Αυγουστίνος Καντιώτης



Ειδη νεκρωσεως… Ειθε ο Κυριος να μας αναστηση σε μια νεα πνευ­ματικη ζωη με προγραμμα το ψαλμικο «Διδαξω ανομους τας οδους σου, και ασεβεις επι σε επιστρεψουσι» (Ψαλμ. 50,15).

date Οκτ 5th, 2019 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 7,11-16)
Tοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου

Ειδη νεκρωσεως

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, μᾶς διηγεῖται ἕνα ἀ­πὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματα τοῦ Χριστοῦ. Γινόταν κηδεία ἑνὸς παιδιοῦ. Ὁ Κύρι­­­­ος πλησίασε τὸ φέρετρο καὶ ἄγγιξε τὸ νεκρὸ λέ­γον­τας· «Νεα­νίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθη­τι» (Λουκ. 7,14). Καὶ μὲ τὶς τρεῖς αὐτὲς μόνο λέξεις ἐ­πανέ­φερε τὸ παιδὶ στὴ ζωή, κι ὅλους τοὺς κατέλαβε «φόβος» καὶ «ἐδόξαζον τὸν Θεόν» (ἔ.ἀ. 7,16).
«Τὸ φρέαρ» ἐδῶ εἶνε «βα­­θύ», θέλουμε «ἄν­τλη­μα» (Ἰω. 4,11) γιὰ νὰ μπο­ρέσουμε νὰ βγάλου­με νοήμα­τα. Ἔχοντας λοιπὸν ὡς ὁδηγό, ὡς «ἄν­τλημα» κα­τάλληλο, τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, λέμε ὅτι ὁ νε­κρὸς αὐτός, ποὺ ἀνέστη­­σε ὁ Χριστός, δὲν εἶνε ὁ μόνος· ὑπάρχουν κι ἄλ­λοι νεκροί, κι ἄλλοι τρόποι νεκρώ­­σεως. Κατὰ τὴ Γραφὴ καὶ τὸν ἱε­ρὸ Χρυσό­στομο ὑπάρχουν τρεῖς νεκρώ­σεις· ἡ μία εἶνε ἀκατηγόρητη, ἡ ἄλλη ἀξία ἐ­παίνων, ἡ τρίτη ἀξία θρή­νων. Ποιές εἶν᾽ αὐτές;

* * *

⃝ Ἡ πρώτη, ἀγαπητοί μου, ὅπως εἴπαμε, εἶνε ἀ­­κατηγόρητη. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε μὲ σῶ­μα καὶ ψυχή, δυστυχῶς ὅμως ὁ δεσμὸς μεταξύ τους διασπάσθηκε, καὶ ἔρχε­ται γιὰ τὸ κάθε παιδὶ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας ἡ στι­γμὴ ποὺ ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα· ἐ­πέρχεται ὁ θά­νατος, ὡς συνέπεια τοῦ προπα­τορικοῦ ἁμαρτήματος. Εἶνε ἡ ἐκτέλεσι τῆς ἀ­ποφάσεως τοῦ Κυρίου ποὺ εἶ­πε «ᾟ δ᾽ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾽ αὐ­τοῦ, θανά­τῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. 2,17). Δὲν ὑ­πάρχει ἄνθρωπος ποὺ θὰ ζήσῃ καὶ δὲ θὰ πεθάνῃ.
Στὶς κηδεῖες ἀκοῦμε· «Θρηνῶ καὶ ὀδύ­ρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον καὶ ἴδω ἐν τοῖς τά­­φοις κειμένην τὴν κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεῖ­σαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μὴ ἔχου­σαν εἶδος· ὤ τοῦ θαύματος! τί τὸ περὶ ἡ­μᾶς τοῦτο γέγονε μυστήριον; πῶς παρεδόθη­μεν τῇ φθορᾷ; πῶς συνεζεύχθημεν τῷ θανάτω;» (Εὐχολ., εἰς κεκοιμ.· βλ. Παρακλ. ἦχ. πλ. δ΄, Σάββ. πρωὶ νεκρώσ.). Βλέπουμε τὸν ἄνθρωπο, τὴν εἰκόνα αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, νὰ ῥαγίζῃ, νὰ καταστρέφεται. Τί μυ­στήριο εἶν᾿ αὐτό!
Καὶ ὅμως, ἀγαπητοί μου, αὐτὸ ποὺ εἶνε μέσα στὸ φέρετρο δὲν εἶνε ὁ κυρίως ἄνθρωπος. Ὁ κυρίως ἄνθρωπος δὲν πέθανε. Αὐτὸ ποὺ ἀ­ποσυντίθεται εἶνε μόνο τὸ περίβλημα τῆς ἀ­θά­νατης ψυχῆς. Αὐτὴ τὴ διδασκαλία τῆς Γρα­φῆς καὶ τῶν Πατέρων τὴν εἶ­χαν αἰσθανθῆ καὶ οἱ ἀρ­χαῖοι πρόγονοί μας. Ὅταν καταδικάστηκε ὁ Σωκράτης εἰς θάνατον, εἶπε στοὺς μαθητάς του· Αὐτὸ ποὺ θὰ θάψετε δὲν εἶνε ὁ Σωκράτης, ὁ Σωκράτης θὰ εἶνε ἀλλοῦ, σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο.
Ὁ Χριστὸς εἶπε ἕνα βαθὺ λόγο· «Οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων», γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχουν νεκροί, εἶνε ὅλοι ζωντανοί, ζοῦν ἐνώπιόν του ὡς πνεύματα ἀθάνατα (Ματθ. 22,32. Μᾶρκ. 12,27. Λουκ. 20,37-38). Συνεπῶς, αὐτὴ ἡ νέκρωσις εἶνε φυσική, ἀποτέλεσμα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, καὶ δὲν θίγει τὸν κυρίως ἄνθρωπο, τὴν ψυχή.
⃝ Πᾶμε τώρα στὴ δεύτερη νέκρωσι, ποὺ εἶνε ἀξία ἐπαίνων. Μετὰ τὸ προπατορι­κὸ ἁμάρτημα ὑπάρχει πλέον μέσα σὲ κάθε θνη­τὸ ὁ «παλαιὸς ἄνθρωπος» μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς κα­κὲς ἐπιθυμί­ες του. Ὅποιος κατορθώνει ν᾽ «ἀ­πεκδυθῇ» καὶ ν᾽ «ἀ­ποθέσῃ» τὸν παλαιὸ ἄν­θρωπο (Ἐφ. 4,22. Κολ. 3,9), αὐ­τὸς ἐπιτυγχάνει μία εὐλογη­μένη νέκρωσι· ἐκ­τελεῖ τὴ θεόπνευστη ἐν­τολὴ ποὺ λέει σὲ ὅλους «Νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς…» (Κολ. 3,5). Τὸ εἶδος αὐτὸ τῆς νεκρώσεως καλλιεργεῖ­ται κατ᾽ ἐξο­χὴν στὸ μοναχισμό, στὰ σπήλαια τῶν ἀσκη­τῶν, ἀλλὰ καὶ στὸν κόσμο ἀπὸ κάθε πιστό.
Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ νέκρωσις; Ὑπάρχει μέσα μας κάτι κακό, ποὺ πρέπει νὰ πεθάνῃ. Μουγ­κρίζει, ἀφρίζει, φαρμακώνει, πνίγει. Ἂν δὲν τὸ σκοτώσουμε, δὲν θὰ δοῦμε ζωὴ αἰωνία. Ὁ Χρι­στιανὸς πρέπει νὰ γίνῃ νεκρὸς στὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες, νὰ συσταυρωθῇ μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο, νὰ γίνῃ κι αὐτὸς ἕνας μικρὸς ἐσταυρωμένος. Ἔτσι ἦταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔ­λεγε· Ἐγὼ πέθανα, «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20). Αὐτὴ ἡ νέκρωσις ἐπιτυγχάνεται κατόπιν σκληροῦ ἀ­γῶνος καὶ ἀσκήσεως· κυρί­ως ὅμως εἶνε ἀποτέλεσμα τῆς θείας χάριτος.
Ὅποιοι ἔφτασαν σ᾽ αὐτὴ τὴ νέκρωσι, δὲν ἐν­τυπωσιάζονται πιὰ ἀπὸ τὸν ὑλι­κὸ κόσμο, ποὺ ἐ­­μᾶς μᾶς τρελλαίνει. Οὔτε δόξες οὔτε πλούτη οὔτε ἡδονὲς τοὺς ἐνδιαφέρουν. Πήγαινε στὸ νεκροταφεῖο καὶ βάλε δίπλα στὸν τάφο ἑνὸς νέου τὴν πιὸ ὡραία γυναίκα, στὸν τάφο ἑνὸς φι­λαργύρου ἕνα τσουβάλι λίρες, στὸν τάφο ἑνὸς φιλοδόξου ἕνα στέμμα· θὰ δώσουν σημασία;
Ἔτσι ἦταν οἱ ἅγιοι, ὅπως βλέπουμε στὰ συναξάρια. Ἡ ἁγία Ματρώνα π.χ. στὴ Χίο ἀποφά­σισε νὰ χτίσῃ μοναστήρι εὐλογημένο. Ἐ­κεῖ λοι­πὸν ποὺ ἔσκαβαν, βρίσκουν ἕνα θησαυρό. Ἡ ἁ­γία, παρ᾽ ὅλο ποὺ εἶχε ἀνάγ­κη ἀ­πὸ χρήματα, δὲν χάρηκε. Φοβόταν μήπως αὐ­τὰ δὲν εἶνε ἀπ᾽ τὸ Θεό. Καὶ πράγματι ἀποκαλύφθηκε ὅτι ἦταν ἀ­πὸ τὸ διάβολο. Στὸ βίο τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄, ποὺ πέθανε τὸ 1912, διάβασα ὅτι τὸν ἐξ­ώρισαν στὸ Ἅγιο Ὄ­ρος. Ὅταν ἐπανῆλθε στὸ θρό­νο, ἀποφάσισαν νὰ τοῦ δώσουν ὅλους τοὺς κα­θυστε­ρημένους μισθούς. Τοῦ πῆγαν σ᾿ ἕνα σακ­­κὶ λίρες πολλές, τούρκικες χρυσές. Δὲν τοὺς ἔ­δωσε σημασία. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἔμαθαν, ὅτι τὸ βράδυ τὶς μοίρασε ὅλες σὲ ἱεροὺς σκοπούς. Ἐπίσης, ὅταν οἱ κατήγοροι τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου τόλμησαν νὰ τὸν συκοφαντήσουν γιὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα, τοὺς εἶπε· Γυμνῶστε με, καὶ θὰ διαπιστώσετε τὴ νέκρωσι τῆς σαρκός μου!
Τέτοια κατορθώματα πρὸ Χριστοῦ ἦταν σπά­νια. Διότι ἀπὸ ποῦ ἀρχίζει ἡ νέκρωσις; στὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Ἡ κολυμβήθρα εἶνε τάφος· ἐκεῖ συντρίβεται ἡ ἁμαρτία, ἡ θεία χάρις φυτεύει τὴ νέα ζωή. «Συνταφέντες σοι διὰ τοῦ βαπτίσματος, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, τῆς ἀ­θανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ ἀναστάσει σου…», ψάλλουμε (ἀπολυτ. Βαΐων). Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἀθάνατη ζωή, ποὺ δίνει τὸ βάπτισμα, προϋποθέτει τὴ νέκρω­σι τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ μπορέσῃ ὁ πι­στὸς ν᾽ ἀναπτυχθῇ καὶ νὰ φτάσῃ «εἰς μέτρον ἡ­λικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4,13).
⃝ Ἐάν, ἀγαπητοί μου, δὲν γίνῃ νέκρωσις τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας, τότε πηγαίνουμε στὴν τρίτη νέκρωσι, ποὺ εἶνε ἀξία θρήνων. Ὅταν δη­λαδὴ δὲν φροντίζουμε τὴν πνευματικὴ ζωὴ ποὺ δίνει τὸ βάπτισμα, εἰσ­χωροῦν στὸν ψυχικὸ ὀρ­γανισμὸ «μικρό­βια» (εἰκόνες, λογισμοὶ καὶ ἐπι­θυμίες) ποὺ φέρνουν φθο­ρά. Πῶς μπαίνουν; «Ἀπ᾽ τὰ παράθυρα», λέει ὁ προφήτης. «Ἀνέβη θάνατος διὰ τῶν θυρίδων» (Ἰερ. 9,21). «Θυρίδες» εἶ­νε οἱ αἰσθήσεις· κι ὅταν δὲν τὶς φρουροῦ­με, εἰσέρχεται δι᾿ αὐτῶν ὁ πνευματικὸς θάνατος.
Ἀρχικὰ ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται σὲ κατάστασι ἀμελείας, ῥαθυμίας, νυσταγμοῦ· εἶνε ὁ ὕπνος ποὺ φοβήθηκε ὁ Δαυῒδ ὅταν ἔλεγε «μήποτε ὑ­πνώσω εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου· Ἴσχυσα πρὸς αὐτόν» (Ψαλμ. 12,4-5). Αὐτὸ μοιάζει μὲ μιὰ ἀσθένεια ποὺ κάνει θραῦσι στὴν Ἄ­πω Ἀνατολή· προέρχεται ἀπ᾽ τὸ τσίμπημα μιᾶς μύγας καὶ φέρνει ὕπνο. Ἔτσι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ λογισμοί· φέρνουν ὕπνο, καὶ μετὰ τὸν ὕπνο ἔρ­χεται ἡ νέκρωσις. Ὁ πνευματικὰ νεκρὸς δὲ βλέπει τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀκούει τὸ λόγο του, δὲν κάνει ἐλεημοσύνη, δὲν πατάει στὴν ἐκκλησία, ἡ καρδιά του εἶνε ἄδεια.
Αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ὁ Κύριος τοὺς ὀ­νομάζει νεκρούς. «Ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς», εἶπε στὸ Εὐαγγέ­λιο (Ματθ. 8,22). Καὶ γιὰ τὸν ἄσωτο ποὺ ἐπέστρεψε εἶπε·«νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε» (Λουκ. 15,32). Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει· Ἐσεῖς ποὺ λατρεύατε τὰ εἴ­δωλα ἤσασταν «νεκροὶ τοῖς παραπτώμασι» (Ἐφ. 2,5). Καὶ ἡ Ἀποκάλυψις λέει στὸν ἀμετανό­ητο ἁ­μαρτωλό· «Οἶδά σου τὰ ἔργα», γνω­ρίζω τὰ ἔρ­γα σου, «ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ», ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς ἀλλὰ εἶσαι νεκρός (Ἀπ. 3,1).

* * *

Σήμερα, ἀδελφοί μου, ἐπικρατεῖ νέκρα. Φέρετρο ἔχουμε καὶ δὲν τὸ λέμε. Νομίζει κανεὶς πὼς βαδίζει μέσα σ᾿ ἕνα ἀπέραν­το νεκροταφεῖο μὲ ὀστᾶ ὅπως στὴν πεδιάδα ἐκείνη ποὺ εἶδε ὁ Ἰεζεκιὴλ κι ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε νὰ κηρύξῃ (κεφ. 37ο). Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ἕνα εἶν᾽ ἐκεῖνο ποὺ θ᾿ ἀναστήσῃ τὶς νεκρὲς κοινωνίες· ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ποιός λόγος; ὁ προφητικός, ὁ ἀ­ποστολικός, ὁ ἐλεγκτικός, ποὺ τολμᾷ νὰ πῇ στὸν ἁ­μαρτωλό· «Εἶσαι ταλαίπωρος καὶ ἐλεει­νὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός» (Ἀπ. 3,17).
Ἐγὼ διαφωνῶ μ᾽ ἐκείνους ποὺ λένε ὅτι ἔ­χουμε ἀναγέννησι. Ποῦ τὴ βλέπουν τὴν ἀναγέννησι; Ἄ, στὰ χαρτιά, στὰ περιοδικά, στὶς ὁ­μιλίες κ.λπ.; Νεκρὰ εἶν᾿ ὅλα. Στὴ λατρεία δὲν ὑ­πάρχει τάξις – ἡσυχία, οἱ νεωκόροι κινοῦνται σὰν ἐπαγγελματίες, οἱ ἐπίτροποι ἐνδιαφέρον­ται μόνο γιὰ εἰσπράξεις, οἱ ψάλτες δὲν ψάλλουν ὅπως ὁ Παπαδιαμάντης, κήρυ­γμα δὲν ἀ­κούγεται, οἱ παπᾶδες δὲν ἀνατριχιάζουν ὅταν πιάνουν τὰ ἅγια, οἱ ἱεροκήρυκες κολακεύουν, οἱ ἐπίσκοποι δὲν σκέπτονται τίποτα ἐκτὸς ἀ­πὸ μίτρες καὶ ἐγκόλπια. Νεκροὶ εἶνε ἀκόμη καὶ στὴ Σύνοδο. Δὲ θέλω νὰ παρεξηγηθῶ, ἀλ­λὰ καὶ οἱ θρησκευτικοὶ σύλλογοι ποὺ ὑπάρχουν δὲν ἔχουν καμμία ζωντάνια, δὲν ἔχουν ἀ­γάπη. Μᾶς ἔκλεψε ὁ διάβολος καὶ γίναμε σκορ­ποχώρι. Ὦ βουνοὶ καὶ νάπαι, κλαύσατέ μας!
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀναστήσῃ σὲ μιὰ νέα πνευ­ματικὴ ζωὴ μὲ πρόγραμμα τὸ ψαλμικὸ «Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι» (Ψαλμ. 50,15).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὴν αἴθουσα τοῦ συλλόγου «Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς» τὴν Κυριακὴ 19-10-1958 μετὰ τὴ θ. λειτουργία. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 9-10-2011.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.