Αυγουστίνος Καντιώτης



Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΛΑΤΡΕΙΑ [Κυριακη της Σαμαρειτιδος (Ἰω. 4,5-42)]

date Μαι 25th, 2019 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2191

Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος (Ἰω. 4,5-42)
26 Μαΐου 2019
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

Στενός, ἀγαπητοί μου, πολὺ στενός, ἦταν ὁ θρησκευτικὸς ὁρίζοντας, μέσα στὸν ὁ­ποῖο ζοῦσε ὁ ἀρχαῖος κόσμος, πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ. Τὰ ἔθνη, ποὺ δημιουργήθηκαν μετὰ τὸν διασκορπισμὸ ποὺ προκάλεσε ὁ πύργος τῆς Βαβέλ, ἀντιλαμβάνον­ταν τὸ θεὸ ἢ τοὺς θεούς, ποὺ λάτρευαν κατὰ τόπους, σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, μέσα δηλα­δὴ στὰ γνωστὰ σ᾽ αὐ­τοὺς μέτρα. Δὲν μποροῦσαν νὰ σκεφτοῦν κατ᾽ ἄλλο τρόπο, ἡ σκέψι τους δὲν διέθετε ἄλλα περιθώ­ρια. Περιώριζαν τὸ θεῖο σὲ ὡρισμένους τό­πους, σὲ χώρους ποὺ μόνοι τους, μὲ ἀνθρώπι­νη ἔμπνευσι, εἶχαν συμφωνήσει καὶ εἶχαν καθι­­ερώσει γιὰ τὴ λατρεία του. Φαν­τά­ζονταν λοι­πόν, ὅτι μόνο ἐκεῖ, στοὺς τόπους αὐτούς, ὁ ἄν­θρωπος μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸ θεό του καὶ νὰ τὸν λατρεύσῃ.
Καὶ καλὰ οἱ εἰδωλολάτρες, ποὺ ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὴ μυθολογία ἔπλαθαν τοὺς θεοὺς καὶ τὶς θεὲς κατὰ τὴν ἀφελῆ τους νο­οτροπία καὶ ἀπέδιδαν σ᾽ αὐτοὺς ὅλες τὶς ἀν­θρώπινες ἀδυναμίες. Ἀλλὰ κι αὐτοὶ οἱ Ἰσ­ρα­ηλῖτες, ποὺ εἶχαν δεχτῆ κατὰ χάριν τὴν ἀ­ποκάλυψι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, δὲν εἶχαν ξεφύγει ἀπὸ τὸν περιορισμὸ αὐτόν. Στὰ χρόνια τῆς παλαιᾶς διαθήκης ὁ Κύριος ἄφηνε σκοπίμως τοὺς πιστούς του νὰ σκέπτωνται ἀκόμη ἔτσι. Δὲν ἦταν ὥριμη ἡ ἀνθρώπινη ἀντίλη­ψι νὰ δεχτῇ τὴν πλήρη ἀποκάλυψι. Γι᾽ αὐτὸ στὸν Ἰσραήλ, γιὰ νὰ μὴ γλιστρήσῃ καὶ ἐπιστρέ­ψῃ πάλι κι αὐτὸς στὴν εἰδωλολατρία τῶν γειτονικῶν του λαῶν, ὁ Θεὸς εἶχε ὁρίσει νὰ ὑ­­πάρχῃ ἕνα κέντρο λατρείας, ἕνας ναὸς καὶ ἕ­να θυσιαστήριο. Ἀργότερα, στὰ χρόνια τῆς καινῆς διαθήκης, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, θὰ καταργοῦ­σε τοὺς περιορισμοὺς αὐτοὺς καὶ θὰ ἄνοιγε τὴ σκέψι τῶν πιστῶν στὴν πλήρη ἀλήθεια.

Μὲ τοὺς Ἰσρα­ηλῖτ­ες στὸ σημεῖο αὐτὸ συν­έπιπτε καὶ ἡ πίστι ὅσων προέρχονταν ἀπὸ αὐ­τούς, ὅπως ἦταν οἱ Σαμαρεῖτες. Καὶ οἱ Σαμαρεῖτες δηλαδή, παρὰ τὶς ἄλλες διαφορὲς ποὺ εἶχαν μὲ τοὺς Ἰουδαίους, πίστευαν κι αὐτοὶ ὅ­τι ἕνας μόνο συγκεκριμένος τόπος πρέπει νὰ ὑπάρχῃ γιὰ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Οἱ Σαμαρεῖτες εἶχαν τὸ ὄρος Γαριζίν, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν τὸ ναὸ τῶν Ἰεροσολύμων, ὅπως οἱ καὶ πρόγονοί μας ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν τὸν Ὄλυμπο καὶ ἄλλοι λαοὶ τοὺς ναούς των.
Ὄχι ὅμως μόνο ὁ τόπος, ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἀρχαῖος κόσμος λάτρευε τὸ θεῖον, φανέρωνε πόσο περιωρισμένες καὶ ἀτελεῖς ἦταν οἱ ἀντιλήψεις του περὶ θεοῦ. Πομ­πώδεις θρησκευτικὲς πανηγύρεις, ποικίλες θυσίες ζῴων καὶ καρπῶν, μὲ θορύβους καὶ μουσικὲς καὶ κρότους, μὲ καπνοὺς καὶ κνῖ­σες ποὺ γέμιζαν τὸν ἀέρα· γίνονταν ἀκόμη καὶ ἀν­θρωποθυσίες, μέχρι καὶ ὄργια καὶ ἀκολασί­ες! Νά μὲ ποιό τρόπο λάτρευαν οἱ ἀρ­χαῖοι τοὺς θεούς των. Ταλαίπωρος κόσμος!

* * *

Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, ἔρχεται καὶ θραύει τὰ δεσμὰ τῆς θρησκευτικῆς ἀμαθείας, διανοίγει εὐρὺ – εὐ­ρύ­τατο τὸν ὁρίζοντα τῆς θρησκείας καὶ καλεῖ ὅλα τὰ ἔθνη ν᾽ ἀκούσουν τὴ φωνή του, αὐτὸ ποὺ λέει σήμερα στὴν Σαμαρείτιδα ἐκεῖ στὸ φρέαρ τῆς Συχάρ· «Πνεῦμα ὁ Θε­ός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύ­ματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰω. 4,24). Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ ἔκ­πληξι καὶ πνευματικὸ ἴλιγγο ἀξιώθηκε ν᾽ ἀ­κούσῃ γιὰ πρώτη φορὰ μιὰ ἁ­μαρτωλὴ γυναίκα, αὐτὰ τὰ λόγια μετὰ ἀ­πὸ λίγα χρόνια, καθὼς τὰ πῆραν οἱ ἀπόστολοι καὶ κήρυκες τῆς ἀληθείας καὶ τὰ διέδωσαν παν­τοῦ, γκρέμισαν σὰν σεισμὸς τὰ θυσιαστήρια καὶ τοὺς ναοὺς τῶν εἰδώλων τοῦ ἀρ­χαίου κόσμου καὶ ἐγκαθίδρυσαν μία νέα λατρεία· αὐ­τὴν ποὺ ἅρμοζε στὸν μόνο Θεὸ καὶ ἐξύψωνε τὸν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο, λατρεία πνευ­ματική, ἁγία, ἀληθινή, ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ὁ­ποία δὲν ὑ­πάρχει ἄλλη.
«Πνεῦμα ὁ Θεός». Ὁ Θεὸς δὲν εἶνε εἴδωλο, ποὺ κατασκευάζεται ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια καὶ τοποθετεῖται σὲ ὡρισμένα μέρη· δὲν εἶνε ἄνθρωπος, ποὺ σωματικὰ ἔχει μύριους περιορισμοὺς καὶ πνευματικὰ μύριες ἀδυναμίες· δὲν εἶνε ἡμίθεος, ποὺ ἡ ἀνθρώπινη φαν­τασία τὸν τοποθετεῖ ἄλλοτε στὴ γῆ καὶ ἄλλοτε στὰ οὐράνια σώματα· δὲν εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου, ποὺ ἐπινοήθηκαν γιὰ νὰ κολακεύουν τὰ ἀνθρώπινα πάθη. Εἶνε πνεῦμα, δηλαδὴ ἀσώματος, τοῦ ὁ­ποίου ἡ παρουσία δὲν ἐμποδίζεται ἀπὸ ἀποστάσεις καὶ ἐμπόδια, οὔτε ἀπὸ βουνὰ οὔτε ἀπὸ θάλασσες οὔτε ἀπὸ σύννεφα ἢ κάτι ἄλ­λο, ἀλλὰ ἐκτείνεται παντοῦ. Ἂν τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀσώματο αὐτὸ μέρος τῆς ὑπάρξεώς μας, μπορεῖ μὲ τὰ μέσα ποὺ διαθέτει καὶ ἐφευρίσκει νὰ ἐπικοινωνῇ καθημερι­νῶς μὲ μακρινὲς ἀποστάσεις καὶ νὰ μεταδίδῃ τὴ φωνή του στὰ πέρατα τοῦ κόσμου, πόσῳ μᾶλλον ὁ δημιουργὸς τοῦ πνεύματος τοῦ ἀν­θρώπου, ὁ Θεός, τὸ ἄπειρο Πνεῦμα! Βρίσκεται παντοῦ κι ἀκούει ἀμέσως τὶς προσευχὲς τῶν παιδιῶν του. Ὡς πνεῦμα, τὶς ἀκούει ἀπὸ ὁπουδήποτε κι ἂν προέρχωνται, καὶ συλλαμβάνει καὶ τὸν ἀσθενέστερο ψίθυρο τῶν χειλέ­ων μας καὶ τὴ μυστικώτερη κραυγὴ τῆς καρδιᾶς μας καὶ τὸν πιὸ βαθὺ πόθο μας.
«Πνεῦμα ὁ Θεός». Ἑπομένως καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν λατρεύουν, «οἱ προσ­κυνοῦντες αὐτόν», πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν «ἐν πνεύματι», διὰ τοῦ πνεύματός των, μὲ ψυχικὴ συμμετοχή, ὄ­χι τυπικὰ καὶ μηχανικά. Τὸ πνεῦμα μας, ἡ ψυχή μας, ἡ καρδιά μας, εἶνε ὁ ναὸς μέσα στὸν ὁποῖο τὸν λατρεύουμε, εἶνε τὸ θυσιαστήριο ἐ­πάνω στὸ ὁποῖο ὁ πιστὸς καλεῖται νὰ προσ­φέρῃ κάθε στιγμὴ τὴ θυσία του, τὴν ὑπακοὴ στὸ ἅγιο θέλημά του μὲ ἐκκοπὴ τοῦ δικοῦ του θελήματος. Καὶ ἂν ἀκόμη οἱ ἀντίθεες δυνάμεις μποροῦσαν νὰ καταστρέψουν ὅ­λους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας, τὰ κτήρια, γιὰ νὰ ἐμ­ποδίσουν τὴν ἐξωτερικὴ κοι­νὴ λατρεία –ποὺ εἶνε συνέπεια καὶ ἐκδήλωσι τῆς ἐσωτερικῆς μυ­στικῆς λατρείας–, ὁ Χριστι­ανὸς καὶ πάλι θὰ ἔχῃ τὸ μέσο νὰ λατρεύῃ τὸν οὐράνιο Πατέρα· διότι τὸ μέσον αὐτὸ εἶνε ἀσύλληπτο ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη ἀστυνόμευσι καὶ παρεμπόδισι. Θὰ τὸν λατρεύῃ καὶ θὰ τὸν δοξάζῃ ὅπως λέει ὁ Παῦλος, «ἐν τῷ πνεύ­ματί» του (Α΄ Κορ. 6,20), ποὺ θὰ τὸ ἐξαγιάζῃ, θὰ τὸ καθαρίζῃ καὶ θὰ τὸ λαμ­πρύνῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο.
«Ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ». Μιὰ ψυχὴ καθαρισμένη ἀ­­πὸ τοὺς μολυσμοὺς τῆς ἁμαρτί­ας ὑψώνεται σὲ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀληθινή, πραγματική, οὐσιαστική. Ἡ λατρεία αὐτὴ δὲν εἶνε μόνο ἕνας ξηρὸς τύπος, χωρὶς ζωὴ καὶ οὐ­σία, τύπος ποὺ μοιάζει μὲ λαμπρὸ ἔνδυμα ποὺ καλύπτει ἕνα πτῶμα ἀποσυντεθειμένο.
Βαθειὰ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Αὐτὰ ἀνύψωσαν τὴ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ σὲ τέτοιο σημεῖο πνευματικότητος, ὥστε ὁ κόσμος νὰ τὰ μελετᾷ μὲ αἰώνιο θαυμασμό. Ἐκπέμπουν τέτοιο φῶς ἀληθείας, ὥστε κι αὐ­τὸς ὁ διαβόητος Ἐρνέστος Ρενάν (1823-1892), ὁ πολέμιος τοῦ Χριστιανισμοῦ, σταμάτησε μὲ σεβασμὸ μπροστά τους, ὅπως στέκεται κανεὶς μπροστὰ σ᾽ ἕνα μνημεῖο τέχνης, καὶ εἶπε·
«Ὅταν ὁ Ἰησοῦς διακήρυξε τὸ “Πνεῦμα ὁ Θεός…”, (ἀπεδείκνυε ὅτι) ἀληθινὰ ἦταν Θεοῦ Υἱός. Τὰ λόγια του αὐτὰ ὑπῆρξαν ὁ θεμέλιος λίθος, ἐπάνω στὸν ὁποῖο θὰ στηριζόταν τὸ οἰ­κοδόμημα τῆς νέας θρησκείας. Ἵδρυσε τὴν κα­θαρὴ λατρεία, χωρὶς περιορισμοὺς πατρίδος, χωρὶς τοπικὰ καὶ χρονικὰ ὅρια καὶ δεσμεύσεις, τὴ λατρεία πρὸς τὴν ὁποία θὰ ἑλ­κύ­ων­ται ὅλες οἱ φωτισμένες ψυχὲς μέχρι τὴ συν­τέλεια τῶν αἰώνων. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη (ὅ­ταν δηλαδὴ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς), ἡ θρησκεία του δὲν ἔγινε μόνο ἡ ὡραία θρησκεία τῆς ἀνθρωπό­τητος, ἀλλὰ ἀποδείχθηκε ὅτι εἶνε καὶ ἡ ἀ­πόλυτη, ἡ πανανθρώπινη θρησκεία. Ἐὰν δὲ καὶ σὲ ἄλλους πλανῆτες ὑπάρχουν ἄνθρωποι θρησκεύοντες, ἡ θρησκεία τους δὲν μπορεῖ νὰ εἶνε διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνην ποὺ διακήρυξε ὁ Ἰησοῦς δίπλα στὴν πηγὴ τοῦ Ἰακώβ».

* * *

Ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ, ἀγαπητοί μου, νὰ ὁμολογῇ εἴτε ὁ ῾Ρενὰν εἴτε κάποιος ἀπὸ μᾶς, ὅτι ἡ λατρεία, ποὺ καθώρισε ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ἀνώτερη ἀπ᾽ ὅλες τὰς λατρεῖες τοῦ κόσμου. Πρέπει καὶ νὰ τὴ ζήσουμε. Ἂν τὴ ζήσουμε μὲ συνέπεια, τότε καὶ ἐκ πείρας θὰ πεισθοῦμε, ὅτι δὲν ὑπάρχει κάτι ὡ­ραιότερο στὸν κόσμο αὐτὸν ἀ­πὸ τὸ νὰ λατρεύῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ Θεὸ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ».
Καθάρισε λοιπόν, ἀδελφέ, τὴν ψυχή σου, θυσίασε στὸ βωμὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες σου, ἅγνισε τὴν καρδιά σου, λάμπρυνε τὴ διάνοιά σου μὲ σκέψεις θεάρεστες· καὶ τότε θὰ εἶσαι κ᾽ ἐσὺ προσκυνη­τὴς σὰν ἐκείνους ποὺ «ζητεῖ ὁ Πατὴρ» ὁ οὐ­ράνιος (Ἰω 4,23).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

― περιοδικὸ «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς» τ. 207/1939, σ. 45
«Κυριακὴ» 2191/2019 Ἡ ἀληθινὴ λατρεία (Ἰω. 4,24)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.