Αυγουστίνος Καντιώτης



Ο «απιστος» Θωμας διδασκει την πιστι (σε αδιαφορους, σε αμφιβαλλοντες, σε απιστους)

date Μαι 8th, 2021 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2380

Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ (Ἰω. 20,19-31)
9 Μαΐου 2021
Του Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ο «απιστος» Θωμας διδασκει την πιστι

(σε αδιαφορους, σε αμφιβαλλοντες, σε απιστους)

«Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. 20,28)

Ψ. Απ. ΘωμαςΔοξάζουμε, ἀγαπητοί μου, τὸν Κύριο, ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ ἑορτάσουμε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὴν ἀνάστασί του, τὸ Πάσχα.
Τί σημαίνει Πάσχα; Δὲν εἶνε ἑλληνικὴ λέξι, εἶνε ἑβραϊκή. Πάσχα σημαίνει διάβασις, πέρα­σμα, γέφυρα. Πάσχα σημαίνει ν᾽ ἀφήσῃς τὴν Αἴγυπτο καὶ νὰ πᾷς στὰ Ἰεροσόλυμα, ν᾽ ἀφή­σῃς τὴ σκλαβιὰ καὶ νὰ πᾷς στὴν ἐλευθερία, ν᾽ ἀφήσῃς τὸ ψέμα καὶ νὰ πᾷς στὴν ἀλήθεια, ν᾽ ἀ­φήσῃς τὸ σκοτάδι καὶ νὰ πᾷς στὸ φῶς, ν᾽ ἀφή­σῃς τὸν διάβολο καὶ νὰ πᾷς στὸ Χριστό. Τὸ Πάσχα εἶνε τὸ γεφύρι τοῦ Θεοῦ. Ὅπως περ­νᾷς τὸ γεφύρι κι ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος πᾷς στὸ ἄλλο καὶ χωρὶς γεφύρι δὲν μπορεῖς νὰ διαβῇς τὸ ποτάμι, ἔτσι ἦταν καὶ τὸ μεγάλο πο­τάμι τοῦ ᾅδου, τὸ μαῦρο καὶ σκοτει­νό· μᾶς χώ­ριζε ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ ὁ Χριστὸς –εὐ­λογημέ­νο τὸ ὄνομά του– μὲ τὸ τίμιο αἷμα του ἅπλωσε στὸ ποτάμι αὐτὸ γέφυ­ρα, καὶ ἔτσι περνᾶμε τώρα οἱ ἁ­μαρτωλοὶ ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωή.
Αὐτὰ νὰ τὰ πιστεύῃς· ἂν δὲν τὰ πιστεύῃς, μὴν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησιά· μεῖνε ἔξω, παῖζε πρέφα, κάνε ὅ,τι θέλεις. Γι᾽ αὐτὸ πρὶν τὴ θεία λειτουργία ἀκοῦμε «Ὅσοι πιστοί» (θ. Λειτ.)· μόνο ὅ­σοι πιστεύουν νὰ μένουν μέσα στὸ ναό.
Τὸ Πάσχα εἶνε «ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις πανηγύρεων» (καν. Πάσχ. ᾠδ. η΄) κ᾽ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ ποὺ ἀ­κούσαμε πάλι τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Τὸ ἐρώτημα εἶνε· πῶς τ᾽ ἀκούει ἡ γενεά μας;

* * *

Οἱ ἄνθρωποι, ἀδελφοί μου, ὡς πρὸς τὴν πίστι διακρίνονται σὲ τρεῖς κατηγορίες.
⃝ Ἡ πρώτη κατηγορία εἶνε οἱ ἀδιάφοροι. Δὲν αἰ­σθάνονται τίποτε, εἶνε σὰν τὸ ξύλο, σὰν τὸ μάρμαρο. Τὰ βράχια τοῦ Γολγοθᾶ συγκλονίστη­καν, αὐτοὶ δὲν συγκινοῦνται. Λένε ἀπὸ συνήθεια «Χριστὸς ἀνέστη», μὰ δὲν νιώθουν καμ­μία χαρά, δὲν χτυπάει ἡ καρδιά τους. Αὐτοὺς τοὺς ἐνδιαφέρουν μόνο τὰ ὑλικά· ἂν γεμίζῃ τὸ πορτοφόλι τους, ἂν γεννή­σουν οἱ ἀγελάδες ἢ τὰ πρόβατά τους, ἂν βροῦν τραπέζι καὶ φᾶνε καὶ πιοῦν (καί, ἐνῷ τὸ πρωὶ περπατοῦν μὲ δύο πόδια, τὴ νύχτα πέφτουν μὲ τὰ τέσσε­ρα). Νά, αὐτὰ εἶνε ἡ χαρά τους· γλέντι, κρασί, χορός, γυναῖκες…, μὲ τέτοια αἰ­σθάνον­ται χαρά· ἀπὸ τὰ ἄλλα; μένουν ἀναίσθητοι.
Ξέρετε πῶς παρομοιάζει τοὺς ἀνθρώπους αὐ­τοὺς ὁ Χριστός; Εἶνε, λέει, σὰν τοὺς χοί­ρους. Πέταξε στοὺς χοίρους μιὰ χούφτα διαμάντια ἢ χρυσαφικά, δὲν καταλαβαίνουν· πέταξέ τους μιὰ χούφτα βελανίδια, καὶ θὰ τρέξουν. Διαμάντια καὶ μαργαριτάρια εἶνε αὐτὰ ποὺ μοιράζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, μὰ αὐτοὶ μένουν ἀδιάφοροι. Γι᾽ αὐτὸ εἶπε ὁ Χριστὸς «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7,6).
Ἕνα δεῖγμα ἀδιαφορίας εἶνε καὶ τοῦτο· οἱ πρόγονοί μας στὴ Μικρὰ Ἀσία ἔμεναν ἕως τὸ τέλος στὴν ἀναστάσιμη θεία λειτουργία, τώρα ὅμως μόλις ἀκούσουν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» φεύ­γουν. Εἶνε ἁμαρτία αὐτὸ ποὺ κάνουν.
⃝ Μία κατηγορία λοιπὸν οἱ ἀδιάφοροι· ἡ ἄλλη κα­τηγορία εἶνε οἱ ἀμφιβάλλοντες. Αὐτοὶ δὲν ἀ­διαφοροῦν· δείχνουν ἕνα ἐν­διαφέρον γιὰ τὴν ἐκκλησία, ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ τ᾽ ἀκοῦ­νε μὲ τὸ ἕνα αὐτί· μὲ τὸ ἄλλο αὐτὶ ἀκοῦνε ἀν­τιρρήσεις, δέχονται ἀμφισβητήσεις καὶ διατη­ροῦν μέσα τους ἀμφιβολίες. Ἐκεῖ ποὺ λένε, «Σωστὰ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ παπᾶς», ἔρ­χεται ὁ διά­βολος καὶ βάζει ἀντίρρησι· «Μὰ νά ᾽νε ἆραγε ἀλήθεια αὐτά; ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός; ὅτι ἡ Παναγία γέννησε ὑπερφυσικά; ὅ­τι ὑπάρχει ἄλ­λη ζωή, κόλασι, παράδεισος;… Καὶ ἂν αὐτὰ εἶ­νε φαντασία;…». Ἂν δεχτῇς αὐ­τὸ τὸ «ἂν», μπαίνει μέσα σου σκουλήκι· ἀμφιβάλ­λεις πλέ­ον, δὲν ἔχεις τὴν πίστι τὴ θερμή, τὴ ζωντανή. Εἶ­νε σὰν νὰ λές· Εἶνε ἀλήθεια ὅτι ὑπάρχει θάλασσα; ὅτι ὑπάρχει ἥλιος; ὅτι ὑ­πάρχουν ἀστέ­ρια; ὅτι ὑπάρχει Ἑλλάδα;… Δὲν τὸ λὲς αὐτό, γιατὶ αὐτὰ τὰ βλέπεις. Μὰ πιὸ βέβαιο ἀπὸ αὐ­τὰ εἶνε ὅτι ὑ­πάρχει Θεός. Ἂν λοιπὸν ἀφήσῃς μέσα σου τὸ «ἐάν…» αὐτό, τελείωσες.
⃝ Μία κατηγορία οἱ ἀδιάφοροι, δεύτερη κατηγο­ρία οἱ ἀμφιβάλλοντες· καὶ τρίτη κατηγορία, ἡ τρισχειρότερη πιά, εἶνε οἱ ἄπιστοι – ἄθεοι. Τὸν βλέπεις κάθεται στὸ καφφενεῖο ὁ ἀ­­στοιχεί­ωτος· δὲν διάβασε Εὐαγγέλιο, ἀπὸ ἐκκλησία ἔχει μεσάνυχτα, κι ὅμως μιλάει σὰν νὰ τὰ ξέρῃ ὅλα· Δὲν ὑπάρχει Θεός, σοῦ λέει, δὲν ὑ­πάρχει Χριστός, δὲν ὑπάρχει Παναγιά, δὲν ὑ­πάρχει ἄλλη ζωή… Πῆρε γομμολάστιχα νὰ σβή­σῃ τὴ λέξι Θεὸς καὶ σκορπάει τὸ δηλητήριο – τὸ φαρμάκι του ὅπου φτάσῃ. Ἐδῶ ὑπάγονται αὐ­τοὶ ποὺ λένε πὼς δὲν πιστεύουν τίποτα.
Μέσα τώρα σὲ τέτοιο κόσμο ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ὁ γεωργὸς σπέρνει τὸ σιτάρι, λέει κ᾽ ἐ­παναλαμβάνει τὸ «Χριστὸς ἀνέ­στη». Σπόρος εἶ­νε, ποὺ πέφτει ἄλλοτε στὸ δρόμο, ἄλλοτε σὲ ἀγκάθια, ἄλλοτε σὲ βράχια. Παλαιότερα ἄ­κουγαν «Χριστὸς ἀ­νέστη» κι ἀ­παντοῦσαν «Ἀ­λη­θῶς ἀ­νέστη»· ἐπὶ σαράντα μέρες, μέχρι τῆς Ἀναλή­­ψεως, ἄλλος χαιρετισμὸς δὲν ὑπῆρχε. Τώρα καὶ τὸ σταυρό τους ντρέπονται νὰ κάνουν.
Ἀπάντησι σὲ ὅλους αὐτοὺς (ἀδιαφόρους, ἀμφιβάλλοντας, ἀπίστους) δίνει σήμερα ὁ ἀ­πό­στολος Θωμᾶς. Δὲν ἦταν παρὼν τὴν πρώτη φορὰ ποὺ ἐμφανίστηκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητὰς μέσα στὸ σπίτι. Τοῦ ἔλεγαν ἐκεῖνοι· –«Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον», εἴδαμε τὸν Κύριο μὲ τὰ μάτια μας! (Ἰω. 20, 25). Ἔπρεπε νὰ τοὺς πιστέ­ψῃ, μὰ δὲν τοὺς πίστεψε. –Ἂν δὲν βάλω, λέει, τὸ δάχτυλό μου στὶς πληγές του καὶ τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲν πιστεύω. Καὶ τὴν ἄλλη Κυριακή, σὰν σήμερα, νάτος ὁ Χριστὸς μὲ κλειστὲς τὶς πόρτες. Ἂν ὁ ἀέρας μπαίνῃ καὶ μὲ κλειστὲς πόρτες κι ἂν ὁ ἥλιος περνάῃ τὸ τζάμι μὲ κλειστὰ παράθυρα, σὰν τὶς ἀκτῖ­νες Ραῖντγκεν ποὺ ἔχουν οἱ γιατροί, πολὺ περισσότερο μπορεῖ νὰ περάσῃ ὁ Θεάνθρωπος «κε­κλεισμένων τῶν θυρῶν» (Ἰω. 20,19,26).
Καὶ νάτος πάλι μπροστά τους· καὶ τοὺς λέει μιὰ λέξι ποὺ αὐτὴν λαχταρᾷ κάθε ἄνθρωπος· «Εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰω. 20,26). Ποῦ εἶνε ἡ εἰρήνη; Οὔτε τ᾽ ἀντρόγυνα δὲν τὴν ἔχουν· τρώγονται μετα­ξύ τους σὰν τὰ σκυλιά. Δεῖξτε μου ἕνα ἀντρόγυνο ποὺ –ἀληθινά, ὄχι ψέματα– δὲν ἀντάλλα­ξαν κακιὰ λέξι ἀλλὰ ζοῦν σὰν ἄγγελοι, νὰ πέ­σω νὰ τοὺς προσκυνήσω. Ὑπάρχει εἰρήνη στὰ σπίτια, στὶς κοινότητες, στὰ ἔθνη; εἶνε ἕτοιμοι σὰν ἄγρια θηρία νὰ φᾶνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Μετὰ ὁ Χριστὸς λέει στὸ Θωμᾶ· Ἔλα κον­τά, ψηλάφησε τὶς πληγές μου καὶ θὰ πιστέ­ψῃς· «μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Κι ὅ­ταν πείσθηκε ὁ Θωμᾶς εἶπε· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (ἔ.ἀ. 20,27-28)· πιστεύω, Χριστέ μου, ἐσὺ εἶσαι ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου.

* * *

Ὑπάρχει, ἀδελφοί μου, κάποιος ἀπὸ σᾶς, ἄν­τρας ἢ γυναίκα, ποὺ ἀμφιβάλλει γιὰ τὸ Χριστό; Ἂν ὑπάρχῃ, ἂς κάνῃ ὅ,τι ἔκανε ὁ Θωμᾶς. Δὲν τὸν διώχνει ὁ Κύριος. Μπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ τὸν ψηλαφήσῃ. Πῶς; Ὑπάρχει ἕνας καθρέφτης, ποὺ μέσα σ᾽ αὐτὸν βλέπεις πιστὰ τὸ Χριστό. Ποιός εἶνε ὁ καθρέφτης αὐτός; Τὸ Εὐαγγέλιο. Σᾶς δί­νω κανόνα· ἀπὸ σήμερα στὸ σπίτι ἀνοῖξτε τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο καὶ διαβάστε το μέ­χρι τῆς Ἀναλήψεως. Ἐκεῖ θὰ πεισθῆτε καὶ θὰ πῆτε κ᾽ ἐσεῖς «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Καὶ κάτι ἄλλο. Ὁ Θωμᾶς ἤθελε νὰ ψηλαφή­σῃ, νὰ πιάσῃ τὸ Χριστό· ἐμεῖς μποροῦμε κάτι ἀνώτερο. Μπορεῖς ὄχι ἁπλῶς νὰ τὸν ἀγγίξῃς, ἀλλὰ νὰ ἑνωθῇς μαζί του! Δυὸ πράγματα ἔχει ἡ Ἐκκλησία πάνω στὴν ἁγία τράπεζα· τὸ ἕνα εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ τὸ ἄλλο, ἀνώτερο ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, εἶνε τὸ δισκοπότηρο. Αὐτὰ τὰ δυὸ δὲν τ᾽ ἀλλάζουμε οὔτε στὸ παραμικρό (βλ. Ματθ. 5,18). Τὸ βλέπεις τὸ δισκοπότη­ρο; Ἂν πιστεύ­ῃς, κάθε σταλαγματιὰ ἀπὸ αὐτὸ εἶνε μαργαριτάρι καὶ διαμάντι, εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Κοινώνησε καὶ ἔτσι θά ᾽χῃς τὸ Χριστὸ μέσα σου. «Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» εἰσῆλθε ὁ Χρι­στὸς τότε, «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» καὶ τώ­ρα μπαίνει μέσα μας· καὶ τὸν αἰσθανόμαστε!
Δὲν εἶνε ψέματα αὐτά. Ἂν δὲν πίστευα, δὲν θὰ κήρυττα (βλ. Ψαλμ. 115,1). Πιστεύω στὸ Χριστό, πιστεύω στὰ ἱερὰ καὶ ὅσια. Πιστεύετε κ᾽ ἐσεῖς, ἀ­δελφοί μου. Ἡ ἀπιστία εἶνε κάτι προσωρινό, λί­γο θὰ βαστάξῃ. Ἡ συννεφιὰ τῆς ἀπι­στίας θὰ φύ­γῃ καὶ θὰ λάμψῃ ἡ «ἡμέρα Κυρίου» (Πράξ. 2,20=Ἰωλ. 2,11. Α΄ Κορ. 1,8· 5,5. Β΄ Κορ. 1,14. Α΄ Θεσ. 5,2. Β΄ Θεσ. 2,2. Β΄ Πέτρ. 3,10). Τότε κι αὐτοὶ ποὺ κάνουν τὸν ἄπιστο θὰ πιστέψουν, θὰ προσκυ­νή­σουν, θὰ ποῦν «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Στὰ χρόνια τοῦ ἀθεϊσμοῦ στὴ Μόσχα κάποιος πολὺ μορφωμένος τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως μάζεψε σὲ κινηματοθέατρο τοὺς ἀν­θρώπους καὶ ἐπὶ δύο ὧρες μιλοῦσε ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ. Στὸ τέλος ἕνας χωρικὸς εἶπε· –Ἐ­πιτρέπεται νὰ πῶ κάτι; –Ὄχι παραπάνω ἀπὸ δυὸ λεπτά. –Οὔτε ἕνα δὲν θὰ κάνω. Τὸν ἄφησε. Κι ὅταν ἀνέβηκε στὸ βῆμα ὁ χωριάτης, κάνει τὸ σταυρό του καὶ λέει «Χριστὸς ἀνέστη»· καὶ τὸ πλῆθος ἐβόησε «Ἀληθῶς ἀνέστη»!
Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἀδελφοί μου, δὲν σβή­νει. Ὅσο ὑπάρχουν ἄστρα καὶ κόσμος, θὰ φω­νάζουμε «Χριστὸς ἀνέστη», ὁ Κύριος ἀνέστη!

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ἀρδάσσης – Ἑορδαίας τὴν 28-4-1968, [μὲ νέο τώρα τίτλο]. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 17-4-2021.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.