Αυγουστίνος Καντιώτης



Τα αιτηματα μας στον Θεο… τιποτενια! «Ουκ οιδατε τι αιτεισθε» (Μαρκ. 10,38) . Ζηταμε χαλικια, χωματα, φιδια, σκορπιους! Να ζη­ταμε πολυτιμα, πνευματικα πραγματα. Και τοτε ο Θεος, κοντα εκεινα θα μας δωση τα μικρα.

date Απρ 17th, 2021 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΕ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1420

Κυριακὴ Ε΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 10,32-45)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου

Τα αιτηματα μας

«Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε» (Μᾶρκ. 10,38)

αμελειαΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Τί λέει; Λέει, ὅτι σὲ λίγες μέ­ρες ὁ Χριστὸς θὰ σταυρωθῇ.
Θὰ σταυρωθῇ ὁ Χριστός; Αὐτὸς ποὺ ἔκανε τόσα θαύματα, ποὺ ἀνέστησε νεκρούς; Ἀ­δύνατον! ἔλεγαν οἱ μαθηταί του.
Μὰ ὁ Χριστὸς ἐπιμένει· Παι­διά μου, σὲ λί­γες μέρες θὰ σᾶς ἀφήσω ὀρφανούς. Θὰ μὲ πιάσουν, θὰ μὲ δέσουν, θὰ μὲ χτυπήσουν, θὰ μὲ φτύσουν, καὶ τέλος θὰ μὲ σταυρώσουν· ἀλλὰ τὴν τρίτη μέρα θ᾽ ἀναστηθῶ.
Αὐτὰ τοὺς ἔλεγε, ἐκεῖνοι ὅμως ἄλλα φαν­τάζονταν· ὅτι σὲ λίγο θὰ πάῃ στὰ Ἰεροσόλυμα, θὰ ξεσηκώ­σῃ τὸ βασανισμένο λαὸ σὲ ἐπανάστασι ἐναν­τίον τῶν κατακτητῶν, θὰ γκρεμίσῃ ὅλα τὰ βα­σίλεια, θὰ κάνῃ ἕνα νέο βασίλειο, μιὰ αὐτοκρατορία ποὺ πρωτεύουσα θά ᾽χῃ τὰ Ἰερο­σό­λυμα, κι ἀπὸ ᾽κεῖ θὰ διοικῇ ὅλο τὸν κόσμο.

Τέτοια πράγματα φαντάζονταν. Γι᾽ αὐτὸ δύο ἀγαπημένοι μαθηταί του, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, τὸν πλησιάζουν καὶ τοῦ λένε· Δάσκαλε, ὅταν θὰ γίνῃς βασιλιᾶς, σὲ παρακαλοῦμε νὰ μᾶς κάνῃς τὸν ἕνα πρωθυπουργὸ καὶ τὸν ἄλ­λο ἀντιπρόεδρο τῆς κυβερνήσε­ως… Ζητοῦ­σαν τὰ πρῶτα ἀξιώματα κοντά του. Πόσο μακριὰ ἦ­ταν ἀπὸ τὸ πνεῦμα του! Κι ὁ Χριστός, ποὺ εἶ­δε πῶς σκέπτονται, τοὺς λέει· «Οὐκ οἴ­δατε τί αἰ­τεῖσθε», δὲν ξέρετε τί ζητᾶ­τε (Μᾶρκ. 10,38). Ναί, θὰ πάω στὰ Ἰεροσόλυμα, ἀλλὰ γιὰ νὰ σταυρω­θῶ, καὶ δεξιὰ κι ἀριστερά μου θά ᾽νε δυὸ λῃ­σταί… Πόσο διαφορετικὰ σκέ­πτον­ταν οἱ μαθηταί! Δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο νὰ τοὺς φωτίσῃ νὰ καταλάβουν ποιός εἶνε ὁ χαρακτήρας τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ μας.
Μὰ μὴ νομίσετε ὅτι ἄλλαξε ἀπὸ τότε ὁ κόσμος. Ἔτσι σκέπτονται καὶ σήμερα οἱ λεγόμενοι μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, οἱ χιλιασταί. Ἂν διαβά­­σετε τὰ βιβλία τους, λένε ὅτι, νά ἀπὸ ὥ­ρα σὲ ὥρα θά ᾽ρθῃ ὁ Χριστός, θὰ γκρεμίσῃ ὅ­λα τὰ κράτη, θὰ κάνῃ τὴν πιὸ μεγάλη αὐτοκρα­τορία· θὰ ἐγκατασταθῇ μονίμως στὰ Ἰερο­σό­λυμα κι ἀπὸ ἐκεῖ θὰ κυβερνήσῃ χίλια χρόνια ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα· ὅτι θὰ διορίσῃ κυβέρνησι μὲ πρωθυπουργὸ τὸν Ἀβραάμ, ὑπουργὸ τῶν οἰκονομικῶν τὸν Ἰωσήφ, ὑπουργὸ παιδεί­ας τὸν Σολομῶντα κ.τ.λ.. Τέτοιες ἰδέες ἔχουν. Στοὺς χιλιαστάς, ποὺ παρερμηνεύουν καὶ δι­αστρεβλώνουν τὰ νοήματα τοῦ Εὐαγγελίου, ταιριάζει πάλι νὰ πῇ ὁ Χριστός· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε», δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε.

* * *

Ἀλλὰ κ᾽ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, πολλὲς φο­ρὲς ἔτσι χαμηλὰ σκεπτόμεθα· δὲ σκεπτόμεθα ἀνώ­τερα. Θὰ φέρω μερικὰ παραδείγματα, νὰ δῆ­τε ὅτι τὸ μυαλό μας δὲ διαφέρει ἀπὸ τὸ μυα­λὸ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ τότε. Ὑλικὰ σκέ­πτον­ταν ἐκεῖνοι, ὑλικὰ σκεπτόμεθα κ’ ἐμεῖς.
⃝ Πολλοὶ ζητᾶνε λεπτά! Οἱ μικροί, οἱ μεγά­λοι, οἱ φτωχοί, οἱ πλούσιοι, ὅλοι λεπτὰ θέλουν. Νομίζει ὁ ταλαίπωρος κόσμος, ὅτι αὐτὰ θὰ τοὺς κάνουν εὐτυχισμένους. Ξέρουμε ὅ­μως ἀνθρώπους ποὺ κολυμποῦν στὸ χρῆμα, κ᾽ εἶ­νε δυστυχεῖς· καὶ ξέρουμε ἄλλους ποὺ κάθον­ται σὲ μιὰ καλύβα, ἀλλὰ ἔχουν ἀγάπη μὲ τὴ γυ­ναῖκα καὶ τὰ παιδιά τους κ᾽ εἶνε χαρούμενοι. Μπορεῖ ν᾽ ἀποκτήσῃς ἑκατομμύρια· τί θὰ κατα­λάβῃς; Στὴν Ἀ­μερικὴ ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ πλουσίους τοῦ κόσμου αὐ­τοκτό­νησε. Ἡ εὐτυχία δὲν εἶνε στὰ λε­πτά. Κάποιος ἄλλος στὴν Ἀθήνα, πᾶνε πολλὰ χρόνια, ἀγόρασε λαχεῖο· καὶ πήγαινε στὶς ἐκ­κλησίες, ἄναβε κεριὰ καὶ προσκυνοῦσε παρακαλώντας νὰ τοῦ πέσῃ ὁ πρῶτος λαχνός. Ἔ, τοῦ ἔπεσε, πῆρε ἕνα ἑκατομμύριο. Ἔγινε εὐτυχής; Ἀ­πὸ τὴ χαρὰ ποὺ αἰ­σθάνθηκε τρελλάθηκε καὶ τὸν ἔκλεισαν στὸ φρενοκομεῖο. Τί κέρδισε; Ἔ­­χασε καὶ τὸ μυαλό του. Στοὺς φι­λαργύρους λοιπὸν ὁ Χριστὸς λέει· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε».
⃝ Βλέπεις καὶ μιὰ κοπέλλα ποὺ θέλει νὰ παν­τρευτῇ· περιμένει γαμπρό. Ἀλλὰ τί γαμπρό; Δὲν παίρνει φτωχαδάκι, ἕναν ἐργάτη, ἕνα ψα­ρᾶ, ἕνα βοσκό, ἕνα γεωργό· θέλει πλούσιο, μεγάλο, «πολιτισμένο». Σὲ κάποιο χωριὸ τῶν Πρεσπῶν ἕνας πατέρας ἤθελε νὰ δώσῃ στὴν κόρη του ἕνα τσοπανόπουλο, καλὸ παιδί – τὸ ἤξερα. Ἡ κόρη τὸν περιφρόνησε. ―Αὐτὸν θὰ πάρω ἐγώ; εἶπε. Ἦρθε τότε στὸ χωριὸ ἕνας ἀπ᾽ τὴν Ἀμερική, στολισμένος μὲ τὸ μαντηλά­κι του, τὴ γραβάτα του, τὰ δαχτυλίδια του. ―Αὐτὸν θέλω, πατέρα. ―Βρέ, παιδί μου, δὲν κάνει αὐτός. ―Ὄχι, αὐτὸν θέλω!… Τὸ τσοπα­νόπουλο ἦρθε στὴ μητρόπολι λυπημένο, ἤθελε ν᾽ αὐτοκτονήσῃ. ―Ὄχι! τοῦ λέω. Πήγαινε ν᾽ ἀνάψῃς ἕνα κερὶ στὴν Παναγιά, γιατὶ σὲ γλύτωσε ἀπὸ τέτοια γυναῖκα· αὐτὴ δὲν ἀγαπάει ἄνθρωπο, ἀγαπάει δολλάρια. Ἔννοια της, αὐτή θὰ μετανοήσῃ… Ἔφυγε παρηγορημένος. Ἔγι­νε ὁ γάμος καὶ τὸ ζεῦγος ἀνεχώρησε μὲ ἀ­ερο­πλάνο στὸ Σικάγο. Ἔ, σ᾽ ἕνα μῆνα ἔρχεται τηλεγράφημα ἀπὸ τὴν κόρη στὸ χωριό· «Πατέρα, ἔλα νὰ μὲ πάρῃς». Πηγαίνει ὁ πατέρας στὸ Σικάγο. Τί ἦταν ὁ γαμπρός· γκάγκστερ, λῃ­στής, κακοῦργος! μιὰ νύχτα πῆγε νὰ τὴ στραγγαλίσῃ. Τώρα κάθεται σ᾽ ἕνα χωριὸ λυπημένη. Ἄ, ἔτσι λοιπόν; θέλεις ἄντρα πλούσιο καὶ «πο­λιτισμένο», καὶ περιφρονεῖς τὸ φτωχαδάκι; Θὰ τιμωρηθῇς. Στὶς νέες αὐτὲς ὁ Χριστὸς ἐ­παναλαμβάνει· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε».
⃝ Ἄλλη περίπτωσι. Ἕνας στὸ χωριὸ καθόταν φρόνιμα. Εἶχε τὸ σπιτάκι του, τὸν πατέρα του, τὴ γυναῖκα του καὶ τέσσερα χαριτωμένα ἀγοράκια. Ἄκουσε ὅμως, ὅτι στὰ ξένα ὅσοι δουλεύ­ουν βγάζουν πολλά, καὶ ἀποφάσισε νὰ φύ­γῃ. Μή! τοῦ λέει ὁ πατέρας. Τίποτα αὐτός· τοὺς ἄφησε ὅλους κ᾽ ἔφυγε στὴ Γερμανία. Ἐκεῖ ἔμ­πλεξε μὲ μιὰ Τουρκάλα· πάει κι ὁ γάμος καὶ ἡ οἰκογένειά του, τελείωσαν. Τί νὰ τὰ κάνῃ με­τὰ τὰ μάρκα; Παραπάνω εἶνε ἡ οἰκογένεια. Σ᾽ αὐ­τοὺς ὁ Χριστὸς λέει· Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε.
⃝ Βλέπεις τώρα κ᾽ ἕναν ἄλλο ποὺ ἔρχεται στὴν ἐκκλησιὰ καὶ παρακαλεῖ. Γιὰ τί παρακαλεῖ; Γιὰ ἐκδίκησι· νὰ κάψῃ ὁ Χριστὸς τὸν ἐχθρό του! Μὰ τέτοια πράγματα ζητᾷς ἀπ᾽ τὸ Χριστό; Ὁ Χριστὸς ἅπλωσε στὸ σταυρὸ τὰ ἅγια χέρια του καὶ συγχώρησε τὸν πιὸ μεγάλο ἐχθρό του. Γι’ αὐτὸ σοῦ ἀπαντᾷ· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε».
Βλέπετε λοιπὸν πῶς σκεπτόμεθα;

* * *

Λοιπὸν τί πρέπει νὰ ζητᾶμε; Νὰ ζητᾶμε ὄχι χαλίκια, ὄχι χώματα, ὄχι φίδια, ὄχι σκορπιούς· νὰ ζητᾶμε μεγάλα καὶ ὑψηλὰ πράγματα, νὰ ζητᾶμε διαμάντια. Ποιά εἶνε τὰ διαμάντια; Ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα καὶ τελειώνουμε.
⃝ Νὰ ζητοῦμε πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς τὴν πίστι. Ποιά πίστι; Τὴν πίστι τῶν ἁ­γίων καὶ τῶν μαρτύρων, τὴν πίστι τῶν ἀ­γραμμάτων παππούδων καὶ προγόνων μας, ποὺ κά­θε Κυριακὴ ἦταν στὴν ἐκκλησιὰ κι ὁ Θεὸς εὐ­λογοῦσε τοὺς κόπους των. Τώρα δὲν ἐκκλη­σι­άζονται καὶ δὲν ἔχουν εὐλογία. Ὅταν ὑπηρετοῦσα τὴν Κάρυστο τῆς Εὐβοίας, οἱ ψα­ρᾶ­δες ἦταν λυπημένοι· ἕνα μῆνα εἶχαν νὰ πιάσουν ψάρι! Περίεργο πρᾶγμα· μὲ σύγχρονα μέ­σα, καὶ νὰ μὴ πιάνουν; Τότε ἕ­νας γέρος ψα­ρᾶς μοῦ λέει· Ἄχ, πάτερ μου· ὅ­ταν ἤμουν παι­δὶ ὁ πατέρας μου ἔκανε τὸ σταυρό του, ζη­τοῦ­σε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν προλαβαίναμε νὰ ῥίχνουμε τὰ δίχτυα καὶ γέμιζαν ψάρια· τώρα ἀντὶ γιὰ προσευχὴ βλαστημᾶμε Χριστὸ καὶ Παναγιά!… Πίστι ἔχουμε ἀνάγκη.
⃝ Τί ἄλλο νὰ ζητοῦμε· Θεέ μου, δῶσ᾽ μας ὁ­μόνοια, νά ᾽μαστε μονοιασμένοι· στὸ σπίτι, στὸ χωριό, στὴν πατρίδα. Νὰ μὴ μᾶς διαιροῦν τὰ κόμματα. Ἡ Ἐκκλησία φωνάζει «ἀγάπη, ὁμόνοια», ὁ διάβολος «μῖσος, ἐκδίκησι», καὶ εἴδαμε στὸν τόπο μας τὰ θλιβερὰ ἀποτελέσματα.
⃝ Τί ἄλλο νὰ ζητοῦμε; Τὴν εἰρήνη. Μεγάλο πρᾶγμα. Ἐγὼ ποὺ γέρασα πέντε πολέμους εἶ­δα στὶς μέρες μου. Τώρα; Ὦ Θεέ μου, ἔρχεται μεγάλη συμφορά, ὁ τελευταῖος παγκόσμι­ος πόλεμος. Ὅταν τὸ σκέπτομαι παρακαλῶ· Θεέ μου, δῶσ᾽ μας εἰρήνη, λυπήσου τὸν κόσμο.
⃝ Ἄλλο διαμάντι ποὺ πρέπει νὰ ζητοῦμε εἶνε ἡ μετάνοια. Ποιός τὸ ζητάει! Τὸ ζήτησε ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ποὺ ἑορτάζει σήμερα. Ἔπεσε στὴν ἁμαρτία· μετανόησε ὅμως, ἐξωμολογήθηκε καὶ ἔ­μεινε στὴν ἔρημο κλαίοντας 47 χρόνια. Ποιός ἀπὸ μᾶς κλαίει τὶς ἁμαρτίες του, ποιός πάει στὸν πνευματικό; Ἂν δὲν μετανο­ήσουμε, δὲν εἴμεθα Χριστιανοί. Κ᾽ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος ἔχω πνευματικὸ πατέρα, καὶ πηγαίνω τὸν βρίσκω κ᾽ ἐξομολογοῦμαι τὰ ἁμαρτήματά μου. Ὅπως Χριστιανὸς δὲν λέγεται ὅποιος δὲ βαπτίστηκε, ἔτσι Χριστιανὸς δὲν εἶνε καὶ ὅ­ποιος δὲν ἐξομολογεῖται τὶς ἁμαρτίες του.

* * *

Αὐτὰ νὰ ζητοῦμε, ἀγαπητοί μου. Αὐτὰ εἶνε τὰ σπουδαῖα. Καὶ πρέπει νά ᾽ρθῃ Πνεῦμα ἅγιο γιὰ ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ καρδιά μας νὰ τὰ καταλάβουμε. Νὰ μὴ ζητοῦμε εὐτελῆ ὑλικὰ πράγματα· νὰ ζη­τοῦμε πολύτιμα πνευματικὰ πράγματα. Καὶ τό­τε ὁ Θεός, κοντὰ στὰ μεγάλα καὶ πνευματικά, θὰ μᾶς δώσῃ τὰ μικρά. Ἔτσι θὰ εἴμεθα εὐτυχεῖς κι ἀγαπημένοι καὶ μονοιασμένοι καὶ ὡς ἄτομα καὶ ὡς οἰκογένειες καὶ ὡς ἔθνος μέσα στὴν ἀνθρωπότητα, καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς τῆς ἐπουρανίου του βασιλείας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγ. Παντελεήμονος τοῦ χωριοῦ Ἅγ. Παντελεήμων – Ἀμυνταίου τὴν 11-4-1976.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.