Αυγουστίνος Καντιώτης



ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ

date Μαι 14th, 2017 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος (Ἰω. 4,5-42)
Τοῦ Μητροπολίτου Φωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΜΑΣ

ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος, παρακολουθήσαμε τὸν διάλογο τοῦ Χριστοῦ μὲ μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναῖ­κα παρὰ τὸ φρέαρ Συχάρ. Μόνο ἕ­νας Θεὸς μποροῦσε νὰ πλησιάσῃ τὸ ἀπολω­λὸς αὐτὸ πρόβατο καὶ νὰ τὸ σώσῃ. Στὴν ἀρ­χὴ τῆς ζήτησε λίγο νερὸ ἀπ᾽ τὸ πηγάδι, ἀλλὰ στὸ τέλος τῆς ἔδωσε ἐκεῖνος νὰ πιῇ ἀπ᾽ τὸ δικό του ἀθάνατο νερό, τῆς ἀπε­κά­λυψε δηλαδὴ ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Μεσσίας.
Καθὼς προχωροῦσε ἡ συζήτησι μαζί της, ὁ Κύριος ἔδειξε στὴ Σαμαρείτιδα ὅτι γνω­ρίζει τὴ ζωή της. Καὶ τότε αὐτὴ τοῦ εἶπε· Βλέπω ὅτι εἶ­­σαι προφήτης, ἀφοῦ ξέρεις τὰ μυστικά μου· μιὰ καὶ μιλᾶμε λοιπόν, λῦσε μου μιὰ ἀπορία. Ἐμεῖς ἐ­δῶ ἔ­χουμε σοβαρὴ θρησκευτικὴ δι­αφορὰ μὲ τοὺς γειτόνους μας τοὺς Ἰουδαίους (για­τὶ οἱ μεγαλύτερες διαφορὲς μεταξὺ τῶν ἀν­θρώπων καὶ τῶν λα­ῶν εἶ­νε οἱ θρησκευτικές· ἕνα χωριὸ δέκα χρόνια δὲν εἶχε ἐκκλησιά, για­τὶ διαφωνοῦσαν ποῦ νὰ τὴ χτίσουν, μέχρις ὅ­του βάλαμε κλῆρο, νὰ ποῦμε ποῦ νὰ χτιστῇ). Μαλώνουμε λοιπόν, λέει, μὲ τοὺς Ἰ­ουδαίους γιὰ τὸ ποῦ πρέπει λατρεύεται ὁ Θεός· αὐτοὶ λένε στὰ Ἰεροσόλυμα, ἐμεῖς λέμε στὸ ψηλὸ φαλακρὸ βουνὸ τὸ Γαριζίν. Ἐσὺ τί λές;
Κι ὁ Χριστὸς τί ἀπήντησε; Εἶπε λόγια, ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε, λόγια ποὺ καὶ μόνο αὐτὰ φτάνουν ν᾽ ἀποδείξουν ὅ­τι εἶ­νε Θεός· δὲν γνωρίζω ὡραιότερα λόγια ἀπ᾽ αὐ­τά· «Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦν­τας αὐ­τὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσ­κυνεῖν» (Ἰω. 4,24). Τί σημαίνουν αὐτά;

* * *

Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε σὰν τὸν ἄν­θρωπο ποὺ περιορίζεται σ᾽ ἕνα μέρος· εἶνε παντοῦ. Εἶνε πνεῦμα.

Εἶνε σὰν τὸν ἥλιο ποὺ σκορπάει τὶς ἀκτῖνες του σ᾽ ὅλο τὸν κόσμο, σὰν τὸν ἀέρα πού ᾽νε παντοῦ στὴ γῆ. Εἶνε ἄυλος καὶ ἀθάνατος. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ τρόπος ποὺ πρέπει νὰ τὸν λατρεύῃ ὁ ἄνθρωπος εἶνε πνευ­ματικὸς καὶ ἅγιος. Μ᾽ ἄλλα λόγια, δὲν ἔχει ἀ­νάγκη ὁ Θεὸς ἀπὸ σφαχτὰ καὶ κριάρια καὶ ταύ­ρους, ὅπως κάνουν στὰ εἰδωλολατρικὰ ἀναστενάρια γιὰ νὰ ἐξευμενίσουν τάχα τὸ Θεό. Ὁ Θεὸς δὲν θέλει ὑλικὲς θυσίες, ἀφοῦ ὅλη ἡ ὑ­λικὴ δημιουργία εἶνε δική του· «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς…» (Ψαλ. 23,1). Κάτι ἄλλο ζητάει ἀπὸ μᾶς, ποὺ δὲν τοῦ τὸ δίνουμε. Τὸ λέει καθαρὰ στὴν ἁγία Γραφή· «Δός μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν», παιδί μου δός μου τὴν καρδιά σου (Παρ. 23,26)· μιὰ καρδιὰ ποὺ ἀγαπάει ὄχι τὰ λεφτά, τὶς γυναῖκες, αὐτὰ τὰ ἐπίγεια, ἀλλὰ μιὰ καρδιὰ ποὺ ἀγαπάει τὸ Χριστό, τὸ Θεό· μιὰ καρδιὰ κα­θαρὴ ἀπὸ μῖσος, ἀπὸ φθόνο καὶ ζήλεια, ἀ­πὸ ἀ­σέλγεια καὶ ἀκαθαρσία. Μιὰ τέτοια καρδιὰ ―αὐτὸ εἶνε τὸ πνεῦμα τῆς σημερινῆς περι­κο­πῆς– ἀποτελεῖ τὴν ὡραιότερη ἐκκλησιὰ τοῦ κόσμου. Καὶ μιὰ τέτοια ἐκκλησιὰ μπορεῖ νά ᾽νε μέσα σ᾽ ἕνα τσοπᾶνο, σ᾽ ἕνα βοσκό, καὶ ἐ­κεῖ νὰ κατεβαίνουν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι! Δὲν εἶνε λόγια ἡ θρησκεία μας, δὲν εἶνε πα­ραμύθι· εἶνε ὁλοζώντανη. Μ᾽ ἄλλα λόγια, μπορεῖ νὰ δώσῃς ἑκατομμύρια καὶ νὰ χτίσῃς χί­λιες ἐκκλησίες· ἂν δὲν ἔχῃς τὴν καρδιά σου καθα­ρὴ ἀπὸ τὰ πάθη, τίποτα δὲν ὠφελεῖσαι ἀ­π᾽ αὐ­τά. Χίλιες λαμπάδες ν᾽ ἀνάψῃς μπροστὰ στὸ Χριστό, χίλιες λειτουργίες νὰ κάνῃς, ὅλα νὰ τὰ κά­νῃς, ἂν ἡ καρδιά σου δὲν ἔχῃ ἀ­γάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, δὲν εἶσαι Χριστιανός. «Πνεῦ­μα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσ­κυνοῦντας αὐ­τὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν».
Ὅταν τ᾽ ἄκουσε αὐτὰ ἡ Σαμαρεῖτις, λέει· –Περιμένουμε νὰ ἔρθῃ ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔρθῃ ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ λύσῃ ὅ­­λ᾽ αὐτά. Καὶ τότε ὁ Χριστός, ποὺ δὲ φανέρωσε τὸν ἑαυτό του οὔτε στὸν Ἄννα οὔ­τε στὸν Καϊά­φα οὔτε στὸν Πιλᾶτο, στοὺς μεγάλους, ποὺ κα­λά – καλὰ οὔτε στοὺς μαθητάς του ἀκόμα δὲ φα­νερώθηκε, δείχνει τὴν ταυτό­τητά του σὲ ποιά; –ὦ θρησκεία μας!– σὲ μιὰ πόρνη· ―«Ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι», ἐγὼ εἶμαι ποὺ μιλῶ μαζί σου (Ἰω. 4,26).
Ἀφήνει λοιπὸν τὴ στάμνα της ἐκεῖ καὶ φεύγει γρήγορα στὸ χωριό. Ἐλᾶτε, λέει στοὺς συμπατριῶτες της, ξυπνᾶτε· κάποιος ξένος ἦρθε καὶ μοῦ ᾽πε τὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς μου, τ᾽ ἁμαρτήματά μου· μήπως αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός; Κι ἀφήνουν τὶς δουλειές τους καὶ βγαίνουν ὅλοι ἔξω. Πῆγαν καὶ ἄκουσαν τὸ Χριστό. Καὶ ἔμεινε ὁ Κύριος κοντά τους δύο μέρες. Καὶ ὕστερα ἔλεγαν στὴ γυναῖκα· ―Τώρα πιστεύουμε ὅτι πράγματι αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός· ὄχι γιατὶ τὸ εἶπες ἐσύ, ἀλλὰ γιατὶ οἱ ἴδιοι τὸν ἀ­κούσαμε καὶ βεβαιωθήκαμε ὅτι ὄντως αὐτὸς εἶνε «ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός» (ἔ.ἀ. 4,42).

* * *

⃝ Ἐὰν κανεὶς ἔχῃ ἀξίωμα, ἂς διαβάσῃ τὸ σημε­ρινὸ εὐαγγέλιο καὶ μιὰ καὶ δυὸ φορές, νὰ μάθῃ πῶς πρέπει νὰ φέρωνται οἱ ἄρχον­τες στὸ λαό. Ὅταν ὁ Χριστὸς κάθεται καὶ κουβεν­τιάζῃ μὲ μιὰ γυναῖκα, ποιός εἶσαι σύ, ποὺ δὲν καταδέχεσαι τοὺς μικρούς, ποὺ κρατᾷς τὸ γέρο ὄρθιο στὸ γραφεῖο, ἢ πᾷς στὸ χωριὸ καὶ δὲν πλησιάζεις τὸ φτωχό; Αὐτοὶ οἱ ταπεινοὶ εἶνε πολὺ ἀ­νώ­τεροι ἀπὸ μᾶς· αὐτὸς ὁ λαὸς ἐργάζεται καὶ μᾶς τρέφει, κ᾽ ἐμεῖς πρέπει νὰ εἴμαστε ὑπηρέτες του.
⃝ Ἂν κανεὶς εἶνε δάσκαλος ἢ καθηγητής, ἂς διαβάσῃ τὴν περικοπὴ αὐτή, νὰ μάθῃ ἀπὸ τὸ Χριστὸ ―πολὺ προτοῦ νὰ διατυπωθοῦν τὰ νεώτε­ρα παιδαγωγικὰ συστήματα― τὴν τέχνη τῆς ἀ­γωγῆς· πῶς ἐκεῖνος ἄρχισε ἀπὸ τὸ νερό (ἀ­πὸ τὰ μικρά, τὰ εὔκολα, τὰ ἐφικτά), καὶ κατώρθωσε σιγὰ – σιγὰ ν᾽ ἀνεβάσῃ μιὰ ἄ­ξε­στη ψυ­χὴ τόσο ψηλά, μέχρι τὸν οὐρανό! Εἶνε ὁ ῥαββί, ὁ μόνος ποὺ ἀξίζει νὰ λέγεται δι­δάσκαλος.
⃝ Ἂν εἶσαι ἄρχοντας, ἔλα κοντὰ στὸ Χριστὸ νὰ μάθῃς τὴν προσήνεια· ἂν εἶσαι δάσκαλος, ἔ­λα κοντά του νὰ μάθῃς τὴν τέχνη τῆς ἀγω­γῆς. Ἂν εἶσαι κληρικός, παπᾶς ἢ δεσπότης, καὶ φέ­ρῃς στὴν πλάτη σου τὸ ῥάσο, ἔλα νὰ μάθῃς πῶς πρέπει νὰ κοπιάζῃς γιὰ τὴν κάθε ψυχή. Ὁ Χριστὸς βάδισε χιλιόμετρα ὁλόκληρα κ᾽ ἔφτα­σε ἐκεῖ μέσ᾽ στὸ καῦμα τοῦ ἥλιου, γιὰ μία ψυχή. Κ᾽ ἐ­σὺ βαριέσαι νὰ ἐπισκεφθῇς τὸ ποίμνιό σου, ν᾽ ἀφήσῃς τὸ σπίτι σου νὰ πᾷς στὸ φτωχό­σπιτο καὶ στὴν καλύβα, νὰ βαπτίσῃς, νὰ μυρώ­σῃς, νὰ κάνῃς τὸ χρέος σου; Γι᾽ αὐτὸ πλῆθος χωριὰ μένουν χωρὶς παπᾶ κ᾽ ἔ­χουν χρόνια νὰ δοῦν ἱεροκήρυκα καὶ δεσπότη. Ἐὰν ἐμιμούμε­θα τὸ Χριστό, θὰ τρέχαμε γιὰ τὶς ψυχές· γιατὶ μιὰ ψυχὴ ἀξίζει παραπάνω ἀπ᾽ ὅλο τὸν κόσμο.
⃝ Καὶ ἂν, τέλος, εἶσαι ἄπιστος, δὲν πιστεύῃς στὸ Θεό, ὤ ἐσὺ πρὸ παντὸς ἔλα σήμερα στὸ Χριστό. Τὸ φάρμακο τῆς ἀπιστίας εἶνε στὸ ση­μερινὸ εὐαγγέλιο· δὲ χρειάζεται τίποτ᾽ ἄλλο. Σὲ ρωτῶ· εἶδες αὐτὴ τὴ γυναῖκα; Ἦταν ἡ πιὸ ἁ­μαρτωλή. Στὰ χωριά, ὅπως ξέρουμε, οἱ γυναῖκες πήγαιναν στὴ βρύσι τὸ πρωὶ ἢ τὸ βράδυ· μεσημέρι ποτέ. Αὐτὴ ὅμως πήγαινε μεσημέρι. Γιατί; Διότι ντρεπόταν. Περίμενε τότε, τὸ μεσημέρι ποὺ ὅλοι ἦταν στὰ σπίτια, νὰ πάῃ μόνη της ἐκεῖ γιὰ νερό, γιατὶ ἔνιωθε ντροπή· τὴ σχολίαζαν οἱ ἄλλες γυναῖκες. Ἦταν ἁμαρτωλή, μιὰ πόρνη, ἕνα κουρέλι τοῦ διαβόλου, ἕνα κάρβουνο ποὺ μουντζούρωνε τὸν κόσμο. Τώρα λοιπὸν τὸ κάρβουνο αὐτὸ τί γίνεται· δια­μάντι. Πῶς ἔγινε αὐτό; ὁ Χριστὸς τὸ ἔκανε. Ἦταν γυναίκα ποὺ ἀγαποῦσε τὴ σάρκα, ἔτρωγε σάρ­κες σὰν τὸ κοράκι· τὰ κοράκια τρῶνε σάρκες ἀπὸ ψοφίμια, καὶ οἱ κακὲς γυναῖκες τρῶ­νε σάρκες νέων. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ σαρκοβόρο κοράκι, ποὺ ῥουφοῦσε αἷμα ἀνδρῶν, γίνεται λευκὸ περιστέρι, ποὺ κρατάει στὸ ῥάμφος του κλαδὶ ἐλιᾶς. Πῶς ἔγινε αὐτὴ ἡ μεταβολή; Μὲ τὰ λίγα λόγια τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἡ Σαμαρείτισσα κατόπιν βαπτίστηκε καί, ἀ­πὸ σκοτάδι ποὺ ἦταν, ἔγινε φῶς· πῆρε καὶ τὸ ὄ­νομα Φωτεινή. Ἑορτάζει δύο φορὲς τὸ χρόνο· σήμερα, καὶ στὶς 26 Φεβρουαρίου μαζὶ μὲ τὰ τέσσερα παιδιά της ποὺ κι αὐτὰ ἔγιναν ὅ­λοι Χριστιανοί. Καὶ δὲν ἡσύχασε πιὰ ἡ Φωτεινή. Ἀφοῦ ἄφησε τὴν ἁμαρτία, ξεκίνησε, πέρασε χωριὰ καὶ πολιτεῖες κηρύττοντας τὸ εὐαγγέλιο, καὶ ἔφτασε σὲ μιὰ πόλι ποὺ μᾶς προκαλεῖ δάκρυα, στὴ Σμύρνη. Ἐκεῖ, στὸ μέρος ποὺ μαρ­τύρησε, χτίστηκε μεγάλη ἐκκλησία. Καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία αὐτὴ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης καὶ εἶπε· Ἔχετε θάρρος! σήμερα σταυρωνόμεθα, ἀλλὰ μετὰ τὸ Σταυρὸ ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάστασις· θ᾽ ἀνατείλουν γιὰ τὴν πα­τρίδα μας καὶ καλύτερες ἡμέρες.

* * *

Μιὰ θρησκεία λοιπόν, ποὺ παίρνει κάρβουνα καὶ τὰ κάνει διαμάντια, κοράκια καὶ τὰ κάνει περιστέρια, λύκους καὶ τοὺς κάνει πρόβατα, ἀνθρώπους βουτηγμένους στὴν ἀτιμία καὶ τοὺς κάνει ἀγγέλους, δὲν εἶνε ἀπὸ τὴ γῆ· εἶνε ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Ὦ ἀδελφοί μου! αὐτὴ τὴν ἅγια θρησκεία, ποὺ μᾶς ἄφησαν γενεὲς γενεῶν, ποὺ κάνει θαύματα ὁλοζώντανα, ποὺ θεμελιώθηκε στὸ δάκρυ καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἂς τὴν ἀγαπή­σουμε, ἂς τὴ λατρεύσουμε, ἂς μείνουμε πιστοὶ σ᾽ αὐτὴν ὣς τὴν τελευταία μας ἀναπνοή. Κι ὅταν ἔρθῃ ἡ ὕστατη στιγμή μας, μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς προπάτορές μας, ἂς κλείσου­με κ᾽ ἐμεῖς τὰ βλέφαρα καὶ τὸ στόμα μας μὲ τὴ φωνὴ τοῦ λῃστοῦ· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. μητροπ. ναὸ Ἁγ. Ἐλευθερίου(;) Ἐλευθερουπόλεως – Καβάλας τὴν 27-5-1962.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.