐτὶ ποὺ τ᾿ ἀ­κούει ὅλα, κ᾽ ἕνα χέρι ποὺ τὰ γράφει ὅλα. Θά ᾿ρθῃ ὥ­ρα – ἔρχεται, ποὺ θὰ πληρώσουμε μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο ὅλα τὰ ἁ­μαρτήματα· τὶς μοιχεῖες, τὰ διαζύγια, τὶς βλα­στήμιες, τὶς ἀσέβειες, τὶς ψευδορκίες, ὅλη τὴν ἀ­σέβειά μας. Εἶνε τελευταία προθεσμία.
Φοβᾶμαι γιὰ τὸ ἔθνος μας, γιὰ τὸ λαό μας, μήπως φτάσαμε στὸ δώδεκα παρὰ πέντε. Μικρὸ διάστημα μένει. Ἐὰν ἀφήσουμε νὰ περάσῃ καὶ ἡ προθεσμία αὐτὴ καὶ δὲν γονατίσουμε, δὲν κλάψουμε, δὲν δείξουμε τὴ μετάνοιά μας εἰ­λι­κρινά, φοβᾶμαι. Τί φοβᾶμαι; Ἐμένα ρω­τᾶ­τε; Ἀντέστε στὰ σπίτια σας. Ἂν εἶστε Χριστι­α­νοί, ἂν πιστεύετε, ἂν ἔχετε καρδιά, ἂν σᾶς ἔ­μεινε μέσα μιὰ σπίθα, μὴ ρωτᾶτε ἐμένα. Γονα­τίστε, προσευχηθῆτε, ἀνοῖξτε τὴν Ἀποκάλυψι καὶ δια­βάστε τὰ τρομερὰ ἐκεῖνα ποὺ προφητεύει. Ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ πληρώσῃ ἡ ἁμαρτωλὴ ἀν­θρωπότης ὅλα τὰ ἁμαρτήματά της.
Ὦ Χριστέ! Ὦ Παναγία, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν ἐλεηθῆναι καὶ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργοῦ – Ἀθηνῶν 14-8-1966)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.