Αυγουστίνος Καντιώτης



ΑΓΙΟΙ ΜΗΝΟΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ: ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΑΓΙΟΣ (Aγιος Διονυσιος ο Αρεοπαγιτης -3 Οκτ.), ΡΑΦΤΗΣ ΑΓΙΟΣ (Μακαριος νεομαρτυς – 6 Οκτ.), ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ ΑΓΙΟΣ (Λογγινος μαρτυς – 16 Οκτ.), ΧΙΛΙΑΡΧΟΣ – ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΓΙΟΣ (Δημητριος μεγαλομαρτυς – 26 Οκτ.), ΟΙΚΟΔΟΜΟΣ ΑΓΙΟΣ (Νικολαος νεομαρτυς – 31 Οκτ.)

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ· ΑΓΙΟΙ «ΑΠ” ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΑΓΙΟΣ

(Διονύσιος ὁ ‘Αρεοπαγίτης – 3 Ὀκτωβρίου)

ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

Στίς 3 Ὀκτωβρίου ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία γιορτάζει τή μνήμη τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ ‘Αρεοπαγίτου. Γι’ αὐτόν τόν ἅγιο θα μιλήσουμε ἐδῶ. Οἱ βίοι τῶν ἁγίων, σ’ ὁποιαδήποτε ἐποχή κι ἄν ἔζησαν, εἶνε τό Εὐαγγέλιο στήν πρᾶξι. Ὅ,τι δίδαξε ὁ Χριστός καί ὁ κόσμος τό θεωρεῖ ἀνεφάρμοστο, οἱ ἅγιοι ἀποδεικνύουν ὅτι μπορεῖ νά ἐφαρμοστῆ. Ἕνας καί μόνο ἅγιος φτάνει ν’ ἀποδείξη, πώς ἡ θρησκεία μας δέν εἶνε μιά οὐτοπία, δέν εἶνε κάτι τό ἀπραγματοποίητο, ἀλλά μπορεῖ νά ἐφαρμοστῆ. Καί δέν εἶνε μόνο ἕνας ἅγιος. Χιλιάδες, ἑκατομμύρια εἶνε οἱ ἅγιοι, πού ἄκουσαν καί ἐφάρμοσαν τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Καί στήν ἐποχή μας, ἄν θέλουμε, μποροῦμε νά τόν ἐφαρμόσουμε.

←←←

Μιά ἐκλεκτή ψυχή ὑπῆρξε στήν ἐποχή του ὁ ἅγιος Διονύσιος. Γεννήθηκε στίς ἀρχές τοῦ πρώτου αἰῶνα μετά Χριστόν. Γεννήθηκε στήν πόλι τῶν Ἀθηνῶν, πού εἶχε ἀναδείξει τούς πιό πολλούς φιλοσόφους, ποιητάς καί τεχνῖτες. Στήν πόλι αὐτή συνέρρεαν ἀπ’ ὅλη τήν τότε οἰκουμένη νέοι γιά νά σπουδάσουν. Ὁ Διονύσιος, παιδί ἀρχοντικῆς οἱκογενείας, διακρινόταν ἀνάμεσα στούς συνομηλίκους του γιά τήν εὐφυΐα του στά γράμματα. Σπούδασε ὅλες τίς ἐπιστῆμες, ἀλλά δέν ἀρκέστηκε μόνο στή γνῶσι καί ἐπιστήμη πού μποροῦσε νά τοῦ δώση ἡ Ἀθήνα. Μαζί μέ ἄλλους συμπατριῶτες του ταξίδεψε στήν Αἴγυπτο. Ἐπισκέφθηκε τήν Ἡλιούπολι, μιά πόλι τῆς Αἰγύπτου, πού ἦταν περίφημη γιά τή σοφία τῶν ἱερέων της.
Ὅταν βρισκόταν στήν Αἴγυπτο, συνέβη κάποιο γεγονός. Ὁ ἥλιος μιά μέρα στή μέση του μεσημεριοῦ σκοτείνιασε.

Ἦταν ἡ ἡμέρα, κατά τήν ὁποία οἱ Ἰουδαῖοι σταύρωσαν τό Χριστό στό Γολγοθᾶ. Ἦταν Μεγάλη Παρασκευή. Κανένας ἀπό κείνους πού κατοικοῦσαν στήν Αἴγυπτο δέν ἤξερε ὅτι σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Βλέποντας ὁ Διονύσιος τήν ὁλική ἐκείνη ἔκλειψι τοῦ ἡλίου, πού δέν ἦταν δυνατόν νά ἐξηγηθῆ μέ τούς φυσικούς νόμους, ἐξεπλάγη καί εἶπε: «Ἤ Θεός τίς πάσχει ἤ τό πᾶν ἀπόλλυται». Σημείωσε δέ τήν ὥρα πού ἔγινε τό γεγονός, καί ἀπό τότε ἐρευνοῦσε νά μάθη τήν αἰτία τοῦ φαινομένου ἐκείνου.
Μετά τήν ἐπιστροφή του στήν Ἀθήνα ὁ Διονύσιος γιά τήν ἐξαιρετική του μόρφωσι καί ἀρετή ἐξελέγη ‘Αρεοπαγίτης, δηλαδή δικαστής, μέλος τοῦ ἀνωτέρου δικαστηρίου πού συνεδρίαζε καί δίκαζε μεγάλα ἐγκλήματα πού συνετάραζαν τό λαό. Ὁ ἅγιος Διονύσιος σάν δικαστῆς διακρίθηκε. Δίκαζε χωρίς νά λαμβάνη ὑπ’ ὄψιν του πρόσωπα, ἄν ὁ ἕνας ἦταν πλούσιος κι ὁ ἄλλος φτωχός, ἰσχυρός ἤ ἀδύνατος. Ἔκρινε μέ δικαιοσύνη. Ὅποιος εἶχε δίκιο τό εὕρισκε.

Ἡ Ἀθήνα τήν ἐποχή τοῦ Διονυσίου τοῦ ‘Αρεοπαγίτου δέν εἶχε πλέον τήν παλιά της δόξα, τή δόξα πού εἶχε ὅταν κυβερνοῦσε τήν πόλι ὁ Περικλῆς καί ζοῦσαν οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι. Τό μεγαλεῖο της εἶχε πέσει. Ἦταν βέβαια καί πάλι γεμάτη ἀπό φιλοσόφους καί ρήτορες, ἀλλ’ αὐτοί δέν πρόσφεραν καμμιά ὠφέλεια στόν τόπο τους. Ντυμένοι μέ κάτι φανταχτερά ροῦχα, πού τους διέκριναν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, μέ γενειάδα καί μέ ράβδο, περπατοῦσαν ἐπιδεικτικά καί ἄνοιγαν συζητήσεις πάνω σέ διάφορα θέματα, χωρίς οἱ συζητήσεις τους νά ἔχουν τελειωμό. Ἡ φιλοσοφία τους εἶχε καταντήσει μιά φλυαρία. Οἱ περισσότεροι δέ ἀπό αὐτούς τούς φιλοσόφους ἀνῆκαν σέ μιά σχολή φιλοσόφων, πού δέν πίστευαν στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἀλλά μόνο στίς ὑλικές ἀπολαύσεις, καί εἶχαν σάν δόγμα τους τό «Φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν». Ἦταν οἱ ἐπικούρειοι, οἱ ὑλισταί καί εὐδαιμονισταί τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Σκοτάδι ἦταν ἡ φιλοσοφία, ἀνίκανη νά διαφωτίση τό λαό, πού εἶχε καταντήσει σέ μεγάλη διαφθορά. Οἱ ἄνθρωποι λάτρευαν τά εἴδωλα. Καί τά εἴδωλα πού εἶχε ἡ Ἀθήνα ἦταν περισσότερα ἀπό τούς ἀνθρώπους. Εἴδωλα φτειαγμένα ἄλλα ἀπό ξύλο, ἄλλα ἀπό χαλκό, ἄλλα ἀπό ἀσήμι καί ἄλλα ἀπό χρυσάφι. Ἀπ’ ὅλα δέ τά ἀγάλματα ἐκεῖνο τό ἄγαλμα πού ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωσι ἦταν τό ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς, πού ἦταν τοποθετημένο στά προπύλαια τοῦ Παρθενώνα, πελώριο ἄγαλμα, πού ἔλαμπε ἀπό τίς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου καί φαινόταν ἀπό μακριά.

←←←

Στήν ‘Αθήνα τό 50 μετά Χριστόν δέν ὑπῆρχε οὔτε ἕνας χριστιανός. Ὅλοι ἦταν εἰδωλολάτρες. Καί ὅμως μέσα σ’ αὐτήν τήν πόλι, πού τή θεωροῦσαν τό κέντρο τῆς εἰδωλολατρίας, παρουσιάστηκαν oἱ πρῶτοι χριστιανοί. Δέν ἦταν περισσότεροι ἀπό δέκα. Πρῶτος ἦταν ὁ Διονύσιος ὁ ‘Αρεοπαγίτης. Δεύτερη ἦταν μιά γυναίκα, ἡ Δάμαρις, καί μερικοί ἄλλοι. ‘Αλλά πῶς παρουσιάστηκαν οἱ λίγοι αὐτοί χριστιανοί;
Γιά νά μιλήσουμε παραβολικά, οἱ χριστιανοί αὐτοί ἦταν τά ψάρια, πού ἔπιασε στά δίχτυα τῆς διδασκαλίας του ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὅπως διηγοῦνται οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁ Παῦλος ἔφτασε στήν ‘Αθήνα στή δεύτερη περιοδεία του. Μόνος περπατοῦσε στούς δρόμους τῆς ‘Αθήνας, ἔβλεπε τά εἴδωλα καί ἡ ψυχή του ἀγανακτοῦσε. Ἡ παρουσία τοῦ Παύλου στήν ‘Αθήνα προκάλεσε τήν περιέργεια τῶν φιλοσόφων καί τῶν ρητόρων τῆς πόλεως, πού ἀρέσκονταν ν’ ἀκοῦνε πάντοτε κάτι τό νέο, χωρίς ποτέ ἡ ψυχή τους νά ἱκανοποιῆται. Φλύαρο καί περίεργο τό γένος αὐτό. ‘Επειδή γύρω ἀπό τόν Παῦλο εἶχε δημιουργηθῆ ζήτημα, πού ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά λυθῆ δημόσια, γι’ αὐτό οἱ ‘Αθηναῖοι προσκάλεσαν τόν Παῦλο στόν Ἄρειο Πάγο, τό ἀνώτερο δικαστήριό τους, καί ἐκεῖ, μπροστά σέ ὅλους, νά μιλήση καί ν’ ἀναπτύξη τή διδασκαλία του. Ὁ Παῦλος δέχτηκε τήν πρόσκλησι, ἀνέβηκε στόν Ἄρειο Πάγο καί ἐκεῖ μίλησε.
Μίλησε μέ τέχνη, σάν ἔμπειρος ψαράς, πού ρίχνει τό ἀγκίστρι μέ τό κατάλληλο δόλωμα. Ἡ ἀρχή τοῦ λόγου του ἦταν ἕνα ἐγκώμιο. ‘Επαίνεσε τήν εὐσέβεια τῶν ‘Αθηναίων. Καί ὕστερα πῆρε ἀφορμή ἀπό ἕνα ἄγαλμα τοῦ ‘Αγνώστου Θεοῦ καί τούς μίλησε γιά τόν ἀληθινό Θεό, πού παρ’ ὅλη τή σοφία τους τόν ἀγνοοῦσαν. – Αὐτόν τόν Ἄγνωστο Θεό, λέει, ἦρθα, ὦ ‘Αθηναῖοι, νά σᾶς κηρύξω. Σᾶς καλῶ νά πιστέψετε σ’ αὐτόν καί νά μετανοήσετε. Γιατί θά ἔρθη μέρα, πού θ’ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί καί ὅλοι θά κριθοῦν σύμφωνα μέ τα ἔργα τους…

Ἀλλ’ οἱ ‘Αθηναῖοι, πού εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό τά κηρύγματα τῶν ἐπικούρειων φιλοσόφων καί δέν πίστευαν στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, μόλις ἄκουσαν τόν Παῦλο νά μιλάη γιά τήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν, ἄρχισαν νά τόν κοροϊδεύουν καί νά φεύγουν, λέγοντας περιφρονητικά, ὅτι καί πάλι θά τόν ἄκουγαν…
Μέσα στό πλῆθος ἐκεῖνο τῶν εἰδωλολατρῶν βρέθηκαν καί λίγες ψυχές πού ἡ ὁμιλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου τούς ἔκανε μεγάλη ἐντύπωσι. Πρῶτος ἀπ’ αὐτούς ἦταν ὁ Διονύσιος ὁ ‘Αρεοπαγίτης.
Ὁ Διονύσιος ὁ ‘Αρεοπαγίτης πίστεψε στό Χριστό, βαπτίσθηκε καί ἔγινε τό πιό σημαντικό μέλος τῆς μικρῆς χριστιανικῆς κοινότητος στήν ‘Αθήνα. ‘Αναδείχθηκε ὁ δικαστῆς αὐτός διαπρύσιος κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου. Ὄχι μόνο στήν ‘Αθήνα ἀλλά καί σ’ ἄλλα μέρη ἀξιώθηκε νά κηρύξη τό Εὐαγγέλιο, καί τέλος σάν ἐπίσκοπος μαρτύρησε γιά τό Χριστό. Ἄφησε δέ συγγράμματα γεμάτα σοφία. Σ’ αὐτά προτρέπει τούς χριστιανούς ν’ ἀγαπήσουν τό Χριστό παραπάνω ἀπ’ ὅλους καί ἀπ’ ὅλα. Νά τόν ἀγαπήσουν μέ θεϊκό ἔρωτα.

←←←

Εἴθε ὅλοι μας ν’ ἀγαπήσουμε τό Χριστό μέ θεϊκό ἔρωτα, ὅπως τόν ἀγάπησε ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης. Εἴθε οἱ δικασταί, πού δικάζουν κάτω ἀπ’ τήν εἰκόνα του Ἐσταυρωμένου, νά μιμηθοῦν τόν ἅγιο Διονύσιο, πού σάν δικαστής ὑπῆρξε πρότυπο δικαστοῦ, καί ὅταν ἦρθε ἡ ὑπόθεσις τοῦ Χριστοῦ μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο μπροστά στόν Ἄρειο Πάγο, ἔκρινε δίκαια, καί ὄχι ὅπως ἔκριναν οἱ Ἑβραῖοι δικασταί.

 

ΡΑΦΤΗΣ ΑΓΙΟΣ

(Μακάριος νεομάρτυς – 6 Ὀκτωβρίου)

Τώρα, ἀγαπητοί μου, θά μιλήσουμε γιά ἕναν ἄλλο ἐπαγγελματία, γιά ἕνα ράφτη, πού ἀξιώθηκε νά γίνη ἅγιος καί νά συμπεριληφθῆ στό μαρτυρολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί νά γιορτάζεται ἡ μνήμη του στίς 6 Ὀκτωβρίου. Εἶνε ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ νεομάρτυς. ‘Αλλά πρίν μιλήσουμε γιά τόν ἅγιο, ἄς ποῦμε λίγες λέξεις γιά τό ἐπάγγελμα πού εἶχε ὁ ἅγιος.

←←←

Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ζοῦσε σ’ ἕνα φυσικό κόσμο, πού δέν τόν εἶχε μολύνει ἡ ἁμαρτία. Ἦταν γυμνός καί δέν αἰσθανόταν τήν ἀνάγκη τῆς ἐνδυμασίας. Γυμνός αὐτός, γυμνή καί ἡ γυναίκα του ἡ Εὔα. Ὅπως τά ἀθῶα μικρά παιδιά παίζουν γυμνά καί δέν ντρέπονται τό ἕνα τό ἄλλο, ἔτσι καί ὁ πρῶτος ἄνθρωπος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε, τότε αἰσθάνθηκε τή γυμνότητα τοῦ σώματός του καί ἔτρεξε καί σκέπασε τή γυμνότητά του μέ τά πλατειά φύλλα τῆς συκιᾶς.
Ἀλλ’ ὄχι μόνο τό αἴσθημα τῆς ντροπῆς ἔκανε τόν ἄνθρωπο νά σκεπάση τό γυμνό του κορμί, ἀλλά καί ἡ μεταβολή τοῦ κλίματος. Καί στήν ἀρχή μέν ντυνόταν μέ προβειές καί ἄλλα δέρματα ζώων πού σκότωνε. Ἀλλά κατόπιν ἔφτειαξε κλωστές ἀπό βαμβάκι καί μαλλί, ἀνακάλυψε τόν ἀργαλειό καί ἄρχισε νά κατασκευάζη ὑφάσματα, μέ τά ὁποῖα ἔκανε ὡραῖα ἐνδύματα. Ἀκόμη καί ἀπό τόν μεταξοσκώληκα κατάφερε νά βγάλη τή μεταξωτή κλωστή καί μέ τίς κλωστές αὐτές κατασκευάζονταν πανάκριβες στολές γιά τούς ἄρχοντες καί τούς βασιλιᾶδες. Ἔτσι ἡ ἐνδυμασία, πού ἔπρεπε νά θυμίζη τήν πτῶσι καί τήν ἁμαρτωλότητα τοῦ ἀνθρώπου καί νά σκεπάζη τή γυμνότητά του καί νά τόν φυλάη ἀπό τίς μεταβολές τοῦ καιροῦ, ἔφυγε ἀπό τόν ἀρχικό της προορισμό, καί ἀντί νἆνε ἕνα εἶδος πρώτης ἀνάγκης, γιά πολλούς καί γιά πολλές ἔγινε μέσο ἐπιδείξεως.
Ἀλλ’ ἄν ἀφαιρέσουμε τούς ἐξωφρενισμούς τῆς μόδας, ἡ ραπτική σάν τέχνη ἀνταποκρίνεται σέ μιά βασική ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἀνάγκη τῆς ἐνδυμασίας. Καί οἱ ράφτες, πού κατασκευάζουν ἐνδυμασίες κι ἐξυπηρετοῦν την κοινωνία, εἶνε εὐπρόσδεκτοι στό Χριστιανισμό καί μποροῦν νά γίνουν διαλεχτά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀναδειχθοῦν, νά ἁγιάσουν καί νά μαρτυρήσουν γιά τό Χριστό. Καί ἀπόδειξις εἶνε ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ νεομάρτυς.

←←←

Ὁ ἅγιος γεννήθηκε τόν δέκατο ἕκτο αἰῶνα σέ μιά μικρή πόλι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, στήν Κίο, πού μέχρι τό 1922 ἦταν πόλις ἑλληνική καί χριστιανική. Τό ὄνομα πού πῆρε ὅταν βαπτίσθηκε ἦταν Ἐμμανουήλ. Ὅταν τό παιδί μεγάλωσε οἱ γονεῖς του τό ἔστειλαν σ’ ἕναν εὐσεβῆ ράφτη, γιά νά μάθη τή ραπτική τέχνη καί νά ζήση. ‘Αλλ’ ὅταν ὁ Ἐμμανουήλ ἦταν δεκαοχτώ χρονῶν συνέβη ἕνα δυστύχημα μέσα στήν οἰκογένειά του. Ὁ πατέρας του… πέθανε. Πέθανε; Ὄχι. Κάτι χειρότερο ἀπό τό θάνατο συνέβη. Ὁ πατέρας του ἀλλαξοπίστησε, ἔγινε Τοῦρκος. Ἔφυγε ἀπό τήν Κίο καί πῆγε στήν πρωτεύουσα τῆς περιοχῆς ἐκείνης, στήν Προῦσσα, κι ἐκεῖ ζοῦσε εὐνοούμενος καί προστατευόμενος τῶν Τούρκων. Ἀλλά ὁ Ἐμμανουήλ ἔμεινε πιστός στή χριστιανική πίστι.

Μιά μέρα ὁ Ἐμμανουήλ πῆγε στήν Προῦσσα, γιά ν’ ἀγοράση ὑφάσματα καί ἄλλα πράγματα χρήσιμα γιά τό ἐπάγγελμά του. Ἐκεῖ στήν ἀγορά ἀνταμώθηκε μέ τόν ἄπιστο πατέρα του, ὁ ὁποῖος μόλις τόν εἶδε τόν ἔπιασε μέ τή βία, τόν πῆγε στό δικαστήριο, κι ἔλεγε ὅτι κι αὐτός μαζί του εἶχε ὑποσχεθῆ νά γίνη Τοῦρκος. Ὁ νέος ἀρνήθηκε λέγοντας ὅτι ποτέ δέν ἔδωσε μιά τέτοια ὑπόσχεσι. ‘Αλλά οἱ δικασταί ἐπέμεναν καί μέ τή βία τόν περιέταμαν. Χωρίς τή θέλησί του ἔγινε Τοῦρκος. Ὕστερα ἀπό λίγο καιρό, μή ὑποφέροντας τή συμφορά πού ἔπαθε, ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί περιπλανιώταν ἐδῶ κι ἐκεῖ καί ἔκλαιγε καί ἀναστέναζε.
Γιά νά βρῆ παρηγοριά, πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος κι ἐκεῖ βρῆκε ἕνα σεβάσμιο πνευματικό πατέρα, ἐξωμολογήθηκε καί ἔγινε καλόγηρος. Μέ ἀκρίβεια ζηλευτή ἔκανε ὅλες τίς ὑποχρεώσεις του. Νήστευε, προσευχόταν, ἀγρυπνοῦσε καί ἔκανε τίς πιό αὐστηρές ἀσκήσεις. ‘Αλλά παρ’ ὅλα αὐτά ἡ συνείδησίς του δέν ἡσύχαζε. Μέσα του ἔκαιγε κάρβουνο ἀναμμένο. Μιά ἐσωτερική φωνή τοῦ ἔλεγε ὅτι πρέπει νά φύγη ἀπ’ τ’ Ἅγιον Ὄρος, νά πάη στήν Προῦσσα, στόν τόπο ὅπου ἀρνήθηκε τό Χριστό, κι ἐκεῖ μπροστά σ’ ὅλους νά ὁμολογήση τό Χριστό. Τό εἶπε στόν πνευματικό του πατέρα, ἀλλ’ ἐκεῖνος δέν ἐνέκρινε τό σχέδιό του. Τόν ἐμπόδιζε λέγοντας, ὅτι ἡ μετάνοια ἔχει τή δύναμι νά σβήνη ὅλα τά ἁμαρτήματα. Εἶνε δεύτερο βάπτισμα. Καί συνεπῶς, ἀφοῦ μετανόησε ὁ Μακάριος –ἔτσι ὠνομάστηκε ὅταν ἔγινε καλόγηρος ὁ Ἐμμανουήλ– δέν πρέπει νά ἀνησυχῆ, ἀλλά πρέπει νἄχη τήν ἐμπιστοσύνη του στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. ‘Αλλ’ ὁ Μακάριος στά παρήγορα αὐτά λόγια τοῦ πνευματικοῦ του ἀπαντοῦσε:
– Πῶς νά παρουσιασθῶ, τίμιε πάτερ, τή φρικτή ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἔχοντας στόν ἑαυτό μου τό σημάδι τῆς ἀρνήσεως; Φοβᾶμαι μήπως ἀκούσω τή φωνή τοῦ δικαίου Κριτοῦ πού λέει: «Ὅς ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν κἀγώ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Πῶς μπορῶ ἐγώ, πού ἔχω πάνω μου τή σφραγίδα τοῦ ἀντίχριστου, νά εἶμαι μέ τό μέρος ἐκείνων τῶν ἐκλεκτῶν ὀπαδῶν τοῦ Κυρίου, οἱ ὁποῖοι δέν ἀρνήθηκαν τό Χριστό, ἀλλά τόν ὡμολόγησαν; Γι’ αὐτό νομίζω πώς δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος σωτηρίας, παρά νά πάω πίσω στόν κόσμο κι ἐκεῖ νά ὁμολογήσω τήν πίστι μου καί νά χύσω τό αἷμα μου. Ἔτσι μόνο θά ἡσυχάση ἡ συνείδησίς μου.
Ὁ Μακάριος πίστευε ὅτι πρέπει νά γυρίση στόν κόσμο, νά πάη στήν Προῦσσα κι ἐκεῖ νά δώση τή μεγάλη μάχη. Ὁ σατανᾶς ἔπρεπε νά νικηθῆ στόν τόπο τῆς ἀρνήσεως. Μέσ’ στήν καρδιά του εἶχε ἀνάψει μιά θεϊκή φωτιά, πού δέν τόν ἄφηνε ἥσυχο καί συνεχῶς τόν παρακινοῦσε στό μαρτύριο.

Βλέποντας οἱ μοναχοί τήν ἀκλόνητη γνώμη του τοῦ ἔδωσαν τήν εὐλογία. Καί ὁ Μακάριος, γεμᾶτος χαρά καί ἀγαλλίασι, σάν πουλί πέταξε κι ἦρθε στήν Προῦσσα. Πῆγε στήν ἀγορά καί κήρυττε τό Χριστό. Μόλις τόν εἶδαν οἱ Τοῦρκοι εἶπαν μεταξύ τους: – Δέν εἶνε αὐτός πού ἀρνήθηκε τήν πίστι του καί πίστεψε στή δική μας; Πῶς τώρα γύρισε στήν πρώτη του πίστι; Τόν πλησίασαν καί τόν ρώτησαν: – Ἐσύ εἶσαι; Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε χωρίς φόβο: – Ἐγώ εἶμαι. Ἐπειδή γνώρισα ὅτι ἡ δική σας πίστις εἶνε ψεύτικη καί μολυσμένη, γι’ αὐτό τήν ἄφησα καί ἦρθα πάλι στή δική μας, τη χριστιανική, καί σᾶς συμβουλεύω κι ἐσεῖς ν’ ἀρνηθῆτε τήν ἀκάθαρτη θρησκεία σας, νά πιστέψετε στό Χριστό, νά βαπτισθῆτε, νά λυτρωθῆτε ἀπό τήν αἰώνια κόλασι καί νά ζήσετε τή ζωή τήν αἰώνια!… Αὐτά τούς εἶπε ὁ Μακάριος. Ἀλλ’ ὅταν τ’ ἄκουσαν οἱ Τοῦρκοι, ὥρμησαν πάνω του νά τόν ξεσχίσουν. Τόν χτύπησαν καί τόν ὡδήγησαν στό δικαστήριο λέγοντας, ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος, πού κάποτε ἀσπάσθηκε τή δική μας πίστι, τώρα πάλι τήν ἀρνεῖται, βρίζει τό Μωάμέθ καί ἐξυμνεῖ τή θρησκεία τοῦ Χριστοῦ ὅτι εἶνε ἀνώτερη ἀπ’ τή δική μας. Ὁ Τοῦρκος δικαστής προσπάθησε νά τόν μεταπείση, γιά ν’ ἀρνηθῆ ὁριστικά τό Χριστό. Ἔγινε διάλογος ἀνάμεσα στούς δυό. ‘Αλλά χαμένος κόπος. Ὁ Μακάριος ἔμεινε βράχος ἀκλόνητος. Ὕστερα δέ ἀπό πολλά βασανιστήρια, πού κατέπληξαν τούς Τούρκους γιά τήν ἀνδρεία του, οἱ βασανισταί του τόν πῆγαν σ’ ἕνα ποτάμι κι ἐκεῖ τόν λιθοβόλησαν καί τοῦ ἔκοψαν τό κεφάλι. Φῶς θεϊκό ἔλαμψε στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Τό μαρτυρικό λείψανο τοῦ νεομάρτυρα ἔκανε θαύματα. Μαρτύρησε στήν Προῦσσα τό ἔτος 1590. Ἕνας ράφτης ἅγιος καί μάρτυρας.

ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ ΑΓΙΟΣ

(Λογγῖνος μάρτυς – 16 Ὀκτωβρίου)

Ἡ ζωή, ἀγαπητοί μου, εἶνε γεμάτη ἀπό βάσανα, θλίψεις καί περιπέτειες. Δέν ὑπάρχει ἐπάγγελμα πού νά μην ἔχη τίς δυσκολίες του. Γιά νά ζήση κανείς τίμια καί εὐσυνείδητα, πρέπει:ν’ ἀντιμετωπίση πολλά ἐμπόδια. Τό εἶπε ὁ Χριστός κι ὁ λόγος του εἶνε ἀληθινός: «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον».
Ὁ κάθε ἐπαγγελματίας νομίζει, πώς δέν ὑπάρχει δυσκολώτερο ἐπάγγελμα ἀπό τό δικό του, καί ζηλεύει τούς ἄλλους πού ἀσχολοῦνται μέ ἄλλα ἐπαγγέλματα. Εἶνε γνωστός ὁ μύθος τοῦ Αἰσώπου, ὅτι κάποιος γεωργός ζήλευε τούς ναῦτες, πού ταξιδεύουν, γνωρί- ζουν χῶρες καί γυρίζουν φορτωμένοι διάφορα χρήσι-μα πράγματα. Ἄφησε λοιπόν ὁ γεωργός τή γεωργία κι ἔγινε ναύτης. Εὐχάριστη τοῦ φαινόταν στήν ἀρχή ἡ καινούργια δου¬λειά του. ‘Αλλ’ ὅταν φύσηξαν δυνατοί ἄνεμοι κι ἀπ’ τήν τρικυμία τό πλοῖο κινδύνευε νά πνι-γῆ, τότε γονάτισε, παρακάλεσε τό Θεό νά τόν σώση, κι εἶπε πώς ὅταν πατήση στή στεριά ποτέ πιά δέν θά ζητήση ν’ ἀλλάξη ἐπάγγελμα. Γι’ αὐτό ὁ καθένας πρέπει νά μένη στή θέσι του καί νά μή γογγύζη καί γκρινιάζη.

←←←

Ὅλα τά ἐπαγγέλματα ἔχουν τίς δυσκολίες τους. Ἕνα δέ ἐπάγγελμα, πού παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες, περιπέτειες καί κινδύνους, εἶνε τό στρατιωτικό ἐπάγγελμα. Ἡ ζωή ἑνός στρατιωτικοῦ εἶνε μιά ζωή περιπετειώδης. Καί σέ καιρό εἰρήνης, ἀλλά πρό παντός σέ καιρό πολέμου ὁ ἀξιωματικός ἔχει ν’ ἀντιμετωπίση πολλά προβλήματα. Πρέπει νἆνε ἕτοιμος νά θυσιάση καί τή ζωή του ἀκόμα. Ὅσοι ἀξιωματικοί καί στρατιῶτες ὑπηρέτησαν σέ καιρό πολέμου καί ἔλαβαν μέρος σέ σκληρές μάχες καί εἶδαν νά σκοτώνωνται καί νά τραυματίζωνται ἄνθρωποι, διατηροῦν ζωηρά στή μνήμη τους τά ὅσα εἶδαν καί ἄκουσαν. Καί ὅταν ἐπιστρέφουν στήν πατρίδα τους, τά διηγοῦνται καί τά γράφουν σέ βιβλία πού ὀνομάζονται ἀπομνημονεύματα. Πολύ διδακτικά καί συγκινητικά εἶνε τά ἀπομνημονεύματα τοῦ Κολοκοτρώνη καί τοῦ Μακρυγιάννη.
Ἀλλ’ ἐμεῖς στήν ὁμιλία αὐτή δέν θά μιλήσουμε γιά ἀξιωματικούς καί στρατιῶτες πού διέπρεψαν στούς ἀπελευθερωτικούς πολέμους τῆς πατρίδος μας, ἀλλά θά μιλήσουμε γιά ἕναν ἀξιωματικό πού ἔζησε στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ καί εἶδε καί ἄκουσε πράγματα πρωτάκουστα καί πρωτοφανῆ, γεγονότα ἐξαίσια, πού, ἐνῶ πέρασαν τόσοι αἰῶνες, ἐξακολουθοῦν νά συγκινοῦν καί νά διδάσκουν. Ὁ ἀξιωματικός αὐτός δέν ἄφησε ἀπομνημονεύματα, ἀλλά ὅσα γνωρίζουμε γι’ αὐτόν, ἕνα μέρος, τό σπουδαιότερο, τό γνωρίζουμε ἀπό τά ἱερά Εὐαγγέλια, καί τό ὑπόλοιπο ἀπό τήν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.

←←←

Ὁ ἀξιωματικός αὐτός, γιά τόν ὁποῖο θα μιλήσουμε, ὀνομάζεται Λογγῖνος ὁ ἑκατόνταρχος. Ἡ μνήμη του γιορτάζεται στίς 16 Ὀκτωβρίου.
Ὁ Λογγῖνος, ὅπως λένε, καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς ‘Ασίας. Ἦταν εἰδωλολάτρης. Νέος κατατάχθηκε στό ρωμαϊκό στρατό, πού τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν ὁ πιό ἰσχυρός στρατός τοῦ κόσμου. Χάρις στίς φυσικές του ἀρετές, τήν ἀνδρεία καί τήν τιμιότητα, πῆρε προαγωγές καί ἔφθασε στό βαθμό τοῦ ἑκατοντάρχου. Ἦταν δέ ὁ ἑκατόνταρχος τότε ὅ,τι εἶνε σήμερα ὁ λοχαγός. Λοχαγός ὅμως, πού εἶχε μεγάλη ἐξουσία καί δύναμι. Καί μόνο διότι ἦταν ἀξιωματικός τῶν ρωμαϊκῶν λεγεώνων ἔφθανε γιά νά σκορπίζη τό φόβο καί τόν τρόμο. Ἡ Ρώμη δέν ἀστειευόταν.
Ὁ Λογγῖνος ὑπηρέτησε σέ διάφορες φρουρές. Τέλος κατέληξε στήν Ἰουδαία, πού καί αὐτή εἶχε ὑποταχθῆ στή Ρώμη. Τοποθετήθηκε στή φρουρά πού ἦταν στή διάθεσι τοῦ ἡγεμόνος τῆς ‘Ιουδαίας. Ἦταν δέ τότε ἡγεμόνας ὁ Πόντιος Πιλᾶτος.
Στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου ὑπηρετοῦσε ὁ Λογγῖνος, δέν ἀποκλείεται νά εἶχε ἀκούσει γιά τό Χριστό. ‘Αλλ’ ἀφωσιωμένος στόν αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης καί στήν ἐκτέλεσι τῶν στρατιωτικῶν του καθηκόντων, δέν τοῦ δόθηκε εὐκαιρία νά γνωρίση ἀπό κοντά τό Χριστό. ‘Αλλά, νά, τώρα τοῦ δίνεται εὐκαιρία. Ὁ Χριστός, πρίν ἀκόμη ἀνατείλη ὁ ἥλιος τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ἀπό πλήθη φανατισμένου λαοῦ ὡδηγεῖτο στό πραιτώριο, δηλαδή στό διοικητήριο, ὅπου ἔμενε ὁ Πιλᾶτος. Ὁ θόρυβος ἦταν μεγάλος. Καί ἀσφαλῶς ὁ ἑκατόνταρχος Λογγῖνος, ὑπεύθυνος γιά τήν ἀσφάλεια τοῦ Πιλάτου, θά διέταξε συναγερμό, καί οἱ στρατιῶτες θἆταν ἕτοιμοι ν’ ἀντιμετωπίσουν κάθε ἐνδεχόμενο.

Ἡ ἀπόφασις βγῆκε. Ὁ Χριστός κηρύχθηκε ἔνοχος θανάτου. Ὁ Πιλᾶτος, παρά τούς δισταγμούς του, ὑπέγραψε τήν καταδίκη τοῦ Χριστοῦ. Σύμφωνα μέ τή νομοθεσία τῆς Ρώμης ὁ Χριστός ἔπρεπε νά ἐκτελεσθῆ μέ σταύρωσι. Ὁ Πιλᾶτος διέταξε τόν ἑκατόνταρχο νά ἐκτέλεση τή διαταγή. ‘Αλλά οἱ στρατιῶτες τοῦ Λογγίνου, ζωηρά καί ἄτακτα στοιχεῖα, πρίν νά σταυρώσουν τό Χριστό θέλησαν νά τόν περιπαίξουν. Τοῦ ἔβγαλαν τά φτωχικά του ροῦχα, τόν ντύσανε μιά κόκκινη χλαμύδα σάν ἐκεῖνες πού φοροῦσαν οἱ βασι-λιᾶδες, ἔκοψαν ἀγκάθια, ἔπλεξαν ἀγκάθινο στεφάνι, τοῦ τό ἔβαλαν πάνω στό κεφάλι, καί τοὔδωσαν στά χέρια ἕνα καλάμι. Τό ἀγκάθινο στεφάνι ἦταν ἀντί γιά στέμμα, τό καλάμι ἀντί γιά σκῆπτρο. Κι ἔτσι ὅπως ἦταν φαινόταν στά μάτια τῶν στρατιωτῶν σάν βασιλιᾶς. Οἱ στρατιῶτες γονάτιζαν, τόν προσκυνοῦσαν κι ἔλεγαν: «Χαῖρε, ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων».
Σέ λίγο ὁ Χριστός ἦταν πάνω στό σταυρό. Σάν ἕνας ἐγκληματίας σταυρωνόταν ὁ Χριστός. ‘Αλλά ξαφνικά ἔγιναν φοβερά γεγονότα. Ὁ ἥλιος ἔκρυψε τίς ἀκτῖνες του. Σκοτάδι μεγάλο τρεῖς ὧρες. Ἡ γῆ σείσθηκε. Τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίσθηκε στά δύο. Οἱ τάφοι ἄνοιξαν καί οἱ νεκροί ζωντάνεψαν καί βγῆκαν ἔξω ἀπό τά μνήματα. Ὁ Λογγῖνος μπροστά σ’ αὐτά τά ἔκτακτα γεγονότα δέν ἔμεινε ἀδιάφορος. Πίσω ἀπό τά φαινόμενα αὐτά ἔβλεπε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, πού ἔδινε τή μαρτυρία του γιά τό Χριστό. Καί ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι μέσ’ στό σκοτάδι καί τήν ταραχή τῆς γῆς ἐξακολουθοῦσαν νά βλασφημοῦν τό Χριστό, ὁ ἑκατόνταρχος, καλοπροαίρετη ψυχή, θεώρησε τά γεγονότα αὐτά – ὅπως καί ἤτανε – ἀποδείξεις γιά τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί μιά ἀκτῖνα φώτισε τή σκέψι του καί φώναξε: «’Αληθῶς Θεοῦ υἱός ἦν οὗτος».

←←←

Στό Λογγῖνο τόν ἑκατόνταρχο ἀνατέθηκε ἀπό τόν Πιλᾶτο καί ἡ φύλαξις τοῦ τάφου τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό ὅσα ἄκουσε καί εἶδε φυλάγοντας τόν τάφο τοῦ Χριστοῦ πίστεψε περισσότερο στό Χριστό. Καί ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι, γιά νά καλύψουν τήν ἀνάστασι, προσπάθησαν νά δωροδοκήσουν τούς στρατιῶτες πού φύλα-γαν τόν τάφο γιά νά ποῦν, ὅτι οἱ μαθηταί – δῆθεν – ἔκλεψαν τό σῶμα του, ὁ Λογγῖνος, σύμφωνα μέ τήν παράδοσι, ἀντιστάθηκε, ἀρνήθηκε νά κάνη μιά τέτοια ἀτιμία, ὡμολόγησε καί πάλι τό Χριστό, καί μέ δύο ἄλλους στρατιῶτες, πού τόν ἀκολούθησαν, ἔφυγε ἀπό τά Ἱεροσόλυμα καί ὅπου περνοῦσε μέ δάκρυα στά μάτια διηγεῖτο τά ὅσα εἶδε καί ἄκουσε κατά τή σταύρωσι τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἑκατόνταρχος ἔγινε φλογερός κήρυκας τοῦ σταυροῦ καί τῆς ἀνάστάσεως. Τέ¬λος κατέφυγε στήν πατρίδα του τήν Καππαδοκία καί ἐκεῖ πιάστηκε καί μαρτύρησε αὐτός καί οἱ δύο στρα-τιῶτες.

←←←

Ὁ ἑκατόνταρχος Λογγῖνος εἶνε παράδειγμα γιά κάθε ἀξιωματικό καί γενικά γιά κάθε χριστιανό, πού πάνω ἀπό τά ἐπίγεια ἀξιώματα βάζει τήν πίστι καί τήν ἀγάπη στό Χριστό, τό «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις».

ΧΙΛΙΑΡΧΟΣ – ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΓΙΟΣ

(Δημήτριος μεγαλομάρτυς – 26 Ὀκτωβρίου)

Οἱ βίοι, ἀγαπητοί μου, οἱ βίοι τῶν ἁγίων μέ τά φτερά τῆς φαντασίας μᾶς μεταφέρουν σέ διαφόρους τόπους. Ἐκεῖ πού γεννήθηκαν, ἔζησαν καί μαρτύρησαν οἱ ἅγιοι.
Ὁ βίος τοῦ ἁγίου πού πρόκειται νά ἐξιστορήσουμε μᾶς κάνει νά θυμηθοῦμε τή Θεσσαλονίκη. Ἡ Θεσσαλονίκη εἶνε πόλις ἀγαπητή. Τελευταῖα μάλιστα, μέ τό σεισμό πού ἔγινε ἐκεῖ στίς 20 Ἰουλίου τοῦ 1978, ἔχει προκαλέσει τήν πανελλήνια συγκίνησι.
Ἡ Θεσσαλονίκη ὑπῆρξε ἀπό τήν ἀρχαία ἐποχή πόλις ἑλληνική. Τό φωνάζει πρῶτα – πρῶτα τό ὄνομά της Θεσσαλονίκη, ὄνομα τῆς ἀδελφῆς τοῦ Μεγάλου ‘Αλεξάνδρου. Τό φωνάζουν ἀκόμα τά πολλά μνημεῖα της.
Ἡ Θεσσαλονίκη ἔχει μιά ὁλόκληρη ἱστορία, πού γιά νά γραφτῆ σ’ ὅλες τίς λεπτομέρειές της χρειάζο-νται τόμοι πολλοί. Ὑπῆρξε ἀξιόλογο ἐμπορικό καί βιομηχανικό κέντρο, πόλις (ὀχυρωμένη πού προστάτευε τό λαό μέ τά τείχη της ἀπό βαρβαρικές ἐπιθέσεις. Πολλά γεγονότα συνέβησαν ἀπ’ τήν ἡμέρα πού κτίσθηκε μέχρι σήμερα. Ἀλλ’ ἄν μέ ρωτήσετε ποιό εἶνε τό σπουδαιότερο ἀπ’ ὅλα τά γεγονότα, θά σᾶς πῶ ὅτι τό πιό σπουδαῖο εἶνε ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπισκέφθηκε τήν πόλι καί κήρυξε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Τά πρῶτα μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης, λίγα ἀλλά πιστά, ἔγιναν τό προζύμι πού σιγά – σιγά ζύμωσε ὅλη τήν κοινωνία της. Σ’ αὐτούς ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος τίς δύο πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολές του.

Πολλούς ἁγίους ἀνέδειξε ἡ Θεσσαλονίκη, ἀλλ’ ἀπ’ ὅλους ὁ πιό γνωστός καί ἀγαπητός εἶνε ὁ ἅγιος Δημήτριος, ὁ πολιοῦχος της.

←←←

Ὁ ἅγιος Δημήτριος γεννήθηκε στό τέλος τοῦ τρίτου αἰῶνος στή Θεσσαλονίκη. Ἐκλεκτοί ἄνθρωποι ἦταν οἱ γονεῖς του. Πίστευαν στό Χριστό καί τή ζωη-ρή τους αὐτή πίστι τήν μετέδωσαν καί στό παιδί τους τό Δημήτριο. Ὁ μικρός Δημήτριος διακρινόταν γιά τήν κλίσι του στά γράμματα. Σπούδασε καί μορφώθηκε καί σάν εὐγενής νέος κατατάχθηκε στό στρατό καί χάρις στά φυσικά του προτερήματα γρήγορα πῆρε προαγωγές καί ἔφθασε στό ἀνώτερο ἀξίωμα, τό ἀξίωμα τοῦ χιλιάρχου. Ἀλλ’ ἐκεῖνο πού διέκρινε κυρίως τόν ἅγιο Δημήτριο ἦταν ἡ φλογερή του πίστις. Πίστευε στό Χριστό. Πίστευε, ὅτι μόνο ἄν πιστέψουν ἔθνη καί λαοί στό Χριστό ὁ κόσμος θά σωθῆ καί θά γνωρίση εὐτυχισμένες μέρες. Τό Χριστό λοιπόν κήρυττε ὄχι μόνο μέσα στό στρατόπεδο, ἀλλά καί ἔξω ἀπ’ τό στρατόπεδο. Παντοῦ ὅπου συναντοῦσε ἀνθρώπους εἰδωλολάτρες ἤ Ἰουδαίους, πού δέν εἶχαν γνωρίσει καί πιστέψει στό Χριστό, προσπαθοῦσε μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς του νά τούς κάνη χριστιανούς. Τόσος ἦταν ὁ ζῆλος του γιά τή διάδοσι τοῦ Εὐαγγελίου, ὥστε θεωροῦσε χα¬μένη τήν ἡμέρα πού δέν κατώρθωνε ἕνα τουλάχιστον εἰδωλολάτρη νά τόν κάνη χριστιανό.

Στό σημεῖο αὐτό τοῦ λόγου πρέπει νά κλάψουμε καί νά ἀναστενάξουμε, ἀγαπητοί, γιατί τέτοιος ζῆλος γιά τή σωτηρία ψυχῶν δέν ὑπάρχει σήμερα ὄχι μόνο στούς λαϊκούς ἀλλά οὔτε στούς κληρικούς. Ὦ, ἐάν κάθε ἱερεύς ἐμιμεῖτο τό παράδειγμα τοῦ ἁγίου Δημητρίου!
Δέν ἦταν ὁ ἅγιος Δημήτριος ἱερεύς· ἦταν λαϊκός, ἦταν ἀξιωματοῦχος. Εἶχε καί ἄλλες φροντίδες. Κι ὅμως, χωρίς νά παραμελῆ τά καθήκοντά του, πάνω ἀπ’ ὅλα εἶχε τήν Ἱεραποστολή. Γι’ αὐτό ὁ κόσμος τον ἔβλεπε μάλλον σάν διδάσκαλο παρά σάν αξιωματικό. Σάν δάσκαλος ἦταν γνωστός. Ὁ διδάσκαλος! ἔλεγαν μικροί καί μεγάλοι. Ὁ διδάσκαλος, πού νικοῦσε ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς στό ζῆλο, ἦταν ὁ ἅγιος Δημήτριος. Ἰδίως δέ ἡ προσοχή τοῦ ἁγίου Δημητρίου στράφηκε πρός τά παιδιά. Ὑπῆρξε κατηχητής, ὅπως ἀποδεικνύεται καί ἀπό μιά ὡραία ψηφιδωτή εἰκόνα τοῦ ἁγίου Δημητρίου πού διασώθηκε στό ναό του, ὅπου παριστάνεται μέ δύο παιδιά. Κατηχητής ὁ ἅγιος Δημήτριος. Ἄς τό ἀκούσουν αὐτό μερικοί πού δέν ἀγαποῦν τήν κατήχησι. Ἡ κατήχησις δέν εἶνε ἕνας νεωτερισμός, ἀλλά ἕνας ἀρχαῖος θεσμός τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Κατηχηταί ὑπῆρξαν ὄχι μόνο κληρικοί, ἀλλά καί λαϊκοί, μεταξύ τῶν ὁποίων διέπρεψε καί ὁ ἅγιος Δημήτριος. Ἕνας δέ ἀπό τούς νέους πού παρακολουθοῦσαν τή διδα-σκαλία τοῦ ἁγίου Δημητρίου ἦταν καί ὁ Νέστορας, πού ἀξιώθηκε καί αὐτός νά γίνη μάρτυρας Χριστοῦ μέ τήν ἀκόλουθη ἀφορμή.

←←←

Στήν πόλι τῆς Θεσσαλονίκης ἦρθε ὁ αὐτοκράτορας Μαξιμιανός. Μέ τόν ἐρχομό τοῦ αὐτοκράτορα διωργανώθηκαν μεγάλες γιορτές. Στό στάδιο τῆς πόλεως ἔγιναν ἀθλητικοί ἀγῶνες, πού τούς παρακολουθοῦσε ὁ αὐτοκράτορας καί πολύς λαός. ‘Ανάμεσα στούς ἀθλητάς πού παρουσιάστηκαν νά ἀγωνισθοῦν καί νά λάβουν τά βραβεῖα τῆς ἀθλήσεως ἦταν καί ἕνας ἀθλητής πού λεγόταν Λυαῖος. Ἦταν γίγαντας, πού ἡ δύναμίς του διπλασιαζόταν ἀπό τήν ἐξάσκησι καί τήν ἐπιδεξιότητα πού ἀπόκτησε παλεύοντας καί νικώντας πολλούς ἀντιπάλους. Τόν θεωροῦσαν ἀνίκητο. Ἦταν εἰδωλολάτρης καί οἱ ειδωλολάτρες, πού ἦταν πολλοί μέσα στήν πόλι, καυχώνταν γιά τό γίγαντά τους. Καί γιά ἐξευτελισμό τῶν χριστιανῶν ἔβαλαν τό Λυαῖο νά ἀναμετρηθῆ μέ τούς χριστιανούς. Ὁ κήρυκας φώναξε: – Ποιός ἀπό τούς χριστιανούς θέλει νά πολεμήση τό Λυαῖο; Τό φώναξε πολλές φορές, ἀλλά κανένας δέν παρουσιαζόταν γιά νά πολεμήση τό Λυαῖο. Καί οἱ εἰδωλολάτρες καυχώνταν. Μά ἐπιτέλους παρουσιάσθηκε ἕνας νέος, ὁ Νέστορας, πού βγῆκε νά πολεμήση μέ τό Λυαῖο. ‘Αλλ’ ἦταν τόση ἡ διαφορά ὡς πρός τή δύναμι καί τό ανάστημα μεταξύ Λυαίου καί Νέστορα, ὥστε ὁ αὐτοκράτορας καί οἱ ἄλλοι, ἔ-χοντας σίγουρη τή νίκη τοῦ Λυαίου, λυπώνταν τό νέο, πού σέ ἕνα ἄνισο ἀγῶνα θά ἔχανε τή ζωή του. Τόν παρακαλοῦσαν νά μήν ἀγωνισθῆ. ‘Αλλ’ ὁ Νέστορας ἐπέμενε. Καί ὁ ἀγώνας ἄρχισε. Ὁ Νέστορας μέ τή φωνή «Θεέ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι» ὥρμησε σάν βέλος ἐναντίον τοῦ Λυαίου, ἔρριξε κατά γῆς τόν γίγαντα, καί προκάλεσε τήν κατάπληξι ὅλων. Ὁ αὐτοκράτορας λυπήθηκε πολύ γι’ αὐτό πού συνέβη. Ἐκείνη ἡ φωνή πού ἀκούστηκε, «Θεέ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι», τάραξε πολύ τούς ειδωλολάτρες.

Ἀπό ἀνάκρισι πού ἔγινε ἐξακριβώθηκε ὅτι ὁ Νέστορας, προτοῦ νά πάη στό στάδιο, ἐπισκέφθηκε τόν ἅγιο Δημήτριο, πού μέ διαταγή τοῦ αὐτοκράτορα εἶχε συλληφθῆ σάν διδάσκαλος τῶν χριστιανῶν καί εἶχε ριχθῆ στίς φυλακές. Ὁ Νέστορας ζήτησε τή συμβουλή τοῦ Δημητρίου καί ὁ ἅγιος Δημήτριος τόν εὐλόγησε καί τοῦ εἶπε: «Καί τόν Λυαῖο θά νικήσης καί ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ θά μαρτυρήσης». Ἡ προφητεία αὐτή τοῦ ἁγίου Δημητρίου ἐκπληρώθηκε καί στά δύο σημεῖα. Ὁ Νέστορας μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ νίκησε τό Λυαῖο καί μαρτύρησε ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ, γιατί ὁ αὐτοκρά-τορας διέταξε τήν ἐκτέλεσί του.
‘Αλλά μαρτυρικό τέλος εἶχε καί ὁ διδάσκαλός του, ὁ ἅγιος Δημήτριος. Στρατιῶτες εἰδωλολάτρες μέ διαταγή τοῦ αὐτοκράτορα πῆγαν στίς φυλακές, τόν περικύκλωσαν καί μέ τίς λόγχες τους ἐφόνευσαν τόν ἥρωα τῆς πίστεως Δημήτριο. Ὁ ἅγιος κηρύχθηκε μεγαλομάρτυρας.

←←←

Μύρο ἀνέβλυσε ὁ τάφος του. Πολλά τά θαύματά του. Ἕνα δέ ἀπό τά νεώτερα θαύματά του εἶνε ὅτι τήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς του, στίς 26 Ὀκτωβρίου 1912, ἡ πόλις τῆς Θεσσαλονίκης, σκλαβωμένη αἰῶνες στούς Τούρκους, ἐλευθερώθηκε, καί ὁ ἑλληνικός στρατός μπῆκε στήν πόλι. Πίστις μας εἶνε ὅτι, ἐάν στόν τελευ-ταῖο σεισμό διασώθηκε ἡ πόλις τῆς Θεσσαλονίκης, αὐτό ὀφείλεται καί στίς προσευχές τοῦ πιστοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἁγιου Δημητρίου, τοῦ πολιούχου τῆς Θεσσαλονίκης.

Ἅγιε Δημήτριε, φύλαγε τήν πόλι τῆς Θεσσαλονίκης καί ὅλη τήν πατρίδα μας ἀπό κάθε κακό.

 

ΟΙΚΟΔΟΜΟΣ ΑΓΙΟΣ

(Νικόλαος νεομάρτυς – 31 Ὀκτωβρίου)

Στήν ὁμιλία μας αὐτή θά μιλήσουμε γιά ἕνα κτίστη πού ἁγίασε. Ἁγίασε καί μαρτύρησε στά φοβερά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας καί ἡ μνήμη του γιορτάζεται τήν τελευταία ἡμέρα τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου. ‘Αλλά προτοῦ νά δοῦμε ποιός εἶνε αὐτός ὁ ἅγιος κτίστης, ἄς ποῦμε λίγες λέξεις γιά τό ἐπάγγελμα τῶν οἰκοδόμων.

←←←

Στήν ἀρχή τῆς ζωῆς τῆς ἀνθρωπότητος δέν ὑπῆρχαν κτίστες. Ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε τότε μιά φυσική ζωή, πού σήμερα δέν μποροῦν νά τήν καταλάβουν, γιατί ἀπ’ αὐτή τή φυσική ζωή πέσανε στή ζωή τῆς πολυτελείας. Καί μόνο ὅταν συμβαίνουν ἔκτακτα γεγονότα, ὅπως εἶνε ὁ σεισμός, βγαίνουν μέ τρόμο ἀπό τά σπίτια τους, ἀφήνουν ὅλες τίς ἀνέσεις καί θεωροῦν τόν ἑαυτό τους εὐτυχισμένο ἄν βροῦν μιά σκηνή καί τήν κάνουν πρόχειρη κατοικία τους. Ἔτσι ζοῦσαν τά παλιά ἐκεῖνα χρόνια. Ζοῦσαν σέ σπηλιές, ἔφτιαχναν καλύβες ἀπό κλαδιά, κι ἄλλοι ἀνέβαιναν στά δέντρα κι ἐκεῖ σάν τά πουλιά τοῦ οὐρα-νοῦ περνοῦσαν τίς νύχτες γιά νά προφυλαχθοῦν ἀπό τά ἄγρια θηρία. ‘Αργότερα, ὅταν ἀνακαλύφθηκε τό σίδερο καί οἱ ἄνθρωποι ἔφτιαχναν διάφορα ἐργαλεῖα, μέ τά ὁποῖα μποροῦσαν νά βγάζουν καί νά πελεκᾶνε πέτρες, καί ζύμωναν χῶμα καί ἔφτιαχναν πλιθιά, τότε παρουσιάστηκαν καί οἱ πρῶτοι οἰκοδόμοι.

Τότε οἱ ἄνθρωποι ἔφυγαν ἀπό τίς σπηλιές καί κατοικοῦσαν σέ χωριά καί πόλεις μέσα σέ οἰκοδομές πού συνεχῶς κτίζονταν. Τά μικρά οἰκήματα τά διαδέχθηκαν μεγάλες οἰκοδομές. Καί σήμερα πάλι οἱ κτῖστες εἶνε ἐκεῖνοι πού κοπιάζουν γιά νά ὑψωθοῦν τά οἰκοδομικά μεγαθήρια.
Οἰκοδόμος. Κουραστικό, δύσκολο, σκληρό ἐπάγγελμα. Συμπαθής ἡ τάξις τῶν οἰκοδόμων ἐκείνων, πού μέ τιμιότητα καί ἐργατικότητα ἀσκοῦν τό ἐπίπονο καί σκληρό ἔργο τους.

←←←

Μέσ’ ἀπ’ τίς τάξεις τῶν οἰκοδόμων βγῆκε καί ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ νεομάρτυς, γιά τόν ὁποῖο θά μιλήσουμε τώρα. Ὁ Νικόλαος γεννήθηκε τό δέκατο ὄγδοο αἰῶνα στό ὡραῖο νησί τῆς Χίου ἀπό χριστιανούς γονεῖς. Ὅταν ἦταν ἀκόμη μικρός, ὁ πατέρας του πέθανε καί ὁ Νικόλαος ἔμεινε ὀρφανός. Ὅταν ἔγινε εἴκοσι χρονῶν, μέ κάποιον ἄλλο συμπατριώτη του ἔφυγε ἀπό τό νησί γιά νά βρῆ δουλειά. Πῆγε στά μέρη τῆς Σμύρνης καί οἱ δύο φίλοι ἔμαθαν τήν τέχνη τοῦ οἰκοδόμου. Δούλευαν στίς οἰκοδομές κι ἔβγαζαν τό καθημερινό τους ψωμί.

Ἀλλ’ ἀπ’ τήν πολλή δουλειά καί ἀπό ἄλλους πειρασμούς κλονίσθηκε ἡ ὑγεία του καί γιά ἕνα διάστημα φαινόταν λυπημένος καί μελαγχολικός. Μερικοί νόμιζαν ὅτι ἔχασε τό μυαλό του. Καί σάν νά μήν ἔφτανε ἡ ἀσθένεια, προστέθηκε κι ἄλλο κακό. Ἀγαρηνοί, δηλαδή Τοῦρκοι, θέλησαν νά ἐκμεταλλευθοῦν τήν ἐλεεινή κατάστασι πού βρισκόταν ὁ Νικόλαος καί προσπάθησαν νά τόν κάνουν Τοῦρκο. ‘Αλλά λόγω τῆς καταστάσεώς του ἦταν σάν νά μήν αἰσθανόταν καί νά μήν ἄκουγε. Οἱ συμπατριῶτες του, γιά νά τόν σώσουν, τόν μετέφεραν στή Χίο, νά μένη μαζί μέ τήν ἀδελφή του. Ἦταν ἐκεῖ ἀσφαλισμένος; Θἄ¬πρεπε νἆνε. ‘Αλλά δυστυχῶς ὅ,τι δέν ἔπαθε στήν ξενιτειά τὤπαθε στήν πατρίδα του. Ἡ ἀδελφή του, μιά ἀνόητη γυναίκα, δέν κράτησε τό μυστικό πού τῆς εἶπε ὁ Νικόλαος, ἀλλά διέδωσε ὅτι ὁ ἀδελφός της στή Μικρά ‘Ασία εἶχε τουρκέψει καί γι’ αὐτό ἔφυγε καί ἦρθε στή Χίο. Ὅταν τὤμαθαν αὐτό οἱ ἀγᾶδες, ἔπιασαν τό Νικόλαο, τόν ὑποχρέωσαν νά φορέση τούρκικα ροῦχα, ν’ ἀλλάξη ὄνομα καί νά πάρη ὄνομα τούρκικο. Μόνο περιτομή δέν τοὔκαναν. Τόν θεωροῦσαν πιά Τοῦρκο.
Μιά μέρα, ἐνῶ ὁ Νικόλαος κοιμόταν στήν ἐξοχή μέσα σέ μιά γκρεμισμένη ἐκκλησιά, τήν ἐκκλησιά τῆς Ἁγίας Ἄννης, τά μεσάνυχτα ἄκουσε φωνή πού τοὔλεγε: – Νικόλαε, σήκω καί πήγαινε στόν ἱερέα τοῦ ναοῦ γιά νά λουσθῆς καί νά γίνης καλά. Ἄκουσε τή φωνή αὐτή ὁ Νικόλαος, ξύπνησε καί τό πρωί πῆγε καί βρῆκε ἕναν ἅγιο πνευματικό καί ἐξωμολογήθηκε τ’ ἁμαρτήματά του. Ὁ πνευματικός τόν ἄκουσε μέ πολλή συμπάθεια, πόνεσε καί ἔκλαψε μαζί του γιά τό πάθημά του, καί τοῦ ἔδωσε πολλή παρηγοριά καί ἐνίσχυσι νά συνεχίση τό δρόμο τῆς μετανοίας πού ἄρχισε. – Δέν ὑπάρχει, τοῦ εἶπε, ἁμάρτημα πού νά μή τό συγχωρῆ ὁ Θεός, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοήση εἰλικρινά.
Ὁ Νικόλαος ἔδειξε πραγματική μετάνοια. ‘Αναστέναζε καί ἔκλαιγε γιά τό πάθημά του. Νήστευε καί ἀγρυπνοῦσε. Εἶχε δέ σέ μεγάλη εὐλάβεια μιά εἰκόνα του τιμίου Προδρόμου. Τήν ἅρπαζε καί τήν ἀσπαζό- ταν ἀχόρταγα καί μέ δάκρυα στα μάτια καί καρδιά συντετριμμένη ἔλεγε: – Τίμιε Πρόδρομε, ἅγιε Πρόδρομε, ὅπως ἐσύ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἀποκεφαλίσθηκες, ἔτσι ἀξίωσε κι ἐμένα ν’ ἀποκεφαλισθῶ γιά τήν ἀγάπη του.
Ἄρχισε νά ἐμφανίζεται σάν χριστιανός. Πῆγε στήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ του. Πῆγε γιά τρίτη φορά. Στάθηκε σέ μιά γωνιά καί προσευχόταν μέ δάκρυα. Ἀλλά οἱ συγχωριανοί του, πού ἤξεραν τήν περιπέτειά του, φοβοῦνταν μήπως κι αὐτοί πάθουν τίποτα ἀπό τους Τούρκους καί γι’ αὐτό τόν ἔδιωξαν ἀπ’ τήν Ἐκκλησία καί τοὖπαν νά μή ξαναπάη. Ὁ Νικόλαος, πού δέν περίμενε μιά τέτοια συμπεριφορά, ἀπ’ τούς συγχωριανούς του, ἀπάντησε: – Γιατί μέ διώχνετε μέσα ἀπ’ τό ναό τού Θεοῦ; Κι ἐγώ εἶμαι χριστιανός ὅπως κι ἐσεῖς, καί χριστιανός θέλω νά πεθάνω.
Οἱ Τοῦρκοι ἔμαθαν πώς πῆγε στήν Ἐκκλησία, ὠργίσθηκαν καί τον συνέλαβαν μαζί μέ τόν ἐφημέριο τοῦ χωριοῦ καί δύο προὔχοντες καί τούς φυλάκισαν.
Ὁ Νικόλαος παρουσιάστηκε στό δικαστήριο. Ὁ Τοῦρκος δικαστής τον ρώτησε γιατί ἄλλαξε σχῆμα κι ὄνομα κι ἔγινε πάλι χριστιανός. Ὁ Νικόλαος ἀπάντησε: – Χριστιανός γεννήθηκα, χριστιανός μεγάλωσα, χριστιανός εἶμαι καί τώρα, καί τό Χριστό μου ποτέ δέν τόν ἀρνήθηκα γιά νά τουρκέψω, οὔτε θά τόν ἀρνηθῶ ποτέ. Χριστιανός θέλω νά πεθάνω! Οἱ Τοῦρκοι βλέποντας τήν ἀντίστασί του τόν ἔδειραν σκληρά καί τόν ἔρριξαν πάλι στή φυλακή μέ τούς τρεῖς συγχωρια-νούς του. Ὁ ἱερεύς τότε δείλιασε καί λέει στό Νικό-λαο ἕνα λόγο σατανικό: – Νικόλαε, μέχρι πότε θά μᾶς βασανίζης; Τούρκεψε, νά γλυτώσης κι ἐσύ κι ἐμεῖς, καί μ’ ἕναν ἄνθρωπο ἡ χρι¬στιανοσύνη δέν λιγοστεύει! Ὁ Νικόλαος ταράχθηκε πού ἄκουσε τόν ἱερέα νά κάνη μιά τέτοια πρότασι. Δέν τόν ἔβλεπε σάν ἱερέα του Ὑψίστου, ἀλλα σάν ἐχθρό τοῦ Χριστοῦ. Τόν ἔφτυσε καί τοὖπε: – Ἱερεύς εἶσαι σύ; ‘Αντί νά μέ διδάσκης νά φυ-λάω τήν πίστι μέχρι θανάτου, ἐσύ μέ παρακινεῖς νά προδώσω τήν πίστι; Δέν σ’ ἀκούω.

Τά βασανιστήρια μέσα στή φυλακή συνεχίστηκαν. ‘Αλλά ὁ Νικόλαος, παρ’ ὅλα τά μαρτύρια, συνέ-χιζε νά μένη σταθερός. Μέσα ὅμως στή φυλακή ἔγινε κάτι πολύ θαυμαστό. Τά μεσάνυχτα ἔγινε φοβερός σεισμός. Σείσθηκαν οἱ φυλακές. Μά κανένας ἀπ’ τούς φυλακισμένους δέν ἔπαθε τίποτα. ‘Από τό στῆθος τοῦ Νικολάου ἔφυγε μιά πλάκα πού τοῦ εἶχαν βάλει οἱ ‘Αγαρηνοί. Ὅλοι ὅσοι ἦταν μέσα στή φυλακή ἔκπληκτοι φώναξαν: – Πραγματικά ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶνε ἅγιος.
Καί μετά τό θαῦμα αὐτό τό μαρτύριο τοῦ Νικολάου συνεχίστηκε. Τέλος οἱ Ἀγαρηνοί, μή ὑποφέροντας ν’ ἀκοῦνε τό ὄνομα τοῦ μάρτυρα, τόν ἔβγαλαν ἔξω ἀπό τήν πόλι, ξεγύμνωσαν τά σπαθιά τους, καί ὁ Νικόλας βρῆκε τό μαρτυρικό τέλος, πού παρακαλοῦσε τό Θεό νά βρῆ. Εἶχε τό τέλος τοῦ προστάτου του, τοῦ τιμίου Προδρόμου. Τό λείψανό του ἔλαμψε μέσα στό σκοτάδι τῆς τουρκοκρατίας σάν ἄστρο καί φώτισε ὅλη τή χριστιανοσύνη. Ἔκανε ἀκόμη καί θαύματα. Ἕνας κτίστης μάρτυρας!

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.