Αυγουστίνος Καντιώτης



Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ: Λατρης του αγιογραφικου και πατερικου λογου, ασκητικος και απλους, δυναμικος και ζηλωτης…..

date Νοέ 2nd, 2015 | filed Filed under: ΑΦΙΕΡΩΜΑ, ΒΙΟΓΡΑΦ. π. ΑΥΓΟΥΣΤ.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ ΚΑΝΤΙΩΤΗ
ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ 100 ΧΡΟΝΩΝ ΖΩΗΣ

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ περιοδικό «Ὀρθόδοξη Παρουσία», τ. 82/Ἰάν. – Ἀπρ. 2007, σ.σ. 18-21

Τοῦ π. Ἀμβροσίου Κουτσουρίδη

Μαρτυρία

π. Αυγ. 2001

«…Προσωπικὴ κατάθεση ἑνὸς αὐτόπτου καὶ αὐτηκόου μάρτυρος γιὰ τὸν ἄνδρα, τὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία μου κατέστησε Ἐπίσκοπο τοῦ τόπου, ὅπου ὅρισε ὁ Θεὸς νὰ γεννηθῶ. Ὡς ἐκ τούτου δὲν διεκδικεῖ πληρότητα καὶ δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ προστεθεῖ σὲ κάποια ἐπετειακὴ ἢ ἄλλη σχετικὴ συλλογή. Ἄλλωστε, ἕτεροι συγγραφεῖς, περισσότερο ἢ λιγότερο ἁρμόδιοι τοῦ γράφοντος, ἔχουν ἤδη καταγράψει ἀναλυτικὰ καὶ ἐμπεριστατωμένα πτυχὲς τοῦ μακροῦ βίου καὶ τῆς προσφορᾶς τοῦ π. Αὐγουστίνου – «πάτερ Αὐγουστῖνε!»· αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγαπημένη του προσφώνηση καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸ λόγο θὰ κάνω χρήση της στὸ ἑξῆς.

Ὅταν μὲ ρωτοῦν, πῶς θὰ περιέγραφα συντόμως τὸ πρόσωπο τοῦ π. Αὐγουστίνου, ἀπαντῶ συνήθως μὲ τὶς ἀκόλουθες λέξεις: λάτρης τοῦ ἁγιογραφικοῦ καὶ πατερικοῦ λόγου, ἀσκητικὸς καὶ ἁπλοῦς, δυναμικὸς καὶ ζηλωτής…

Δύο στιγμιότυπο μὲ τὸν π. Αὐγουστῖνο

α) Συνωστιζόμασταν, μικροὶ καὶ μεγάλοι, στὴν ὑπόγεια αἴθουσα τοῦ μητροπολιτικοῦ κτηρίου, κάθε Τετάρτη βράδυ, γιὰ τὴν κατήχηση. Τὸ καρδιοχτύπι ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, διότι στὴν ἀρχὴ τοῦ νέου γινόταν ἀνακεφαλαίωση τοῦ προηγουμένου μαθήματος μὲ τὴ μορφὴ ἐρωτήσεων. Χρειαζόταν ἐγρήγορση καὶ ἑτοιμότητα, διότι ὁ π. Αὐγουστῖνος ἐκτιμοῦσε τὴν ταχύτητα καὶ τὴν ἀκρίβεια τῶν ἀπαντήσεων. Ἀκολουθοῦσε ἡ ἀνάπτυξη τοῦ νέου ἁγιογραφικοῦ ἀναγνώσματος, ἡ ὁποία γινόταν πάντοτε μὲ φλόγα ψυχῆς καὶ ζωντάνια πνεύματος. Ὁ λόγος ἁπλός, διανθισμένος μὲ πληθώρα πρακτικῶν παραδειγμάτων καὶ ἐφαρμογῶν μὲ στόχο ―θὰ ἔλεγα πάντοτε― τὸ ἄναμμα ἢ τὸ συνδαύλισμα τοῦ ἱεραποστολικοῦ ζήλου. Ἀξίωμα τοῦ π. Αὐγουστίνου ἦταν ἡ μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τούτου ἐσταυρωμένου στὸν κόσμο. Πολλὰ ἔχουν εἰπωθεῖ γιὰ τὶς μεθόδους ποὺ ἐφήρμοσε ὁ ἴδιος καὶ πρότεινε καὶ στοὺς ἄλλους νὰ υἱοθετήσουν, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν αὐτὸν τὸν σκοπό. Ἐνῶ ὁρισμένοι τὶς κρίνουν ὀρθόδοξες (παραδεκτές), ἄλλοι τὶς θεωροῦν ἐν πολλοῖς ἀνορθόδοξες (ἀπαράδεκτες). Πάντως ὁ π. Αὐγουστῖνος ἦταν ἡ ἄλλη φωνὴ στὰ τῆς Ἐκκλησίας πράγματα, ὅ,τι κι ἂν αὐτὸ σημαίνει. Ἡ κρίση ἀνήκει στὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του.
Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ βραδινά, κι ἐνῶ μιλοῦσε ὁ π. Αὐγουστῖνος, ξαφνικὰ ἔγινε διακοπὴ ρεύματος. Τίποτε δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ διαταράξει τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτὸ καὶ λίγα δευτερόλεπτα μετὰ τὴν ἔκπληξη ἀπὸ τὴν ἀπρόσμενη συσκότιση ἀκούστηκε ἐπιτακτικὴ ἡ φωνὴ τοῦ Γέροντος: «Φῶς! Φῶς!». Ψηλαφώντας τὸ σκοτάδι ἕνα ἀπὸ τὰ πνευματικά του παιδιὰ κίνησε ν᾽ ἀναζητήσει στὸν ἐπάνω ὄροφο κεριά, τὰ ὁποῖα θὰ ἔδιναν τὴ δυνατότητα στὸν π. Αὐγουστῖνο νὰ συνεχίσει ἀπρόσκοπτα τὸ λόγο. Τὴ σιγὴ τῆς προσμονῆς διέκοψε ὁ ἦχος καὶ φυσικὰ ἡ φλόγα ἑνὸς ἀναπτήρα, ἡ ὁποία ἔσχισε τὸ σκοτάδι καὶ πρόσφερε χαρὰ στὸ γέροντα Ἐπίσκοπο. «Μπράβο, μπράβο, παιδί μου», εἶπε ἀπευθυνόμενος στὴ σιλουέτα ποὺ βαστοῦσε τὸν ἀναπτῆρα καὶ συνέχισε: «Ἔλα ἐδῶ». Ὁ ἀκροατὴς πλησίασε προσεκτικὰ κι ὅταν ὁ π. Αὐγουστῖνος ἀντιλήφθηκε ποιός εἶνε, εἶπε δυνατά: «Σὲ τσάκωσα! Καπνίζεις;». Τραντάχτηκε ἡ αἴθουσα ἀπὸ τὰ γέλια μας καὶ θαυμάσαμε τὴν εὐστροφία τοῦ γέροντος Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος συνέχισε χαμογελώντας: «Καλά, δὲν πειράζει… ἀλλὰ νὰ τὸ κόψεις, ἄρρωστος ἄνθρωπος…». Πολὺ πρὶν τὴ σύγχρονη παγκόσμια ποινικοποίηση τοῦ καπνίσματος, ὁ π. Αὐγουστῖνος εἶχε κινήσει ἐκστρατεία ἐνάντια στὶς βλαβερὲς συνέπειες τοῦ καπνοῦ μὲ τὴ μνημειώδη λαϊκὴ ρήση: «Τὸ τσιγάρο εἶναι τὸ λιβάνι (τὸ θυμίαμα) τοῦ διαβόλου»! Ἐν τῷ μεταξὺ τὰ κεριὰ εὑρέθησαν, ἡ παρένθεση τοῦ ἐπεισοδίου μὲ τὸν καπνιστὴ ἔκλεισε, καὶ ὁ π. Αὐγουστῖνος ὁλοκλήρωσε ἄλλο ἕνα μάθημα, στὰ πλαίσια τοῦ ἰσοβίου ἀγῶνος του γιὰ τὴ χριστιανικὴ διαπαιδαγώγηση τῶν μελων τῆς Πολιτείας τοῦ Θεοῦ…

* * *

β) Πρέπει νὰ ἦταν μέσα Μαΐου τοῦ 1995. Ὁ π. Αὐγουστῖνος δὲν αἰσθανόταν καλὰ καὶ ἀποσύρθηκε στὸ ἀπέριττο, γεμᾶτο μόνο μὲ βιβλία, δωμάτιό του στὸν δεύτερο ὄροφο τοῦ μητροπολιτικοῦ κτηρίου. Ἀγνόησα τὴν ἀνάγκη του γιὰ ἀνάπαυση καὶ τὸν ἀναζήτησα, γιὰ νὰ μοῦ ὑπαγορεύσει ὁ ἴδιος τὶς ἀπαντήσεις τοὐλάχιστον στὶς ἐπιστολὲς ἐκεῖνες, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦσαν σὲ σημαντικὰ ζητήματα καὶ γιὰ τὶς ὁποῖες δὲν μποροῦσα ἢ δὲν ἤθελα νὰ ἀναλάβω τὴν εὐθύνη τῆς συντάξεως. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ παρενθετικῶς ὅτι δεκάδες ἦταν οἱ ἐπιστολὲς ποὺ ἐλάμβανε ὁ π. Αὐγουστῖνος καθημερινὰ ἀπὸ ὅλα σχεδὸν τὰ σημεῖα τοῦ πλανήτη.

Τὸν βρῆκα ν᾽ ἀνακάθεται στὸ κρεβάτι του. Ἡ πλάτη του ἀκουμποῦσε σ᾽ ἕνα μαξιλάρι κι αἰσθανόμουν ὅτι στὸ πρόσωπό του βρισκόταν ζωγραφισμένη ἡ ἐξάντληση τοῦ ὁδοιπόρου, ὁ ὁποῖος προσμετροῦσε, τότε, 88 χρόνια ἀδιάκοπων πορειῶν, κυριολεκτικὰ καὶ μεταφορικά, σὲ δύσβατες κατὰ κανόνα περιοχές. Πῆρα ἕνα μικρὸ σκαμνάκι, ποὺ ὑπῆρχε στὸ δωμάτιό του, καὶ κάθισα παρὰ τοὺς πόδας του, ἂν καὶ ἐκ νέου μοῦ ζήτησε νὰ σεβαστῶ τὴν ἀνάγκη του γιὰ ἡσυχία. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι σ᾽ ἕνα ἀπὸ τὰ γράμματα τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἀκουγόταν ἡ ὕστατη κραυγὴ ἀγωνίας μιᾶς κυρίας, ποὺ διαπίστωνε τὴν ὁριστικὴ λήξη τοῦ γάμου της καὶ ἀπεγνωσμένη κρεμόταν κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴ συμβουλὴ τοῦ π. Αὐγουστίνου. Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ λόγος ποὺ μὲ ἔκανε τόσο «θρασύ», ὥστε νὰ ἐπιμένω στὴν ἀπάντηση ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν γέροντα Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος τελικῶς «λύγισε» μπροστὰ στὸ ἀνθρώπινο δρᾶμα, ποὺ τοῦ παρουσίασα, καὶ ἄρχισε νὰ μοῦ ὑπαγορεύει τὴν ἀπάντηση ἔνδακρυς, γεγονὸς ὄχι σπάνιο ἰδίως ὅταν στεκόταν μπροστὰ στὸν ἀνθρώπινο πόνο.
Ξαφνικὰ τὸν εἶδα ν᾽ ἀνασηκώνεται καὶ νὰ κάθεται στὸ κρεβάτι μὲ τὰ πόδια στὸ πάτωμα. Τὸ βλέμμα του ἦταν πονεμένο καὶ ἀνησύχησα. Δὲν πρόλαβα καλά-καλὰ νὰ σκεφθῶ ὅτι τελικῶς μᾶλλον τὸν βασάνιζα μὲ τὴν ἐπιμονή μου καὶ τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ πῆγα νὰ τὸν ρωτήσω ἂν χρειάζεται κάτι, ἄρχισε νὰ σείεται ἡ γῆ, νὰ τρέμει τὸ κτήριο καὶ νὰ ἀκούγεται, θαρρεῖς, τὸ κροτάλισμα τοῦ θανάτου, ποὺ ἔμοιαζε ἐγγύς. Ἄρχισα νὰ τρέμω κι ὁ ἴδιος, ἐνῶ ταυτοχρόνως ἐπαναλάμβανα διαρκῶς καὶ μηχανικὰ τὸ «Κύριε ἐλέησον…». Ὁ π. Αὐγουστῖνος ἔμεινε ἀκίνητος καὶ ἀτάραχος. Ἔκανε μόνο τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ· «κανονικά» ―ὅπως φώναζε πάντοτε στὰ κηρύγματά του― μὲ τὸν ἡρωϊσμὸ τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου. Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχα σηκωθεῖ ὄρθιος, διότι ἔβλεπα νὰ πέφτουν τὰ βιβλία ἀπὸ τὰ ράφια τῆς βιβλιοθήκης καὶ ἄλλα μικροαντικείμενα καὶ φοβήθηκα ὅτι θὰ τὸν καταπλάκωναν ἢ θὰ τὸν τραυμάτιζαν. Μέσα στὴν ἀμηχανία τῶν φοβερῶν ἐκείνων δευτερολέπτων καὶ καθαρὰ ἀντανακλαστικὰ ἅπλωσα τὰ χέρια μου, ὥστε τρόπον τινὰ νὰ τὸν ἀγκαλιάσω, δηλαδὴ νὰ τὸν σκεπάσω προστατευτικά. Ἐνῶ τὰ χέρια μου κατευθύνονταν πρὸς αὐτόν, μὲ εὐελιξία νέου ἀνθρώπου τὰ ἁρπάζει καὶ τὰ δυὸ μὲ τὰ δικά του χέρια καὶ τὰ ἀσπάζεται. Συγκλονισμένος ἔπραξα κι ἐγὼ τὸ ἴδιο μηχανικά. Πέρασε καιρὸς μέχρι ν᾽ ἀντιληφθῶ τὸ νόημα αὐτῆς τῆς πράξεως. Ὁ Ἐπίσκοπος καὶ πνευματικὸς πατέρας μας, τὴν ὥρα ποὺ ὁ θάνατος ἔμοιαζε νὰ ἔρχεται ὁλοταχῶς, ζήτησε ἀπὸ τὸν τότε διάκονό του, ποὺ βρέθηκε κοντά του, τὴν ὕστατη συγχώρεση…
Ὀφειλετικῶς καταγράφω μιὰ «λεπτομέρεια». Ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ποὺ βρίσκονταν τὴν ὥρα ἐκείνη στὸ μητροπολιτικὸ κτήριο ―ὁρισμένα ἀπὸ τὰ πνευματικὰ τέκνα τοῦ Γέροντος ἀπουσίαζαν― ὁ πρῶτος ποὺ ἔφθασε κοντά του ἦταν ὁ μακαριστὸς πλέον ὁδηγός του Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὸν ἴδιο ὄροφο μὲ μᾶς. Ὁ δεύτερος καὶ τελευταῖος ποὺ ἔφθασε μὲ ἀγωνία ἦταν ὁ νῦν Μητροπολίτης Φλωρίνης καὶ τότε Πρωτοσύγκελλός του π. Θεόκλητος, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε ἀπὸ τὸν πρῶτο ὄροφο, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ὑπόλοιποι ―ἀσφαλῶς σὲ κατάσταση πανικοῦ― ἔτρεχαν νὰ σωθοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ κτήριο.
Ἀφοῦ πέρασαν καὶ οἱ μετασεισμοί, μπορέσαμε νὰ σχηματίσουμε μία πρώτη εἰκόνα τῆς καταστάσεως. Τὸ σίγουρο ἦταν ὅτι τόσο τὸ μητροπολιτικὸ κτήριο ὅσο καὶ ὁ παρακείμενος καθεδρικὸς ναὸς ἦταν ἀκέραια. Ὅταν κάποτε ἔφθασε ἡ εἴδηση ὅτι τὸ ἐπίκεντρο τοῦ σεισμοῦ ἦταν στὰ Γρεβενά, ὁ π. Αὐγουστῖνος ἄρχισε νὰ ἀγωνιᾶ γιὰ τὸ νότιο τμῆμα τῆς Μητροπόλεώς μας, τὴν περιοχὴ Ἑορδαίας τοῦ νομοῦ Κοζάνης μὲ κέντρο τὴν πόλη τῆς Πτολεμαΐδος. Μὲ πρωτόγνωρο δυναμισμὸ ζήτησε νὰ ἔρθει σὲ τηλεφωνικὴ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς τοπικοὺς ἄρχοντες (διοικητὴ τῆς Ἀστυνομίας, δήμαρχο, νομάρχη), γιὰ νὰ ἔχει ξεκάθαρη εἰκόνα τοῦ μεγέθους τῆς καταστροφῆς, ἐνῶ ταυτοχρόνως ἦταν ἕτοιμος νὰ ἀνασκουμπωθεῖ, γιὰ νὰ τρέξει νὰ βοηθήσει τὸ ποίμνιό του. Γνώριζε καλὰ ὅτι τὸ προχωρημένο γῆρας δὲν τοῦ ἐπέτρεπε τὴν ἄνεση τῶν μετακινήσεων, ἀλλὰ ἡ καρδιά του ἦταν ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ κοντὰ στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἤθελε νὰ συμβάλει ἰδίαις χερσὶ στὴν ἐπούλωση τῶν πληγῶν του...

* * *

Ὁ π. Αὐγουστῖνος λειτούργησε ὡς μαγνήτης γιὰ πολλοὺς νέους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μοιράζονταν μ᾽ αὐτὸν τὸ ὅραμα γιὰ μία «ἐλεύθερα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία». Κι ὅπως εἶναι φυσικό, γιὰ κάθε μαγνήτη, εἵλκυσε κοντά του διάφορα μέταλλα κι ὄχι μόνον εὐγενῆ… Τὸ κρῖμα, ὅμως, εἶναι ὅτι ἑκὼν ἄκων χρεώθηκε σφάλματα καὶ «ἐγκλήματα» ὁρισμένων ―ὀλίγων εὐτυχῶς― ἐκ τῶν προσώπων τοῦ περιβάλλοντός του, τὰ ὁποῖα ἀντέγραψαν κακὴν κακῶς τὸν ζῆλο του καὶ τὸν παραμόρφωσαν σὲ ζῆλο οὐ κατ᾽ ἐπίγνωσιν… Εἶμαι αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος μάρτυρας ἀπεγνωσμένων προσπαθειῶν τοῦ γέροντος Ἐπισκόπου νὰ συμμαζέψει τὶς θύελλες ποὺ σπάρθηκαν. Πλὴν πολλάκις ματαίως…..

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.