Αυγουστίνος Καντιώτης



Μνημη Χριστοφορου Παπουλακου 18 Ιανουριου – Η ΕΛΛΑΣ & ΠΑΛΙ ΒΑΥΑΡΟΚΡΑΤΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΑΝΘΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ! «ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΑ ΤΩΝ ΒΑΥΑΡΩΝ, ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΛΟΥΘΗΡΟΥ & ΤΟΥ ΚΑΛΒΙΝΟΥ, ΜΕ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ & ΝΟΜΟΥΣ ΚΤΥΠΟΥΝ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ & ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΑΛΛΑΞΟΥΝ ΤΑ ΗΘΗ & ΤΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ(*). ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΠΙΣΤΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΠΟΥ ΔΙΑΛΥΟΥΝ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ & ΞΕΠΟΥΛΟΥΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!!!

O ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ

(Tο άρθρο είναι του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου.
Εδημοσιεύθη στο περιοδικό «Χριστιανική Σπίθα» τον Δεκέμβριο του 1952, φυλ. 137).

ΧΡ.-ΣΠΙΘΑ-«ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ»

Ζητήματα Ἄμβωνος

Ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, μοναχοί, θεολόγοι, κήρυκες του θείου λόγου, πάντες φρουροί τῆς ἱερᾶς ποίμνης τοῦ Ἰησοῦ. Ινα τί κοιμάσθε; Λύκοι εις τα πρόβατα. Ποιοι είναι οι λύκοι; Αιρετικοί όλων των χρωμάτων και αποχρώσεων, μπήκαν εις τας Μητροπόλεις, τας ενορίας και τα σχολεία.
Ποιοι είναι οι λύκοι; Άνδρες άρπαγες και πλεονέκται τον Μαμμωνά λατρεύοντες και τον λαό κατά ποικίλους τρόπους ληστεύοντες. Λύκοι κοινωνικοί. Λύκοι εκκλησιαστικοί. Λύκοι αραβικοί….

Ὁλόκληρο τὸ ἄρθρο τῆς «Χριστιανικῆς Σπίθας», φ. 137

τοῦ 1952 τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου

ἐδῶ ://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=11592

.

862c570e406e

Την περίληψι τοῦ παραπάνου ἄρθρου σὲ ἁπλῆ γλῶσσα, διαβάστε την παρακάτω

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2147

Μνήμη Χριστοφόρου Παπουλάκου
Παρασκευὴ 18 Ἰανουαρίου 2019

Ο Παπουλακος

(Μία ἁγία μὰ παραγκωνισμένη ἐκκλησιαστικὴ μορφὴ εἶνε ὁ Παπουλάκος, ἕνας ἁπλὸς ὀλιγογράμματος μοναχός, ποὺ ὅμως «πίστει» (Ἑβρ. 11,3 κ.ἑ.) ἀναδείχθηκε ἕνας νέος ἀπόστολος Χριστοῦ)

Γεννήθηκε, ἀγαπητοί μου, τέλη τοῦ 1700 στὰ Ἄρ­μπουνα, ἕνα ἄσημο χωριὸ τῶν Καλαβρύ­των, ποὺ θά ᾽λεγες «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀ­γαθὸν εἶναι;» (Ἰω. 1,47)· καὶ ὅμως ἀπὸ ἐκεῖ προ­ῆλ­θε. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Χρῆστος Πανα­γιωτόπουλος. Εἶδε τὴν ἐπανάστασι τοῦ ᾽21 καὶ τοὺς μαχητὰς ἐκείνους ποὺ μὲ τὴν πίστι «ἐγε­νήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβο­λὰς ἔκλι­ναν ἀλλοτρίων» (Ἑβρ. 11,34) καὶ μᾶς ἐλευθέρωσαν.
Συγκινημένος ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ περιπέτεια καὶ πικραμένος ἀπὸ οἰκογενειακὰ ἐπεισόδια, ζήτησε ἀνάπαυσι στὸ μοναχισμὸ καὶ πῆρε τὸ ὄ­­νομα Χριστοφόρος σὲ μιὰ πλαγιὰ τῶν Ἀροα­νί­­­ων. «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστὶ θεϊκῷ ἔ­ρωτι πτερουμένοις» (ἀναβ. πλ. α΄)· ἤθελε μοναχι­κὴ ζωή. Ἀλλὰ οἱ βουλὲς τοῦ Θεοῦ ἦταν ἄλλες.
Τὸν ἐπισκέφθηκε ἐκεῖ ὁ Κεφαλονίτης Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος, ἱδρυτὴς τῆς Ἀδελφότητος Φι­λορθοδόξων καὶ συντάκτης τοῦ φυλλα­δίου «Ἡ φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας». Ἦταν τότε Βαυαροκρα­τία κ᾽ ἡ Ὀρθοδοξία δεχόταν πλήγματα. Τὸ νεο­σύστατο κράτος, ἀντὶ εὐ­χαριστῶ, ὑποδούλωνε τὴν εὐεργέτιδά του Ἐκ­κλησία. Σύμβου­λοι ἀλ­λόδοξοι πλαισίωναν τὸν βασιλέα Ὄθωνα καὶ δρών­τας παρασκηνι­ακὰ κυβερνοῦσαν. Οἱ τότε ἑλληνι­κὲς κυβερνή­σεις ἦταν ἀνδρείκελα τῶν Βαυαρῶν. Μὲ διατά­γματα καὶ νόμους ζητοῦσαν νὰ ἀλ­­λοι­ώ­σουν ἤ­θη καὶ παραδόσεις τῶν Ἑλλήνων. Ἡ Ὀρ­θόδοξος πίστις μυκτηριζόταν. Τὰ παιδιὰ τοῦ Λου­θήρου καὶ τοῦ Καλβίνου εἶχαν βάλει στό­χο τὴν Ἐκκλησία μας. Τὰ μοναστήρια διαλύον­ταν, μο­­ναχοὶ διώ­κον­ταν, μοναχὲς ἀναγ­κάζονταν νὰ παντρευτοῦν, ἱερὰ σκεύη ἔβγαιναν σὲ δημοπρα­σία, καντήλια καὶ εἰκόνες ῥίχνον­ταν κάτω. Ὅ,τι δὲν τόλμησαν οἱ ὀθωμα­νοί, τὰ ἔκαναν τώ­ρα ὑ­πάλληλοι τοῦ κράτους κατὰ διατα­γὴ τῶν ξένων. Ἔκφρασι τοῦ πόνου γι᾽ αὐτὰ ἦταν τὸ κήρυγμα τοῦ Φλαμιάτου. Βλέποντας ὅτι οἱ ἐπίσκοποι ἐκτὸς ἐλαχίστων εἶ­χαν τρομοκρατηθῆ κ᾽ ἐκτελοῦ­σαν ὅ,τι διέταζαν οἱ μυστικοσύμβουλοι τοῦ Ὄθωνος, στράφηκε στὸ λαὸ καὶ εἶπε· Ἄντρες καὶ γυ­ναῖκες βαπτισμένοι, ἐσεῖς εἶστε οἱ φρουροὶ τῆς μυστικῆς ἀμπέλου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησί­ας· ἀναλάβετε τὴν φύλαξί της, ὁ ἀγώνας ἀρχίζει!
Χρειάζονταν ὅμως στελέχη. Καὶ ὁ Φλαμιᾶ­τος ἔκρινε κατάλληλο τὸν Χριστοφόρο. Ὁ μονα­­χὸς ἔπρεπε ν᾽ ἀφήσῃ τὸ ἀσκηταριὸ καὶ νὰ βγῇ στὸν ἀ­γῶ­να· γι᾽ αὐτὸ πῆγε καὶ τὸν βρῆκε ὁ Φλαμιᾶ­τος. Ἡ φωνὴ τοῦ Φλαμιάτου συγ­κλόνισε τὸν ἀ­­σκητή. Πειθαρχεῖ καὶ ῥίχνεται στὸν ἀγῶνα. Ἀρ­χίζει νὰ περιοδεύῃ καὶ νὰ κηρύτ­τῃ.
Τὸ κήρυγμά του ἔχει κάτι ἀπ᾽ τὸ κήρυγμα τῶν ἁλιέων τῆς Γαλιλαίας καὶ τοῦ ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Εἶχε Πνεῦμα ἅ­γιο. Δὲν προσωπο­λη­πτοῦ­σε. Εἶχε ἀ­πόφασι νὰ μαρτυρή­σῃ γιὰ τὴν ἀλήθεια, ὅπως ὁ Κύριος ποὺ εἶπε στὸν Πι­λᾶ­το «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυ­θα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀ­ληθείᾳ» (Ἰω. 18,37).
Ὁ λόγος του πυρακτωμένο σίδερο. Πει­νοῦ­σε καὶ διψοῦσε «τὴν δικαιοσύνην» (Ματθ. 5,6). Ὅταν ἔβλεπε φιλαργύρους καὶ πλεονέκτες νὰ βασα­νίζουν τὸ φτωχὸ χειρότερα ἀπ᾽ ὅ,τι οἱ Τοῦρ­κοι, τοὺς στηλίτευε. Εἶστε φονιᾶδες, ἔλεγε, δίνε­τε μαχαιριὲς στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ᾽νε οἱ φτωχοί· σταυρωτές! κάθε ἀδικία εἶνε κ᾽ ἕνα καρ­­φὶ στὰ πόδια Του… Ὅταν ἔβλεπε γραμματι­σμένους φερμένους ἀπ᾽ τὴ Δύσι νὰ πε­ριφρονοῦν τὴν ὀρθόδοξο πίστι καὶ νὰ γίνων­ται σκάνδαλο, ἔλεγε· «Τὰ ἄθεα γράμματα θὰ κα­ταστρέψουν τὸν τόπο».

Δὲν ὑπέφερε νὰ βλέ­πῃ Χριστιανοὺς νὰ ὁρκίζωνται στὰ δικαστήρια· ὁ ὅρκος, ἔλεγε, εἶνε ἀντίθετος μὲ τὸ λόγο τοῦ Χρι­στοῦ (βλ. Ματθ. 5,34). Ἦταν κατὰ τῶν διαζυγίων, τῆς πο­λυτελείας, τῆς κλοπῆς, τῆς μαγείας. Ὅσοι πᾶ­τε στοὺς μάγους, ἔλεγε, ἔχετε «λειψὴ τὴν πίστι». Πάνω ἀπ᾽ ὅλα τὸν συγκινοῦσε ἡ Ὀρθοδο­ξία. Γι᾽ αὐτὴν ζοῦσε κι ἀνέπνεε. Οἱ αἱρετικοί, ποὺ εἶχαν καταλάβει τὶς ἀ­νώτερες θέσεις, ἦ­ταν ἐπικίνδυνοι. Ἦταν λίγοι, μὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν μεγάλο κακό. Γι᾽ αὐ­τοὺς ἔλεγε· «Ἕνα ψω­ριασμένο γίδι φτάνει νὰ κολλήσῃ ὅλο τὸ κοπάδι».
Τ᾽ ἀποτελέσματα ἦταν θαυμαστά· τὰ κλεμμένα ἐπιστρέφονταν, οἱ ὅρκοι σταματοῦσαν, οἱ μαγεῖες καταργοῦνταν, μαλωμένες οἰκογέ­νειες συμφιλιώνονταν, χωρισμένα ἀντρόγυνα ἑνώνονταν, πλούσιοι ἄνοιγαν τὶς ἀποθῆ­κες κ᾽ ἔδιναν στοὺς πεινασμένους. Κυριαρχοῦ­σε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ πνοὴ τοῦ παναγίου Πνεύματος ἀναζωογονοῦσε τὶς ψυχές.
Ἀλλὰ τὸ κήρυγμα αὐτὸ δὲν ἄρεσε στοὺς ἄρ­χοντες. Μὲ ἐγκύκλιο τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ ἀπαγορεύθηκε νὰ κηρύττῃ καὶ γύρισε στὸ ἀσκητήριό του. Ἡ φωνὴ ὡστόσο τοῦ χρέους δὲν τὸν ἀφήνει ἥσυχο. Μιὰ νύχτα ἀφήνει πάλι τὸ ἐρημητήριο. Ἀρχίζει τὴν τελευταία –παράνομη γιὰ τὸν καίσαρα, εὐλογημένη ὅμως ἀπ᾽ τὸ Θεό– πε­ριοδεία. Μόλις ἀκουγόταν πὼς ἔρχεται, ὁ λα­ὸς ἔβγαινε νὰ τὸν προϋπαντήσῃ.
Ταπεινὸς καὶ μειλίχιος στὸ λόγο, ἀλλὰ ἄκαμ­πτος καὶ ἀσυμβίβαστος ὡς πρὸς τὴν πλάνη καὶ τὴν ἁμαρτία, ἀνέβαινε σὲ πρόχειρα βήματα καὶ δίδασκε. Ὁ λόγος του ἦταν νόμος, τοῦ εἶχαν ἀ­πόλυτη ἐμπιστοσύνη. Εἶχε γίνει ἡ ἥρωας τοῦ λαοῦ. Περιοδεύοντας ἔφτασε στὴν Καλαμάτα. Τὸν ἀκολουθοῦσαν χιλιάδες. Σχηματίστηκε ἱε­ρὰ λι­τανεία. Προπορευόταν ἕνας πιστὸς κρατών­τας τὸ σταυρό, ἀκολουθοῦσε κλῆρος καὶ λαὸς ψάλλοντας «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ…».
Αὐτὰ ἔφεραν μεγάλη ταραχὴ στοὺς κρατοῦν­τας. Διεβλήθη ὅτι συνωμοτεῖ κατὰ τοῦ καθεστῶ­τος, ὅπως ὁ Χριστὸς κατὰ τοῦ καίσα­ρος. Παρουσίασαν τὸν ἄοπλο ὡς ἀρχηγὸ κινήμα­τος, καὶ πρὸς καταστολὴν κίνησαν στρα­τὸ καὶ στόλο νὰ συλλάβῃ τὸν ἐπαναστάτη! Βρῆκε τό­τε καταφύγιο στὰ σπήλαια τῆς Μάνης. Ἐκεῖ ἦ­­ταν ἀσύλληπτος· ὅλη ἡ Μάνη τὸν φρουροῦσε.
Ὁ ἱεραπόστολος τῆς Ὀρθοδοξίας ὅμως προ­­δόθηκε, μπῆκαν σὲ ἐνέργεια τὰ τριάκοντα ἀρ­γύρια. Ἰούδας γι᾽ αὐτὸν στάθηκε ἕνας ἱερεύς, ὁ παπα-Βασίλαρος, στὸν ὁποῖο τὸ κράτος ἔδωσε 6.000 χρυσὲς δραχμὲς ἀμοιβὴ γιὰ τὴν προδοσία. Ἔτσι ὁ Παπουλάκος συνελήφθη καὶ στὶς 27 Ἰου­λίου τοῦ 1852 τὸν ἔρριξαν στὶς φυλακὲς τοῦ ῾Ρίο ἔξω ἀπ᾽ τὴν Πάτρα. Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο περί­που τὸν μετέφεραν σιδηροδέσμιο στὴν Ἀθήνα νὰ δικαστῇ. Ἀπ᾽ ὅπου περνοῦσε, ὁ λαὸς ὑποκλι­νόταν καὶ δεόταν. Στὸ δικαστήριο ὁ πρόεδρος τὸν ρώτησε· –Ποιόν διορίζεις συνήγορό σου; –Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι συνήγορός μου, ἀπαντᾷ. Τὸ ἀκροατήριο σείστηκε ἀ­πὸ συγκίνησι. Ἡ δίκη ἦταν ἀδύνατον νὰ συνε­χιστῇ· θεωρήθηκε σκόπιμο ν᾽ ἀναβληθῇ.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Ἱ. Σύνοδος, σύνοδος γραμμα­τέων καὶ φαρισαίων, ὄργανο τῶν βαυαρῶν, συν­εδρίασε καὶ ἐξ­ώρισε τὸν Παπουλάκο στὴν Ἄνδρο, στὴ μονὴ Παναχράντου. Τὸν ἔκλεισαν σ᾽ ἕνα κελλὶ καὶ τὸν φρουροῦσε μέρα – νύχτα ἕνας χω­ροφύλακας. Μὰ οἱ Χριστιανοὶ δὲν τὸν ξέχασαν. Ἀπ᾽ τὰ νησιά, τὰ παράλια τῆς Εὐβοίας, τὰ βου­νὰ τῆς Μάνης, ἀπὸ πόλεις καὶ χωριὰ ἔρχον­ταν νὰ τὸν δοῦν καὶ ν᾽ ἀκούσουν τὸν γνήσιο κήρυκα τοῦ εὐαγγελίου. Κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἐπιτρε­πόταν νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ κανένα, δίδασκε τοὺς ἀνθρώπους πίσω ἀπ᾽ τὰ κάγκελλα τοῦ κελλιοῦ – τῆς φυλακῆς του. Μὰ κι αὐτὸ ἀπαγορεύθηκε· αὐτός, ὁ εὐεργετικώτερος Ἕλληνας, καταδικάστηκε σὲ τελεία ἀπομόνωσι.
Στὸ διάστημα τῆς ἐξορίας του στὴν Ἄνδρο συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς. Τὸ 1854 πῆγε στὸ μοναστή­ρι ὁ νεοχειροτόνητος ἐπίσκοπος Ἄνδρου Μη­τροφάνης (Οἰκονομίδης), ποὺ ὁ Παπουλάκος τὸν ἤξερε ἀπὸ λαϊκό. Ἀτένισε λοιπὸν τὸ δεσπότη καὶ μὲ πόνο ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἄφοβη εἰλικρίνειά του εἶπε· «Καὶ σύ, Μῆτρο, δεσπότης; Θὰ προκόψῃ ἡ Ἐκκλησία!». Ὁ ἀρχιερέας σήκωσε ἔξαλλος τὸ μπαστούνι του κ᾽ ἔδωσε ἀλλεπάλ­ληλα χτυπήματα στὸν γέροντα. Ἔτσι ἔδειξε ὅ­­τι εἶνε δεσπότης! Ἑφτὰ χρόνια ἔμεινε φυλακισμένος ἐκεῖ ὁ Παπουλάκος.
Τὰ τελευταῖα Χριστούγεννά του ἦταν τοῦ 1860. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες βάρυνε πιά. Ἔπεσε κλι­νήρης. Ἦταν ὅλο προσευχή, κατάνυξι, δάκρυα. Τὶς παραμονὲς τοῦ θανάτου του ὁ χωροφύλα­κας ποὺ τὸν φρουροῦσε ἦρθε, γονάτισε μπρο­στά του καὶ εἶπε· «Πάτερ μου, ἡ ζωή σου μὲ συγ­κίνησε. Δὲν γυρίζω πιὰ στὸν κόσμο· θέλω νὰ γί­νω μοναχὸς καὶ νὰ πάρω τὸ ὄνομά σου». Στὶς 18 Ἰανουαρίου τοῦ 1861, ἑορτὴ τοῦ προμάχου τῆς Ὀρθοδοξίας ἁγ. Ἀθανασίου, ὁ νεώτερος πρόμαχός της στὴν Ἑλλάδα Χριστοφόρος Πα­πουλάκος παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν Κύριο.
* * *
Πέρασαν, ἀγαπητοί μου, χρόνια ἀπὸ τότε· ὀνό­ματα ὑπουρ­γῶν κ᾽ ἐπισκόπων ξεχάστηκαν, μὰ ἡ δική του μνήμη δὲν ἔσβησε. Ἀκοῦς στὴν Πελο­πόν­νη­σο «Αὐτὸ τό ᾽λεγε ὁ Παπουλάκος»· διηγοῦν­ται ἀνέκ­δοτα γι᾽ αὐτόν. Πράγματι «εἰς μνη­μό­συνον αἰ­ώνιον ἔσται δίκαιος» (Ψαλμ. 111,6). Καὶ μό­νος του ὁ Παπουλάκος ἦταν ἡ ἐλευθέρα καὶ ζῶ­σα Ἐκ­κλησία. Ἂν τὸν ἄφηναν ἐλεύθερο, θὰ γινό­ταν ἀ­ναμορφωτὴς τῆς κοινωνίας μὲ τὴν Ὀρθο­­δοξία. Ἡ ἡρωική του φυσιογνωμία προβάλλει καὶ πάλι. Παπουλάκος! τύπος ἀποστολικοῦ κή­ρυκος, θρῦλος, ἔμβλημα ἀγώνων, ἅγιος! Ἂς τιμηθῇ λοιπὸν ἡ μορφή του ὅπως ἁρμόζει.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Περιληπτικὴ μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα ἄρθρου ποὺ δημοσιεύθηκε πρὶν ἀπὸ 67 χρόνια στὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα» (Κοζάνη, φ. 137/Δεκέμβριος 1952) καὶ περιελήφθη στὸ βιβλίο «Δύο ἀδελφὰ ρεύματα (μοναχισμὸς – ἱεραποστολή)» (Ἀθῆναι 1989, σ. 218) 30-11-2018.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.