Αυγουστίνος Καντιώτης



Αν ερχοταν παλι ο προφητης Ηλιας και μας εβλεπε, τι θα εκανε;

date Ιούλ 19th, 2021 | filed Filed under: εορτολογιο

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2394

Tοῦ προφήτου Ἠλιοὺ (Λουκ. 4,22-30)
Τρίτη 20 Ἰουλίου 2021
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ὁ Χριστος στη Ναζαρετ

«Οὐδεὶς προφήτης δεκτός ἐστιν ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ» (Λουκ. 4,24)

Προφ. ΗλιαςΣήμερα, ἀγαπητοί μου, ἑορτὴ καὶ πανήγυρις· ἑορτάζει ὁ προφήτης Ἠλίας. Πῶς θὰ ἑ­­ορτάσουμε τὴν ἡμέρα αὐτή; Ἂν ἑορτά­σουμε ὅπως θέλει ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἅγι­ος, εὐ­λογία σ᾽ ἐμᾶς· διαφορετικά…, ὁ Κύριος λέει ὅτι μισεῖ τὶς ἑορτὲς καὶ τὰ πανηγύρια μας (βλ. Ἠσ. 1,14).
Θὰ παρακαλέσω νὰ προσέξετε. Θὰ σᾶς ἑρ­μηνεύσω τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἑορτῆς (βλ. Λουκ. 4,22-30). Ἐκεῖ ὁ Κύριος βρίσκει ἀ­φορμὴ καὶ ἀναφέρει τὸν προφήτη Ἠλία. Ἂς τὸ δοῦμε.

* * *

Ὁ Χριστὸς δὲν ἔμενε σ᾽ ἕνα μέρος· πήγαι­νε παντοῦ, γιὰ νὰ διδά­ξῃ, νὰ κατηχήσῃ τὸ λαό, σὰν τὸ γεωργὸ ποὺ φροντίζει ὁ σπόρος του νὰ πέ­σῃ παντοῦ στὸ χωράφι. Ὁ σπόρος τοῦ Χριστοῦ εἶνε ὁ λόγος, τὸ κήρυγμά του, ἡ ἀλήθεια. Περιοδεύοντας λοιπὸν ἔφτασε καὶ στὴ Ναζαρέτ, ποὺ τὴν ἀγαποῦσε ἰδιαιτέρως γιατὶ ἐκεῖ εἶ­χε ζήσει τὰ παιδικὰ καὶ νεανικά του χρόνια.
Με­τὰ τὴ γέννησί του στὴ Βηθλε­ὲμ ἔφυγε πρόσ­φυγας στὴν Αἴγυπτο, νὰ γλυ­τώσῃ ἀπ᾽ τὸ μαχαί­ρι τοῦ Ἡρῴδου. Ὅταν γύρισε ἀ­πὸ ᾽κεῖ ἐγκαταστάθηκε ὄχι στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἀλλὰ ἐδῶ, στὴ Ναζαρὲτ τῆς Γα­­λιλαίας, ὅπου ἔ­­­ζησε πλέον ἀπὸ τὰ δέκα μέχρι τὰ τρι­άντα του χρόνια. Δὲν πῆγε σὲ σχολειά, δὲν ἔ­μαθε γλῶσ­σες· ἐργαζόταν σὰν μαραγκὸς κοντὰ στὸν ἅ­γιο Ἰ­ω­σὴφ. Δὲν βγῆκε ἀπ᾽ τὸ χωριὸ αὐτὸ νὰ πάῃ ἀλλοῦ, ἐκτὸς μόνο γιὰ προσκύνημα στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος στὰ Ἰεροσόλυμα, ὅ­πως ἱστορεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν ἦταν δώδεκα ἐτῶν παιδί (βλ. Λουκ. 2,41-52). Ἔτσι, ἀπ᾽ τὸ ὄνομα τοῦ χωριοῦ του, Ναζαρέτ, ὁ Ἰησοῦς ὠνομάστηκε Ναζω­ραῖος· γι᾽ αὐτὸ καὶ· Ἂν ἐρχόταν πάλι ὁ προφήτης Ἠλίας καὶ μᾶς ἔβλεπε, τί θὰ ἔκανε; ὁ Πιλᾶτος ἐπὶ τοῦ σταυ­ροῦ ἔγραψε «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος…» (Ἰω. 19,19).
Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸ χωριό του. Οἱ Ναζαρηνοὶ ἄκουγαν ὅτι ὁ χω­ριανός τους, ποὺ δὲν ἤξερε παρὰ μόνο τὴν τέ­χνη τοῦ μαραγκοῦ, ἔγινε μεγάλος δάσκαλος, προφήτης, θαυματουργός, καὶ ἀποροῦ­σαν. Τώρα λοι­πόν, ποὺ ἦρθε, τί ἔ­πρεπε νὰ κάνουν; Δὲν ἔ­πρε­πε νὰ βγοῦν μὲ λου­­λού­δια νὰ τὸν ὑποδεχτοῦν; Τὸ ἔκαναν; Τίποτε. Ἀντιθέτως, ἔ­δειξαν ἀχαρακτήριστη συμπεριφορά. Γιατί; τοὺς ἔκανε κανένα κακὸ ὁ Ἰησοῦς; Ὄχι. Τότε γιατί; Διότι εἶχαν κακία, μέσα τους ὑ­πῆρχε φθόνος. Ἔτσι εἶνε, ἔτσι συμβαίνει καὶ σήμερα· ἂν κάπου ἕνα φτωχὸ παιδὶ ἀγωνιστῇ καὶ διακριθῇ, γίνῃ ἕνας μεγάλος ἄνθρωπος, π.χ. στρατηγός, καθηγητὴς κ.λπ., δὲν τὸν χαίρονται· πικραίνονται, ζηλεύουν. Ἔτσι κ᾽ ἐδῶ στὴ Ναζαρὲτ τώρα ποὺ ἦρθε ὁ Ἰησοῦς. Δὲν τὸν καλοδέχτηκαν. Λυπη­μέ­νος ὁ Χριστὸς δὲν ἔκανε στὸ χωριό του καν­ένα θαῦμα. Τοὺς εἶπε λόγια σοφά, σπουδαῖα· δὲν βρῆ­κε ἀνταπόκρισι.
Ξέρετε πῶς μοιά­ζετε; λέει· εἶστε σὰν τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐπο­χῆς τοῦ προφήτου Ἠλία. Ἐκεῖνος δὲν ἦταν κόλακας – ἡ κολακεία εἶνε ἁμαρτία· κήρυξε, δίδαξε, ἤλεγξε ὅλους. Κι αὐ­τὸ τοῦ στοίχισε. Ἤλεγξε πρῶτα τὸ βασιλιᾶ Ἀ­χαὰβ γιὰ τὴν εἰ­δωλολατρία του. Ἤλεγξε τὴ βα­σίλισσα Ἰεζά­βελ, ποὺ ἅρπαξε τὸ ἀμπέλι ἑ­νὸς φτωχοῦ. Ἤλεγ­ξε τοὺς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων. Ἤ­­λεγξε καὶ τὸ λαό, ποὺ κι αὐτὸς ἐγκατέλειψε τὸν Κύριο. Τὸ ἀποτέλεσμα· τὸν μίσησαν γιατὶ ἔλεγε τὴν ἀλήθεια, τὸν κυνήγησαν στρα­τι­ωτικὰ ἀποσπάσματα, ἔφυγε διωκόμενος σὲ ἔρημα μέρη, κοιμόταν σὲ σπηλιές.
Ἀλλὰ γράψτε το αὐτό· Ἕνας λαὸς ποὺ δὲν ἀκούει τὰ λόγια τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ Θεοῦ (καὶ οἱ σημερινοὶ κήρυκες τῆς Ἐκκλησίας δὲν λέμε τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἐ­κεῖνα ποὺ εἶπε ὁ Ἠλίας), λαὸς ποὺ δὲν θέλει ν᾽ ἀκού­σῃ τὴν ἀ­λήθεια τοῦ εὐαγγελίου, θὰ τιμωρη­θῇ! Μετὰ τὸ κήρυγμα, τὸν λόγο ἔχει πλέον ἡ τιμωρία. Τί τι­μωρία; Σὰν αὐτὴν ποὺ ἔστειλε ὁ Θεὸς τότε.
Τί ἔγινε; Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐ­μεῖς πιστεύουμε. Ὁ Θεὸς ἔστειλε ἀν­ομβρία μεγάλη· ἔκλεισε ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν ἔ­βρεχε ἐ­πὶ τρία χρόνια κ᾽ ἕξι μῆνες! Τὰ ποτάμια ξεράθηκαν, οἱ βρύσες στέρεψαν, πήγαιναν οἱ γυ­ναῖ­κες νὰ πάρουν νερὸ καὶ νερὸ δὲν ὑ­πῆρ­χε, τὰ χορτάρια μαράθηκαν, τὰ ζῷα ψοφοῦσαν, καὶ οἱ ἄνθρωποι πείνασαν τρομερά. Ἀχάριστε ἄν­θρωπε! τώρα τὸ νερὸ τρέχει ἄ­φθονο, τὰ φροῦ­τα κι ὅλοι οἱ καρποὶ εἶνε ἄφθο­νοι, γιατὶ σοῦ στέλνει ὁ Θεός· ἀλλὰ θὰ τιμωρηθῇς! θά ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ τρέχῃς νὰ βρῇς ἕνα ποτήρι νερό, σὰν τὸ σκυλὶ τὸ διψασμένο ποὺ γυρίζει τὸ καλοκαίρι μὲ τὴ γλῶσσα κρεμασμένη ἔξω.
Τότε μαζὶ μὲ τὸ λαὸ ὑ­πέφερε καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας. Μέσα στὴ μεγάλη πεῖνα ἔφυγε καὶ μὲ μόνη περιουσία τὴ μηλωτή του, ἀπὸ βουνὸ σὲ βουνὸ κι ἀπὸ λαγκαδιὰ σὲ λαγ­καδιά, ἔ­φτασε μακριά, στὴ Σιδωνία, σ᾽ ἕνα χωριὸ ποὺ λεγό­­ταν Σαρεπτά. Χτύπησε μιὰ πόρτα, ὅπου κατοικοῦσε μιὰ χήρα μὲ τὰ ὀρφανά της. Ἡ γυναί­­κα αὐτή, γιὰ τὴν ὁποία λέει σήμερα τὸ εὐ­αγγέλιο (βλ. Λουκ. 4,26), δὲν εἶχε τίποτε ἄλλο παρὰ μό­νο μιὰ φούχτα ἀλεύρι καὶ λίγο λάδι. Τὸν ἔ­διωξε; Δὲν ἤξερε ποιός εἶνε. Εἶδε ἕνα γερον­­­τάκο μὲ μιὰ κάππα, σὰν βοσκό· δὲν ἤξερε ὅτι αὐτὸς εἶ­νε ὁ Ἠλίας. Ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ τὸν πῆρε μέσα. Ἄνθρωπέ μου, λέει, ὁ Θεὸς σ᾽ ἔ­στειλε στὸ σπίτι μου. Νά τὸ λίγο ἀλεύρι ποὺ ἔ­­χω, νά καὶ τὸ λίγο λάδι· θὰ τὰ ζυμώσω, θὰ κά­­νω μιὰ πίττα, μιὰ τηγανίτα, θὰ τὴ φᾶμε· αὔριο δὲν θά ᾽χουμε τίποτα, θὰ πεθάνουμε μαζί… Τὰ ζύμωσε, τὰ ἔκανε πίττα, ὁ Ἠ­λίας τὰ εὐλόγησε καὶ ἔφα­γαν. Καὶ με­τὰ τί ἔγινε; Τί ἔγινε! Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη τὸ ἀλεύρι δὲν ἔ­λειψε ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς χήρας, καὶ τὸ μπουκαλάκι μὲ τὸ λάδι δὲν ἄ­δειασε.
Ὤ θαῦ­μα, ὤ δύναμις τοῦ Θεοῦ! Ὅποιος πιστεύει, βλέπει αὐτὸ ποὺ λέει τὸ Ψαλτήριο· «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦν­τες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀ­γαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11). Ἔχεις τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ; μὲ λίγο ἀλεύρι θὰ ζήσῃς· δὲν ἔχεις τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ; τοῦ κόσμου τὰ πλούτη δὲν σὲ σῴζουν. Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν με­τριέται μὲ τὰ ὑλι­κὰ ἀγαθά· μετριέται μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἔχεις εὐλογία; φτάνει αὐ­τὴ μαζὶ μὲ τὴν ἐργατικότητά σου.
Ὁ Ἠλίας ἔμεινε στὸ σπίτι τῆς χήρας. Κι ὅ­ταν τὸ παιδί της ἀρρώστησε καὶ πέθανε, αὐ­τὸς γονάτισε, προσευχήθηκε, καὶ τὸ παιδί ἀνα­στήθηκε! Αὐτὰ ἔκανε στὸ σπίτι τῆς χήρας ὁ προφήτης Ἠλίας ἐκεῖ στὰ Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας.
Ὁ Χριστὸς τώρα στὴ Ναζαρέτ, μόλις ὑπενθύμισε τὴν ἱστορία ­τοῦ Ἠλία, οἱ συγχωριανοί του κατάλαβαν ὅτι τὰ λέει παραβολικῶς, ὅτι τοὺς ἐλέγχει, καὶ –σὰν νὰ τοὺς ἀκούω– εἶπαν· Ἦρθε ἐδῶ αὐτὸς ὁ γυιὸς τῆς Μαρίας καὶ τοῦ μαραγκοῦ νὰ μᾶς κάνῃ τὸ δάσκαλο; Ἄκου ἐ­κεῖ! Τί εἶν᾽ αὐτός;… Ἀ­μέσως σηκώθηκαν, τὸν ἔ­πιασαν τὸ Χριστό, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι τους, τὸν πῆγαν ἐ­πάνω σὲ ἕνα ψηλὸ γκρε­μό, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν σπρώξουν καὶ νὰ τὸν ῥίξουν κάτω. Ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφεραν. Στὴ στι­γμὴ ἐκεῖνος πέρα­σε ἀπὸ ἀνάμεσά του, τοὺς ξέφυγε, κι αὐτοὶ ἔμειναν μὲ τὴν κακία τους.

* * *

Αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ εὐαγγέλιο· σᾶς τὸ ἔκανα λιανά. Τί μᾶς λέει; Γιὰ δυὸ χωριά· τὴ Ναζαρέτ, ποὺ ἔδιωξε τὸ Χριστό, καὶ τὰ Σαρεπτά, ὅπου ἡ χήρα ἔδειξε πίστι καὶ εἶδε θαύματα μεγάλα. Κ᾽ ἐμεῖς μὴ γίνουμε Ναζαρέτ· νὰ γίνουμε Σαρεπτά, νὰ μιμηθοῦμε τὴ χήρα.
Ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ προφήτου Ἠλία πέρασαν τρεῖς χιλιάδες χρόνια. Ἄλλαξε ὁ κόσμος; Μόνο ἐξω­τερικά· ὁ ἄνθρωπος μένει ὁ ἴδιος. Ὅ­πως ἡ χε­λώνα ὅπου νὰ πάῃ ἔχει μαζὶ τὸ καύκα­λό της, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος, ὅπου κι ἂν φτά­σῃ, φέρει μέσα του τὴν κακία. Ὁ κόσμος εἶνε σήμερα ἴδιος ἢ καὶ χειρότερος ἀπ᾽ ὅ,τι ἦταν τότε.
Σᾶς ἐρωτῶ· Ἂν ἐρχόταν πάλι ὁ προφήτης Ἠλίας καὶ μᾶς ἔβλεπε, τί θὰ ἔκανε; Θὰ ἤλεγχε ὅλους. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα· θὰ τὸν δίωκαν. Τώρα τοῦ ἀνάβουμε κεριὰ καὶ λαμπάδες, ἀλλὰ ποιός τὸν δέχεται καὶ τὸν ἀκούει ὅπως ἡ φτω­χὴ χήρα; Κι ἂν ἐρχόταν ὁ Χριστὸς κ᾽ ἔπαιρνε κόσκινο καὶ μᾶς κοσκίνιζε ὅλους, ἄντρες – γυναῖκες, ποιός θὰ τὸν ἀκολουθοῦσε; ὁ κόσμος θὰ τὸν σταύρωνε πάλι ὅπως τότε οἱ Ἑβραῖοι. Μιὰ φορὰ τὸν σταύρωσαν ἐκεῖνοι, πολλὲς φορὲς τὸν σταυρώνουμε ἐμεῖς οἱ βαπτισμένοι Χριστιανοί. Κάθε φορὰ ποὺ ἕνα βρωμερὸ στόμα ἀνοίγει καὶ βλαστημάει τὰ θεῖα, κάθε φορὰ ποὺ ἕνα βρωμερὸ χέρι στὰ δικαστήρια παλαμίζει τὸ Εὐαγγέλιο, κάθε φορὰ ποὺ ἕνα παιδὶ ἀντιμιλάει ἢ καὶ σηκώνει χέρι στὴ μάνα του, κάθε φορὰ ποὺ ἕνας ἰσχυρὸς ἀ­δικεῖ τὸν ἀδύνατο, σταυρώνουμε τὸν Κύριο.
Ποιό θά ᾽νε τὸ τέλος; Δὲν σᾶς τὸ λέω ἐγώ. Ἀνοῖξτε τὰ Εὐαγγέλια, διαβάστε τὴν Ἀποκάλυ­ψι. Ἔρχεται μεγάλη ὀργή! Κορόιδευε κόσμε, χώριζε ἀντρόγυνα, γλέντα, βγάζε τὰ μάτια σου, κάνε ὅ,τι θέλεις· στὸ τέλος δὲν θὰ ξεφύγῃς. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήσῃ.
Ποιός θὰ μᾶς σώσῃ; Ἂν ὑπάρχουν δέκα δίκαιοι, ὅπως εἶπε κάποτε ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ (βλ. Γέν. 18,32). Δὲν τὸ βλέπω. Θέλω νὰ ἐλπίζω. Μόνο τὰ μικρὰ ἀθῷα παιδιά, ἂν αὐτὰ γονατίσουν καὶ προσευχηθοῦν, μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐ­λεήσῃ. Οὔτε δεσποτάδες οὔτε παπᾶδες, κανείς· ὅλοι μας φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό. Ἕνα μόνο θὰ μᾶς σώσῃ, ἡ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Προφήτου Ἠλιοὺ (παλαιός) Μελίτης – Φλωρίνης Κυριακὴ 20-7-1969 πρωί)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.