Αυγουστίνος Καντιώτης



OI ANΔΡEIOI – Αδελφοι Ελληνες! Οι ημερες που διερχομεθα, ειναι κρισιμες, ειναι ιστορικες. Το Ευαγγελιο, πηγη αληθινου ηρωισμου, ας ειναι η υψιστη παρηγορια μας. Καθ’ ενας απο μας ας φανη ανταξιος του Χριστου & της Πατριδος (Mητροπολιτης Φλωρινης Αυγουστινος)

※ Ραδιοφωνικὴ ὁμιλία του Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου,
ἐξεφωνήθη τὴν 23-4-1950 ἀπὸ τὸν Ρ.Σ.Λ.
※ περιελήφθη στὸ βιβλίο Ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός, Βόλος 1950, σσ. 210-215.

Οι ανδρειοι

«Ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (Μᾶρκ. 15,43)

Ἡ τόλμη τοῦ Ἰωσὴφ
Θὰ ἔπρεπε, ἀγαπητοί μας ἀκροαταί, θὰ ἔπρεπε πάντοτε νὰ ἐξοικονομΜεινε μαζι μας Χριστεῶμεν χρόνον, ἐν ἀνάγκῃ νὰ κλέπτωμεν ὥρας καὶ ἀπὸ τὸ φαγητόν μας καὶ ἀπὸ τὸν ὕπνον μας, διὰ νὰ μελετῶμεν τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον. Νὰ τὸ μελετῶμεν τόσον, ὥστε νὰ τὸ ἀγαπήσωμεν. Καὶ ἐμπρὸς εἰς τὴν γλυκύτητα, τὴν ὁποίαν τότε θὰ ἐδοκιμάζομεν, θὰ μᾶς ἐφαίνετο κουραστικὴ καὶ ἀηδὴς πᾶσα ἄλλη μελέτη, καὶ τῶν μεγαλυτέρων ἀκόμη λογοτεχνικῶν συγγραμμάτων, καὶ μαζὶ μὲ τὸν προφήτην καὶ βασιλέα Δαυῒδ θὰ ἐλέγομεν καὶ ἡμεῖς· «Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου. Ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου συνῆκα· διὰ τοῦτο ἐμίσησα πᾶσαν ὁδὸν ἀδικίας» (Ψαλμ. 118,103-104). Ποῖος ἐμελέτησε τὸ Εὐαγγέλιον μὲ πίστιν, μὲ ἀγάπην, μὲ σκέψιν ἀπερίσπαστον ἀπὸ βιοτικὰς μερίμνας, καὶ δὲν ᾐσθάνθη τὴν γοητείαν του; Ὁ Ναπολέων, ἐξόριστος εἰς τὴν νησῖδα τῆς Ἁγίας Ἑλένης, τὸ Εὐαγγέλιον εἶχε ὡς παρηγορίαν καὶ ἐνετρύφα εἰς τὰς ἀθανάτους σελίδας του καὶ μὲ τὴν στρατιωτικὴν γλῶσσαν, μὲ τὴν ὁποίαν εἶχε συνηθίσει νὰ ὁμιλῇ, ἔλεγεν· «Ὁσάκις τὸ μελετῶ μοῦ φαίνεται ὅτι ἐνώπιόν μου παρελαύνει στρατιὰ οὐρανίων ἰδεῶν, αἱ ὁποῖαι μὲ καταπλήσσουν».

Ἀπὸ τὴν σημερινὴν εὐαγγελικὴν περικοπὴν τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων ποὺ ἀνεγνώσθη τὴν πρωίαν εἰς τοὺς ἱ. ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ εἶνε πλήρης οὐρανίων ἰδεῶν, ἐπιθυμῶ νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχήν σας εἰς μίαν καὶ μόνον λέξιν τοῦ ἱεροῦ κειμένου, τὴν λέξιν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν οὐχὶ ἀσκόπως ἐχρησιμοποίησεν ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος προκειμένου νὰ χαρακτηρίσῃ τὴν πρᾶξιν ἐκείνην, διὰ τῆς ὁποίας ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας Ἰωσὴφ ἐξεδήλωσε τὰ αἰσθήματα τῆς εὐγνωμοσύνης του πρὸς τὸν Κύριον. «Τολμήσας», γράφει ὁ εὐαγγελιστής, ὁ Ἰωσὴφ «εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (Μᾶρκ. 15,43). Ὥστε τόλμην ἐχρειάζετο ὁ «εὐσχήμων βουλευτὴς» διὰ ν᾿ ἀνέλθῃ τὰς βαθμῖδας τοῦ ῥωμαϊκοῦ πραιτωρίου καὶ νὰ ζητήσῃ ὡς χάριν τὸ σῶμα τοῦ Νεκροῦ;
Ἀλλ᾿ ἂς μὴ προστρέξωμεν εἰς τὰς κρίσεις μας. Ἂς πλησιάσωμεν προηγουμένως τὸν φρικτὸν Γολγοθᾶν, διὰ νὰ ἐκτιμήσωμεν δεόντως τὴν εὐγενῆ χειρονομίαν τοῦ Ἰωσὴφ ὡς ἕνα καρπὸν τόλμης, χριστιανικῆς ἀνδρείας, ἡ ὁποία ἤρχισε νὰ βλαστάνῃ ἀπὸ τὴν ρίζαν τοῦ σταυροῦ.

Τιμὴ εἰς τὸν Λυτρωτὴν
Νοερῶς εὑρισκόμεθα εἰς τὸν Γολγοθᾶν. Εἶνε ἡ ὥρα 3 μ.μ. τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ὁ Ἐσταυρωμένος, ἀφοῦ ἐξεκένωσε μέχρι τελευταίας σταγόνος τὸ πικρὸν ποτήριον, πικρότερον τοῦ ὁποίου δὲν ἔπιεν ἄνθρωπος, ἔκλινε τὴν κεφαλὴν καὶ παρέδωκε τὸ πνεῦμα εἰς τὸν οὐράνιον Πατέρα. Στιγμὴ ἄκρως συγκλονιστική! Καὶ ἐνῷ τὸ πνεῦμά του κατέρχεται εἰς τὸν ᾅδην διὰ νὰ κηρύξῃ καὶ εἰς τὰς ἐκεῖ ἀπ᾿ αἰώνων κρατουμένας ψυχὰς τὸ ἄγγελμα τῆς λυτρώσεως, εἰς τὸ σῶμά του, εἰς ὁλόκληρον τὸ σῶμα, ἁπλώνεται ἡ ὠχρότης τοῦ θανάτου. Τὰ χέρια ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ὅπου ἤγγιζον ἔκαναν τὰς πέτρας νὰ τινάσσουν ῥόδα καὶ τοὺς τυφλοὺς νὰ βλέπουν καὶ τοὺς κωφοὺς ν᾿ ἀκούουν καὶ τοὺς λεπροὺς νὰ καθαρίζωνται καὶ τοὺς νεκροὺς νὰ ἐγείρωνται μὲ τόσην εὐκολίαν μὲ ὅσην ἐξυπνᾷ ἡ μητέρα τὸ παιδί της, τὰ χέρια ἐκεῖνα τὰ ἄχραντα ποὺ ἤνοιγαν μόνον διὰ νὰ σκορπίσουν τὰς θείας εὐλογίας, καὶ τὰ πόδια ἐκεῖνα ποὺ ἔτρεχον καὶ ὑπὸ τὰς καυστικὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου ἔφερον τὸν Σωτῆρα καὶ εἰς τὰ πλέον ἀπομεμακρυσμένα σημεῖα τῆς Ἁγίας Γῆς διὰ νὰ εὕρουν τὸ ἀπολωλός, εἶναι τώρα ἀκίνητα, νεκρά, μαρμαρωμένα. Τὸ στόμα ἐκεῖνο, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξῆλθον ἀστείρευτοι ποταμοὶ θείας διδασκαλίας, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ ποτίζωνται αἰῶνες, κλείει. Τὰ μάτια ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα ἐκοίταξε τὸν Πέτρον καὶ τὸν ἔκανε νὰ συναισθανθῇ τὴν πτῶσίν του καὶ ν᾿ ἀναλυθῇ εἰς πύρινα δάκρυα, σβήνουν. Καὶ ἡ καρδία, ἡ ὁποία περιέκλειεν ὠκεανὸν ἀγάπης, παύει νὰ πάλλῃ. Ὁ Ἰησοῦς νεκρός. Οὐρανὲ καὶ γῆ, πενθήσατε!
Συμφώνως πρὸς τὸν σκληρὸν ποινικὸν νόμον τῆς ῾Ρώμης, ὅσοι κατεδικάζοντο εἰς τὸν διὰ τοῦ σταυροῦ θάνατον δὲν ἐπετρέπετο νὰ ἐνταφιασθοῦν. Τὰ σώματά των καὶ μετὰ τὴν ἐκτέλεσίν των παρέμενον ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Κανείς δὲν ἐπετρέπετο νὰ τὰ πλησιάσῃ. Καὶ ἐξετυλίσσετο τότε θέαμα ἀπαίσιον. Σκυλιὰ πεινασμένα καὶ ὄρνεα σαρκοφάγα ὀσφραινόμενα τὴν ὀσμὴν τοῦ θνησιμαίου ἔσπευδον καὶ κατεβρόχθιζον τὰς σάρκας τῶν δυστυχῶν καταδίκων καὶ μόνον οἱ θρυμματισμένοι σκελετοί των ἀπέμενον αἰωρούμενοι ἐπὶ τῶν σταυρῶν.
Ταῦτα διέτασσεν ὁ νόμος! Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ κατὰ τὰ ἰουδαϊκὰ ἔθιμα οὐδείς ἐπιτρέπεται νὰ παραμένῃ ἄταφος, ἡ ῾Ρώμη, ἐλαστικὴ πάντοτε καὶ ὑποχωροῦσα εἰς ζητήματα τῆς θρησκείας τῶν ὑποτεταγμένων λαῶν, ἐπέτρεπε τὴν ταφὴν τῶν Ἰουδαίων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι κατεδικάζοντο καὶ ἐξετελοῦντο διὰ τοῦ σταυροῦ.
Καὶ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ του νεκρὸς ἤδη μένει ὁ Ἰησοῦς. Ποῖαι σπλαγχνικαὶ χεῖρες θὰ τὸν ἀποκαθηλώσουν καὶ θὰ τὸν ἐνταφιάσουν; Τὸ βλέμμα στρέφεται μὲ ἀγωνίαν γύρω ἀπὸ τοὺς γυμνοὺς βράχους τοῦ Γολγοθᾶ καὶ ζητεῖ νὰ ἴδῃ ἐκίνους οἱ ὁποῖοι θ᾿ ἀπέδιδον τὰς τελευταίας τιμὰς εἰς τὸν Νεκρόν. Ὦ σεῖς οἱ τυφλοὶ οἱ ὁποῖοι εἴδατε τὸ φῶς, ποῦ εἶσθε; Ἐλᾶτε νὰ κλείσετε τὰ μάτια ἐκείνου, ὁ ὁποῖος σᾶς ἔδωκε τὸ φῶς. Καὶ σεῖς οἱ λεπροί, ποὺ μὲ τὸ ἄγγιγμα τῶν δακτύλων του ἐκαθαρίσθητε, ἐλᾶτε νὰ καθαρίσετε τὰ χέρια τοῦ εὐεργέτου σας ἀπὸ τὰ αἵματα καὶ νὰ τ᾿ ἀσπασθῆτε εὐλαβῶς. Καὶ σεῖς, παράλυτοι, ποὺ μὲ μίαν προσταγὴν ἠγέρθητε, τρέξατε εἰς τὸν τόπον Κρανίου διὰ νὰ πλύνετε μὲ τὰ δάκρυα τῆς εὐγνωμοσύνης σας τοὺς παναχράντους του πόδας. Ἀλλὰ δυστυχῶς αἱ ὧραι παρέρχονται καὶ οὐδεὶς φαίνεται· οὔτε ὁ τολμηρότερος τῶν μαθητῶν, ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ὁ ὁποῖος εἰς μίαν στιγμὴν ἐνθουσιασμοῦ ἠκούσθη νὰ λέγῃ «Τὴν ψυχήν μου ὑπὲρ σοῦ θήσω» (Ἰω. 13,37)!
Ἀλλὰ τί βλέπω; Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Πρὸς τὸν Γολγοθᾶν ἀνέρχεται μία ἱερὰ συνοδεία ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ἐπὶ κεφαλῆς τῆς ὁποίας εἶνε ἀνήρ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα θὰ γίνῃ πασίγνωστον εἰς ὅλον τὸν Χριστιανικὸν κόσμον. Εἶνε ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας. Ἀλλὰ ποῖος εἶνε ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας; Ἦτο καὶ αὐτὸς μέλος τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου, τὸ ὁποῖον τὴν νύκτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης ἐκτάκτως συνῆλθε καὶ ἐδίκασε καὶ κατεδίκασε τὸν Ἰησοῦν. Ὡς παρατηρεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ὁ Ἰωσὴφ δὲν συγκατετίθετο «τῇ βουλῇ καὶ τῇ πράξει αὐτῶν» (Λουκ. 23,50). Ψυχικῶς ἀσύμφωνος μὲ τοὺς λοιποὺς συνέδρους, δὲν εἶχεν ὅμως τὸ θάρρος διὰ νὰ ἐγερθῇ καὶ νὰ ἐλέγξῃ παρρησίᾳ τοὺς δολοφόνους ἐκείνους δικαστάς, οἱ ὁποῖοι ὡς νόμον εἶχον τὴν μαύρην ἐμπάθειαν τῶν ψυχῶν των. Διὰ τοῦτο ὁ Ἰωσήφ, ὅτε ἐπληροφορήθη ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐν μέσῳ φρικτῶν πόνων ἐξέπνευσεν ἐπὶ τοῦ Γολγοθᾶ, θὰ ᾐσθάνθη λύπην βαθεῖαν, διότι ἡ δειλία δὲν τὸν ἄφησε νὰ ἐκδηλωθῇ ὅσον ἔπρεπε ὑπὲρ τοῦ Δικαίου. Ἀλλ᾽ ὁ σταυρὸς ποὺ ὑψώθη λάμπει καὶ ἐλέγχει τὴν ψυχήν του διὰ τὴν ἁμαρτίαν τῆς δειλίας ποὺ διέπραξε τὴν νύκτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης. «Ἰωσήφ», ἠκούετο μυστικὴ φωνὴ ἐρχομένη ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶν, «Ἰωσήφ! Διατί πνίγεις τὴν φωνὴν τῆς συνειδήσεώς σου; Διατί δειλιᾷς; Καιρὸς εἶνε νὰ ἐξέλθῃς ἀπὸ τὸν κρυψῶνα τῆς δειλίας καὶ νὰ κηρύξῃς τὴν πίστιν σου, ἔστω καὶ ἐὰν πρόκειται ἕνας νέος σταυρὸς νὰ ὑψωθῇ δίπλα εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Κυρίου».
Ὁ Ἰωσὴφ δὲν ὑποφέρει τὸν ἔλεγχον τοῦ Σταυροῦ! Ἡ ψυχή του φονεύει τὴν δειλίαν, λυτρώνεται ἀπὸ τὸν φόβον τῶν ἀνθρώπων, περιφρονεῖ τὰς τιμὰς μιᾶς ἀπίστου καὶ διεφθαρμένης κοινωνίας, ὑψώνεται εἰς τὴν σφαῖραν τῶν ἡρωικῶν ἀποφάσεων καὶ ὡς πρώτην ἀπόφασιν λαμβάνει· Νὰ ἀποδώσῃ τιμὰς εἰς τὸν ἔνδοξον Νεκρόν! Δὲν χάνει οὔτε δευτερόλεπτον. Γοργὸς ἀνεβαίνει εἰς τὸ πραιτώριον, ἐμφανίζεται ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου, ζητεῖ τὸ σῶμα, λαμβάνει τὴν ἄδειαν, ἀγοράζει σινδόνα καθαρὰν καὶ ἀρώματα πολύτιμα, καὶ μετὰ τοῦ Νικοδήμου καὶ τοῦ ὁμίλου τῶν μυροφόρων γυναικῶν σπεύδει πρὸς τὸν Γολγοθᾶν καὶ προβαίνει εἰς τὴν ἱερὰν πρᾶξιν τῆς ἀποκαθηλώσεως. Ὁ ἥλιος μετ᾿ ὀλίγον ἔρριπτε τὰς τελευταίας ἀκτῖνας ἐπάνω εἰς τοὺς αἱματωμένους βράχους τοῦ Γολγοθᾶ καὶ ἀπεχαιρέτα καὶ αὐτὸς τὸν Νεκρόν.
Οὕτω, χάρις εἰς τὴν τόλμην τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ ἀπὸ Ἀριμαθαίας Ἐκεῖνος, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐθανατώθη ὡς κακοῦργος ἐτάφη ὡς Βασιλεύς.

Πιστέ, τόλμησον!
Ἀλλ᾿ ἡ τόλμη, τὴν ὁποίαν εἰς τὴν περίπτωσιν τῆς ἀποκαθηλώσεως καὶ τῆς ταφῆς τοῦ Κυρίου ἔδειξεν ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας καὶ ὁ Νικόδημος μετὰ τοῦ ὁμίλου τῶν μυροφόρων γυναικῶν, ἂς εἶνε καὶ δι᾿ ἡμᾶς παράδειγμα ἄξιον μιμήσεως. Διότι ἡ ἀνδρεία εἶνε καὶ αὐτὴ ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ γνησίου Χριστιανοῦ. Χριστιανὸς καὶ δειλὸς εἶνε δύο ἔννοιαι ἐντελῶς ἀσυμβίβαστοι. Ὁ Ἰωάννης εἰς τὴν Ἀποκάλυψίν του εἶδε φρικτὸν θέαμα· λίμνην καιομένην, εἰς τὰ παφλάζοντα κύματα τῆς ὁποίας πρώτους εἶδε τοὺς δειλούς. «Τοῖς δειλοῖς καὶ ἀπίστοις καὶ ἐβδελυγμένοις καὶ φονεῦσι καὶ πόρνοις καὶ φαρμακοῖς καὶ εἰδωλολάτραις καὶ πᾶσι τοῖς ψευδέσι τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ» (Ἀποκ. 21,8).
Καὶ ἐρωτῶμεν. Ἡμεῖς οἱ λεγόμεοι Χριστιανοὶ τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἔχομεν τὴν ἀρετὴν αὐτήν; Ἀσφαλῶς ἡ ἀνδρεία, ἡ περιφρόνησις τῶν κινδύνων πρὸς ἐκτέλεσιν τῶν καθηκόντων, ὡς ἀρετὴ ἔχει καὶ αὐτὴ τὰς διαβαθμίσεις της. Ἀρχίζει ἀπὸ τὰ μικρὰ καὶ προχωρεῖ καὶ φθάνει εἰς τὰς ὑψίστας βαθμῖδας τῆς αὐτοθυσίας. Πρὶν φθάσωμεν εἰς τὰς ὑψίστας ὅμως αὐτὰς βαθμῖδας καλῶ τοὺς ἀγαπητούς μου ἀκροατὰς νὰ γυμνάσωμεν τοὺς ἑαυτούς μας εἰς τὰ χαμηλὰ ἐκεῖνα ἐπίπεδα, εἰς τὰ ὁποῖα δὲν χρειάζεται καὶ τόσον μεγάλη τόλμη.
Ἰδού, ἀγαπητέ μου, ταξιδεύεις. Εἶνε μεσημέρι καὶ εἰσέρχεσαι εἰς ἕνα ἑστιατόριον τῆς πόλεως. Εἰς τὰ τραπέζια τοῦ ἑστιατορίου ἔρχονται καὶ κάθονται χιλιάδες ἄνθρωποι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἀλλὰ κανείς ἀπ᾿ αὐτούς, οὔτε εἰς τὴν ἀρχὴν οὔτε εἰς τὸ τέλος τοῦ φαγητοῦ του κάνει τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ. Τρώγουν ὡς τὰ κτήνη χωρὶς καμμίαν ἀνάμνησιν τῆς Θεότητος. Ἀλλὰ σύ, ἐν μέσῳ ἑνὸς κόσμου ποὺ ἔχει λησμονήση τὸν Εὐεργέτην, ὁ ὁποῖος τροφοδοτεῖ ἀενάως ὁλόκληρον τὴν κτίσιν, ὑπενθύμισε τὴν στιγμὴν αὐτὴν τὴν ἐξάρτησίν μας ἀπὸ τὸν Κύριον. Τόλμησε νὰ κάμῃς τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ. Μὴ φοβηθῇς τὰς εἰρωνείας τῶν παρακαθημένων. Τὸ θεωρεῖς μικρόν; Δοκίμασε λοιπὸν καὶ θὰ ἴδῃς ὅτι μία μωρὰ ἰδέα ποὺ ἔχει ἐνσφηνωθῆ μέσα εἰς τὸν ἐγκέφαλόν σου περὶ τοῦ πῶς ὁ κόσμος θὰ σχολιάσῃ τὴν ἐκδήλωσιν αὐτὴν τῆς πίστεώς σου, σὲ τρομοκρατεῖ καὶ παραλύει τὸ χέρι σου. Θὰ χρειασθῇ τόλμη διὰ νὰ φέρῃς τὰ δάκτυλά σου εἰς τὸ μέτωπον καὶ κάνῃς τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ.
Ἄλλη περίπτωσις ποὺ καλεῖσαι νὰ δείξῃς τόλμην, ἐλαχίστην τόλμην. Εὑρίσκεσαι κάπου καὶ αἴφνης καὶ τὰ δύο τύμπανα τῆς ἀκοῆς σου κινδυνεύουν νὰ διαρραγοῦν ἀπὸ μίαν αἰσχρὰν βλασφημίαν ποὺ μὲ φωνὴν κύκλωπος καὶ μὲ λύσσαν δαιμονικὴν ἐξεσφενδόνισε δημοσίᾳ κάποιος. Τὸν ἀκούεις καὶ τὸν βλέπεις. Εἶνε ἐνώπιόν σου! Πιστέ, τί κάθεσαι; Τόλμησε νὰ τὸν πλησιάσῃς καὶ μὲ ὅλην τὴν σοβαρότητα νὰ διαμαρτυρηθῇς καὶ νὰ τοῦ εἴπῃς, ὅτι Χριστιανὸς αὐτὸς βεβαπτισμένος, δὲν ἐπιτρέπεται εἰς τὸν 20ὸν αἰῶνα νὰ γίνεται χειρότερος τῶν Ἑβραίων καὶ μὲ τὰς αἰσχράς του βλασφημίας νὰ σταυρώνῃ δημοσίᾳ τὸν Κύριον τῆς δόξης. Καὶ ἐὰν τὴν ἐνέργειάν σου αὐτὴν μιμηθοῦν ἄλλοι 10 – 20 τολμηροὶ Χριστιανοί, ἔσο βέβαιος, ὅτι εἶσθε ἀρκετοὶ διὰ νὰ ἐξαλείψετε τὴν βλασφημίαν ἀπὸ ὁλόκληρον τὴν πόλιν σας.
Τρίτη περίπτωσις. Εὑρίσκεσαι εἰς κύκλον διανοουμένων καὶ κάποιος, διὰ νὰ φανῇ ὡς πνεῦμα ἀνώτερον, ἀρχίζει νὰ ἐκφράζεται μὲ πολλὴν εἰρωνείαν δι᾿ ὅ,τι διὰ σὲ καὶ ἑκατομμύρια πιστῶν ἀποτελεῖ τὸ ἀντικείμενον τῆς λατρείας. Ὅλοι τὸν ἀκούουν καὶ ἴσως δὲν συμφωνοῦν μὲ τὰ λεγόμενά του, ἀλλ᾿ ἐν τούτοις σιωποῦν ἐκ τοῦ φόβου μήπως χαρακτηρισθοῦν ἄνθρωποι θρησκευτικοὶ ἀπηρχαιωμένων ἀντιλήψεων! Θὰ σιωπήσῃς λοιπὸν καὶ σύ; Θὰ κλεισθῆς μέσα εἰς τὸ καβοῦκι τῆς δειλίας σου; Ἀλλ᾿ ὄχι! Ὅπως ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας καὶ ὁ Νικόδημος, ἔξελθε ἀπὸ τὴν κρύπτην σου καὶ λάβε θέσιν· μὴ ἀφήνῃς τὸν ἄπιστον νὰ περιϋβρίζῃ τὴν πίστιν σου καὶ νὰ κερδίζῃ εὐκόλους νίκας καὶ νὰ παρασύρῃ τοὺς ἀφελεῖς. Ἀντιτάχθητι γενναίως καὶ πολέμησον τὴν ἀπιστίαν τοῦ αἰῶνος μας. Δῶσε νὰ ἐννοήσῃ ὅτι παρῆλθε ἡ ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ ἀπιστία διὰ τοῦ στόματος ἡμιμαθῶν καὶ κούφων ἐπιστημόνων ἐφλυάρει καὶ οἱ πάντες ἤκουον καὶ ἐχειροκρότουν.
Καὶ ἂν εἰς τὰς ἀνωτέρω περιστάσεις, ὅπως καὶ εἰς τόσας ἄλλας ποὺ παρουσιάζει ἡ καθημερινή μας συναναστροφὴ ἐν τῷ κόσμῳ, γυμνασθῶμεν, ἀδελφοί, καὶ ἀποκτήσωμεν τὸ θάρρος διὰ νὰ ὁμολογῶμεν τὰς χριστιανικάς μας πεποιθήσεις, τότε θὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ περιφρονήσωμεν καὶ μεγαλυτέρους κινδύνους, νὰ γίνωμεν σκεύη ἐκλογῆς του διὰ νὰ τὸν κηρύξωμεν εἰς εὐρύτερα στρώματα καὶ ὑπὸ τὰς πλέον δυσμενεῖς συνθήκας. Διότι ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶνε κατ᾿ ἐξοχὴν τολμηρά, γενναία, ἀτρόμητος. Ὅταν σημάνῃ ἡ ὥρα νὰ ἐκτελέσῃ τὸ καθῆκόν του πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον, ὁ Χριστιανὸς μὲ τὸ ξίφος τῆς αὐταπαρνήσεως, τὸ ὁποῖον φέρει πάντοτε μαζί του, κόπτει κάθε δεσμὸν ποὺ ἠμπορεῖ νὰ τὸν κρατᾷ μακρὰν τῆς θυσίας καὶ λέγει· «Θέσεις, ἀξιώματα, περιουσία, εὐμάρεια βίου, ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλαὶ ἀνθρώπων, φύγετε μακρὰν ἀπὸ τὴν ψυχήν μου. Ἡ ὥρα μου, ἡ κρίσιμος ὥρα τῆς ζωῆς μου, ἔφθασεν. Ἐκλέγω τὸν θάνατον. Τίποτε δι᾿ ἐμὲ τὴν ὥραν αὐτὴν δὲν εἶνε μέγα, πλὴν τοῦ δικαίου καὶ τῆς ἀρετῆς, ὑπὲρ τῆς ὁποίας ἠγωνίσθη ὁ Θεάνθρωπος Ἀρχηγός μου καὶ ὑπὲρ τῆς ὁποίας καὶ ἐγὼ θέλω ν᾿ ἀγωνισθῶ καὶ ν᾿ ἀποθάνω. Κύριε, βοήθει μοι».
Αὐτὴ εἶνε ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστιανοῦ, τοῦ ἀτρομήτου Χριστιανοῦ.

Ὁ Χορηγὸς τοῦ ἡρωισμοῦ

«Λόγια αὐτὰ καὶ θεωρίαι!» θὰ εἴπῃ ἴσως κάποιος ἐκ τῶν ἀκροατῶν μας. Λόγια καὶ θεωρίαι; Ἀγαπητέ μου φίλε! Ἐὰν κατοικῇς εἰς τὸ ἐξωτερικόν, θὰ ἤθελα τὴν στιγμὴν αὐτὴν νὰ εἶχα τὴν δύναμιν νὰ σὲ σηκώσω καὶ νὰ σὲ μεταφέρω εἰς κάποιον βράχον τῆς Ἑλλάδος ποὺ ἐπάνω του διακρίνονται νωπαὶ σταγόνες αἵματος ποὺ δὲν ἐξήρανεν ἀκόμη ὁ ἥλιος! Βλέπεις τὸν βράχον αὐτόν; Θὰ σοῦ εἴπω. Πέσε νὰ τὸν φιλήσῃς. Ἔγινε Κρανίου τόπος. Ἐδῶ ἐθυσιάσθη μία εὐγενὴς ὕπαρξις. Ἐδῶ ἐσφάγη ἕνας Ἕλλην. Δὲν ἦτο ἐγκληματίας. Τὸ μόνον ἔγκλημά του ἦτο ὅτι ἠγάπα τὴν Ἑλλάδα μας καὶ τὴν ἐλευθερίαν της. Θὰ ἦτο τὸ εὐκολώτερον δι᾿ αὐτὸν ν᾿ ἀρνηθῇ τὰ ἰδανικά του, νὰ προσκυνήσῃ τὸν Ἀντίχριστον καὶ νὰ σώσῃ καὶ τὴν ζωὴν καὶ τὴν περιουσίαν του καὶ τὴν οἰκογένειάν του καὶ νὰ πλουτήσῃ καὶ νὰ θησαυρίσῃ, ὡς ἄλλος Ἰούδας, ἀλλ᾿ αὐτὸς ὁ Ἕλλην —λαοὶ καὶ ἔθνη ἀποκαλυφθῆτε πρὸ τοῦ μεγαλείου τῆς ψυχῆς του— αὐτὸς ὁ Χριστιανὸς Ἕλλην ἐτόλμησε νὰ εἴπῃ τὸ ὄχι, νὰ σταθῇ γενναῖος, νὰ θυσιάσῃ τὰ πάντα χάριν τῶν αἰωνίων ἰδανικῶν μὲ τὰ ὁποῖα ἔζησε καὶ ζῇ καὶ θὰ ζήσῃ τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων. Καὶ αὐτὸς ὁ Ἕλλην ἐσφάγη καὶ ἐκάη καὶ ἐσταυρώθη ὑπὸ τῶν νεωτέρων σταυρωτῶν τοῦ Θεανθρώπου.
Ἑλλάς! Ποῖος βράχος καὶ ποῖον κῦμα τῶν θαλασσῶν σου δὲν ἐρραντίσθη μὲ τὸ αἷμα τῶν ἀνδρείων τέκνων σου;

Ἕλληνες! Ἐκ βάθους ψυχῆς ἂς παρακαλέσωμεν τὸν Κύριον νὰ μᾶς χορηγήσῃ τόλμην. Ναί, τὸν Κύριον νὰ παρακαλέσωμεν. Διότι ἐκ τοῦ Κυρίου προέρχεται τὸ ὑπερφυσικὸν ἐκεῖνο ῥεῦμα ποὺ λέγεται χριστιανικὴ ἀνδρεία, μὲ τὴν ὁποίαν τὸ μικρὸν τοῦτο ἔθνος, ὁ Δαυῒδ τῶν ἐθνῶν, θωρακίζεται καὶ «δὲν τὸ σκιάζει φοβέρα καμμιά», καὶ νικᾷ τοὺς νεωτέρους Γολιάθ, τοὺς ψευδοθέους ποὺ σκιάζονται καὶ λιβανίζουν καὶ προσκυνοῦν ὁλόκληροι λαοί.
Ὁ Θεὸς σῴζει τὴν Ἑλλάδα! Ποῖος μπορει νὰ τὸ ἀρνηθῇ; Μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀνδρίζεται ἡ Χριστιανικὴ Ἑλλὰς καὶ ἐπὶ ἑκατονταετίας καὶ χιλιετίας γράφει σελίδας ἀπαραμίλλου δόξης. Οἱ πρόγονοί μας ἐν ἔτει… 1821, 1912, 1940… ἐπροτίμησαν νὰ γίνῃ ὁλόκληρος ἡ Ἑλλὰς ἀπέραντον θυσιαστήριον, νεώτερος Γολγοθᾶς, Κρανίου τόπος, παρὰ ν᾿ ἀρνηθοῦν τὴν ἱστορίαν της καὶ νὰ παραδώσουν τὴν ψυχὴν τῆς Ἑλλάδος εἰς τὸν διάβολον.
Ἀδελφοὶ Ἕλληνες! Καὶ αἱ ἡμέραι, τὰς ὁποίας διερχόμεθα, εἶνε κρίσιμοι, εἶνε ἱστορικαί. Τὸ Εὐαγγέλιον, πηγὴ ἀληθινοῦ ἡρωισμοῦ, ἂς εἶνε ἡ ὑψίστη παρηγορία μας. Ἕκαστος ἐξ ἡμῶν ἂς φανῇ ἀντάξιος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Πατρίδος.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

«Κυριακὴ» 1747/2012 Οἱ ἀνδρεῖοι (κατετάγη στὸ Π…)

※ ραδιοφωνικὴ ὁμιλία ποὺ ἐξεφωνήθη τὴν 23-4-1950 ἀπὸ τὸν Ρ.Σ.Λ.
※ περιελήφθη στὸ βιβλίο Ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός, Βόλος 1950, σσ. 210-215.
※ ἀνεδημοσιεύθη στὸ τ. 175/1983 τοῦ περιοδικοῦ «Σάλπιγξ Ὀρθοδοξίας», σσ. 136-138

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.