Αυγουστίνος Καντιώτης



Γρηγοριος ο Ναζιανζηνος, η μεγαλη βελανιδια Οι ῥιζες της· παραγοντες που τoν διαμoρφωσαν

date Ιαν 25th, 2019 | filed Filed under: εορτολογιο

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2149

Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου
Παρασκευὴ 25 Ἰανουαρίου 2019
Το[υ Μητροπολίτου Φλωρινης π. Αυγουστινου Καντιώτου

Γρηγοριος ο Ναζιανζηνος, η μεγαλη βελανιδια
Οι ῥιζες της· παραγοντες που τoν διαμoρφωσαν

αγ. grig.o_theol

Δὲν ἔχει μόνο ὁ οὐρανός, ἀγαπητοί μου, τὰ ἄστρα του, ἔχει καὶ ἡ Ἐκκλησία τὰ δικά της, ποὺ δὲν θὰ σβήσουν ποτέ· «ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν» (Ματθ. 13,43). Τὰ πνευματικὰ ἄστρα τῆς Ἐκ­κλησίας εἶνε οἱ ἅγιοί της, ποὺ εἶνε ἀμέτρητοι.
Τὸν Ἰανουάριο ἑορτάζουν· τὴν 1η τοῦ μη­νὸς ὁ Μέγας Βασίλειος, στὶς 4 οἱ Ἑ­βδομήκοντα ἀ­πόστολοι, στὶς 10 ὁ Γρηγό­ριος Νύσσης, στὶς 15 ὁ Ἰωάννης ὁ Καλυβί­της, στὶς 17 ὁ Μέ­γας Ἀν­τώνι­­ος, στὶς 18 ὁ Μέ­γας Ἀ­θανάσιος καὶ ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, στὶς 19 ὁ Μᾶρ­κος ὁ Εὐγενικὸς ποὺ ἀντέστη κα­τὰ τοῦ πά­πα, στὶς 20 ὁ Μέ­γας Εὐθύμιος, στὶς 21 ὁ Μάξι­μος ὁ ὁμολογητής, καὶ τέλος στὶς 30 ἑορτάζουμε «τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας…· Βασίλειον τὸν μέ­γαν καὶ τὸν θεολόγον Γρηγόριον σὺν τῷ κλεινῷ Ἰωάννῃ τῷ τὴν γλῶτταν χρυσορρήμονι» (ἀπολυτ.).
Γιὰ τοὺς δύο ἐκ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἔχω μιλήσει ἄλλοτε· ὑπολείπεται νὰ μιλήσω γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο. Τὸ θέμα μας λοιπὸν τώρα θὰ εἶνε αὐτός· ἑορτάζει ἰδιαιτέρως στὶς 25 Ἰανουαρίου καὶ μαζὶ μὲ τοὺς δύο ἄλλους συνεορτάζει στὶς 30 τοῦ μηνός.

* * *

Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀγαπητοί μου, εἶ­­­νε μιὰ ὑψηλόκορφη βελανιδιά, ἕνα καρποφό­ρο δένδρο, ποὺ ἐφύτευσε ἡ δεξιὰ τοῦ Κυρίου (πρβλ. Ψαλμ. 79,16) στὸν κῆπο τῆς Ὀρθοδοξίας, δέν­τρο «πεφυτευ­μένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων» (ἔ.ἀ. 1,3) καὶ τοῦ ὁποίου οἱ καρποὶ καὶ τὰ φύλλα εἶνε «εἰς θεραπείαν τῶν ἐθνῶν» (πρβλ. Ἀπ. 22,2).
Ἀλλ᾽ ὅπως κάθε δέντρο ξεκινᾷ ἀπὸ ἕνα σπό­ρο καὶ κατόπιν μεγαλώ­νει, ἔτσι καὶ τὰ μεγάλα ἀναστήματα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐμφανίζον­ται ξα­φνικά· προηγεῖται διεργασία, παράγοντες καὶ γεγονότα ποὺ ἐπιδροῦν στὴν διαμόρ­φωσί τους. Προ­τοῦ λοιπὸν νὰ καθίσουμε κ᾽ ἐμεῖς κάτω ἀπ᾽ τὴ σκιὰ τοῦ πνευμα­τικοῦ αὐτοῦ δέν­τρου, γιὰ ν᾽ ἀπολαύσουμε τὴν πνοὴ τῶν φύλλων του καὶ τοὺς καρπούς του, ἂς δοῦμε τὴ ῥίζα του· νὰ ἐξετάσουμε δηλαδὴ ποιοί παράγοντες συνετέλεσαν στὴν διαμόρφωσι τοῦ χαρακτῆρος τοῦ με­γάλου αὐτοῦ ἀνδρὸς τῆς Ἐκκλησίας.
1. Ἡ μητέρα του. Ἔχετε δεῖ φυτώρια; Εἶνε ἐκ­τάσεις, ὅπου καλλιεργοῦνται δεν­τράκια γιὰ μεταφύτευσι. Φυτώριο πνευμα­τικὸ τῶν ἀνθρώπων εἶνε ἡ οἰκογένεια. Ὁ ἅγι­ος Γρηγόρι­ος ὀφεί­λει τὸ ζῆν στοὺς γονεῖς, τὸ «εὖ ζῆν» στοὺς δα­σκάλους, καὶ τὸ κατὰ Χριστὸν ζῆν –τὸ σπουδαιότερο– στὴν ἁγία μητέρα του, τὴ Νόννα.
Ἡ Νόννα ἦλθε σὲ γάμο. Ὁ σύζυγός της δὲν ἦ­ταν Χριστιανός, ἦταν αἱρετικός· ἀνῆκε στὴν αἵρεσι τῶν ὑψισταρίων, μεῖγμα ἰουδαϊκῶν, χρι­στιανικῶν καὶ εἰδωλολατρικῶν στοιχείων. Ἦ­ταν μία «ἀγριέλαιος», μιὰ ἀγριελιά (῾Ρωμ. 11,17,24), ποὺ τὸν ἐμβολίασε ἡ πι­στὴ σύζυγός του. Λιγώτε­ρο μὲ τὰ λόγια καὶ πιὸ πολὺ μὲ τὴ ζωή της τὸν ἔ­κα­νε νὰ προσέλθῃ στὴν Ἐκκλη­σία, νὰ βαπτισθῇ καὶ νὰ γίνῃ ζωντανὸ μέλος της, τέλος δὲ καὶ ἐ­πίσκο­πος· τότε ἐπίσκοποι γίνονταν καὶ ἔγγαμοι.
Τὸ ζεῦγος ἦταν ἄτεκνο. Ἡ Νόννα προσ­ευ­χό­ταν· Θεέ μου, ἂν μοῦ δώσῃς ἀγόρι, θὰ εἶ­­νε δι­κό σου. Ὁ ἅ­γιος Γρηγόριος δηλαδὴ ἦταν ἀφιερωμέ­νος «ἐκ κοιλίας μητρὸς» αὐτοῦ (πρβλ. Γαλ. 1,15). Καρπὸς νηστείας καὶ προσευχῶν τῆς μητέρας του, «δο­τός» (Α΄ Βασ. 1,11), τάμα· τὸν εἶχε τάξει ἡ μάνα του.
Γεννήθηκε καὶ μεγαλώνοντας ἔδειξε σπάνια εὐφυΐα. Τὸ πρῶτο βιβλίο του ἦταν ἡ ἁγία Γραφή. Εὐτυχι­σμένα τὰ παιδιά, ποὺ ἀπ᾽ τὸ χέρι τῶν γονέων παίρνουν τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅταν ἤμουν μικρός –ἂς ἐπιτραπῇ αὐτὴ ἡ ἐξομολόγησις–, μοῦ ἔφερε ὁ μακαρίτης ὁ πατέρας μου ἕνα Ψαλτήρι, καὶ μέχρι σήμερα ποὺ τὸ ἀνοίγω, δακρύζω στὴν ἀνάμνησί του.
2. Οἱ περιπέτειές του. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ οἰκογε­νει­ακὸ περιβάλλον, στὴν διαμόρφωσι τοῦ χαρακτῆρος του συνετέλεσαν διάφορα γεγονότα.
Δὲν ἔμεινε στὴν πατρίδα του τὴ Ναζιανζό. Ἔφυγε γιὰ σπουδὲς στὴν Καισάρεια, ὅπου πρώ­τη φορὰ γνωρίστηκε μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο, μετὰ στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, κατόπιν στὴν Ἀλεξάνδρεια, καὶ τέλος στὴν Ἀθήνα.
Στὸ ταξίδι του μὲ πλοῖο, στὸ πέλαγος μετα­ξὺ ῾Ρόδου καὶ Κρήτης, κινδύνευσε· καὶ τότε, νέος 18 ἐτῶν καὶ ἀβάπτιστος ἀκόμη, ὑ­ποσχέθηκε, ἂν σωθῇ ν᾽ ἀφιερώσῃ τὸν ἑαυτό του στὸ Θεό, σύμ­φωνα καὶ μὲ τὸ τάμα τῆς μητέρας. Τὸ πλοῖο ἔ­­­φθασε σῷο στὸν Πειραιᾶ. Ἐκείνη ἡ θύελλα βο­ήθησε νὰ γεννηθῇ ἕνας ἅγιος! Ὁ ἴδιος στὰ Ἔ­πη – τραγούδια του λέει· Θεέ μου, πῶς ὁδηγεῖς τὸν ἄνθρωπο στὴ σωτηρία! Μυστηριώδεις οἱ δρό­μοι διὰ τῶν ὁποίων ὁδηγοῦνται οἱ ἄνθρω­ποι στὸ Θεό. Ὅλα τὰ κατευθύνει ἡ θεία Πρόνοια πρὸς σωτηρία. Ἐπ᾽ αὐτοῦ θὰ χρειαζόταν ἰδιαί­­τερο κήρυγμα. Ἐδῶ ἀναφέρω μόνο τὸ ἑξῆς.
Στὸ Ἅγιο Ὄρος, ποὺ πῆγα ἐπανειλημμμένως, εὐλαβεῖς μοναχοί, ποὺ ρώτησα πῶς βρέθηκαν ἐκεῖ, μοῦ ἔλεγαν· Ἤμασταν κ᾽ ἐμεῖς παι­διὰ ἄπιστα, ποὺ τὰ διέφθειρε ἡ Βαβυλώνα αὐ­τή. Ἀλλὰ ἔγινε ὁ ἀλβανικὸς πόλεμος καὶ –ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεός– τὸ χέρι του μᾶς ἅρπαξε καὶ μᾶς ἔστειλε στὸ μέτωπο, ὅπου ἔπεφταν ὅλ­μοι καὶ βλέπαμε συντρόφους μας νὰ θερίζων­ται σὰν τὰ στάχυα. Ἐκεῖ γονατίσαμε καὶ εἴπαμε· Παναγία, σῶσε μας! ἂν εἶνε θέλημα Θεοῦ νὰ ζήσουμε, δὲν θέλουμε πιὰ νὰ πᾶμε στὸν κό­σμο· θὰ πᾶμε στὸν Ἅγιο Ὄρος, νὰ κλάψουμε τοὺς σκοτωμέ­νους καὶ νὰ ζήσουμε κατὰ Θεόν. Καὶ ἐκπλήρω­σαν τὸ τάμα τους. Ἡ περιπέτεια τοῦ πολέμου πολὺ κόσμο ὡδήγησε κοντὰ στὸν Κύριο.
Ἔτσι καὶ ἡ τρικυμία μεταξὺ ῾Ρόδου καὶ Κρή­της συνετέλεσε νὰ λάβῃ τὴν ὁριστική του ἀ­πόφα­σι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός.
3. Ἡ φιλία του. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μητέρα καὶ τὴ φουρτούνα, συνετέλεσε σ᾽ αὐτὸ καὶ ἡ φιλία. Στὴν διεφθαρμένη Ἀθήνα ζοῦσαν νέοι, ὀπαδοὶ τῆς ἐπικουρείου θεωρίας, μὲ δασκάλους εἰ­δωλολάτρες καὶ μὲ πρόγραμμα τὸ «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄ­σκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α΄ Κορ. 15,32). Ἐξαίρεσι μέσα στὸν φοιτητικὸ κόσμο ἀποτελοῦσε ὁ Χριστιανὸς Καππαδόκης Βασίλειος. Σοβαρός, ἀξιοπρεπής, νουνεχής, εἵλκυε τὴν ἐκτίμησι ὅλων, καὶ εἰδωλολατρῶν ἀκόμα.
Μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο γνωρίστηκε στενώτε­ρα καὶ συνδέθηκαν μὲ ἱερὴ φιλία. Οἱ πόθοι καὶ τὰ ὄνειρά τους ταυτίσθηκαν. Ἤμασταν, ἔλεγε ὁ Γρηγόριος, μία ψυχὴ σὲ δύο σώματα. Ἔτσι κα­τώρθωσαν νὰ σταθοῦν κόντρα στὸ ῥεῦμα· ὁ ἕ­νας ἐνίσχυε τὸν ἄλλο. Καί, ὅπως λέει ὁ Γρηγόριος πάλι, Στὴν Ἀθήνα δύο δρόμους γνωρίζαμε, ἐκεῖνον ποὺ ὁδηγεῖ στὸ πανεπιστήμιο καὶ ἐκεῖνον ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Ἐκκλησία.
Ἀπευθυνόμενος στοὺς νέους λέω· Παι­διὰ ποὺ σπουδάζετε, σᾶς παρακαλῶ ἐγὼ ὁ πρεσβύ­της, προσέξτε μὴ περιπλανηθῆτε στοὺς λαβυ­ρίνθους τῆς κοσμικῆς ζωῆς, μὴ σᾶς παραπλα­νήσουν κακοὶ φίλοι. Συνδενθῆτε μὲ τὸ Χριστὸ καὶ μὲ φίλους ποὺ πιστεύουν σ᾽ αὐτόν. Ἐξομολο­γεῖ­σθε τὰ ἁμαρτήματά σας σὲ καλοὺς πνευματικοὺς καὶ κλεῖστε τὰ αὐτιά σας στὶς φω­νὲς τοῦ ὑλισμοῦ. Ἂν ἕνας καθηγητὴς προσ­βάλλῃ τὴν πίστι στὸ Χριστό, διαμαρτυρηθῆτε, ὑ­περασπισθῆτε τὸ «ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλ. 2, 9· τὸ νὰ σιωπήσετε εἶνε ἁμαρτία! Ὄχι, δὲν θὰ παίζου­με κρυφτούλι, ἂν θέλουμε νὰ θριαμβεύσῃ ἡ Ὀρθοδοξία. Σᾶς ὁρκίζω στὸ ὄνομα Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὴν ἀφήσετε νὰ ὑβρίζεται ἐκεῖνος ποὺ εἶπε «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμ­προσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅσ­τις δ᾽ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10,32-33).
4. Ἡ ἔρημος. Παράγοντες λοιπόν, ποὺ διαμόρφωσαν τὸν ἅγιο Γρηγόριο, ἦταν ἡ οἰκογένεια – πρὸ παντὸς ἡ μητέρα του, δεύτερον ἡ περιπέτεια στὸ πέλαγος, τρίτον ἡ φιλία μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο, καὶ τέταρτον κάτι ποὺ θὰ γελάσουν μερικοί· ἡ ἔρημος! Ὕστερα ἀπὸ τόσες σπουδές (ἀστρονομία, ἰατρική, φυσική…), ἡ μεγάλη αὐτὴ διάνοια δὲν ἱκανοποιήθηκε, ἀλλ᾽ ἀνεχώρησε στὴν ἔρημο. Καὶ ἐκεῖ ἐπὶ ἀρκετὰ χρόνια μαζὶ μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο ἀσκήθηκαν μὲ σκληραγωγία στὴ μελέτη τῶν Γραφῶν.
Ἡ ἔρημος εἶνε τὸ σχολεῖο ποὺ τρέφει τὰ με­γάλα πνεύματα. Ἐκεῖ ἔζησε ὁ Μωυσῆς 40 χρό­νια, στὸ ὄρος Χωρήβ· ἐκεῖ ὁ προφήτης Ἠλίας, στὸ Καρμήλιο ὄρος· ἐκεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ βαπτιστής· ἐκεῖ ἐπὶ 40 ἡμέρες ἔμεινε καὶ ὁ Κύριός μας καὶ νίκησε τοὺς πειρα­σμούς. Ἡ ζωὴ στὴν ἔρημο ἀνυψώνει. Ἡ Ἐκ­κλη­σία μας ψάλλει· «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακα­ρία ἐστὶ θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις» (ἀναβ. πλ. α΄)· ἀπὸ τὴν ἔρημο ὁ δρόμος ὁδηγεῖ πρὸς τὸν οὐρανό.
* * *
Ἐὰν σήμερα, ἀδελφοί μου, ὑπάρχῃ λειψαν­δρία στὴν Ἐκκλησία (δὲν ὑπάρχουν πνευματικοὶ χαρισματοῦχοι, ἱεροκήρυκες ποὺ νὰ σείουν τοὺς ἄμβωνες, ἐπίσκοποι ποὺ ν᾽ ἀστράφτουν καὶ νὰ βροντοῦν, μεγάλοι πατέρες ὅ­πως στὴν ἀρχαία ἐποχή), αἰτία εἶνε ὅτι λείπει ἡ ἔρημος. Ὑπάρχει μόνο νόησις, σχολές, πανεπιστήμια, ἀλλὰ λείπει ἡ ἔρημος. Πρέπει νὰ ἐπανέλθουμε στὴν ἔρημο. Ἐὰν δὲν ἐπανέλθουμε στὴν ἔρημο, εἶνε ἀδύνατον ἡ Ἐκκλησία μας νὰ «ἀνθήσῃ ὡς κρίνον» (Ἠσ. 35,1).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἐκεῖ λοιπὸν στὴν ἔρημο ἔμεινε. Ἔτσι τὸ δενδρύλλιον ἀνεπτύχθη, ἔγινε καρπός, μὲ τὰ δάκρυα τῆς μητέρας, μὲ τὴν μελέτη τῆς Γραφῆς, μὲ τὴν μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως, μὲ τὴν φιλίαν τὴν ἱεράν, μὲ τὰς πνοὰς καὶ τὰς αὔρας τῆς ἐρήμου, τὸ δενδρύλλιον αὐτὸ ἀνεπτύχθη καὶ ἔγινε δένδρον μεγάλο πλέον. Καὶ ὅταν πλέον ἔγινε δένδρον ἰσχυρόν, τότε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τὸν μετεφύτευσε, τὸν πῆρε καὶ τὸν φύτευσε.
Ἔγινε κατ᾽ ἀρχὰς πρεσβύτερος, μετὰ ἀπὸ πρεσβύτερος ἔγινε ἐπίσκοπος μικ μιᾶς μικρᾶς κώμης, τῶν Σασίμων· μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπισκοπὴν τῶν Σασίμων πάλι ἔφυγε στὴν ἔρημον. Καὶ ἐκεῖ στὴν ἔρημον τὸν ἅρπαξε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφύτευσε στὴν πόλιν τῶν ὀνείρων μας, στὴν Πόλιν, στὸ Βυζάντιον τὸ ἔνδοξον.
Ὅταν δὲ μετέβη στὸ Βυζάντιον, ἦτο πλέον ἡλικιωμένος καὶ δὲν ἐδημιούργει καμμίαν ἐντύπωσιν. ἀλλὰ Ἦταν δὲ ἐποχὴ διωγμοῦ τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ ἐπεκράτουν οἱ ἀρειανοί. Μία μόνον ἐκκλησία ὑπῆρχε στὴν Πόλιν. Εἰς τὸ Βυζάντιον ὅλαι αἱ ἐκκλησίαι ἦταν ὑπὸ τὴν κατοχὴν τῶν ἀρειανῶν καὶ μία μόνον ἐκκλησία ἔμενε στὴν διάθεσιν – στὴν κυριαρχίαν τῶν ὀρθοδόξων, ὁ περίφημος ἐκεῖνος ναὸς τῆς Ἀναστασίας. στὸν ναὸν ἐκεῖνον τῆς Ἀναστασίας ἐκήρυξε τοὺς τοὺς σπουδαιοτέρους λόγους του ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος· ἐκήρυξε τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ ἀπεστόμωσε καὶ κατα[ε]στηλίτευσε τὴν αἵρεσιν. Ἐκεῖ ἔλαβε τὸ ὄνομα «Θεολόγος».
Ἀπέθανε ὁ Οὐάλης, ὁ αὐτοκράτωρ ὁ ὁποῖος ὑπερήσπιζε τοὺς αἱρετικούς, καὶ ἦλθε στὸν θρόνον ὁ Θεοδόσιος ὁ Μέγας. Ὅταν ἦλθε στὸν θρόνον ὁ Θεοδόσιος ὁ Μέγας, ἐθεώρησε ἐκ τῶν πρώτων καθηκόντων του νὰ τιμήσῃ τὸν Γρηγόριον, νὰ τὸν ἀνυψώσῃ στὸν θρόνον τὸν πατριαρχικόν, νὰ τὸν κάνῃ ἐπίσκοπον πλέον ὄχι Σασίμων ἐκ τῆς μικρᾶς ἐκείνης [πόλεως], μικρᾶς, ἀλλὰ νὰ νὰ νὰ [τὸν] βοηθήσῃ νὰ γίνῃ ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἦτο ἡμέρα ὡραία, ἦτο ἡμέρα λαμπρά, ἦτο ἡμέρα δόξης. Ὕστερα ἀπὸ κάματον καὶ πόνους καὶ βασάνους καὶ λιθοβολισμούς, ἐπὶ τέλους ἡ λυχνία ἐτέθη ἐπὶ τὸν λυχνοστάτην, ἠνήφθη τὸ φῶς, ἐτέθη ἐπὶ τῆς λυχνίας καὶ ἔλαμψε.
Ἀλλὰ περίεργο πρᾶγμα. Τὴν ἡμέραν, ἡ ὁποία ὡρίσθη ὡς ἡμέραν ἐνθρονίσεως, ἦτο μία κακοκαιρία ἄνευ προηγουμένου. Ὁ Βόσπορος ἐταράσσετο ἐκ τοῦ ἐκ τοῦ βυθοῦ, κύματα πελώρια ἐκτύπουν στὰς στὴν παραλίαν τοῦ Βοσπόρου. Ὁ οὐρανὸς ἦτο μαῦρος, ἀπαίσιος· βρονταί, ἀστραπαί! Ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἐνεθρονίζετο. Οἱ αἱρετικοὶ ἔλεγαν· Βλέπετε; κακὸ σημάδι, οἰωνὸς κακός· δὲν θέλει ὁ Θεὸς νὰ γίνῃ ἐπίσκοπος ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός… Ἀλλὰ ὤ τῶν θαυμασίων σου, Χριστέ! Ὅταν ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς ἔφθασε στὸν ναὸν διὰ νὰ ἐνθρονισθῇ, μόλις ἐπάτησε τὸ πόδι του, λένε οἱ ἱστορικοί, ἀμέσως ὁ οὐρανὸς καθάρισε, τὰ σύννεφα ἔφυγαν ὅλα, καὶ ἕνας λαμπρὸς – ὁλόλαμπρος ἐαρινὸς ἥλιος ἐφώτισε τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἦτο τοῦτο συμβολισμός, ὅτι μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἡ Ἐκκλησία ἦτον στὸν ζόφον, ἦτον σκοτεινή, ἦτο γεμάτη ἀπὸ σύννεφα, ἀλλὰ ἀφ᾽ ἧς στιγμῆς ἀνῆλθε στὸν θρόνον του, ἔλαμψε ὁ θρόνος του, ἔλαμψε ἡ Ὀρθοδοξία, ἐφωτίσθη τὸ σύ τὰ σύμπαντα. Ἔτσι ἐνεθρονίσθη καὶ ἔλαβε τὴν ῥάβδον τὴν πατριαρχικὴν ἐκ χειρὸς Θεοδοσίου τοῦ μεγάλου ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός.
Ἠγωνίσθη. Προήδρευσε τῆς Δευτέρας Οἰκουμενικῆς Συνόδου (351 μ.Χ.;). Ἀλλὰ ὁ φθόνος, ὁ ὁποῖος εἶνε καταδιώκει τὰ μεγάλα πνεύματα, δὲν τὸν ἀφῆκε ἥσυχον. Καὶ ὅταν ἠγέρθη μέσα στὴν Δευτέραν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον θέμα κανονικότητος τῆς ἐκλογῆς του, ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, κουρασμένος ἀπὸ τοὺς ἀγῶνας, «κεκμηκώς» ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, ὑπέβαλε τὴν παραίτησιν καὶ ἀπῆλθε πάλιν στὴν προσφιλῆν του ἔρημον, ἀφοῦ προηγουμένως ἐξεφώνησε θαυμασιώτατον λόγον ἀποχαιρετισμοῦ πρὸς τὴν Πόλιν στὴν ὁποίαν εἰργάσθη ὡς κῆρυξ τοῦ εὐαγγελίου.
Ἀλλὰ ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς δὲν ἐδίδαξε μόνον στὴν ἐποχήν του, δὲν ἐπέδρασε μόνον στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του· ἐξακολουθεῖ τὸ μνημόσυνόν του μέχρι σήμερον· ἐξακολουθεῖ νὰ διδάσκῃ, ἐξακολουθεῖ νὰ ἔχῃ τὴν εὐεργετικήν του ἐπίδρασιν μέχρι σήμερον· διδάσκει διὰ τῶν συγγραμμάτων του, τῶν σοφῶν συγγραμμάτων του, τὰ ὁποῖα συνέγραψε ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός.
Εἶνε κανείς, εἶνε ἐδῶ κανείς, εἶνε κανεὶς ἐδῶ –διότι σιγὰ – σιγὰ μὲ τὸ φανάρι τοῦ Διογένους θὰ ψάχνωμε–, εἶνε κανεὶς ἐδῶ ποὺ θέλει νὰ φορέσῃ τὸ τίμιον ῥάσον τοῦ κληρικοῦ; Δὲν Τίποτε ἄλλο δὲν συνιστῶ. Ἐὰν ὑπάρχῃ ἐδῶ νέος, φοιτητὴς θεολογίας ἢ ἄλλων ἐπιστημῶν, ποὺ θέλει νὰ φορέσῃ τὸ ῥάσο τοῦ κληρικοῦ καὶ νὰ ὑπηρετήσῃ τὴν πατρίδα μας στὰ σύνορα ἢ οἱον[υ]δήποτε ἀλλοῦ, ἐάν, λέγω, ὑπάρχῃ τοιοῦτος νέος, τίποτε ἄλλο δὲν συνιστῶ· νὰ διαβάσῃ, νὰ διαβάσῃ μίαν θαυμασίαν ὁμιλίαν, νὰ διαβάσῃ τὴν τὸν Ἀπολογητικὸν τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου· καὶ ὅταν διαβάσῃ, θὰ δῇ ὅτι εἶνε ἕνας μικρός, εἶνε μικρὸς πολὺ μικρός, ἀπέναντι τοῦ ὕψους τῆς ἱερωσύνης. Ἐὰν διάβαζαν οἱ ἱερεῖς μας καὶ οἱ ἐπίσκοποί μας τὸν θαυμάσιον αὐτὸν Ἀπολογητικὸν τὸν ὁποῖον συνέταξε ἡ χεὶρ ἡ διάνοια τοῦ Μεγάλου Γρηγορίου!…
Εἶνε εἶνε κανεὶς θεολόγος; θέλει νὰ ὀνομάζεται θεολόγος; Ἂς ἀνοίξῃ νὰ διαβάσῃ μερικὲς νύχτες… Ὅπως ἄλλοι διαβάζουν μέχρι τὰ μεσάνυχτα τὰ μυθιστορήματα, ὅπως ἄλλοι παρακολουθοῦν τὰ φίλμ, τὰ γκαγκστερικὰ φίλμ, ὅπως ἄλλοι κάθονται μέσ᾽ στὰ καμπαρὲ καὶ διέρχονται ὁλόκληρος[ν] τὴν νύκτα, ἐσὺ παιδί μου, φοιτητὴς θεολογίας ἢ οἱασδήποτε ἄλλου [ἄλλης ἐπιστήμης], ἄνοιξε τὰ συγγράμματα τοῦ μεγάλου Γρηγορίου καὶ μελέτησε τοὺς θεολογικοὺς λόγους, διὰ νὰ ἴδῃς ἐκεῖ ἕνα ὕψος, μέγα ὕψος ἰδεῶν, νὰ θαυμάσῃς τὴν Ὀρθοδοξίαν, καὶ νὰ γίνῃς ζηλωτὴς τῆς πίστεώς μας. Ἐκεῖ μέσα γράφει, ὅτι «Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον» (Ἑ.Π. Migne 36,…)· ὅτι πρέπει ὅτι προτιμότερον λέει κανεὶς νὰ θυμᾶται τὸν Θεὸν παρὰ ν᾽ ἀναπνέῃ, ὅτι ἡ προσευχὴ εἶνε ἀναπνοή· καὶ ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ καν­εὶς χωρὶς τὴν ἀναπνοήν, οὕτω πως δὲν ζῇ κανεὶς χωρὶς τὴν προσευχήν.
Εἶνε κανεὶς ἐδῶ πέρα ποὺ κλαίει διότι ἀπέθανε κάποιος φίλος του, κάποιος συγγενής του; πέθανε ὁ ἄντρας, τὰ παιδιά, καὶ ὁ τάφος εἶνε νεοσκαμμένος καὶ ποτίζει τὴν γῆν μὲ τὰ δάκρυά του; Ἂς ἀνοίξῃ τὸν παρήγορον τῶν πενθούντων, τὸν διδάσκαλον τοῦ θανάτου, τὸν φιλόσοφον τοῦτον ἱεράρχην, διὰ νὰ ἴδῃ· διότι καὶ ὁ Γρηγόριος ἐπνίγη [ἐπλήγη] ἀπὸ [πένθη] οἰκογενειακά· ἀπέθανε ὁ πατέρας του, ἀπέθανε ἡ μητέρα του, ἀπέθανε ἡ Γοργονία ἡ ἁγία ἀδελφή του, ἀπέθανε ὁ Καισάριος ὁ ἀδελφός του, φιλόσοφος καὶ ἰατρός, εἰς νεαρὰν ἡλικίαν· καὶ τελευταῖος πάντων ἀπέθανε ὁ Γρηγόριος. Καὶ στάζει παρηγορία μεγάλη τὰ συγγράμματά του καὶ ὑψώνουν τὸν ἄνθρωπον στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου πλέον ἐκεῖ ἀκούεται ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου μας «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 11,25) καὶ ὅτι «ὁ Θεὸς δὲν εἶνε Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων» (βλ. Λουκ. 20,38). Ναί.
Εἶνε κανεὶς ποιητής; ἀρέσει [ἀρέσκεται] στὰ ποιήματα; θέλει νὰ τραγουδάῃ; θέλει νὰ τραγουδάῃ! Ἂς [τὸν] διαβάσῃ! Ὑπῆρξε καὶ ποιητής, μέγας ποιητής, ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός. Ὅλα αὐτὰ τὰ ὡραῖα τροπάρια τὰ ὁποῖα ἀκούομε κατὰ τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα, τὴν ὁποίαν καὶ τὰ Θεοφάνεια, καὶ πρὸ παντὸς κατὰ τὰ Χριστούγεννα, εἶνε ἀπηχήματα τοῦ μεγάλου τούτου ἀνδρός· εἶνε κομμάτια παρμένα ἀπὸ τοὺς περιφήμους λόγους, τοὺς ὁποίους ἐξεφώνησε στὰς μεγάλας ἑορτὰς καὶ πανηγύρεις.
Ἔφτειασε στὴν ἔρημο – πόσους νομίζετε; Κάποιος ἐκάθησε καὶ ἐμέτρησε τοὺς στίχους, τὰ ποιήματα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Εἶνε τὰ ποιήματά του –μετρῆστε– δεκαοχτὼ χιλιάδες ποιήματα [18.000 στίχοι], ὁλόκληρος Ὀδύσσεια καὶ Ἰλιάς. Ἀλλὰ ἄγνωστος! Ὁ κόσμος ψέλνει τὰ τραγούδια τοῦ κόσμου, ἀλλὰ τὰ τραγούδια τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου εἶνε σπάνια καὶ ἀνεκτίμητα. Ψάλλουν ἄλλοι τὸν ἔρωτα, ψάλλουν ἄλλοι τὰ λουλούδια, ψάλλουν ἄλλοι τὰ ἄστρα, ψάλλουν ἄλλοι τὴν γυναῖκα, ψάλλουν ἄλλοι τοὺς ἥρωας τοὺς ἐθνικούς, ψάλλουν τὰ διάφορα πράγματα. Ἡ μοῦσα – ἡ «κιθάρα» τοῦ Γρηγορίου εἶνε ἄλλου εἴδους, εἶνε μεταφυσικὴ κιθάρα· ψάλλει τὸν ἔρωτα πρὸς τὸν Θεόν. Λέγει μέσα του, Ὅταν ἀνοίγῃς τὰ ποιήματα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θε τοῦ Θε τοῦ Θεολόγου, εἶνε σὰν νὰ σὲ παίρνουν φτερὰ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων καὶ σὲ ἀνεβάζουν στοὺς οὐρανούς. Ψάλλει λοιπὸν τὴν δόξαν τοῦ Ἐσταυρωμένου. Λέγει· Ἡ πνοή μου ἡ ἀναπνοή μου εἶνε ὁ Χριστός μου, ἡ δύναμίς μου εἶνε ὁ Χριστός, ὄλβος μου, ὄλβος μου, πλοῦτος μου, εἶνε ὁ Χριστός, σοφία μου εἶνε ὁ Χριστός, δικαιοσύνη μου εἶνε ὁ Χριστός, ἔρως μου εἶνε ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα (Ἀπ.…). Χωρὶς Χριστὸ εἶνε ματαία ἡ ζωή. Ἔ Εἶνε παίγνια, παίγνια, εἶνε μηδὲν ὁ ἄνθρωπος, εἶνε ματαία ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἐὰν δὲν ἀγαπήσῃ τὸν Χριστόν… Ταῦτα καὶ ἄλλα ἀκόμη ὑψηλὰ νοήματα περιέχουν τὰ ποιήματα τοῦ Γρηγορίου.

Ταῦτα, ἀγαπητοί μου, τὰ ὀλίγα. Θὰ ἠδυνάμην ἀκόμα νὰ ὁμιλήσω, νὰ μὴν κουράζωμαι νὰ ὁμιλῶ γιὰ τὸν Γρηγόριον. Μεγάλα ἀναστήματα! Ὅταν καμμιὰ φορὰ –σᾶς ἐξομολογοῦμαι–, καμμιὰ φορὰ ὁ σατανᾶς μὲ πειράζῃ καὶ νομίζω καὶ ἐγὼ ὅτι εἶμαι κάτι μέσα στὴν Ἐκκλησία –καὶ φοβοῦμαι τὸν πειρασμὸ τῆς ὑπερηφανείας φοβερά–, ὅταν μὲ πειράζῃ καμμιὰ φορὰ μιὰ τέτοια ἰδέα καὶ νομίζω ὅτι ἡμεῖς –διότι τί εἴμεθα ἡμεῖς; μακάρι νὰ τὸ φρονήσωμε. Ξέρεις τί εἴμεθα ἡμεῖς; ἐμεῖς τέλος πάντων, ποὺ νομίζομε ὅτι εἴμεθα κάτι καὶ ὁ κόσμος μᾶς ἀκολουθεῖ καὶ μᾶς θαυμάζει, ἐμεῖς ἀδελφοί μου ἐν σχέσει μὲ τὸν Γρηγόριον τὸν Θεολόγον καὶ μὲ τοὺς μεγάλους πατέρας εἴμεθα ξέρεις τί εἴμεθα πυγολαμπῖδες. Θὰ μετέφραζα τὴ λέξιν αὐτὴ εἰς μίαν λαϊκὴν γλῶσσαν, διὰ νὰ ἴδετε τί θὰ πῇ πυγολαμπίς. Πυγολαμπῖδες, μικρὰ φῶτα ἐντόμων τὰ ὁποῖα πετοῦν μέσ᾽ στοὺς θάμνους τὴ νύχτα καὶ φωτίζουν ὀλίγον τὸ σκότος. Τοιαῦτα μικρὰ ἔντομα τὰ ὁποῖα στὴν οὐράν τους ἐκπέμπουν ἕνα ἕνα σπινθηρι σπινθηρισμόν, τοιαῦτα μικρὰ ἔντομα – πυγολαμπῖδες εἴμεθα ἐμεῖς ἀπέναντι τοῦ ἡ τῶν ἀστέρων αὐτῶν, τοὺς ὁποίους οἱ ὁποῖοι ἀνέτειλαν στὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν , καὶ δὴ ὁ θεολόγος καὶ ὁ ἐπίσκοπος, ὅταν ἀτενίσῃ τὰ μεγάλα αὐτὰ ἀναστήματα, τὰ ὁποῖα ἐγέννησε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Πρότυπα αἰώνια.
Ἀλλὰ διαφέρουν. Ὅπως «ἀστὴρ ἀστέρος διαφέρει ἐν (τῇ) δόξῃ» (……), οὕτως [καὶ] πατὴρ πατέρος πατέρων [πατρὸς] καὶ διδάσκαλος [διδασκάλου]. καθένας Ὅπως Μέσ᾽ στὸ δάσος τὰ πουλιὰ δὲν κελαηδοῦν τὰ ἴδια. Ἂν πᾷς στὸ δάσος μέσα, θ᾽ ἀκούσῃς μία συναυλία, ἕνα Μπετόβεν. Τί Μπετόβεν τί Μπετόβεν! Κανείς δὲν μπορεῖ νὰ νικήσῃ τὸ ἀηδόνι, ποὺ τραγουδάει μέσ᾽ στὰ δάση τῆς Πίνδου. Ἂν περάσῃς τὰ δάση τῆς Πίνδου, θ᾽ ἀκούσῃς μία συναυλίαν πού ᾽νε μηδὲν μπροστά [της εἶνε μηδὲν] συναυλίαι τῶν μεγάλων αὐτῶν ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὸ ἐξωτερικόν. Ἐκεῖ λοιπόν Ὅπως μέσ᾽ στὸ δάσος δὲν κελαδάει ἕνα πουλί, ἀλλὰ ἡ ὡραιότης τοῦ δάσους εἶνε ἀπὸ τὴν ποικιλία τῶν ᾠδῶν, ἀπὸ τὰ διάφορα [ἀκούσματα], ἔτσι λοιπὸν καὶ τὸ δάσος τῶν πατέρων ἔχει διάφορα πουλιά· ἄλλος εἶνε κορυδαλλός, ἄλλος εἶνε ἀηδόνι, ἄλλος εἶνε καναρίνι… Καθένας μὲ τὴν φωνήν του ψάλλει τὸ μεγαλεῖον τοῦ Χριστοῦ.
Διαφέρουν κατὰ κατὰ τὸν χαρακτῆρα, κατὰ τὴν ἰδιοσυγκρασίαν.
Ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς ἦτο μᾶλλον φιλόσοφος, ἠρέσκετο στὸ φιλοσοφεῖν καὶ θεολογεῖν ὅσον οὐδεὶς ἄλλος. Καὶ δι᾽ αὐτὸ βλέπετε, στὰ ἐμπόδια τὰ ὁποῖα συνήντα, δὲν ἔμεινε πάντοτε. Μόλις μερικοί, κακοποιὰ στοιχεῖα, ἀνάξιοι ἐπίσκοποι, φθονεροί, ἤγειραν θέμα κανονικότητος, ἐκ μιᾶς λεπτότητος παραιτήθη. Καὶ εἶπε ἐκεῖνο· «Ἐὰν ἐγὼ εἶμαι αἴτιος τῆς ταραχῆς, ἐὰν ἐγὼ εἶμαι αἴτιος τῆς διαταραχῆς, ῥί ῥίψατέ με στὴν θάλασσα, διὰ νὰ γαληνεύσῃ ἡ θάλασσα. Ἐὰν ἐγὼ εἶμαι Ἰωνᾶς, ῥίψατέ με στὴν θάλασσαν, διὰ νὰ γαληνεύσῃ τὸ πέλαγος». Δὲν ἦτο Ἰωνᾶς, ἄλλοι ἦταν Ἰωνᾶδες. Ἀλλὰ μία λεπτότης, μία εὐαισθησία, μία μία μία μία ταπεινότης ἦτο ἐκείνη ἡ ὁποία ὡμίλει ὡμίλει οὕτω πως. Δὲν ἦτο αὐτὸς Ἰωνᾶς, ἐκεῖνοι ἦταν Ἰωνᾶδες, ποὺ ἔπρεπε νὰ ῥιφθοῦν στὴν θάλασσαν διὰ νὰ διὰ· ἔπρεπε νὰ τοὺς ἁρπάξῃ καὶ νὰ τοὺς πετάξῃ μέσ᾽ στὸ πέλαγος. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀπὸ μία λεπτότητα ἔγινε Ἰωνᾶς καὶ ἡσύχασε ἂν ἡσύχασε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Διάφορος τύπος, διάφορος τύπος ἦτον ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Δὲν εἶχε τὴν πτῆσιν τῆς φαντασίας, δὲν εἶχε τὸν ποιητικὸν οἶστρον τοῦ Γρηγορίου, δὲν εἶχε τὸ φιλόσοφον τοῦ Γρηγορίου, ἀλλὰ ἦτο μαχητής. Ἐκαθάρισε τὴν Ἐκκλησίαν. Ἠγωνίσθη. Τοῦ κυκλοφόρησαν μέσ᾽ στὴν Πόλι λιβέλλους, τὸν ὕβρισαν καπηλικῶς· τὸν κα τοῦ ἀπηύθυναν εἰκοσιπέντε-εἰκοσιεπτὰ κατηγορίας· ἀλλὰ ἀνένδοτος, ἐναντίον ἀρχόντων, ἐναντίον στρατηγῶν, ἐναντίον βασιλέων, ἐναντίον ἀνακτόρων, ἐναντίον παντός· μέχρις ὅτου ἀπέθανε ὁ κορυδαλλὸς αὐτός, ἡ ἀηδὼν αὐτὴ τοῦ ἄμβωνος, ἀπέθανε στὴν Κουκουσὸν ἐξόριστος λέγων· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἔνεκα». Διάφοροι λοιπὸν χαρακτῆρες. Μία ὁδὸς εἶνε ἡ ὁδὸς τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ· φυγή, φυγὴ στὴν ἔρημον. Ἡ ἄλλη ὁδὸς εἶνε ἡ ὁδὸς τοῦ Γρηγορίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου· μάχη μέχρι ἐσχάτων.
Δὲν εἴμεθα, ἀδελφοί μου. Στὸ σημεῖον αὐτὸ θὰ κάνω μία ἐξομολόγησιν καὶ θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ ἀπαντήσετε εἰλικρινῶς. Ἂς ἐπανέλθωμε στοὺς χρόνους κατὰ τὴν ὁποία [τοὺς ὁποίους] οἱ ἄνθρωποι ἐξωμολογοῦντο δημοσίᾳ. Ὄχι μόνον λαϊκοί, ἀλλὰ καὶ ἐπίσκοποι ἐξωμολογοῦντο δημοσίᾳ. Σᾶς θεωρῶ πνευματικά μου παιδιά, ἂν καὶ διακρίνω ἐν μέσῳ ἐδῶ μερικοὺς κατασκόπους, μερικὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἔρχονται ἐδῶ πέρα ὡς μωμοσκόποι, διὰ νὰ συλλάβουν τὸν ἱεροκήρυκα πταίοντα. Ἀλλὰ εἶμαι καὶ τούτων ἐπίσκοπος καὶ ὅλων, ὅπως εἶπε ὀρθῶς ἕνας λαμπρὸς πνευματικὸς πατήρ, ποὺ μοῦ ὑπενθύμισε μίαν φράσιν ἐκλεκτοῦ συναδέλφου μου ἐπισκόπου. Ἐν πάσῃ περιπτώσει τοὺς πάντας περιλαμβάνω στὴν ἀγάπην καὶ πρὸς πάντας ἀπευθύνω, καὶ κάνω μίαν δημοσίαν ἐξομολόγησιν, καὶ παρακαλῶ νὰ μοῦ δώσετε τὴν ἀπάντησιν. Καὶ ἀπὸ τὴν ἀπάντησιν, ποὺ θὰ μοῦ δώσετε, θὰ συνεχίσω κ᾽ ἐγὼ περαιτέρω.
Εἶπα, ὅτι μία εἶνε ἡ ὁδός, ἡ ὁδός Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου· φυγὴ στὸ μοναστήριον. Εἶνε ὡραῖον πρᾶγμα νὰ ζῇ κανεὶς μέσα στὴν ἔρημον, εἶνε ὡραῖον πρᾶγμα νὰ προσεύχεται, εἶνε ὡραῖον πρᾶγμα μακρὰν τοῦ θορύβου τοῦ κόσμου ν᾽ ἀνατείνῃ τὰς χεῖρας τὴ νύχτα κάτω ἀπὸ τὸν ἔναστρον οὐρανὸν καὶ νὰ προσ[εύχεται]. Εἶνε γλυκύτης καὶ ὡραιότης, εἶνε Θαβώρειον ὄρος. «Καλὸν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» (βλ. Ματθ. 17,4). Ναί. Ὤ πόσον ποθῶ τὴν ἔρημον! Ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει. Ναί, μέσα στὴν ἔρημον ἐκείνη, ποὺ μεστώνει τὸ πνεῦμα. καὶ ὁ ἄνθρωπος Καὶ ὅπως λέγει ὁ Γρηγόριος, φεύγω στὴν ἔρημο, διὰ νὰ μὴ βλέπω τὰς ἀθλιότητας τῶν ἐπισκόπων, τὰς κακίας τῶν ἀνθρώπων, τὴν διαφθορὰν τῶν ἀνακτόρων, τὴν κακοήθειαν τῶν ὄχλων. Φεύγω στὴν ἔρημον καὶ ἐκεῖ.
Λέγουν γιὰ τὸν κύκνο, ὅτι ὁ κύκνος τραγουδάει ὄμορφα. Ἐκεῖ στὴν Ἄγρα, στὴ λίμνη, ὁσάκις περνῶ ἀπὸ τὴν Ἄγραν, ἀπ᾽ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα εἶνε μία ὡραιοτάτη λίμνη καὶ μέσα στὴν λίμνην ἐκείνη κολυμποῦν κύκνοι, ὡραιότατοι κύκνοι. Τραγουδοῦν ὄμορφα· ἀλλ᾽ ὅπως λέγουν, τὸ ὀμορφότερο τραγούδι τοῦ κύκνου εἶνε ὅταν πλησιάζῃ ν᾽ ἀποθάνῃ. Τραγουδάει τότε γλυκύτατα τὸ ὡραιότατον τὸ τελευταῖον τραγούδι τοῦ κύκνου. Καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀνεχώρησε στὴν ἔρημον, καὶ ἐκεῖ ἔψαλεν ὡς κύκνος, ὡς γέρων κύκνος, ἔψαλε τὰ ὡραιότερα τραγούδια του. Λοιπόν, Ἀλλ᾽ ὁ ἄλλος [ἄλλη] πάλι μία ὁδὸς εἶνε τοῦ Χρυσοστόμου τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Καὶ ἐμεῖς δὲν εἴμεθα , εἴπαμε, πυγολαμπῖδες εἴμεθα. Δὲν εἴμεθα Γρηγόριοι, δὲν εἴμεθα Χρυσόστομοι, δὲν εἴμεθα Βασίλειοι. Ὄχι. Ἀλλά, ἐνῷ δὲν εἴμεθα Γρηγόριοι, ἐνῷ δὲν εἴμεθα Βασίλειοι, ἐνῷ δὲν εἴμεθα μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μικρὰ θαμνώδη ἀναστήματα ἀπέναντι ὑψικαρήνων δένδρων, ἐνῷ εἴμεθα μικρὰ ἀναστήματα, ἐν τούτοις τὸ ἔργον τοῦ Παύλου πράττομεν, τὸ ἔργον τοῦ Πέτρου πράττομεν, τὸ ἔργον τοῦ Βασιλείου πράττομεν, τὸ ἔργον τοῦ Χρυσοστόμου πράττομεν. Καὶ διάφοροι εἶνε οἱ δρόμοι.
  Λοιπόν, σᾶς ἐρωτῶ· μοῦ ᾽ρχονται δύο λογισμοί. Ὅταν βλέπω τὴν διαφθοράν, τὴν κακίαν, τὴν συκοφαντίαν –καὶ εἶμαι ὅσον οὐδεὶς ἄλλος ἐσυκοφαντήθη στὸν κόσμον τοῦτον, καὶ οἱ τάφοι τῶν γονέων μου ἀνεσκάφησαν ἀκόμα, καὶ ἀπορῶ πῶς ἵσταμαι ἀκόμα μαχόμενος ἐναντίον τόσης κακοηθείας καὶ διαφθορᾶς τοῦ κόσμου–, ὅταν λοιπὸν ὅλα αὐτὰ σκέπτωμαι καὶ δακρύω στὸ δωμάτιόν μου καὶ τὸ κελλί μου γνωρίζει τὰ δάκρυά μου καὶ ὡς ἱεροκήρυκας καὶ ὡς ἐπισκόπου, ὅταν γνωρίζω ἐγκαταλείψεις καὶ προδοσίας ἀναξίων πνευματικῶν μου τέκνων, ὅταν ὅλα ταῦτα σκέπτωμαι, μοῦ λέγω· Αὐγουστῖνε, τράβα στὸ μοναστήρι. Μούντζωσέ τα ὅλα καὶ βάδισε τὴν ὁδὸν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἄντε ἐκεῖ πέρα, νὰ σὲ λησμονήσουν οἱ ἐχθροὶ καὶ οἱ φίλοι σου, καὶ ἐσὺ ὡς ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος «συστρεφόμενος ἑαυτῷ καὶ Θεῷ» νὰ τελειώσῃς τὸν ἐπίγειον βίον σου. Αὐτὸς εἶνε ἕνας λογισμός μου. Ὁ ἄλλος λογισμὸς λέει· Ὄχι! θὰ μείνῃς μέχρι τέλους, θὰ ἀγωνισθῇς μέχρι τέλους. Καὶ ἂν ἀκόμα νέα βάσανα καὶ νέαι περιπέτειαι καὶ νέαι ἐξορίαι καὶ Κουκουσός, θὰ βαδίσῃς μέχρι τέλους.
Δύο λογισμοί. Ἐσεῖς ποιόν δρόμον λέτε νὰ βαδίσω; ὁδὸς Γρηγορίου ἢ Ἰωάννου Χρυσοστόμου; (γίνεται βαβούρα) Ἔ, κάτσε. Γιά κάτσε ν᾽ ἀκούσῃς. Σταματῆστε, σταματῆστε. Γιά σταματῆστε ν᾽ ἀκούω. (φωνές, συνθήματα) Γιά σταματῆστε. Σαφῶς. Θέλω ν᾽ ἀπαντήσετε σαφῶς. Ποία ὁδὸς εἶνε. Ὅπως εἶνε ὁδος Ζωοδόχου Πῆγῆς καὶ Τρικούπη. Δυὸ δρόμοι. Ὁδὸς Γρηγορίου θεολόγου ἢ Ἰωάννου Χρυσοστόμου; (φωνές· Χρυσοστόμου) Ἔ καλά. Κρίμας! Ἐγὼ νόμιζα ὅτι θὰ μοῦ λέγατε «Δὲν τραβᾷς στὸ μοναστήρι νὰ κλαύσῃς τ᾽ ἁμαρτήματα;» (φωνές· Ὄχι) Δὲν μ᾽ ἀγαπᾶτε, δὲν μ᾽ ἀγαπᾶτε. (ἀπαντοῦν· Σ᾽ ἀγαπᾶμε). Λοιπόν, καλά. Ὥστε δὲν ἔχω κανένα… Γιά σταματῆστε. Ὥστε ἡ ὁδὸς Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου δὲν ἔχει ὀπαδοὺς ἐδῶ πέρα; Κρίμας, κρίμας, κρίμας! Λοιπὸν καλά, καλά, καλά. Ἔ καλά· ἀφοῦ ἀπαντήσετε ὅλοι καὶ λέτε ὅτι πρέπει νὰ βαδίσωμε τὴν ὁδὸν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, νὰ τὴ βαδίσωμε· καλά, νὰ τὴ βαδίσωμε. (χειροκροτήματα) Καλά. Ἀλλὰ ἀφοῦ θέλετε, ἀφοῦ θέλετε, ἀφοῦ θέλετε, ἀφοῦ θέλετε (γίνεται βαβούρα) Καλά. Περίμενε, περίμενε. Ἔχεις δίκιο, ἔχει δίκιο. Περίμενε. Λοιπόν. Ἔ. Ἔλα, σταματῆστε. Ἐγὼ φταίω, ἐγὼ φταίω! Βλέπεις τί κάνει ὁ διάλογος; Καλὰ ἤμεθα. Φουρτούνα τώρα ἔχομε, φουρτούνα. Γιά σταματῆστε! Σιωπή!
Καλά. Ἐδῶ ὅσοι εἶσθε, εἶσθε ὀπαδοὶ τῆς μάχης. Ἀλλὰ τώρα, ἐφ᾽ ὅσον εἶσθε ὀπαδοὶ τῆς μάχης, θὰ κάνωμε συμβόλαιο. Θὰ μὲ βοηθήσετε; (Ναί!) Δὲν ἀμφιβάλλω, ὅτι ἡ ὑπόσχεσίς σας θὰ εἶνε βεβαία καὶ ἀσφαλής, διότι ἔχω ἀποδείξεις. Μὲ βοηθήσατε, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. Μὲ βοηθήσατε! Δεκαπέντε χρόνια, ποὺ μάχομαι μέσα στὴν Ἀθήνα, μὲ βοηθήσατε καὶ στὶς σκληρότερες ἡμέρες. Μὲ ἐβοηθήσατε μὲ τὸν ὀβολόν σας καὶ ἐκτίσθησαν δύο καὶ τρίτον χτίζεται (ἐννοεῖ τὸ τοῦ Ἀμαρουσίου, ὁδ. Αἰσώπου 8) εὐαγὲς ἵδρυμα. Μὲ ἐβοηθήσατε μὲ τὴν ψυχή σας. Μερικοὶ δὲ ἀπὸ σᾶς μὲ ἀκολουθήσατε καὶ σὲ ἐξορμήσεις, ποὺ ὁ κόσμος θεωροῦσε ὡς εἴδη παραφροσύνης. Μὲ ἀκολουθήσατε ἀκόμα καὶ ἐκαθήσαμε καὶ στὸ ἑδώλιον τοῦ κατηγορουμένου καὶ ἐδικάσθημεν ὀκτὼ μῆνες μὲ ἀναστολή. Δὲν τὰ λησμονῶ αὐτὰ τὰ πράγματα. Μὲ βοηθήσατε καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ μὲ βοηθήσετε. Ἀλλὰ…
Καὶ ἔχω νὰ σᾶς ἀναγγείλω εὐχάριστο γεγονός. «Αὕτη ἡ ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθώμεν ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. …). Θυμᾶστε πρὸ δυὸ μῆνες ἐδῶ πέρα τί γινότανε; Ἔ, σᾶς λέγω, ὅτι ἀρχίζει ἡ κάθαρσις. [φωνάζουν συνθηματικά· Κάθαρσις!] Ἐνθυμοῦμαι στὸ διάστημα τῶν δεκαπέντε ἐτῶν οἱ περισσότεροι μοῦ λέγανε· Μωρέ, Αὐγουστῖνε, σταμάτα, δὲ γίνεται τίποτα δὲν γίνεται. Δὲν γίνεται τίποτα! Δὲν ἤκουσα τὴν φωνὴν τῶν δειλῶν, δὲν ἤκουσα τὴν φωνὴν τῶν ἀπαισιοδόξων, ἀλλὰ [καὶ] μόνος καὶ μετ᾽ ἄλλων ἠγωνίσθημεν τὴν ὁδὸν αὐτήν. Καὶ συνεπῶς εἰσερχόμεθα πλέον εἰς νέαν φάσιν. Τὸ σύνθημα «κάθαρσις» θὰ γίνῃ πραγματικότης. ῾Ροδίζει νέα ἡμέρᾳ. «Αὕτη ἡ ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ» [φωνάζουν Ἀμήν].
Στὸν ἀγῶνα αὐτὸν τῆς καθάρσεως σᾶς καλῶ ὅλους σας νὰ λάβετε μέρος, σᾶς καλῶ ὅλους σας νὰ βοηθήσετε. Διότι ἐπιθυμῶ ἡ κάθαρσις νὰ γίνῃ κανονική, σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνας, καὶ νὰ εἶνε δικαία καὶ ἀντικειμενική. Σᾶς παρακαλῶ ὅλους νὰ μὲ βοηθήσετε μὲ τὰς προσευχάς σας. Δὲν εἶνε εὔκολο πρᾶγμα ἡ κάθαρσις. Ἐδῶ ἔπεσε ἕνας Χρυσόστομος! Τί εἴμεθα ἐμεῖς; Θὰ γίνῃ μάχη ἐναντίον πολλῶν καὶ διαφόρων παραγόντων, ἀλλὰ ἐλπίζω, ἐὰν πείσω ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, ποὺ θέλουν τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ, ἂν πείσω ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, ποὺ θέλουν νὰ καθαρθῇ ἡ Ἐκκλησία, ἐὰν ὑπάρχουν ἑκατὸ Χριστιανοί, ποὺ προσεύχονται, ὁ Θεὸς θὰ κάνῃ τὸ ἔργον του, θὰ καθαρίσῃ τὴν Ἐκκλησίαν του.
Ταῦτα, ἀγαπητοί μου. Καὶ μὲ τὴν βοήθειάν σας Θέλω νὰ προσ­εύχεσθε, διότι εὑρίσκομαι στὰ ἄκρα ἐκεῖ τῆς πατρίδος, ὅπου ἀπέχομεν μόλις δέκα χιλιόμετρα – δεκαπέντε χιλιόμετρα, ὅπου τσακάλια διαφόρων χρωμάτων ὠρύονται κ᾽ εἶνε ἕτοιμα νὰ κατασπαράξουν τὴν μικρά μας πατρίδα. Ὁ Θεὸς προστατεύοι τὴν πατρίδα μας, ὁ Θεὸς σῴζοι τὸ ἔθνος μας ὄχι κατὰ τρόπον ὅπου νομίζουν πολλοί, ἀλλὰ διὰ τῶν προσ­ευχῶν τῶν ἁγίων καὶ τῶν προσευχῶν τῶν νηπίων καὶ ὅλων τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνos

(αἴθουσα ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς 44 Ἀθήνα, Κυριακὴ βράδυ 21-1-1968)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.