Αυγουστίνος Καντιώτης



ΠΩΣ ΕΚΛΕΓΟΝΤΑΙ ΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΣΗΜΕΡΑ

date Απρ 21st, 2016 | filed Filed under: «ΧΡΙΣΤΙΑΝ. ΣΠΙΘΑ»

«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΣΠΙΘΑΣ», φυλ. 240, Αύγούστου 1961
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΠΩΣ ΕΚΛΕΓΟΝΤΑΙ ΣΗΜΕΡΟΝ;

«Οὐχ ἑαυτῶ τις λαμβάνει τὴν τιμήν,
ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ»
(Ἑβρ. 5, 4)

Ἐκκλησιαστικὰ θέματα

Ἡ ἀδιαφορία ἔγκλημα

Περὶ ἐπισκόπων καὶ πάλιν, ἀγαπητοί μου, ὁ λόγος. Διότι φρονοῦμεν, ὅτι ἡ ἐκλογὴ Ἐπισκόπου, προωρισμένου νὰ ποιμάνη τὸν λαὸν ἐπαρχίας ἰσοβίως, ἐπὶ πολλὰ ἔτη, δεκαετηρίδας ὁλοκλήρους, ποὺ προκύπτουν ἐνίοτε καὶ ἥμισυ αἰῶνος, δὲν ἀποτελεῖ παρονυχίδα. Ὄχι. Δὲν εἶνε θέμα ποὺ ἐνδιαφέρει μόνον τοὺς «παπάδες», τοὺς «καλογέρους» καὶ τοὺς ἐπιτρόπους τῶν ναῶν, ἀλλὰ εἶνε θέμα ποὺ πρέπει νὰ προκαλῆ ζωηρὸν καὶ ἔντονον τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ τῆς ἐπαρχίας καὶ ὅλης τῆς Ἑλλάδος. Ἐὰν ὁ Ἕλλην ὡς πολίτης, μέλος τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας δὲν ἐπιτρέπεται νʼ ἀδιαφορῆ διὰ τὴν κοινότητά του καὶ ἐπαρχίαν του, διὰ τὸ ποῖος θὰ εἶνε ὁ πρόεδρος ἤ ὁ δήμαρχος καὶ ποῖος θὰ εἶνε ὁ βουλευτής του, καὶ διὰ τὴν ἐκλογὴν τοὺ ἱκανωτέρου, κατὰ τὴν κρίσιν του, δὲν διστάζη νὰ διεξάγη εὐπρεπῶς πολιτικὴν μάχην διὰ νὰ πείση τοὺς συμπολίτας του εἰς ποίαν κατεύθυνσιν εὑρίσκεται τὸ ἀληθὲς πολιτικὸν συμφέρον των, πολὺ περισσότερον ὁ Ἕλλην ὡς Χριστιανός, ζῶν μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν πρέπει νʼ ἀδιαφορῆ διὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα τοῦ τόπου του. Δὲν πρέπει νʼ ἀδιαφορῆ ποῖοι θὰ εἶνε οἱ ἐπίτροποι τοῦ ναοῦ, πολὺ περισσότερον δὲν πρέπει νʼ ἀδιαφορῆ ποῖος θὰ εἶνε ὁ ἰερεὺς τῆς ἐνορίας του, ὅστις θὰ εἰσέρχηται εἰς τὴν οἰκίαν του διὰ νʼ ἁγιάζη αὐτήν, ἀσυγκρίτως δὲ περισσότερον δὲν πρέπει νʼ ἀδιαφορῆ ποῖος θὰ εἶνε ὁ ἐπίσκοπος ὅστις ἰσοβίως θὰ κυβερνήση τὴν ἐπαρχίαν του.
Ἡ ἀρχαία νομοθεσία τῆς Ἀθηναϊκῆς Πολιτείας «ἀχρείους» (ἀχρήστους) καὶ ἀτίμους ἀπεκάλει ἐκείνους ἐκ τῶν πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι οὐδὲν ἐνδιαφέρον ἐδείκνυον διὰ τὰ κοινά, ἀλλὰ παρέμενον ἀπαθεῖς καὶ ἀδιάφοροι, μόνον διὰ τʼ ἀτομικὰ καὶ οἰκογενειακά των συμφέροντα ἐνδιαφερόμενοι, καὶ διὰ τῆς ἀπαθείας καὶ ἀδιαφορίας των ταύτης ἄφηνον τοὺς ἀγύρτας καὶ τοὺς δημαγωγοὺς νὰ καταλαμβάνουν τὰ ὕψιστα τῆς Πολιτείας ἀξιώματα καὶ νὰ ὁδηγοῦν αὐτὴν εἰς τὰ βάραθρα τῆς καταστροφῆς.

«Ἀχρείους» καὶ ἡμεῖς καὶ ἀτίμους, θὰ μᾶς ἐπιτρέψητε, ἀγαπητοί μας ἀναγνῶσται, νὰ ὀνομάσωμεν τοὺς χριστιανοὺς ἐκείνους τῆς σήμερον, οἱ ὁποῖοι μόνον διὰ τὰ ὑλικὰ συμφέροντα τῆς μικρᾶς των οἰκογενείας ἐνδιαφερόμενοι ἀδιαφοροῦν διὰ ζητήματα τῆς μεγάλης οἰκογενείας, τῆς Ἐκκλησίας των, ἀδιαφοροῦν διὰ τὴν ἀθλίαν κατάστασιν τῆς ἐνορίας των, τῆς ἐπισκοπῆς των, ὑψώνουν τοὺς ὤμους των καὶ λέγουν˙ «Οὔφ, μὲ τοὺς παπάδες καὶ δεσποτάδες ἡμεῖς θʼ ἀσχολοῦμεθα; Ἔχομεν τὶς δικές μας δουλειές». Πολὺ καλά, κύριοι. Ἔχετε «τὶς δικές σας δουλειὲς» καὶ δὲν σᾶς μένει καιρὸς νὰ ἐνδιαφερθῆτε διὰ τὴν Ἐκκλησίαν σας; Ἀφήσατε λοιπὸν τὸ πεδίον ἐλεύθερον διὰ τὴν δρᾶσιν τῶν κακοποιῶν. Ἀφήσατε τοὺς κλέπτας τοῦ ἱεροῦ χρήματος νὰ καταλάβουν τὰ παγκάρια τῶν Ἱ. Ναῶν. Ἀφήσατε τοὺς φαύλους καὶ διαβεβλημένους, τὰ οἰκτρὰ ναυάγια τῆς κοινωνίας νὰ περιβληθοῦν τὸ τίμιον ράσον, νὰ χειροτονηθοῦν καὶ νὰ εὐλογοῦν ἀπὸ τῆς ὡραίας πύλης καὶ σᾶς καὶ τὰ παιδιά σας. Ἀφήσατε νὰ σᾶς σταλῆ ἐξ Ἀθηνῶν, κατόπιν αἰσχρᾶς συναλλαγῆς μεταξὺ τῶν ἰσχυρῶν ἐκκλησιαστικῶν καὶ κοσμικῶν παραγόντων, ἐπίσκοπος ἀνίκανος καὶ φαῦλος, διὰ νὰ σᾶς ἀρμέγη ἐλεεινῶς καὶ νὰ σᾶς διοικῆ δικτατορικῶς καὶ φατριαστικῶς καὶ νὰ βοοῦν οἱ δρόμοι καὶ αἱ πλατεῖαι ἀπὸ τὰ καθημερινὰ σκάνδαλα. Ἀφήσατε νὰ καταληφθοῦν ὅλα τὰ «πόστα» τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ ἀνάξια ὑποκείμενα. Σεῖς καὶ τὰ τέκνα σας καὶ τὰ τέκνα τῶν τέκνων σας θὰ πληρώσουν ἀκριβὰ τὴν ἀδιαφορίαν σας. Ὅ,τι κακὸν δύνασθε νὰ φαντασθῆτε θὰ προέλθη ἐκ τῆς φαυλότητος καὶ τῆς ἀνικανότητος τῶν κακῶν ποιμένων, τῶν ὁποίων τὴν εἰκόνα δύνασθε νὰ ἴδητε ἐν προφητείαις Ἰεζεκιὴλ (κεφάλαιον ΛΒ΄). Ὡς λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ἡ Ἐκκλησία δεξαμένη «φθόρους (διεφθαρμένους) ἀνθρώπους ἐπλήσθη ναυαγίων πολλῶν».
Διὰ τοῦτο ἡ ἀδιαφορία τῶν χριστιανῶν διὰ τὴν Ἐκκλησίαν των ἀποτελεῖ ἔγκλημα, θανάσιμον ἔγκλημα, θανάσιμον ἁμάρτημα, ποὺ βλάπτει τὴν Ἐκκλησίαν ὅσον οὐδὲν ἕτερον. Ὦ εὐσεβὴς λαὲ τῆς Ἑλλάδος! Παῦσον τὴν ἐγκληματικὴν αὐτὴν ἀδιαφορίαν σου. Δεῖξον ἐνδιαφέρον διὰ τὴν Ἐκκλησίαν σου. Ἀγωνίσου διὰ νὰ ἀνέλθουν εἰς τοὺς ἐπισκοπικοὺς θρόνους ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους σὺ ἐκ τῆς ἐν γένει ἀναστροφῆς αὐτῶν γνωρίζεις καλλίτερον παντὸς ἄλλου ὡς ἀξίους καὶ ἰκανοὺς καὶ ἄν σὺν Θεῶ τὸ ἐπιτύχης, τότε ἡ Ἑλλάς, ἀποκτῶσα ἀξίαν πνευματικὴν ἡγεσίαν θὰ γίνη λαὸς περιούσιος, τὸ εὐτυχέστερον ἔθνος τῶν Βαλκανίων καὶ τῆς Εὐρώπης ὁλοκλήρου. Ναί! Τὸ εὐτυχὲς μέλλον τῆς μικρᾶς μας πατρίδος ἐξαρτᾶται κυρίως ἐκ τῆς πνευματικῆς ἡγεσίας, ἐκ τῶν ἁγίων καὶ σοφῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ὡς ἥλιοι πνευματικοὶ θὰ λάμψουν εἰς τὸ στερέωμα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καὶ κοινωνίας.
Ἰδοὺ γιατὶ ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν διαμαρτυρόμεθα κατὰ τοῦ σημερινοῦ τρόπου ἐκλογῆς ἐπισκόπων καὶ λέγομεν, ὅτι ἡ ἐκλογὴ ἐπισκόπου πρέπει νὰ ἐπανέλθη εἰς τὴν κανονικὴν τροχιάν. Ἡ ἐκλογὴ πρέπει νὰ γίνεται κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Τὶς δὲ εἶνε ὁ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τρόπος ἐκλογῆς ἐπισκόπων ἐν τῆ Ὀρθοδόξω ἡμῶν Ἐκκλησία, αὐτὴν τὴν φορὰν δὲν θὰ τὸ εἴπωμεν ἡμεῖς, ἀλλὰ θʼ ἀφήσωμεν ἐπὶ τοῦ ζωτικοῦ τούτου διὰ τὴν Ἐκκλησίαν θέματος νὰ ὁμιλήση ἕνας ἐκ τῶν νεωτέρων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, ὅστις ἐσχάτως ἀνεκηρύχθη ὅσιος καὶ ἑορτάζεται εἰς τὰς 14 Ἰουλίου. Θὰ ὁμιλήση ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809). Ὅ,τι λέγει φέρει τὴν σφραγίδα τῆς σοφίας καὶ τῆς ἁγιότητός του καὶ ἐλπίζομεν νʼ ἀκουσθῆ μετὰ τῆς δεούσης προσοχῆς καὶ εὐλαβείας ἐκ μέρους ὅλων. Δὲν ὁμιλεῖ ὁ συντάκτης τῆς «Σπίθας»… Ὁμιλεῖ ὁ Ὅσιος. Δὲν θὰ τὸν ἀκούσετε; Ὅσοι κατέχετε ὕψιστα ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα, ὅσοι πυρετωδῶς κινεῖσθε νὰ καταλάβετε ἐπισκοπικοὺς θρόνους, ἀλλὰ καὶ σύ, ὦ λαέ, ὦ δῆμε, ποὺ δὲν ὑψώνεις τὴν φωνήν σου, διὰ νὰ φύγουν οἱ λύκοι καὶ ἐκλεγοῦν καλοὶ ποιμένες διὰ νὰ σὲ ποιμάνουν θεαρέστως, κλῆρος καὶ λαός πλησιάζετε, ἀνοίξατε τὰ ὦτά σας καὶ ἀκούσατε τὶ φθέγγεται ἡ ἱερὰ γλῶσσα ἑνὸς νεωτέρου Ὁσίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ ἀφοῦ ἀκούσετε, κάμετε αὐστηρὰν αὐτοκριτικὴν καὶ δὲν εἶνε δυνατὸν παρὰ νὰ κλαύσητε καὶ νὰ θρηνήσητε, νὰ κλαύσωμεν καὶ νὰ θρηνήσωμεν ὅλοι μας ἀνεξαιρέτως διὰ τὴν ἀθλιότητα, εἰς τὴν ὁποίαν περιῆλθε σήμερον ἡ Ἐκκλησία μας ἀκριβῶς διότι δὲν ἐφαρμόζονται πλέον οἱ χρυσοῖ λόγοι τοῦ Ὁσίου.

«Ἤ Θεόκλητοι ἤ δημόκλητοι»
Ὁ ὅσιος Νικόδημος ἀσκητεύων εἰς μίαν ἐρημόνησον τοῦ Αἰγαίου πελάγους, τὴν Σκυροπούλλαν, ἔλαβεν ἐπιστολὴν συγγενοῦς τοῦ κληρικοῦ Ἱεροθέου καλουμένου, ὅστις τὸν ἐπληροφόρει, ὅτι ἐγένετο ἐπίσκοπος Εὐρίπου καὶ ἐζήτει τὶς πολυτίμους συμβουλάς του. Ὁ ὅσιος εἰς ἀπάντησιν τῆς ἐπιστολὴς του συνέγραψεν ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα βιβλία του, τὸ ὑπὸ τὴν ἐπιγραφὴν «Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον ἤ περὶ φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων». Τὸ βιβλίον προορίζεται κυρίως διὰ τοὺς καθημένους ἐπὶ τῶν ἐπισκοπικῶν θρόνων. Μετὰ πόσης σοφίας, ἀλλὰ καὶ μετὰ πόσης παρρησίας γράφει πρὸς αὐτοὺς τὰ δέοντα! Τὸ βιβλίον τοῦτο οἱ ἐπίσκοποι καὶ ἐν γένει οἱ κληρικοὶ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ἔχουν ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιόν των καὶ νὰ τὸ μελετοῦν συχνά. Ὅποιος τὸ διαβάζει θαυμάζει πῶς ἕνας μοναχός, ἀπομεμονωμένος εἰς μίαν ἐρημόνησον χωρὶς κανὲν βιβλίον κατώρθωσε νὰ γράψη τοιοῦτον βιβλίον! Ἀσφαλῶς, ὡς σημειοῖ καὶ ὁ νεώτερος βιογράφος του μοναχὸς π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, ὁ συγγραφεὺς τοῦ ἀριστουργηματικοῦ τούτου βιβλίου ἐφωτίζετο ἀπὸ τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἁγίου Πνεύματος. (Ἄγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης – Ὁ βίος καὶ τὰ ἔργα του. 1749-1809. Ἕκδοσις Παπαδημητρίου – Ἀθῆναι 1959 σελ. 154-171).
Εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ βιβλίου ὁ ὅσιος Νικόδημος ὡς ἄριστος ἰατρὸς ερευνᾶ τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν ἡ Ἐκκλησία ἐκ τοῦ ἀρχαίου της μεγαλείου κατέπεσεν εἰς τὴν ἀδοξίαν. Καὶ
η αἰτία εὑρίσκεται εἰς τὸ ὅτι ἡ ἐκλογὴ τῶν ἐπισκόπων ἐξέκλινε τῆς κανονικῆς τροχιᾶς καὶ δὲν γίνεται πλέον ὡς ἐγίνετο κατὰ τὴν ἀρχαίαν ἐποχήν. Ἰδοὺ ἐπὶ λέξει ἡ σχετικὴ περικοπὴ τοῦ βιβλίου:
«Ὅτι τὸ πάλαι οἱ ἀρχιερεῖς δὲν ἐγίνοντο αὐτόκλητοι, ἀλλὰ Θεόκλητοι ἤ Δημόκλητοι. Καὶ τὸ παράδοξον εἶναι, ὅτι και σὺν τῆ σωρεία ὅλων τούτων τῶν ἀρετῶν μετὰ τῆς ὁποῖας ἦσαν πεπλουτισμένοι οἱ γεννᾶδαι ἐκεῖνοι καὶ τρισμακάριοι, δὲν φαίνονται ὅμως ποτέ τις αὐτόκλητος νὰ ὁρμήση εἰς τὸ μέγα τῆς ἱεραρχίας ἀξίωμα. Ἀλλʼ ἦτον ἀνάγκη, ἤ νὰ προσκληθῆ εἰς τοῦτο ὑπὸ τοὺ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου διὰ σημείων τινῶν καὶ ἀποκαλύψεων˙ ἤ τὸ ἐλάχιστον νὰ κληθῆ ὑπὸ τοῦ λαοῦ. Συντόμως εἰπεῖν, ἦτον ἀνάγκη νὰ γείνη ἤ Θεόκλητος ἤ δημόκλητος. Ἀλλὰ καὶ τότε πάλιν, ἄλλος ἔκοπτε τὸ ὠτίον, καθὼς ὁ Ἀμμώνιος˙ ἄλλος ὑπεκρίνετο τὸν δαιμονῶντα, ὡς ὁ Ἐφραίμ˙ ἄλλος ἐκρύπτετο, ὡς ὁ Ἀκραγαντίνων Γρηγόριος˙ ἄλλος ἔφευγε καὶ ἐπλανᾶτο ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὡς ὁ Νεοκαισαρείας Γρηγόριος˙ καὶ ἄλλος ἄλλην μηχανὴν ἐτεχνάζετο, διὰ νὰ ἐλευθερώση τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τοιούτου φορτίου βαρυτάτου, φοβούμενος τὴν ὑπερτάτην ὑπεροχὴν τοῦ ἀρχιερατικοῦ ἀξιώματος. Άφοῦ δὲ μία τοιαύτη ἁγιωτάτη συνήθεια (ἀγνοῶ τίνος ἕνεκα ἀφορμῆς) ὀλίγον κατʼ ὀλίγον ἐξέλιπεν ἀπὸ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, συνεξέλιπον οἴμοι! (καλὸν γὰρ ἐνταῦθα στενάξει πικρόν) ἐν ταυτῶ καὶ τὰ προειρημένα πάντα καλά˙ ἀντεινήχθησαν δὲ τὰ ἐναντία τούτων δεινά». (Ἴδε Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον. Ἔκδοσις «Ἁγιορειτικῆς Βιβλιοθήκης» – Σωτηρίου Σχοινᾶ – Βόλος σελ. 27).
Ἠκούσατε ἀγαπητοί, τὸν ὅσιον Νικόδημον; Κατʼ αὐτὸν τὸν τρόπον ἤθελε νὰ ἀναδεικνύωνται οἱ ἐπίσκοποι. Ἤ θεόκλητοι ἤ δημόκλητοι νὰ εἶνε. Ποτὲ αὐτόκλητοι. Καὶ ὁ τρόπος αὐτὸς εἶνε σύμφωνος μὲ τὴν ἀρχαίαν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, ὡς διὰ τοῦ ὑπʼ ἀριθμ. 208/1958 φύλλ. τῆς Σπίθας ἀπεδείξαμεν. Ἀλλὰ δυστυχῶς ἡ ἐκλογὴ τῶν ἐπισκόπων ἐν τῆ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐξέφυγεν ἐντελῶς ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ εὐσεβοῦς Ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ περιῆλθεν ἀπολύτως εἰς τὴν ἐξουσίαν ἐπισκόπων (ὀλιγομελοῦς ἤ πολυμελοῦς Συνόδου), οἱ ὁποῖοι καὶ ἐὰν ἀκόμη ἦσαν κορυφαῖοι Ἀπόστολοι, δὲν θὰ ἔκαμνον τὴν ἐκλογήν των μόνοι, ἀλλὰ θὰ ἐκάλουν τὸν εὐσεβῆ λαὸν νὰ ἐκλέξη τοὺς κατὰ τὴν κρίσιν του ἀξίους, καὶ αὐτοὶ ὕστερον θὰ ἐνέκρινον τὸ ἀποτέλεσμα καὶ θὰ ἐχειροτόνουν τοὺς ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐκλεγέντας (Ἴδε Πράξ. 1, 15-26). Ἐὰν θέλη νὰ ἴδη τις κατὰ ποῖον τρόπον ἐξελέγησαν οἱ πρῶτοι ἐν Ἑλλάδι ἐπίσκοποι μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τοῦ Ἔθνους ἐκ τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ, ἄς ἀνοίξη τοῦ ἀοιδίμου Κωνσταντίνου Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων τὰ Ἐκκλησιαστικὰ Ἀπομνημινεύματα, τόμος Β΄, σελ. 662 καὶ ἀπαισία εἰκὼν ἐκλογῆς ἐπισκόπων θὰ προβάλη ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν του. Θὰ φρίξη διὰ τὸ κατάντημα τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ δυστυχῶς τὸ κακὸν μέ τινας βαρυτέρας ἤ ἐλαφροτέρας παραλλαγὰς ἐπὶ αἰῶνα καὶ πλέον ἐξακολουθεῖ νὰ διαιωνίζεται ἐν τῆ ἡμετέρα Ἐκκλησία.

Ἐπίσκοποι ζυγισθῆτε!
Τὰ χρυσᾶ αὐτὰ λόγια τοῦ ὁσίου Νικοδήμου ἄς γίνουν ἡ πνευματικὴ πλάστιγξ, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἰστάμενοι οἱ σύγχρονοι ἐπίσκοποι ἄς ζυγισθοῦν. Ἕκαστος ἐκ τῶν ἐπισκόπως ἄς κάμη τὴν σωτήριον αὐτοκριτικήν. Ἄς θέση εἰς ἑαυτὸν τὰ ἐξῆς ἐρωτήματα: «Πῶς ἐγὼ ἔγινα ἐπίσκοπος; Πῶς εἰσῆλθον εἰς τὴν μάνδραν τῶν προβάτων; Ἤμουν ὁ ἄξιος; Μὲ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς διά τινων σημείων, ποὺ νὰ μὲ ἔπειθον, ὅτι πρέπει νʼ ἀναλάβω τὸ βάρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος; Εἶμαι θεόκλητος; Ἤ ἐὰν δὲν εἶμαι θεόκλητος, εἶμαι τοὐλάχιστον δημόκλητος; Ἠγέρθη αὐτορμήτως καὶ σύσσωμος ὁ λαὸς τῆς ἐπαρχίας διὰ νʼ ἀξιώση τὴν χειροτονίαν μου; Ἤμουν κάπου κεκρυμμένος καὶ ἦλθον καὶ μὲ ἐκάλεσαν νʼ ἀναλάβω τὴν πνευματικήν των διαποίμανσιν; Ἤ μήπως μόνος μου ὁ ἄθλιος ἐπεζήτησα τὴν ἐπισκοπὴν καὶ μύρια μέσα μετεχειρίσθην διὰ νὰ γίνω ἐπίσκοπος; Μήπως κατὰ τὸ κοινὸν λεγόμενον «ἔφαγα τὰ καλντερίμια» διὰ νὰ τύχω τοῦ ποθουμένου; Μήπως εἶμαι αὐτόκλητος; Καὶ ἐὰν εἶμαι αὐτόκλητος, ἄρα δὲ καὶ ἀνάξιος, διατὶ δὲν συναισθάνομαι τὴν μεγάλην μου ταύτην ἁμαρτίαν, ἀλλὰ ὑπερηφανεύομαι καὶ κομπάζω, ὡς τὸ ὑπερήφανον ἐκεῖνο πτηνὸν ποὺ λέγεται ταώς; Διατὶ δὲν ἀποσύρομαι εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, διὰ νὰ εὕρω ἅγιον γέροντα πνευματικὸν καὶ ἐξομολογηθῶ τὸν ἄθλιον, τὸν πονηρότατον, τὸν σατανικὸν τρόπον τῆς ἐκλογῆς μου, διὰ τοῦ ὁποίου ἐξοντώσας τοὺς ἀξίους ἀνῆλθον ἐγὼ ἐπὶ τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου, ἐγώ, ὅστις τὴν θέσιν τῶν προσκλαιόντων θὰ ἔπρεπε νὰ κατέχω; Ὤ! ὁ τάλας ἐγώ!». Ἰδοὺ καίοντα ἐρωτήματα ποὺ θέτομεν ὄχι ἡμεῖς, ἀλλὰ ἡ Ἱερὰ Ἐξομολογητικὴ εἰς τὸν πρὸς ἐξομολόγησιν προσερχόμενον ἐπίσκοπον. Ἐκτὸς καὶ ἐὰν οἱ σύγχρονοι ἐπίσκοποι δὲν ἐξομολογοῦνται!
Ἕνας, ἀγαπητοί μου, ἕνας κληρικός, ὅστις εἰς τὴν καρδίαν του διαρκῆ διατηρεῖ τὴν συναίσθησιν, ὅτι ἡ ἀρχιερωσύνη δὲν εἶνε κοσμικὸν ἀξίωμα, διὰ τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ καταβάλη κοσμικὰ μέσα, ἀλλὰ εἶνε πνευματικὸν λειτούργημα, ἐξουσία Θεοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ κληθῆ ἄνωθεν, οὐδὲποτε θὰ προτρέξη, οὐδέποτε θὰ παρακαλέση πολιτικοὺς ἤ ἐκκλησιαστικοὺς ἄρχοντας καὶ θὰ εἴπη˙ «Κάμετέ με λοιπὸν ἐπίσκοπον καὶ θὰ σᾶς ὀφείλω αἰωνίαν εὐγνωμοσύνην». Τὸ εἶπε; Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ἐκείνης εἶνε ἀνάξιος νὰ γίνη ἐπίσκοπος. Διότι διὰ τῆς στάσεώς του ταύτης καὶ μόνον ἀποδεικνύει, ὅτι δὲν ἔχει ούδεμίαν συναίσθησιν. Καὶ ἐνῶ ὅσοι κληρικοὶ ἔχουν τὴν συναίσθησιν ταύτην δὲν κινοῦνται, δὲν κτυποῦν θύρας, δὲν ἐκλιπαροῦν, οἱ ἄλλοι, οἱ ὑπερήφανοι καὶ θρασεῖς καὶ τετυφωμένοι εὑρίσκοντες, λόγω εὐσυνειδησίας τῶν πρώτων, τὸ πεδίον ἐλεύθερον, τί, ὦ Ὕψιστε Θεέ, τὶ δὲν πράττουν διὰ νʼ ἀναρριχηθοῦν ὡς αἴλουροι εἰς τὰς κορυφὰς τῶν ὑψίστων ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωμάτων; Οἱ τοιοῦτοι γνωρίζουν πολὺ καλῶς, ὅτι διὰ τὴν προαγωγήν των οὐδεμία ἀξιόλογος δρᾶσις χρειάζεται, οὔτε συγγράμματα, οὔτε κηρύγματα, οὔτε φιλανθρωπικὰ ἔργα, οὔτε βίος ἅγιος καὶ ἄμεμπτος, οὔτε θαύματα, ἀλλὰ ἕν καὶ μόνον˙ νὰ κατορθώση τις νὰ γίνη εὐνοούμενος «ἰσχυρῶν» ἐκκλησιαστικῶν ἤ κοσιμκῶν παραγόντων τῶν ἡμερῶν μας. Αὐτῶν τὰς θύρας κρούουν ἡμέρας καὶ νυκτὸς οἱ ὑποψήφιοι, οἱ ἐκ τῆς ἐπισκοπίτιδος πάσχοντες. Αὐτῶν τὰς ἀδυναμίας κολακεύουν. Αὐτῶν καὶ παρανομίας καὶ ἐγκλήματα κανονικῆς φύσεως καλύπτουν. Ὤ! Πόσον τρέμουν ἐνώπιόν των! Πόσον ἐξευτελίζονται! Νὰ χάσουν τὴν εὔνοιάν των; Ἀπωλέσθησαν! Περιέρχονται εἰς τὸ περιθώριον καὶ κλαίουν χειρότερον ἀπὸ τὰς νεάνιδας, αἱ ὁποῖαι ἔχασαν τὴν εὔνοιαν τῶν ἐρωμένων των καὶ κινδυνεύουν νὰ μείνουν «εἰς τὸ ράφι». Οἱ τοιοῦτοι φονεύουν τὸν ἄνθρωπον, ἵνα ἐπίσκοποι γίνουν.
Καὶ πόθεν, ἐρωτῶμεν, ὁ τοιοῦτος ἐξευτελισμὸς τῶν ὑποψηφίων; Βεβαίως ἐκ τῆς ἐπιπολαιότητος καὶ κενοδοξίας των, ἡ ὁποία δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ σκεφθοῦν ὁποῖος ἀκάνθινος στέφανος εἶνε ἡ ἀρχιερατικὴ μίτρα. Ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ ἀθλίου σήμερον συστήματος τῆς ἐκλογῆς τῶν ἐπισκόπων, ἡ ὁποία κυρίως ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς σκανδαλώδους εὐνοίας ἑνὸς ἐκ τῶν 3-4 «ἰσχυρῶν» Μητροπολιτῶν, οἱ ὁποῖοι προσφυέστατα ὑπὸ ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρὸς ὠνομάσθησαν «ἀρχιτσελιγκᾶνοι». Αὐτοὶ πρέπει νὰ συμφωνήσουν, διὰ νὰ ἐξέλθη μιτροφόρος ὁ εὐνοούμενός των κληρικός. Καὶ ἐρωτῶ ὁλόκληρον τὸ Πανελλήνιον˙ Ποῖος ἔντιμος κληρικὸς διὰ τοιαύτης μεθόδου δύναται νὰ έκλεγῆ; Εἴμεθα ὑπερβέβαιοι, ὅτι ἐὰν σήμερον ἔζη ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, οὐδέποτε θὰ ἐξελέγετο ἐπίσκοπος. Διότι οὐδέποτε εἰς τὰ χείλη τοιούτου ἀνδρὸς θʼ ἀνήρχετο ἡ φράσις˙ – Πίπτω καὶ σὲ προσκυνῶ, φιλῶ καὶ τὰ πόδια σου… κάνε με ἐπίσκοπον καὶ θὰ εἶμαι δοῦλός σου πιστὸς καὶ ἀφωσιωμένος.
Δυστυχῶς, ἀγαπητοί, ὡς ἀπέδειξαν αἱ τελευταῖαι ἐν Ἑλλάδι ἐκλογαί, ἀναζῆ ὁ Γεροντισμός, ἡ φοβερᾶ αὕτη ἐκκλησιαστικὴ νόσος, ἡ ὁποία παρʼ ὀλίγον θὰ διέλυε τὸ Πατριαρχεῖον τῆς Κων/πόλεως. Ζοφερὰν εἰκόνα τοῦ Γεροντισμοῦ μᾶς δίδει εἰς τὰ Ἀπομνημονεύματά του ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Μηθύμνης Νικηφόρος Γλυκᾶς. Ὁ Γεροντισμὸς ἐπὶ αἰῶνα καὶ πλέον δρᾶσας ἐν Κων/πόλει ἀνύψωνε εἰς τοὺς θρόνους τὰ πλέον ἐλεεινὰ ὑποκείμενα, τοὺς ὑπηρέτας, τοὺς «τσανακογλύπτας» τῶν Γερόντων. Ἡ ἐκλογὴ τῶν ἀρίστων ἦτο σπάνιόν τι, ἀπετέλει ἐξαίρεσιν κανόνος. Εὐτυχῶς κατὰ τοῦ ἐπάρατου Γεροντισμοῦ ἠγέρθησαν ὑπέροχοι ἄνδρες, κατέφεραν σφοδρὰ κτυπήματα, συνέτριψαν καὶ διέλυσαν αὐτὸν καὶ διὰ νέου κανονισμοῦ ἡ ἐκλογὴ Μητροπολιτῶν καὶ Πατριάρχου, περιῆλθεν εἰς τὰς χεῖρας μεγάλης κληρικολαϊκῆς συνελεύσεως, ἐκ δὲ κατὰ τοιοῦτον τρόπον γενομένης ἐκλογῆς προῆλθον οἱ μεγάλοι ἐκεῖνοι Πατριάρχαι, οἱ εὐεργετήσαντες τὸ Γένος καὶ δοξάσαντες τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀκοίμητος φρουρὸς τοῦ νέου κανονισμοῦ ἐστάθη ὁ εὐσεβὴς λαὸς τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων, ὅστις μὲ ὅλην τὴν ψυχὴν τοῦ συμμετεῖχε εἰς τὰς ἐκλογὰς Πατριάρχου, ἀγωνιζόμενος διὰ τὴν ἐκλογὴν τῶν ἀρίστων. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ λαὸς διαπιστώνων ἀνικανότητα καὶ φαυλότητα Προκαθημένου ἐξηγείρετο ὡς εἶς ἄνθρωπος καὶ ἔρριπτε ἐκ τοῦ θρόνου τοὺς ἀναξίους (ἴδε Δημ. Μαυροπούλου, Πατριαρχικαὶ σελίδες – Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἀπὸ τοῦ 1879 ἕως 1949. Ἀθῆναι 1960, σελ. 65-96).
Νέα δήλωσις
Ἀλλʼ ὅστις διὰ πρώτην φορὰν ἀναγινώσκει τὴν «Σπίθα» καὶ δὲν γνωρίζει τὸ παρελθὸν τῆς μικρᾶς αὐτῆς προσπαθείας θὰ εἴπη. «Τὶ εἶνε αὐτὸς ποὺ τὰ γράφει; Κληρικός, θεολόγος, ἀρχιμανδρίτης! Ἔ! Κατάλαβα. Φωνάζει ὁ καϋμένος, διότι δὲν τὸν ἔκαμαν ἐπίσκοπον…». Ἔτσι δυστυχῶς εἰς τὸν τόπον μας ἑρμηνεύεται ὁ πόνος ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐπιζητοῦν τὴν ἀνόρθωσιν τῶν παρʼ ἡμῖν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Δὲν διαμαρτυρόμεθα; Εἶσθε δειλοὶ καὶ συμφεροντολόγοι, μᾶς λέγουν. Διαμαρτυρόμεθα καὶ μετὰ παρρησίας λέγομεν τὰς ἀπόψεις μας; Τὸ κάμνετε διότι δὲν ἐγίνατε καὶ σεῖς ἐπίσκοποι. Ἐὰν ἐγίνεσθε, θὰ ἐσιωποῦσατε! Ἀλλʼ ἡμεῖς, παρʼ ὅλας τὰς καθʼ ἡμῶν ἐπικρίσεις, ἀκούομεν τὴν φωνὴν τῆς συνειδήσεώς μας, λαλοῦμεν μετὰ παρρησίας καὶ ἀσκοῦμεν τὸν ἔλεγχον ὡς καθῆκον. Ἵνα δὲ ἄρωμεν πᾶσαν ὑπόνοιαν, ὅτι ἰδιοτελῆ ἐλατήρια μᾶς ὠθοῦν, ἐπαναλαμβάνομεν διὰ μίαν ἀκόμη φορὰν τὴν δήλωσιν, τὴν ὁποίαν πρό τινων ἐτῶν ἐπὶ τοῦ μακαρίτου Ἀρχιεπισκόπου Δωροθέου γραπτῶς ὑπεβάλομεν τῆ Ἁγία καὶ Ἱερᾶ Συνόδω καὶ ἐδημοσιεύσαμεν εἰς τὸ ὑπʼ ἀριθμ. 193/1957 φύλλ. τῆς «Σπίθας». Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες! Καὶ πάλιν σᾶς λέγομεν, δὲν κρίνω τὸν ἑαυτόν μου ἄξιον διʼ Ἀρχιερωσύνην. Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ μὲ φωτίση, ὥστε νὰ συναισθανθῶ βαθύτερον τὴν ἀλήθειαν ταύτην. Οὔτε δέχομαι υπὸ τὰς σημερινὰς συνθήκας, καθʼ ἅς βασιλεύει ἡ εὐνοιοκρατία, νὰ ἐκλεγῶ ἐπίσκοπος παρὰ τὴν θέλησιν ἤ ἐν ἀγνοία τοῦ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας. Ἀλλὰ πλὴν τῶν ἀνωτέρω, ὑπάρχει καὶ ἄλλος λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον ὑπὸ τὸ σημερινὸν σχῆμα σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας κρινόμεθα ὅλως ἐπικίνδυνοι. Διότι ὁπαδοὶ ἡμεῖς τοῦ χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, συνεπεῖς πρὸς τὰς ἀρχάς, τὰς ὁποίας ἀπὸ ἐτῶν προφορικῶς καὶ ἐγγράφως διακηρύττομεν, ἐάν ποτε νομίμως καὶ κανονικῶς ἠθέλομεν ἐκλεγῆ, μὲ ἀναπεπταμένην τὴν σημαίαν θὰ ἐβαδίζομεν πρὸς χωρισμόν, ἡ δὲ πρώτη πρᾶξις τῆς ἀρχιερατικῆς ζωῆς μας θὰ ἦτο, ἵνα ἐνώπιον ὅλου τοῦ ἐκκλησιάσματος τοῦ Μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῆς περιφέρειας ποιήσωμεν «εὐλογητὸς» καὶ σχίσωμεν εἰς μύρια τεμάχια ἀπόφασιν πρωτοδικείου, διὰ τῆς ὁποίας θὰ ἐλύετο γάμος ὀρθοδόξων διὰ λόγον μὴ ἐπιτρεπόμενον ὑπὸ τῆς αἰωνίου κύρους νομοθεσίας τοῦ Ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διότι θεωροῦμεν προδοσίαν τῆς πίστεως, τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου, ὑφʼ ὅ δίδουν τὴν διαβεβαίωσιν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως οἱ ἀρχιερεῖς, θεωροῦμεν, λέγομεν, προδοσίαν τῆς ὀρθοδοξίας νὰ θέτη ὁ ἐπίσκοπος τὴν ὑπογραφήν του κάτω ἀπὸ τοιαύτας ἀντιχριστιανικὰς ἀποφάσεις, τὰς ὁποίας μόνον τὸ μασωνικὸν πνεῦμα δύναται νὰ ἐπικροτήση. Δὲν λέγομεν τοῦτο ἐξ ὑπερηφανείας, ἀλλὰ διότι βαθυτάτη λύπη κατέχει τὴν καρδίαν μας διὰ τὴν ἐκ λόγων δουλόφρονος ὑποταγῆς εἰς τὰ ἄνομα κελεύσματα τῆς Πολιτείας καταπάτησιν τῆς Εὐαγγελικῆς νομοθεσίας ὑπʼ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε οἱ πρῶτοι φύλακες καὶ φρουροί. Καὶ ἐνῶ διὰ τὴν καταπάτησιν αὐτὴν οὐδεμία ἀκούεται σθεναρὰ διαμαρτυρία, ὑπάρχουν ἐν τούτοις Ἱεράρχαι, ποὺ εἶνε ἕτοιμοι νὰ ξιφουλκήσουν καὶ νʼ ἀγωνισθοῦν μέχρις ἐσχάτων, διότι ἡ Πολιτεία, ὀρθῶς πράττουσα, κατήργησε τὸ ἐπάρατον μεταθετὸν ἐκ τῶν μικρῶν μητροπόλεων εἰς τὰς μεγάλας. Ἀλλὰ πρέπει νὰ γνωρίζουν οἱ τοιοῦτοι, ὅτι κατὰ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἐπιζητῶν μετάθεσιν Ἐπίσκοπος ἤ ὑπὸ κενοδοξίας ἤ ὑπὸ φιλαργυρίας ἐλαύνεται. Ἀμφότερα ὅμως ταῦτα τὰ ἐλατήρια εἶνε κατηραμένα, καὶ ἀποβαίνουν πηγὴ συμφορῶν διὰ τὴν Ἁγίαντοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαν. Ἀποθάνετε, ὦ ἐπίσκοποι, ναὶ ἀποθάνετε εἰς τὰς ἐπισκοπάς, εἰς τὰς ὁποίας κατʼ εὐδοκίαν ἤ παραχώρησιν Θεοῦ ἐξελέγητε. Αὐτὴ εἶνε ἡ φωνὴ τῶν Πατέρων. Τὰ ἄλλα ποὺ ζητεῖτε εἶνε τοῦ πονηροῦ πνεύματος καὶ μὴ ζητεῖτε νὰ καλύψητε ταῦτα μὲ ἐπίδειξιν τοῦ ἐνδιαφέροντος διὰ τὴν καλλιτέραν διαποίμανσιν τῶν μεγαλειτέρων Μητροπόεων. Ὑπὸ ποίων; Ὑπὸ τῶν ἀποδεδιγμένως κενοδόξων καὶ φιλαργύρων!
Θὰ συνεχισθῆ ἡ εὐνοιοκρατία;
Ἀγαπητοί μας ἀναγνῶσται! Ἡ ἀνωτέρω ἐκ νέου γενομένη δήλωσίς μας καὶ μόνον ἀρκεῖ νὰ ἀποδείξη, ὅτι δὲν μᾶς ἐκίνησεν εἰς τὴν σύνταξιν τοῦ παρόντος ἄρθρου ἰδιοτέλεια τις. Ὄχι! Δὲν θέλομεν, δὲν ἐπιδιώκομεν νὰ γίνωμεν ἐπίσκοποι. Ὡς Ἕλληνες ὅμως καὶ Χριστιανοὶ ἐπιθυμοῦμεν, ἵνα εἰς τὰς κενὰς μητροπολιτικὰς ἕδρας ἀνυψώνωνται ἄνδρες κληρικοί, κοπιάσαντες ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἐν τῶ ἀμπελῶνι τοῦ Κυρίου καὶ διαπρέποντες διʼ ἀρετὴν καὶ σοφίαν καὶ ἀπολαμβάνοντες διὰ τὴν δρᾶσιν καὶ τὴν ζωήν των ἐκτιμήσεως μεγάλων μαζῶν τοῦ ἑλλην. λαοῦ. Ἀδιαφοροῦμεν, ἐὰν εἶνε ἐχθροί μας ἤ φίλοι μας. Ὑπεράνω ἀντιπαθειῶν ἤ συμπαθειῶν πρέπει νὰ πρυτανεύση τὸ ἀληθινὸν συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς οἱ τελευταῖαι ἐκλογαὶ ἀρχιερέων ἀπέδειξαν, ὅτι τὸ Δεσποτικὸν κόμμα ὀργιάζει ἐν τῆ Ἐκκλησία καὶ οἱ εὐνοούμενοι αὐτοῦ εἶνε οἱ ἐκλεκτοί του. Πρὸς τοὺς Ἱεράρχας, οἱ ὁποῖοι δίδουν τὴν ψῆφόν των ὄχι ὑπὲρ τῶν ἀξιῶν, ἀλλʼ ὑπὲρ τῶν «γνωρίμων» τῆς αὐλῆς των, ὄχι ἡμεῖς, ἀλλʼ ἕνας ἅγιος, ὁ Συμεὼν ὁ Νὲος Θεολόγος στρεφόμενος θὰ ἔλεγε˙
«Ποῖος (ἐκ τῶν ἐπισκόπων) οὐ προέκρινε ἀξίου φίλον,
τὸν ἀνάξιον μᾶλλον ἐγκαταστήσας;
Ποῖος διʼ αἴτησιν τῶν κατὰ κόσμον
δυναστῶν, φίλων, πλουσίων, ἀρχόντων,
οὐκ ἐχειροτόνησε καὶ παρʼ ἀξίαν;
Ὄντως οὐδεὶς σήμερον τούτων ὑπάρχει».
Ἡ εὐνοιοκρατία, ἰδοὺ τὸ βαρὺ νόσημα τῆς Ἱεραρχίας μας. Ἰδοὺ ὁ ὑπʼ ἀριθμ. 1 ἐσωτερικὸς ἐχθρὸς τῆς Ἐκκλησίας μας. Θὰ δυνηθοῦν ἆρά γε θερμοί τινες ἐπίσκοποι, τοὺς ὁποίους ἐγκλείει τὸ σῶμα τῆς Ἱεραρχίας, νὰ ἀγωνισθοῦν καὶ νὰ θραύσουν τὴν αἰσχρὰν εὐνοιοκρατίαν; Θὰ δυνηθοῦν νὰ εἴπουν εἰς τοὺς ἐν Χριστῶ ἀδελφούς των; «Ἀδελφοὶ «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Ἐκλέξωμεν τοὺς ἀξίους, οἱ ὁποῖοι ἔχοντες βαθεῖαν τὴν συναίσθησιν, οὔτε αἰτήσεις ὑπέβαλον, οὔτε μᾶς παρεκάλεσαν διὰ νὰ γίνουν ἐπίσκοποι, ἀλλὰ μένουν εἰς γωνίαν τινα παρηγκωνισμένοι». Ἀλλὰ ἔχει τοιαύτας ρίζας ρίψει εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ἡ εὐνοιοκρατία, ὥστεἀμφιβάλλομεν, ἐὰν τὸ διάβημα τῶν ἐκλεκτῶν ἐπισκόπων ἐπιτύχη. Ἐκ τῶν προτέρων λέγεται, ὅτι αἱ ἕδραι εἶνε διανεμημέναι μεταξὺ τῶν εὐνοουμένων τῶν «ἰσχυρῶν». Διὰ τοῦτο μία καθʼ ἡμᾶς σωτήριος λύσις ὑπάρχει: Ὁ εὐσεβὴς λαὸς τῶν ἐπαρχιῶν μετὰ τοῦ κλήρου νὰ κινηθοῦν δραστηρίως καὶ νʼ ἀναλάβουν τὰ δικαιώματά των, τὰ ὁποῖα ἡ δεσποτοκρατία ἀφήρπασεν ἐκ τῶν χειρῶν του. Καιρὸς νὰ γνωσθῆ, ἀνὰ τὸ Πανελλήνιον, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶνε μόνον τῶν Ἀρχιερέων. Καιρὸς ὁ λαὸς νὰ ἐκλέγη. Νὰ ἐκλέγη καθʼ ὅν ὑπεδείξαμεν τρόπον (Ἴδε ἡμέτερον βιβλίον «Ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία», Ἀθῆναι 1955 σελ. 94-101). Νὰ εἶσθε δὲ βέβαιοι, ὅτι ὁ εὐσεβὴς λαός, καλούμενος εἰς κανονικὴν ἐκλογήν, ὡς συμβαίνει ἐν τῆ μεγαλονήσω Κύπρω, θὰ ἐξέλεγε τοὺς ἀρίστους. Ὁ εὐσεβὴς λαὸς τῶν Σερρῶν θὰ ἐξέλεγεν ὡς Μητροπολίτην του τὸν ἐθνικὸν καὶ θρησκευτικὸν ἥρωα τῆς Μακεδονίας, τὸν ἀπολαμβάνοντα τῆς γενικῆς ἐκτιμήσεως παρʼ ὅλου τοῦ Μακεδονικοῦ λαοῦ, τὸν ἀρχιμανδρίτην π. Λεωνίδαν Παρασκευόπουλον. Ποῖος πρὸς τὴν ἀξίαν του καὶ τοὺς ἀτρύτους κόπους ὑπὲρ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῶν ὑποψηφίων δύναται νὰ συγκριθῆ; Μήπως ὁ Ἅγιος Ταλαντίου Στέφανος; Σᾶς ἐρωτῶμεν, Ἅγιε Θεσσαλονίκης! Ἀπαντήσατε εὐθέως θέσαντες τὴν χεῖρά σας ἐπὶ τῆς ἀρχιερατικῆς καρδίας! Ὁ εὐσεβὴς λαὸς τῆς Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας θὰ ἐξέλεγε μὲ μεγάλην πλειονοψηφίαν τὸν φλογερὸν κήρυκα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν π. Βενέδικτον Πετράκην. Τὶς τούτου περισσότερον ἐκοπίασε καὶ ἐκινδύνευσεν ἐν Ἀκαρνανία; Ὁ εὐσεβὴς λαὸς τῶν Καλαμῶν θὰ ἐξέλεγε τὸν ἐπὶ σοφία καὶ ἀρετῆ διακρινόμενον π. Ἰωὴλ Γιαννακόπουλον…
Ἀλλὰ ποῦ μᾶς παρέσυρε τὸ κῦμα τοῦ ἐνθουσιασμοῦ! Ἡ αἰσχρὰ εὐνοιοκρατία, ἡ δεσπόζουσα σήμερον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας μᾶς καλεῖ νʼ ἀφήσωμεν τῆν στρατόσφαιραν τῶν ὀνείρων μας καὶ νὰ προσγειωθῶμεν εἰς τὰ ταπεινὰ καὶ ἄθλια γήπεδά της, διὰ νʼ ἀκούσωμεν τὴν θρασυτάτην φωνήν της: «Ἐγὼ διοικῶ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἐγὼ λοιπὸν θʼ ἀναβιβάσω εἰς τοὺς κενοὺς θρόνους τοὺς ἰδικούς μου, τοὺς ἀχρήστους, διὰ νὰ διακωμωδῆται ὁ Χριστὸς ἐν τοιαύτοις κρισίμοις ἡμέραις. Ἐγὼ θὰ ἐκλέξω, ἔχω ἤδη ἐκλέξει διὰ μὲν τὴν Μητρόπολιν Σερρῶν τὸν…, διὰ δὲ τὴν Μητρόπολιν Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, ὡς διάδοχον τοῦ Ἱεροθέου τὸν…, διὰ τὴν Μητρόπολιν τῶν Καλαμῶν τὸν…, καὶ διὰ τὴν Μητρόπολιν Σύρου τὸν… Τὸ μυστικὸν τῆς ἐκλογῆς των δὲν θὰ σᾶς τὸ εἴπω ποτέ. Κάποιος μόνον τὸ γνωρίζει, ἐκεῖνος ποὺ ἔχει συμφέρον διὰ τοιούτων ἀναξίων, ποὺ οὔτε ὡς ἐφημέριοι νεκροταφείων θὰ ἔκαμνον, νὰ ἐξευτελίζεται ἡ Ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ».
Ἀλλὰ ἐκεῖνα τὰ «ἀνάξιος», ποὺ ἠκούσθησαν κατὰ τῆς αἰσχρᾶς εὐνοιοκρατίας, δὲν ἐδίδαξον τίποτε τὴν σεπτὴν Ἱεραρχίαν; Μήπως οἱ συνήγοροι φαυλοκρατικῶν μεθόδων ἐκλογῆς θέλουν ὁ εὐσεβὴς λαὸς νὰ φθάση εἰς τὴν γενικὴν ἐξέγερσιν καὶ νʼ ἁρπάση τὰς σανίδας; Ἅγιοι Ἱεράρχοι, οἱ πονοῦντες τὴν Ἐκκλησίαν! Στῆτε καλῶς, φωνάζει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Διότι ἤγγικεν «ὁ καιρὸς τοῦ ἄρξασθαι τὸ κρῖμα ἀπὸ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Πέτρου 4, 17).

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.