Αυγουστίνος Καντιώτης



Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΩΝ ΑΘΕΩΝ & ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ! Βεβηλωσαν εκκλησια και αφοδευσαν στην Αγια Τραπεζα!!! 2) ENAΣ ΣEBAΣMIOΣ ΙΕΡΕΑΣ ΣΤΕΛΝΕΙ ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΕ ΣΤΙΧΟ, ΣΤΗΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ & ΤΟΥ ΤΣΙΠΡΑ

Βεβηλωσαν εκκλησια και αφοδευσαν στην Αγια Τραπεζα!!! Η Ελλαδα στο ελεος των κορακων

κορακες -ψ.Στο πόδι Αρχές και κάτοικοι στην Λειβαδιά για τον εντοπισμό και την σύλληψη των ιερόσυλων βάρβαρων, που δεν δίστασαν να βεβηλώσουν το μικρό ναό του Αγίου Νικολάου έξω από την πόλη και να αφοδεύσουν στην Αγιά Τράπεζα.
Ο δράστης ή οι δράστες του βανδαλισμού παραμένουν άφαντοι και έρευνες για τον εντοπισμό τους διεξάγει το τμήμα ασφάλειας Λιβαδειάς.
Οι κάτοικοι αναφέρουν πως δεν είναι ούτε ντόπιοι, ούτε γύφτοι, αλλά κάποιοι που δεν είναι χριστιανοί, με το μυαλό πολλών να πηγαίνει στους μουσουλμάνους παράνομους μετανάστες που έχουν κατακλύσει την χώρα μας ή σε κίνηση κατά της ορθόδοξης εκκλησίας.
Παραβίασαν τη μοναδική πόρτα της εκκλησίας και χωρίς να πειράξουν το παραμικρό κατευθύνθηκαν προς το ιερό, αφόδευσαν, πλύθηκαν και χρησιμοποίησαν τις πετσέτες των ιερέων για να σκουπιστούν…
Δειτε βίντεο στο ιστολογιο:

https://www.triklopodia.gr/%CE%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%B7/

9a150f5deb69

Ἱερεύς Ἰωάννης Νικολόπουλος

ΕΞΟΧΩΤΑΤΗ ΠΡΟΕΔΡΕ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ

Τό ἄκος καί τήν λύσιν
τῇ Σῇ χειρί βαστάζεις!

—- . —-

Κατερινιώ Ἐξοχώτατη,
πού στέκεις ἐκεῖ πάνω,
καί ἔμπροσθέν σου ὡς λαός
πάντες ὑποκλινόμεθα,
καί μέ τό στόμα ἀνοιχτό
στέκομεν σάν τόν χάνο·

Μή ἠμπορώντας ἄλλως πώς
κάτι νά Σοῦ ὑπομνήσω,
ἐσκέφθην διά τῆς Βίβλου
ἵνα Σέ προσεγγίσω.

Δαρεῖος τότε Βασιλεύς.
Δημοκρατίας Πρόεδρος Σύ.
Πόλεμοι, Βαρβαρότης.
Εἰρήνη καί Ἰσότης.

Διαγωνίζονται οἱ τρεῖς,
ποιό τάχα ὑπερισχύει·
Οἶνος, Γυναῖκες, Βασιλεῖς,
ἤ μήπως ἡ Ἀλήθεια;!

Ὑπερισχύει, ναί, αὐτή!
«ἄδικος ὁ οἶνος, ἄδικος ὁ βασιλεύς,
ἄδικοι αἱ γυναῖκες,
ἄδικοι πάντες οἱ υἱοί τῶν ἀνθρώπων,
καί ἄδικα πάντα τά ἔργα αὐτῶν τά τοιαῦτα·
καί οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς ἀλήθεια,
καί ἐν τῇ ἀδικίᾳ αὐτῶν ἀπολοῦνται.
ἡ δέ
ἀλήθεια μένει καί ἰσχύει εἰς τόν αἰῶνα
καί ζῆ καί κρατεῖ εἰς τόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος,
καί οὐκ ἔστι παρ’ αὐτήν λαμβάνειν πρόσωπα, οὐδέ διάφορα,
ἀλλά τά δίκαια ποιεῖ ἀπό πάντων τῶν ἀδίκων καί πονηρῶν·
καί πάντες εὐδοκοῦσι τοῖς ἔργοις αὐτῆς,
καί
οὐκ ἔστιν ἐν τῇ κρίσει αὐτῆς οὐδέν ἄδικον.

καί αὐτῇ ἡ ἰσχύς καί τό βασίλειον
καί ἡ ἐξουσία καί ἡ μεγαλειότης
τῶν πάντων αἰώνων.
εὐλογητός ὁ Θεός τῆς Ἀληθείας!

Μ ε γ ά λ η ἡ ἀ λ ή θ ε ι α κ α ί ὑ π ε ρ ι σ χ ύ ε ι !
«Ἔσδρας Α΄37-41)

Ὁ Ζοροβάβελ ἕν ποθεῖ.
Στό Βασιλιᾶ πού ξέχασε,
τό «
Τάμα» νά θυμήσῃ,
καί πάλι στήν Ἱερουσαλήν
Ναό νά ξανακτίσῃ.

Κι’ ὄντως, τό θαῦμα ἔγινε
μέ εἰδωλολάτρη Βασιλιᾶ·
Καί
ὁ Ναός ἐκτίσθη!

Τώρα, Ναοί μένουν κλειστοί.
Δέν περιμένουν κτίσιμο.
Μόν’ πλησιάζω ταπεινά,
Σένανε, Δέσποινα καί Κυρά,
πρίν κοινοποιηθῇ εἰς Σέ
ἀπ’ τ’ Ἄνω Αὐλαρχεῖο,
κανένα Σου Ἐξώδικο
μαζί μέ κάποια ἔξωση

Νά παραστῇς, Σύ ξαφνικά
στό Οὐράνιο Κυβερνεῖον,
ἐκεῖσε νά ἐκδικασθῇς
μετά ἀπό ἕν μνημεῖον,

Μή οὖσα κάτοικος τῆς γῆς,
ἀλλ’
ἔνοικος, ὥσπερ πάντες·
καί θά σιγήσουν ξαφνικά
νά παιανίζουν Μπάντες.

Κλίνε εὐήκοον τό οὖς
στό Νόμο τοῦ Θεοῦ,
πού εἶναι
Νόμος αἰώνιος
κι’ ὄχι γιά ἕνα φεγγάρι.

Κι’ οἱ δύο σέ διαλέξανε,
Ἀλέξης καί Κυριάκος.
Νοῦν, ὑπερεκπερισσοῦ.
Μά φέρεις καί τό «
ἄκος»!!!

Ἰδού, «οὖν, νῦν καιρός,
ἡμέρα
σωτηρίας»,
διά στόματος Τῆς Κυρίας
Προέδρου τῆς Δημοκρατίας.

Γνωρίζεις τά τοῦ Κορωνοϊοῦ
τοῦ Παποῦ του καί τοῦ υἱοῦ …
Ὑπερακόντισε πάντα,
βάλτα ὅλα στήν πάντα.

Σέ, πού «ἄθεα» σέ καλοῦνε
καί αὐτοί πώς πιστεύουν
καί Θεό ἐπικαλοῦνται,
ἀλλά
ἄθεοι εἶναι·

Ἄκουσε τί θά Σοῦ πῶ
μ’ ἕνα
Νέο «Αἰώνιο» Σκοπό,
πού ἐντός του θά κλείνῃ γιά Σέ,
Αἰώνια Τιμή, τήν Ἀλήθεια!
Ὑστεροφημίας Χαρά καί Ψιμύθια.

Γιά ν’ ἀνοίξουν ξανά οἱ Ναοί,
θ’ ἀνοίξουν,
ὅπως θέλει ὁ Χριστός.
Τά πάντα θά τελοῦνται ἐν αὐτῷ,
ὅπως ἔχει διατάξει Αὐτός.

Σεμνά καί ἀπέριττα πάντα·
Φωνές κι’ ἀγριάδες στήν μπάντα·
Φόβος Θεοῦ, εὐλάβεια, κατάνυξις
Μετάνοια, συγχώρεσις, ἀνάνηψις.

Πτωχοί θά εἶναι πάντα ἀνάμεσά μας,
γι’ αὐτούς θά εἶναι ἀνοιγμένη ἡ καρδιά μας.
Χριστός κι’ ὄχι χρυσός θ’ ἀναζητῆται
καί οὐδεμία ἀδικία θά ἐπιτελῆται.

Πρωτοκαθεδρίες καί Ἀρχομανίες ξεχάστετες.
Στῶν ἀπορριμμάτων τούς κάδους πετάξτετες.
Τό εὐαγγέλιο καί οἱ Κανόνες θά ἰσχύουν,
ὅλα τ’ ἄλλα θά δευτεροϊσχύουν,
ἄν στούς κανόνας αὐτῶν δέν προσκρούουν,
προβλήματα δέν δημιουργοῦν,
καί πρός τό ζῆν
μέ τά δυό συμφωνοῦν.

Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ
ἐντός ἑνός ἑκάστού ἐστι.
Καί ὁ καθείς τήν Πίστη του
δέν τή διαλαλεῖ

μέ ροῦχα μέ κολπάκια,
φιόγκους καί κουδουνάκια,
μίτρες καί πατερίτσες
καί σουβλιστά ἀρνάκια.

Ἀνοίγω σας τίς Ἐκκλησιές
στό ἅψε καί στό σβύσε,
ἀρκεῖ κι’ ἐσύ ἀπέναντι (ἤ εἰλικρινά)
νά δείξῃς τό
τί εἶσαι.

Ὄχι ἐγώ νά στέκωμαι
ἀπέναντί σου «
σούζα»
κι’
ἐσύ, ἐπίσκοπος -μαθές-
νά ζῇς μέσα στά
οὖζα!

«Ψυχούλες μου», «Ψυχούλες μου»!!!!! ….
Γεμίζουν οἱ
τσεπούλες σου
μέσα εἰς τίς ρεμούλες σου
κι’ ἔπειτα οἱ μπαούλες σου …

Γι’ αὐτό λοιπόν, ἀπότομα
ἐπάτησα ποδάρι,
γιατί ἀλλιώτικα ὅλους σας
χωρίς καμμιά συναίσθηση
Διάολος σᾶς εἶχε πάρει.

Συμμορφωθεῖτε, τό λοιπόν.
Οὐδείς -τοῦ λοιποῦ- ἔστω
ἀλαζών,
ἀνακόλουθος,
Θεομπαίκτης,
κοινός ἀπατεών·

Κι’ ἐγώ δέν θἆμαι «λυμεών»
πού ἐκκλησιές θά κλείνω,
ἀλλά
καθένα, ἐλεύθερο
στήν πίστη του θ’ ἀφήνω
.

Κι’ ὅταν καθείς τό ἔργο του
σωστά θά ἐπιτελῇ,
θά πάψουνε τά σκόμματα,
τά ἀλί καί τρισαλί.

Δέν θά μέ βλέπετε ὡσάν Πασᾶ
ἐκεῖνον τόν Ἀλῆ.
Ἀλλά
Δημοκρατίας Πρόεδρον,
Ἔργον πού ἐκτελεῖ,
και,
ὄντως, τόν Νόμον τοῦ Θεοῦ
Πρώτη ἐπιτελεῖ!

Τό ἄν αὐτή πιστεύῃ,
τό πῶς καί τό γιατί,
ἔχει ἐλευθέραν βούλησιν
ἀπό Θεοῦ εἰλημμένη

Κι’ Ἐκείνη, ὅπως καθένα σας,
νά κρίνῃ περιμένει.
Κρίση δέν δέχεται οὐδενός.
Ἄς τήν κρατᾶ δι’ἑαυτόν.

Γιατί ὁ Λόγος λέγει εἰς αὐτόν,
πώς εἶμαι «ξένος ἀμπελών».
«Θεοῦ γεώργιον εἰμί»!
Ἑαυτοῦ ἄς ἐπαρκέσῃ.

Ἔτσι μονάχα θά ἀρθοῦν
τά σκάνδαλα ἀπ’ τή μέση.

Προδίδετε τήν πίστη σας
κάθε στιγμή καί ὥρα,
ἔτσι ὅπως διαπράττετε
ἐπακριβῶς καί τώρα.

Κάθε ὅσιο καί ἱερό
ρίπτετε εἰς τούς Κύνας,
ἀπεμπολοῦντες τόν Θεόν,
τάς ἐντολάς ἐκείνας,
πού
ἄλλα ἀπαιτοῦσιν ἐξ ὑμῶν,
καί σεῖς
ἄλλα ποιεῖτε,
ὡς Φαρισαῖοι σύγχρονοι,
Γραμματεῖς καί Ἰησουΐται.

Σύ, τίμα μέ διάκριση
τόν δόντα ἐξουσίαν
καί
ἔρεισμα παρέσχε Σοι,
ὥστε
ἰσχύν ὁμοίαν
θῆλυ μετά τοῦ ἄρρενος
κατέχειν ἰσοκύρως·

Καί Θῶκον ἐπωμίζεσθαι
καί ἀλληλοδανίζεσθαι.
Ἐν δέ Χριστῷ τῷ Ἰησοῦ
«
οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ,
πάντες εἷς ἐσμέν ἐν Αὐτῷ,
ἐλεύθεροι καί δοῦλοι»·
Μέχρι νά παύσουν οἱ ἐχθροί,
κι’ αὐτοί νά γίνουν φίλοι.

Συμπληρώνω
(τό ἀρχικόν):
Τό ἄκος καί τήν λύσιν
τῇ Σῇ χειρί βαστάζεις·
Καί μέλι ἀπό τό στόμα
ὅταν θελήσῃς στάζεις!

Παιδείαν ἔχουσα, τήν Ἀλήθειαν κατέχουσα, δόξης μετασχοῦσα καί ἀπολαβοῦσα -εἰ καί ἐπί μικρόν-, καί μή (τοῦτο) ὀχλοῦσα τήν ὀλβιότητα τῆς μαθήσεως τῆς Ἱστορίης, ἥν ἐν Ἑαυτῇ τεθησαύρησται ἡ Σή Μακαριότης, ἕνεκα τοῦ ὀλιγοχρονίου, ἐν ᾧ ἔχει μόλις τί αὕτη ἀπολαύσει, ἀναλισκομένη τῷ Καθήκοντι, τῆς περιπεπλεγμένης Καταστάσεως μή συνευδοκούσης ὑπέρ τῆς Σῆς, λαμπροτέρας, ἐνδοξοτέρας καί ἐπί τό πλέον Ἀγλαοκάρπου Ὑστεροφημίας, πρό τῆς Ὑμετέρας πεπνυμένης ἀποφάσεως περί τοῦ τί δεῖ Σε πράξαι· Ἵλεως γενοῦ ἐφ’ ἡμᾶς, τούς τῇ Σῇ Προστασίᾳ καί Σκέπῃ ἐπί γῆς, μετά τήν Κυρίαν Θεοτόκον καί Μητέρα Πάντων ἐν οὐρανοῖς, δεινῶς πονουμένους καί ὀδυνουμένους καταφεύγοντας. Μή παρίδῃς τήν Ἱκεσίαν μου, ὡς τήν τοῦ Ζοροβάβελ πρός Δαρεῖόν ποτε γενομένην. Ποίησον, οὐ μόνον τό Τάμα τοῦ Ἔθνους -ἐπί τῇ Παλιγγενεσίᾳ καί ἀπελευθερώσει αὐτοῦ ἐπί τῇ συμπληρώσει 200 ἐτῶν-, ἀλλά καί τῷ ταπεινῷ αἰτήματί μου εὐμενῶς ἐπίβλεψον, ἐπί τῇ ἐπαναπροσελεύσει ἐν τοῖς Ἱεροῖς Ναοῖς τῶν Πιστῶν, καθώς λόγον καί ἀρχάς πρόσθεν συνηγάγομεν· πρός ἄρσιν καί ἀπάλειψιν σφαλμάτων, ὁδηγούντων εἰς ὑποτροπάς.

Βαθύτατα εὐγνώμων ἐκ τῶν προτέρων, ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, πρός Ὑμᾶς, διά τά Οἰκτίρμονα σπλάγχνα ἅπερ θέλετε ἐπιδείξει,

Ὑ π ο κ λ ί ν ο μ α ι ἱ κ ε τ ε υ τ ι κ ῶ ς ἀ ν α μ έ ν ω ν ,

Ἱερεύς Ἰωάννης Νικολόπουλος
ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ
15.3.2021
(
Συμμελετήσατε, μετά τοῦ ἄρθρου
«Ἡ Ἀλήθεια» τῆς 6.3.2021
)

  *    *     *

Η   Α Λ Η Θ Ε Ι Α

—- . —-

«Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν.8,32)

ΜΕΡΟΣ Α΄

«Ὅποιος δέν θέλει νά ζυμώσῃ, πέντε μέρες κοσκινίζει», λέει ἡ θυμοσοφία τοῦ λαοῦ.

Ἀφοῦ δέν ξεμπέρδεψε τήν κουβέντα του, γιά τό πρόβλημά τους περί Ἰησοῦ μέ τόν Καϊάφα, ὁ Στρατηγάκιας Πιλᾶτος (Ἰωάν.18,28-32) ξαναμπαίνει στό Πρετώριο, πού τόν ἀγουροξύπνησε βλέπεις κεῖνο τό πρωϊνό τό γλυκούλη της ἡ Γυναικούλα του, καί θέλωντας νά κοιμᾶται καί νά ξυπνᾶ κι’ αὐτή ἥσυχη γιά καιρό πλάϊ σ’ ἕνα τέτοιο Διοικήταρο, καί νά μή τούς ἔρθῃ ξαφνικά καμιά, ὄχι «ἁπανταχοῦσα» ἀλλά «προσωπικοῦσα»(!) ἀπό Ρώμη μεριά, ὄχι γιά arivedertsi Roma, ἀλλά «ξυστρί ἀπό Ἱερουσαλήμ»· τοῦ εἶχε γίνει στενός κορσές κείνη τή μέρα, κι’ -ἀλήθεια ψέμματα- τοῦ ξεφούρνησε κεῖνο τό ἀπροσδόκητο «μηδέν σοι καί τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ» (Ματθ.27,19). «Πρόσεξε πολύ, ἀντρούλη μου, σ’ αὐτή τήν ὑπόθεση τοῦ ἀνθρώπου πού πρόκειται νά δικάσῃς σήμερα». Πού σἄν ἀνδρόγυνο, ἔχοντας νά κρίνῃ τό πρωΐ μιά τόσο σημαδιακή καί γιά τήν μελλοντική ἐξέλιξη τῆς προσωπικῆς του σταδιοδρομίας ὑπόθεση, στριφογυρίζοντας στό κραβάτι ὅλη νύχτα μή μπορώντας νά κλείσῃ μάτι, ἀφουγκραζόταν τήν ἀγωνία του ἡ Δρουσίλλα, καί τοῦ τήν πέταξε τήν κουβέντα τό ξημέρωμα.

Καί φωνήσας ὁ Πιλᾶτος τόν Ἰησοῦν, Τόν ρωτᾶ ἄν εἶναι ὁ βασιλιάς τῶν Ἰουδαίων. Ἐκεῖνος τοῦ ἀπήντησε ἐξηγώντας του ὅτι «ἡ βασιλεία ἡ δική μου δέν εἶναι σἄν κι’ αὐτές τίς βασιλείες τοῦ κόσμου πού γνωρίζεις. Ἡ δική μου βασιλεία δέν εἶναι ἀπό ἐδῶ. Σύ ὁ ἴδιος λέγεις ὅτι ἐγώ εἶμαι βασιλεύς. Ἐγώ γι’ αὐτό γεννήθηκα καί γι’ αὐτό τό σκοπό ἦρθα εἰς τόν κόσμο, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ. Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς» (Ἰωάν.18,33-37), = συνεννοούμεθα, βρίσκουμε ἄκρη καί ἀποδοχή, καταλαβαίνει τί τοῦ λέω». Καί ἐνῶ μέσα του ὁ Πιλᾶτος γνωρίζει τήν ἀλήθειαν. Ἔχει περί αὐτῆς κρίνει καί βγάλει τήν «δικαίαν καί μή καταδικαστικήν ἀπόφασιν» διά τοῦ «ἐγώ οὐδεμίαν αἰτίαν (θανάτου) εὑρίσκω ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν.18,38), ὑπεκφεύγωντας «λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· τί ἐστιν ἀλήθεια;» (Ἰωάν.18,38). // Ἀκόμα ψάχνεις νά τή βρῇς καί νά Τόν ἀναγνωρίσῃς, διπρόσωπε καί δίψυχε Πιλᾶτε;!!!

Ἕως ἐδῶ γιά τό θέμα μας, γνωστῶν ὄντων τῶν ἐν συνεχείᾳ, καθοριστικῶν γεγονότων, τόσον περί τῆς τύχης καί τοῦ τέλους τοῦ «διψύχου ἀνδρός» (Ἰακ.1,8) Πιλάτου, ὅσο καί τῆς -εἰδοποιῶς διαφερούσης-, Ἑκουσίου, Θυσιαστικῆς, Μοναδικῆς Σωτηριώδους Πράξεως τοῦ Κυρίου, δι’ ἧς συνεχίζομεν ἡμεῖς «ἐν αὐτῷ νά ζῶμεν, νά κινούμεθα καί νά ὑπάρχωμεν» (Πράξ.17,28). Ἄν (βεβαίως) συμβαίνει τοῦτο ἐκ μέρους μας;!

Τόν ρωτῶ κι’ ἐγώ· διαχρονικά μέχρι σήμερα, ἔμαθε τί εἶναι, ἤ μᾶλλον τήν «βρῆκε (ποτέ) τήν ἀλήθεια», ἡ ὁποία ἦταν μπροστά του, ἀλλά τήν παρέκαμψε «νίπτων τάς χεῖρας του»;! Ὅσο τήν βρῆκαν «οἱ ἐρευνῶντες τάς γραφάς, οἱ ὁποῖοι πίστευαν ὅτι ἐν αὐταῖς θά ἔχουν ζωήν αἰώνιον καί ἐκεῖναι ἦσαν αἱ μαρτυροῦσαι περί αὐτοῦ· καί οὐκ ἠθέλησαν ἐλθεῖν πρός ἐκεῖνον ἵνα ζωήν ἔχωσι» (Ἰωάν.5,39-40). Καί ὁ Ματθαῖος ἀπ’τήν ἄλλη, «αὐτός πού ἐρευνᾶτε νά βρῆτε στίς Γραφές, εἶμαι ἐγώ. Δέν θέλετε ὅμως νά ρθῆτε πρός ἐμένα, γιά νά μή ἐλεγχθοῦν ΤΑ ἔργα σας» . Τσίμπησαν τό δόλωμα στόν πληθυντικό, καί τόν ρωτᾶνε. «Καί ποιά εἶναι ΤΑ ἔργα μας πού δέν κάνουμε, καί δέν ἐρχόμεθα πρός τό φῶς γιά νά μήν ἐλεγχθοῦν αὐτά;» (Ἰω.6,28-29 & 3,19). Καί ἀποδεικνύοντάς τους «ματαίους μελετητάς καί συζητητάς» (Α΄Κορ.1,20), πού ποτέ δέν θά ἐπείθοντο, καί δέν θά βγαίναν ἀπό τό δικό τους, ἀπ’ τή σκληρότητα καί τήν ἰσχυρογνωμοσύνη τους, -ὅπως κι’ ὁ ἄλλος ὁ Πιλᾶτος, πού, «νίπτοντας τάς χεῖρας του», νόμισε ὅτι καθάρισε τούς λογαριασμούς του, καί ἔμαθε «τί ἐστι ἀλήθεια»-, τούς γυρίζει στόν ἕνικό λέγοντάς τους· «ΤΟ ἔργο τό δικό σας εἶναι νά γνωρίσετε ἐμένα. Γιατί, ἐγώ εἶμαι αὐτός πού σεῖς ψάχνετε νά βρῆτε μέσα στίς Γραφές» (Ἰω.6,28-29). «Αὗταί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περί ἐμοῦ» (Ἰω.5,39). Καί αὐτός, δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀλήθεια, εἶναι ἡ Αὐτοαλήθεια. Ἡ πηγή, τό Κεφαλάρι τῆς Ἀληθείας. «Ἐν ᾧ εἰσι πάντες οἱ θησαυροί τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι» (Κολοσ.2,3).

Μπροστά τους Τόν εἶχαν οἱ Ἀρχιερεῖς Ἄννας καί Καϊάφας, μπροστά τους οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι καί ὁ λαός, «ὁ αἰτήσας, ἀντ’ αὐτοῦ Βαραββᾶν» (Ἰωάν.18,40), ἔμπροσθέν του καί ὁ Πιλᾶτος ἀνακρινόμενον· καί πισθείς ὅτι «ούδεμίαν αἰτίαν θανάτου εὑρίσκει ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν.18,38). Ἀλλά «κάνοντάς την ὅλοι κατσίκα», καί ἀποστέλνοντάς Τον ὁ ἕνας στόν ἄλλον [γιά νά παραμείνῃ ἐξ αἰτίας τῆς πρός τό πρόσωπόν Του καί τῆς περιπτώσεώς Του συμπεριφορᾶς, ὡς αἰώνιον μνημόσυνον ἀποστροφῆς, ἀποτροπιασμοῦ καί καταισχύνης τοῦ Κλήρου, διά τῆς φράσεως «μέ ἀποστέλουν διαρκῶς ἀπό τόν Ἄννα στόν Καϊάφα κι’ ἀπ’τόν Καϊάφα στόν Πιλᾶτο», ἡ συνήθης ἐπιπολαία καί ἀνεύθυνος κρίσις, ἀλλά καί πλειστάκις ἡ ἄδικος μεταχείρισις τῶν ἐχόντων πνευματικόν περιεχόμενον καί βάθος ἀνθρώπων, διά νά ἐπιπλέουν πάντα οἱ φελοί, γιά νά παραμένῃ καί ἀναδεικνύεται ἀνά τούς αἰώνας Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ καί ἀνεπανάλειπτος, «οὗ πάντες καί τῆς δόξης Αὐτοῦ ὑστερούμενοι, δικαιούμεθα δωρεάν τῇ αὐτοῦ χάριτι διά τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Ρωμ.3,23-24)] γιά νά μήν ἀναλάβουν τό βάρος τῆς εὐθύνης, τέλος «νίπτοντας (μέ τόν τρόπον του ὁ καθένας) τάς χεῖρας (του)» (Ματθ.27,24), ὡς πολλάκις πλεῖστοι καί σήμερον ποιοῦσι, προσποιούμενοι ἄγνοιαν, ἤ ἀλλοι ἐπικαλούμενοι μάλιστα καί «τόν λόγον Του»(!), ὅτι πρέπει νά «πειθώμεθα καί νά ὑπακούωμεν εἰς τούς πολιτειακούς ἄρχοντας, τούς ὁποίους Αὐτός ἐπέτρεψεν νά ἵστανται εἰς τάς θέσεις αὐτάς, καί δέν φέρουν εἰκῆ (ἀναιτίως, χωρίς λόγον) τήν μάχαιραν» (Ρωμ.13,4) , καί ἄλλες φορές, «ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν μας Αὐτός ἐπιτρέπει νά μᾶς κυβερνοῦν τέτοιοι ἄρχοντες» καί πάει λέγοντας.

Δέν εἶναι σοβαρή καί ὑπεύθυνη τοποθέτηση, πού τιμᾶ τόν φέροντα τήν ἐξουσίαν καί ἐκπροσωπεῖ κάτι Θεόσδοτο, κάτι Οὐρανόφερτο, κάτι Θεϊκό· τί λέγω, Αὐτόν Τοῦτον τόν Θεόν Συνιστῶντα καί Προβάλλοντα, ὄχι Κοσμικόν τινα ἄρχοντα.

Ἀφοῦ οἱ Ἐπίσκοποι, ἐν γνώσει των καί ἐν πλήρει εὐθύνῃ μᾶς φέραν ἕως τοῦ σημείου νά νιώθουμε πλέον χωρίς ποιμένα μέ τά τόσα «συγκαμόματά» τους μετά τῶν Πολιτειακῶν ἀρχόντων, λές κι’ ἔπαυσε νά ὑπάρχῃ ψυχή, καί ἀπέμειναν ἄνθρωποι ἐπί τῆς γῆς, μόνον μέ σῶμα, καί ὑπέρτατον ἀγαθόν τήν ὑγείαν μόνον τοῦ σώματος. Ἤρθαμε μόνο γιά νά ζήσουμε καί νά μήν πεθάνουμε πλέον, κατά την γνώμη των! Κι’ ἄς πεθαίνουν κι’ ἀπ’ αὐτούς κάθε τόσο γύρω. Δέν ἔχουν συνειδητοποιήσει, ὅτι δέν εἴμαστε κάτοικοι τῆς γῆς, ἀλλ’ ἔνοικοι· πού μπορεῖ ἀνά πᾶσαν στιγμήν νά μᾶς κοινοποιηθῇ ἔξωσις ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ. Καί οὕτω, ἀποθέτωνκαταλείπων ἕνας ἕκαστος, «ἐν ἡμέρᾳ ᾗ οὐ προσδοκᾶ καί ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκει» (Ματθ.24,50) τό ἑαυτοῦ «ψυχικόν σῶμα ἐπί τῆς γῆς, ἐνδυόμενος τό πνευματικόν σῶμα» (Α΄Κορ.15,44), ἐν τῇ Δευτέρᾳ Του Παρουσίᾳ θέλει εἰσέλθει εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν «χωρίς νά ἔλθῃ εἰς κρίσιν ἐάν δίκαια ἔπραξεν ἐν τῇ ζωῇ του» (Ἰωάν.5,24), «εἰ δέ φαῦλα ἔπραξεν, ἐλθών εἰς κρίσιν, καταδικασθείς θά ριφθῇ εἰς τήν αἰωνίαν κόλασιν, τήν ἡτοιμασμένην τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ» (Ἰωάν.5,29 & 25,41). Ἐν τούτοις, ἔμπλεοι πάσης ἄλλης ἀφροσύνης, ἀκρασίας καί ἀλαζονείας, οὗτοι σχεδόν πάντες· «τελοῦσι τόν δρόμον, –νομίζοντες– νομίμως τελεῖν αὐτοῦ τήν πορείαν καί τήν πίστιν τηρεῖν» (Β΄Τιμ.4,7) ἄλλοις πιστεύμασι, Φεῦ(!) δοξάζοντες· καί πράξεσιν ξένοις καί ἀγνώστοις, Ἀλίμονον(!) ἑπόμενοι καί ἀκολουθοῦντες, μή τοῖς τοῦ Νόμου τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά καί τοῖς τῶν, Ὁσίων καί Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων, Ἱερῶν Κανόνων, Ἱερότητα καί Αἰδῶ ἀποβαλλόντες καί ἀπεμπολήσαντες, καί μή φέροντες πλέον!

Ὑπεραγαπῶν τήν Γραφήν, -καί πῶς ἄλλως θά ἠδήνατο νά συμβαίνῃ-, ἀφοῦ ἐν αὐτῇ βρίσκονται τά λόγια τοῦ Νυμφίου τῆς Ψυχῆς μου, τοῦ πολυτιμοτέρου πράγματος πού κλείνω μέσα μου, καί πού ταυτόχρονα μέ ἐμπεριέχει κατά θαυμαστόν θεόδμητον τρόπον κι’ ἐκείνη, καί μέ κλείνει καί μέ διασφαλίζει μέσα της μαζί μέ τόν φύλακα ἄγγελόν μου, κάθε στιγμή; Θά ἤθελα, μεθοδεύοντας τόν τρόπον -ἀνασύροντας ἀπό τήν Παλαιάν Διαθήκην κάτι σχετικόν καί ἀνάλογον-, νά μαθητεύσωμεν καί νά μάθωμεν, ὅτι, ὄντως ὑπέρ πᾶν ἄλλον ὑπερισχύει ἡ ἀλήθεια. Ἥτις ὡς Αὐτοαλήθειά ἐστιν ὁ Χριστός, τόν Ὁποῖον ἄν γνωρίσωμεν, θέλει ἐλευθερώσει ἡμᾶς ἐκ τῆς ματαιότητος καί τοῦ ψεύδους.

Εἰσερχόμεθα εἰς τό 3ον Κεφάλαιον 1ον στίχον τῆς Α΄Ἔσδρα:

(1)Ὁ βασιλεύς Δαρεῖος ἔκαμε συμπόσιον εἰς ὅλους τούς ὑπό τήν ἐξουσίαν του. (3)Οὗτοι ἔφαγον, ἔπιον, καί ὅταν ἐχόρτασαν, ἀπεσύρθησαν, ἵνα ἀναπαυθῶσιν. Ὁ βασιλεύς Δαρεῖος, ἀπεσύρθη εἰς τόν κοιτῶνα του, ἵνα κοιμηθῇ ἀλλά δέν ἠδυνήθη. (4)Τότε οἱ τρεῖς νέοι σωματοφύλακες, οἱ ὁποῖοι ἐφύλασσον τόν βασιλέα, εἶπον ὁ εἷς πρός τόν ἄλλον. (5)Ἄς εἴπωμεν ἕκαστον ἐξ ἡμῶν μίαν γνώμην καί ἄς ἴδωμεν τίνος ἡ γνώμη θά εἶναι ἀνωτέρα, σοφωτέρα. Εἰς ἐκεῖνον δέ τοῦ ὁποίου ἡ σκέψεις θά εἶναι σοφωτέρα τῆς σκέψεως τοῦ ἄλλου, θά δώσῃ ὁ βασιλεύς Δαρεῖος μεγάλας ὑλικάς δωρεάς καί ἠθικήν τοιαύτην, μέγαν ἔπαινον νίκης. (7)Οὗτος λόγῳ τῆς σοφίας του θά ἔχῃ θέσιν μετά τόν Δαρεῖον καί θά ἀναγνωρισθῇ ὡς συγγενής τοῦ Δαρείου. (8)Ὅταν οὗτοι ἔγραψαν τήν γνώμην των, ἐσφράγισαν αὐτήν, ἔθεσαν ταύτην ὑπό τό προσκεφάλαιον τοῦ βασιλέως Δαρείου καί εἶπον: (9)Ὅταν ἐγερθῇ ὁ βασιλεύς, θά δώσωμεν εἰς αὐτόν τάς γραπτάς γνώμας καί ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου ἡ γραπτή γνώμη ἤθελε προτιμηθῇ ὡς σοφωτέρα ὑπό τοῦ βασιλέως καί τῶν τριῶν μεγιστάνων τῆς Περσίας, θά λάβῃ τήν νίκην ὅπως ἔχομεν συμφωνήσει γραπτῶς. (10)Ὁ εἷς ἐξ αὐτῶν ἔγραψεν ὁ οἶνος εἶναι τό ἰσχυρότυερον. (11) Ὁ ἄλλος ἔγραψεν· ἰσχυρότερος ὅλων εἶναι ὁ βασιλεύς. (12)Ὁ τρίτος ἔγραψεν· ἰσχυρότεραι ὅλων εἶναι αἱ γυναῖκες, ἀλλά ὑπεράνω ὅλων αὐτῶν νικᾶ ἡ ἀλήθεια. (13)Ὅταν ὁ βασιλεύς ἠγέρθη, ἔλαβον τά γραπτά τεμάχια τοῦ χάρτου καί ἔδοσαν εἰς αὐτόν καί ὁ βασιλεύς ἀνέγνωσεν ταῦτα. (14)Ὁ βασιλεύς ἀποστείλας ἀγγελιοφόρους ἐκάλεσε ὅλους τούς ἐπισήμους ἄνδρας τῆς Περσίας καί Μηδείας, τούς σατράπας, τούς στρατηγούς Διοικητάς χωρῶν καί τούς ἀνωτάτους ἄλλους ἄρχοντας. Διέταξε νά καθίσωσιν εἰς τήν αἴθουσαν τοῦ ἀνακτόρου του καί ἀνεγνώσθησαν ἐνώπιον αὐτῶν αἱ γραπταί αὗται γνῶμαι.

(17)Ἤρχισεν ὁ πρῶτος, ὁ ὁποῖος εἶχε γράψει, ὅτι ὁ οἶνος εἶναι ὁ ἰσχυρότερος, καί εἶπε τά ἑξῆς: «Κύριοι, ἐρωτᾶτε πῶς ὁ οἶνος εἶναι ὁ ἰσχυρότερος; Ἁπλούστατα: οὗτος πλανᾶ τήν σκέψιν ὅλων τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι πίνουσιν αὐτόν. (18)Οὗτος κάμνει τήν σκέψιν τοῦ βασιλέως καί τοῦ ὀρφανοῦ, τοῦ δούλου καί τοῦ ἐλεύθερου ἴσην, ὡς καί τήν σκέψιν τοῦ πτωχοῦ καί τοῦ πλουσίου. (19)Πᾶσαν σκέψιν μεταβάλλει εἰς χαράν καί εὐθυμίαν. Ὁ οἶνος κάμνει τόν ἄνθρωπον νά μή ἐνθυμῆται πᾶσαν λύπην καί πᾶν χρέος. (20)Ὁ οἶνος κάμνει τάς καρδίας πλουσίας, κάμνει ὥστε νά λησμονῇ τις (κάποιος) βασιλεῖς καί σατράπας, καί ὅλοι οἱ λόγοι νά ἐξέρχωνται πολυτάλαντοι, πλούσιοι. (21)Φίλους καί ἀδελφούς κάμνει ὁ οἶνος οὗτος ὅταν πίνεται νά μή ἐνθυμῶνται τάς φιλίας καί μετ’ οὐ πολύ ἐξάγουσι μαχαίρας ὁ εἷς κατά τοῦ ἄλλου. (22)Ὅταν δέ συνέλθωσιν ἐκ τῆς μέθης τοῦ οἴνου δέν ἐνθυμοῦνται τί ἔπραξαν. (23)Κύριοι! Ὁ οἶνος δέν εἶναι ὁ ἰσχυρότερος, ἀφοῦ ἀναγκάζει ἡμᾶς νά πράττωμεν τοιαῦτα πράγματα;» Ἀφοῦ εἶπε ταῦτα οὗτος, κατόπιν ἐσιώπησεν.

Κεφάλαιον 4ον

(1)Ἤρχισε νά ὁμιλῇ ὁ δεύτερος, ὁ ὁποῖος εἶχε τήν γνώμην, ὅτι ἰσχυρότερος εἶναι ὁ βασιλεύς (2)καί εἶπεν: «Κύριοι! οἱ ἄνθρωποι δέν εἶναι οἱ ἰσχυρότατοι, ἀφοῦ αὐτοί εἶναι κύριοι τῆς ξηρᾶς καί τῆς θαλάσσης καί πάντων ἐκείνων τά ὁποῖα ὑπάρχουσιν εἰς αὐτάς; (3)Ὁ βασιλεύς δέ εἶναι ἰσχυρότερος ὅλων τῶν ἀνθρώπων, εἶναι Κύριος αὐτῶν, δεσπόζει ἐπ’ αὐτῶν καί πᾶν ὅ,τι ἤθελεν εἴπει εἰς αὐτούς, ἐκεῖνοι ὑπακούουσιν εἰς αὐτόν. (4)Ἐάν ὁ Βασιλεύς διατάξῃ νά κάμωσι πόλεμον ὁ εἷς ἐναντίον τοῦ ἄλλου, οἱ ἄνθρωποι κάμνουσιν αὐτόν. Ἐάν ὁ βασιλεύς ἀποστείλῃ τούς ἀνθρώπους ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, οὗτοι βαδίζουσιν ὡς διετάχθησαν καί φροντίζουσι νά καθυποτάξωσιν ὄρη, τείχη καί πύργους. (5)Φονεύουσι καί φονεύονται καί τήν διαταγήν τοῦ βασιλέως δέν παραβαίνουσιν. Ἐάν δέ νικήσωσι, φέρουσι πρός τόν βασιλέα πάντα ὅσα ἤθελον λάβει ὡς λάφυρα καί ὅλα τά ἄλλα ἀνεξαιρέτως. (6)Ὅσοι δέ ἐκ τῶν ἀνθρώπων δέν λαμβάνουσι μέρος εἰς τόν πόλεμον, ἀλλά ἐπιδίδονται εἰς τήν γεωργίαν, ὅταν οὗτοι, ἀφοῦ σπείρωσι, θερίσωσι, φέρουσι τά προϊόντα αὐτῶν εἰς τόν βασιλέα. Καί ὁ εἷς ἀναγκάζει τόν ἄλλον νά δίδωσι τούς φόρους των εἰς τόν βασιλέα. (7)Αὐτός εἶναι ὁ ἀπόλυτος Κύριος! Ἐάν ὁ βασιλεύς εἴπῃ νά φονευθῇ τις φονεύεται· ἐάν εἴπῃ νά ἀφεθῇ ἐλεύθερος ἀφίεται. (8)Ἐάν εἴπῃ ὁ βασιλεύς νά κτυπήσωσί τινα, οὗτος κτυπᾶται, ἐάν εἴπῃ νά ἐρημώσωσι τι, οἱ ἄνθρωποι καταστρέφουσιν. Εἶπεν ὁ βασιλεύς νά γίνουν οἰκοδομαί; Οἱ ἄνθρωποι οἰκοδομοῦσιν. (9)Ἐάν εἴπῃ ὁ βασιλεύς νά ἀκριζώσωσί τι, οἱ ἄνθρωποι ἀκριζοῦσιν. Εἶπεν ὁ βασιλεύς νά φυτεύσωσιν, οἱ ἄνθρωποι φυτεύουσιν. (10)Ὅλος ὁ στρατός αὐτοῦ καί ὅλος ὁ λαός αὐτοῦ ὑπακούουσιν εἰς αὐτόν. Ἐπί πᾶσι δέ τούτοις, ἐνῶ γίνονται ὅλα αὐτά, ὁ βασιλεύς ἀνακλείνεται εἰς τήν τράπεζάν του, τρώγει, πίνει καί κατόπιν κοιμᾶται. (11)Ἄνθρωποι ἐπίσης εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι φυλάττουσιν ὡς φρουρά γύρω αὐτοῦ. Οὐδείς ἐξ αὐτῶν δύναται νά ἀπομακρυνθῇ ἀπ’αὐτοῦ καί νά ἀσχοληθῇ μέ τά ἔργα του. Οὔτε κανείς παρακούῃ εἰς αὐτόν. (12) Κύριοι! Πῶς ὁ βασιλεύς δέν εἶναι ὁ ἰσχυρότερος, ἀφοῦ τόσο μεγάλη ὑπακοή κάμνωσιν οἱ ἄνθρωποι εἰς αὐτόν; Μετά ταῦτα καί οὗτος ἐσιώπησεν.

(13)Ὁ δέ τρίτος ὁ ὁποῖος εἶχε τήν γνώμην, ὁτι αἱ γυναῖκες καί ἡ ἀλήθεια ὑπερισχύουν -καί αὐτός εἶναι ὁ Ζοροβάβελ– ἤρχισε νά ἀναπτύσῃ τήν γνώμην του: «Κύριοι (14)μέγας εἶναι ἀσφαλῶς ὁ βασιλεύς καί πολυάριθμοι οἱ ἄνθρωποι καί ἰσχυρός ὁ οἶνος. Ποῖος ὅμως εἶναι ὁ δεσπόζων ὅλων αὐτῶν καί ποῖος ὁ κυριεύων ὅλων τούτων; Δέν εἶναι αἱ γυναῖκες; (15)Αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τόν βασιλέα καί ὅλους τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι κυριαρχοῦσιν εἰς τήν θάλασσαν καί τήν ξηράν. (16)Ἐκ τῶν γυναικῶν ἐγεννήθησαν οἱ βασιλεῖς οὗτοι καί αὗται ἀνέθρεψαν αὐτούς καί ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐφύτευσαν τάς ἀμπέλους, ἐκ τῶν ὁποίων παράγεται ὁ οἶνος. (17)Αἱ γυναῖκες εἶναι ἐκεῖναι, αἱ ὁποῖαι κατασκευάζουν εἰς τούς ἀνθρώπους τά ἐνδύματα, αὗται εἶναι ἐκεῖναι αἱ ὁποῖαι κατασκευάζουσι δι’ αὐτούς στολίσματα. Οἱ ἄνδρες δέν δύνανται νά ζήσουν ἄνευ τῶν γυναικῶν! (18)Ἐάν οἱ ἄνδρες συγκεντρώσωσιν χρυσόν καί ἄργυρον καί πᾶν ἄλλο ὡραῖον πρᾶγμα καί ἄν ἴδωσι μίαν γυναῖκα ὡραίαν καί καλῆς σωματικῆς διαπλάσεως, (19)ἀφήσαντες ὅλα τά ἄλλα, χαζεύουν πρός αὐτήν, παρατηροῦσι ταύτην μέ τό στόμα ἀνοιχτόν. Καί πάντες αὐτήν προτιμῶσι μᾶλλον παρά χρυσόν, ἄργυρον καί πᾶν ἄλλο ὡραῖον ἀντικείμενον. (20)Πᾶς ἄνθρωπος ἀφήνει τόν πατέρα του, ὁ ὁποῖος τόν ἀνέθρεψε καί τήν ἰδίαν του πατρίδα καί προσκολλᾶται πρός τήν γυναῖκα αὐτοῦ. (21)Χάριν τῆς γυναικός του θυσιάζει τήν ζωήν του καί δέν ἐνθυμεῖται οὔτε τόν πατέρα του οὔτε τήν μητέρα του καί οὔτε τήν ἰδίαν του πατρίδα. (22)Ἐξ αὐτοῦ ὀφείλετε νά ἀναγνωρίσετε, ὅτι αἱ γυναῖκες βασιλεύουσιν εἰς ὑμᾶς. Δέν ἐργάζεσθε καί δέν ὑποφέρετε, ἵνα τάς ἐκ τούτων προσόδους σας ὅλας φέρητε καί δώσητε εἰς τάς γυναῖκας σας; (23)Ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει τό ξῖφος αὐτοῦ καί ἐξέρχεται ἵνα μεταβῇ καί κλέψῃ καί ληστεύσῃ καί διαπλεύσῃ πρός τοῦτο θαλάσσας καί ποταμούς. (24)Κατά τάς ἐπιχειρήσεις του ταύτας συναντᾶ λέοντας, βαδίζει εἰς τά σκότη, ἵνα κλέψῃ, ληστεύσῃ, γίνῃ λωποδύτης καί ὅλα ὅσα ἀποκτήσῃ δίδει εἰς τήν ἐρωμένην του. (25)Ὁ ἄνδρας περισσότερον ἀγαπᾶ τήν γυναῖκα του ἀπό τόν πατέρα του καί τήν μητέρα του! (26)Πολλοί ἄνδρες ἐτρελλάθηκαν διά τάς γυναῖκας καί ἔγιναν δοῦλοι εἰς αὐτάς. (27)Πολλοί κατεστράφησα, ἔγιναν δυστυχεῖς καί παραβάται τοῦ θείου νόμου διά τάς γυναῖκας των. (28)Καί λοιπόν δέν πιστεύετε εἰς τούς λόγους μου; Καί ὅμως! Μέγας δέν εἶναι ὁ βασιλεύς ἐν τῇ βασιλικῇ του ἐξουσίᾳ; Ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν χωρῶν δέν φοβοῦνται νά ἐγγίσωσιν αὐτόν; (29)Καί ὅμως ἔβλεπον τόν βασιλέα καί τήν Ἀπάμην τήν θυγατέρα τοῦ περιφήμου Βαρτάκη, τήν δευτέραν σειρᾶς σύζυγον τοῦ βασιλέως νά κάθηται δεξιᾷ τοῦ βασιλέως, (30)νά ἀφαιρῇ τό βασιλικόν διάδημα ἀπό τῆς κεφαλῆς τοῦ βασιλέως, νά θέτῃ αὐτό ἐπί τῆς ἰδίας της κεφαλῆς καί νά ραπίζῃ τόν βασιλέα μέ τήν ἀριστεράν της χεῖρα! (31)Παρ’ ὅλον τοῦτο ὁ βασιλεύς μέ τό στόμα ἀνοικτόν ἔβλεπεν αὐτήν. Ἐάν ἐκείνη ἐγέλα εἰς αὐτόν, ἐγέλα καί ὁ βασιλεύς. Ἐάν ἐκείνη ἐφαίνετο στενοχωρημένη ἐναντίον του, ὁ βασιλεύς ἐκολάκευεν αὐτήν, ἵνα συμφιλιωθῇ μαζί του. (32)Κύριοι! Πῶς λοιπόν δέν εἶναι αἱ γυναῖκες ἰσχυρότεραι τῶν ἀνδρῶν, ἀφοῦ αὗται κάμνουσι ταῦτα;»

(33)Καί τότε ὁ βασιλεύς καί οἱ ἐπίσημοι ἄνδρες του παρετήρουν ὁ εἷς τόν ἄλλον κατάπληκτοι. Ὁ Ζοροβάβελ ἤρχισε πλέον νά ἀναπτύσσῃ τήν γνώμην του καί περί τῆς ἀληθείας. (34)Καί εἶπε: «Κύριοι! Ἰσχυραί λοιπόν δέν εἶναι αἱ γυναῖκες; Βεβαίως. / Μέγας ὅμως εἶναι ὁ Οὐρανός, μεγάλη ἡ γῆ καί ταχύς εἰς τήν πορείαν του εἶναι ὁ ἥλιος, διότι οὗτος διατρέχει τήν ἐν οὐρανῷ τροχιάν του καί ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ἐπιστρέφει εἰς τόν τόπον ὅπου ἐξεκίνησε! (35)Δέν εἶναι λοιπόν μέγας αὐτός, ὁ ὁποῖος ἐδημιούργησε ταῦτα; Ἡ ἀλήθεια λοιπόν εἶναι ἰσχυροτέρα ὅλων αὐτῶν! (36)Ὁλόκληρος ἡ γῆ τήν ἀλήθειαν προσκαλεῖ, ὁ οὐρανός αὐτήν ἐπαινεῖ, ὅλα τά δημιουργήματα σείονται καί τρέμουσιν ἐνώπιόν της. Μετά τῆς ἀληθείας δέν ὑπάρχει ἀδικία. (37)Ἄδικος ὅμως εἶναι ὁ οἶνος, ἄδικος εἶναι ὁ βασιλεύς, ἄδικοι εἶναι αἱ γυναῖκες, ἄδικοι εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅλα τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἄδικα. Εἰς τούς ἀνθρώπους δέν ὑπάρχει ἀλήθεια καί διά τῆς ἀδικίας αὐτῶν οὗτοι καταστρέφονται. (38)Ἡ ἀλήθεια ὅμως παραμένει πάντοτε, τό κῦρος της εἶναι αἰώνιον. Αὕτη ὄχι μόνο εἶναι ἡ ἴδια αἰωνία, ἀλλά διακρατεῖ τά πάντα εἰς αἰῶνας αἰώνων. (39)Αὕτη δέν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν της ὑψηλά πρόσωπα, οὔτε διαφοράς προσώπων, ἀλλά αὕτη κάμνει δίκαια πράγματα ἐνώπιον ὅλων τῶν ἀδίκων καί κακῶν ἀνθρώπων. Πάντες ἀρέσκονται εἰς τά ἔργα αὐτῆς. Οὐδέν ἄδικον πᾶγμα ὑπάρχει, ὅταν αὕτη κρίνῃ. (40)Εἰς αὐτήν λοιπόν ὑπάρχει δύναμις, κυριότης, ἐξουσία, μεγαλοπρέπεια εἰς ὅλους τούς αἰῶνας. Δοξασμένος ἄς εἶναι ὁ Θεός ὁ Κύριος τῆς ἀληθείας!»

(41)Ὁ Ζοροβάβελ ἔπαυσε πλέον νά ὁμιλῇ. Ὅλη τότε ἡ συγκέντρωσις ἀνεφώνησε καί εἶπε: Μεγάλη ἡ ἀλήθεια καί ἀνωτέρα πάντων. (42)Τότε ὁ βασιλεύς εἶπε πρός αὐτόν. Ζήτησον ὅ,τι θέλεις νά σοῦ δώσω. Θά σοῦ δώσω περισσότερα ἀπό ὅσα περιέχει ἡ γραπτή σας συμφωνία. Θά σοῦ δώσω δέ αὐτά, διότι ἀνεδείχθης σοφώτερος τῶν ἄλλων. Θά παρακάθησαι πλησίον μου καί θά ἀναγνωρισθῇς ὡς συγγενής μου.

(43)Ὁ δοῦλος ὅμως οὗτος, ὁ Ζοροβάβελ, εἶπε πρός τόν βασιλέα: Ἐνθυμήσου τό τάμα, τό ὁποῖο ἔκαμες κατά τήν ἡμέρα, κατά τήν ὁποίαν παρέλαβες τήν βασιλείαν σου, νά ἀνοικοδομηθῇ δηλαδή ἡ Ἱερουσαλήμ. (44)Ἐνθυμήσου τήν ὑπόσχεσίν σου, ὅτι θά ἐπιστρέψῃς ὅλα τά ἱερά σκεύη, τά ὁποῖα ἀφηρέθησαν ἐξ Ἱερουσαλήμ καί τά ὁποῖα ὁ Κῦρος παρεχώρησε διά τάματος νά ἐπιστρέψῃ εἰς Ἱερουσαλήμ, ὅτε ἐπρόκειτο νά καταλάβῃ τήν Βαβυλῶνα. (45)Καί σύ ἔταξας νά ἀνοικοδομηθῇ ὁ ναός τόν ὁποῖον ἔκαυσαν οἱ Ἰδουμαῖοι, ὅταν ἡ Ἰουδαία κατελήφθη καί ἠρημώθη ὑπό τῶν Χαλδαίων. (46)Τώρα λοιπόν τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο, τό ὁποῖον αἰτῶ καί ἀπαιτῶ ἀπό σέ, Κύριε Βασιλεῦ! Αὐτή θά εἶναι ἡ μεγαλόπρεπη πρᾶξις, ἥτις ἀπό σέ δύναται νά γίνῃ! Σέ παρακαλῶ νά κάμῃς τό τάμα, τό ὁποῖον ἔταξες εἰς τόν Βασιλέα τοῦ Οὐρανοῦ, τό ὁποῖον μέ τό ἴδιον σου στόμα ὑπεσχέθης.

(47)Τότε ὁ βασιλεύς Δαρεῖος, ἐγερθείς, κατεφίλησεν αὐτόν, ἔγραψε δέ καί ἔδωκεν εἰς αὐτόν ἐπιστολάς πρός ὅλους τούς ὑπαλλήλους, Διοικητάς στρατηγούς καί σατράπας τοῦ βασιλείου του, ἵνα διευκολύνωσιν αὐτόν καί ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θά ἀναβῶσι μετ’ αὐτοῦ, ἵνα ἀνοικοδομήσωσι τήν Ἱερουσαλήμ. (51)Διέταξεν ἐπίσης νά κατατίθενται εἴκοσι τάλαντα κατ’ ἔτος διά τήν άνοικοδόμησιν τοῦ ναοῦ μέχρις ὅτου οὗτος ἀποπερατωθῇ. (52)Ἐπίσης διέταξεν, ὅπως καταθέτωσιν ἄλλα δεκα τάλαντα κατ’ ἔτος ὑπέρ τῶν δεκαεπτά καθημερινῶν ὁλοκαυτωμάτων, ὅπως διατάσσει ὁ Νόμος των. (53)Διέταξεν ἐπίσης ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι ἐκ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι θά ἐπιστρέψωσιν ἐκ τῆς Βαβυλῶνος, ἵνα ἀνοικοδομήσωσι τήν πόλιν Ἱερουσαλήμ, εἶναι ἐλεύθεροι αὐτοί καί οἱ ἀπόγονοι αὐτῶν. Τό ἴδιον θά γίνῃ καί εἰς ὅλους τούς ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι θ’ἀνέλθωσιν ἐκ τῆς Βαβυλῶνος. (54)Ἔδωκε δέ καί γραπτήν ἐντολήν, ἵνα παρέχηται ἡ διατροφή τῶν ἱερέων καί τά ἱερατικά αὐτῶν ἐνδύματα, διά τῶν ὁποίων οὗτοι ἐκτελοῦσι τήν λειτουργίαν. (55)Διέταξεν ἐπίσης, ὅπως παρέχηται καί εἰς τούς Λευΐτας ἡ τροφή μέχρι τῆς ἡμέρας, κατά τήν ὁποίαν θά ἀποπερατωθῇ ὁ ναός καί ἀνοικοδομηθῇ ἡ Ἱερουσαλήμ. (57)Ἀπέστειλεν ἐπίσης ὅλα τά ἱερά σκεύη, τά ὁποῖα ὁ Κῦρος εἶχε χωρίσει ἐκ τῆς Βαβυλῶνος, ὅλα ὅσα εἶχες ὑποσχεθῆ ὁ Κῦρος νά κάνῃ, διέταξε καί οὗτος νά γίνουν καί νά ἀποσταλοῦν εἰς Ἱερουσαλήμ.

(58) Ὅταν ὁ νεαρός οὗτος δοῦλος, ὁ Ζοροβάβελ, ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ἀνακτόρου, ὑψώσας τό πρόσωπόν του εἰς τόν οὐρανόν καί πρός τό μέρος τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐδόξασε τόν Βασιλέα τοῦ Οὐρανοῦ λέγων: (59)ἐκ Σοῦ πηγάζει πᾶσα νίκη, ἄρα καί ἡ νίκη μου, ἐκ Σοῦ πηγάζει καί ἡ σοφία, ἄρα καί ἡ σοφία μου αὕτη. Εἰς σέ λοιπόν ἀνήκει ἡ δόξα: Ἐγώ δέν εἶμαι παρά ἕνας ἁπλοῦς δοῦλός Σου! (60)Δεδοξασμένος λοιπόν ἄς εἶσαι, Κύριε, Σύ ὁ ὁποῖος ἔδωκες εἰς ἐμέ τήν σοφίαν ταύτην. Σέ δοξάζω Κύριε τῶν Πατέρων ἡμῶν.

(61)Τότε ἔλαβεν οὗτος τάς ἐπιστολάς, ἄνεχώρησεν ἀμέσως καί μετέβη εἰς Βαβυλῶνα καί ἀνήγγειλεν εἰς ὅλους τούς ἐκεῖ ἀδελφούς του Ἰουδαίους ὅλα τά γεγονότα ταῦτα. (62)Ἐκεῖνοι ὕμνησαν τόν Θεόν τῶν Πατέρων αὐτῶν, διότι ἔδωκεν εἰς αὐτούς ἄδειαν καί ἐλευθερίαν, (63) ἵνα ἀνέλθωσιν εἰς τήν πατρίδα, ἀνοικοδομήσωσι τήν Ἱερουσαλήν καί τόν ναόν, ἐπί τοῦ ὁποίου ἠκούετο τό ὄνομα Αὐτοῦ. Ἔπινον οἶνον μέ τόν κώθωνα, μεγάλο ξύλινο ποτήρι καί διεσκέδαζον μέ μουσικά ὄργανα χαρούμενοι ἐπί μίαν ἑβδομάδα.

Δέν ἤμουν ἐκεῖ. Δέν γνωρίζω ποιός ἐκ τῶν τριῶν σωματοφυλάκων συνέλαβε τήν ἰδέα τοῦ ἐγχειρήματος. Ὁ πρῶτος, ὁ θεριακλῆς γιά τίς ἐπιτυχίες τοῦ κρασιοῦ του· ὁ πονηρούλης ὁ δεύτερος, ὁ κόλακας, γιά νά ἐπιτύχῃ κάποια καλυτέρευση τῆς θέσεώς του καί μεγαλυτέραν εὔνοιαν τοῦ βασιλέως πρός το πρόσωπό του· ἤ ὁ εἰλικρινέστερος καί ρεαλιστής τρίτος, ἀνάμεικτα μέσα σέ μιά διαρκῆ λαχτάρα κι’ ἕνα πόθο του, μή τυχόν καί μέ τήν ἀντικειμενικήν αὐτήν τοποθέτησίν του καί φιλοσόφησιν τῶν κοινωνικῶν πραγμάτων, στά ὁποῖα νικήτρια ἀποδεικνύεται ἡ γυναῖκα, ἀλλ’ ἐν τέλει καί αὐτῆς ὑπερισχύει ἡ ποθηνοτάτη ἀλήθεια· ἀναδεικνυόμενος νικητής, θά ἠδύνατο νά ζητήσῃ -ἔστω ὡς χάριν- παρά τοῦ βασιλέως, αὐτά πού εἶχε κεκρυμένα στήν καρδία του ὁ Ζοροβάβελ, τά ὁποῖα ὅμως ἦσαν ὑπεσχημένα ὡς «τάμα» καί παρά τοῦ Κύρου καί παρ’ αὐτοῦ τοῦ Δαρείου νά πραγματοποιηθοῦν μιά μέρα, διά συγκεκριμένον καί ὀφειλόμενον λόγον, ὅπερ καί ἐπέτυχεν. Κλίνω πρός τήν τρίτην σκέψιν, ἥτις, μᾶλλον, ἦτο καί ἐκ Θεοῦ βληθεῖσα εἰς τήν διάνοιάν του, διότι ἠθέλησε νά χρησιμοποιήσῃ αὐτόν ὡς τόν οἰκοδόμον τοῦ ναοῦ Του μετά τήν ἐπιστροφήν ἐκ τῆς Βαβυλωνίου αἰχμαλωσίας. «Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου, καί τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο» (Ρωμ.11,34). Προσωπικά, δέν τό διενοήθην ποτέ!!! Μόλις φιλήσω τή Γραφή μου καί τήν ἀνοίξω, χάνομαι …..! Σταυρώνω τήν διάνοιά μου, ἐνδύομαι «τήν στολήν» τοῦ Ἰακώβου 1,5 διά τῆς προσευχῆς, βυθίζομαι, κι’ ὅπου μέ ὁδηγήσῃ ἡ δεξιά Του· μιά, δυό, πέντε, ὀκτώ, δεκαοκτώ, εἰκοσιοκτώ, 36 σελίδες; Δικά Του εἶναι ὅλα. Προσέχω μή οἰκειοποιηθῶ κάτι. «Τί ἔχω πού δέν τό ἔλαβα ἀπό Ἐκεῖνον; Καί πῶς μπορῶ νά καυχηθῶ ὅτι δέν τό ἔλαβα;» (Α΄Κορ.4,7) Ὅποιος στή συνέχεια δέν τά θέλει τά δικά Του, εὔκολα τά ἀπορρίπτει. Ἐγώ ἁπλῶς ζητῶ συγνώμην διά τόν κόπον εἰς τόν ὁποῖον ὑποβάλλω ἕνα ἕκαστον ἐξ ὑμῶν.

Ἐμεῖς σήμερα τί κάνουμε. Πῶς θά γνωρίσωμεν τήν ἀλήθεια, ἡ ὁποία, ἀπό τί θά μᾶς ἐλευθερώσῃ. Λιανά καί ξεκάθαρα πράματα. Ἀπ’ τή Γραφή παρμένα.

Ἰωάννου Κεφάλαιον 8ον στίχος

(31)«Ἔλεγε δέ ὁ Ἰησοῦς πρός τούς Ἰουδαίους, πού πίστευσαν σ’ αὐτόν: Ἐάν σεῖς μείνετε σταθεροί στή δική μου διδασκαλία, πραγματικῶς εἶσθε μαθηταί μου. (32)καί θά γνωρίσετε ἐκ πείρας τήν ἀλήθεια, καί ἡ ἀλήθεια θά σᾶς ἐλευθερώσῃ. (33)Τοῦ εἶπαν: Εἴμεθα ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ καί δέν γίναμε δοῦλοι ποτέ σέ κανένα. Πῶς σύ λέγεις, «Θά γίνετε ἐλεύθεροι;». (34)Τούς ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς: Ἀληθινά ἀληθινά σᾶς λέγω, ὅτι καθένας, πού κάνει τήν ἁμαρτία, εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. (35)Ὁ δέ δοῦλος δέν ἔχει μονιμότητα καί κυριότητα στό σπίτι. Ὁ υἱός ἔχει μονιμότητα καί κυριότητα. (36)Ἐάν λοιπόν ὁ Υἱός σᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως θά εἶσθε ἐλεύθεροι».

(37)Ξέρω, ὅτι εἶσθε ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλά ζητεῖτε νά μέ φονεύσετε, διότι ὁ ἰδικός μου λόγος δέν χωρεῖ μέσα σας. (38)Ἐγώ διδάσκω αὐτό, πού εἶδα στόν Πατέρα μου· καί σεῖς δέ κάνετε αὐτό, πού εἴδατε στόν πατέρα σας. (39)Τοῦ εἶπαν τότε: Ὁ δικός μας πατέρας εἶναι ὁ Ἀβραάμ. Τούς λέγει ὁ Ἰησοῦς: Ἐάν ἤσασθε τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, θά κάνατε τά ἔργα τοῦ Ἀβραάμ. (40)Ἀλλά τώρα ζητεῖτε νά μέ φονεύσετε, ἄνθρωπο πού σᾶς κήρυκα τό καλό, πού ἄκουσα ἀπό τό Θεό. Τέτοιο πρᾶγμα ὁ Ἀβραάμ δέν ἔκανε. (41)Σεῖς κάνετε τά ἔργα τοῦ πατέρα σας. Τοῦ εἶπαν τότε: Ἐμεῖς δέν γεννηθήκαμε ἀπό πορνεία. Ἐμεῖς (ὄλοι) ἕνα πατέρα ἔχουμε, τό Θεό. (42)Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε: Ἐάν ἦταν πατέρας σας ὁ Θεός, θά μέ ἀγαπούσατε. Διότι ἐγώ ἀπό τόν Θεό προῆλθα καί ἔχω ἔλθει. Ναί, δέν ἔχω ἔλθει ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ἐκεῖνος μέ ἀπέστειλε. (43)Γιατί δέν παραδέχεσθε τό λόγο μου; Διότι δέν δύνασθε νά ὑπακούετε στό λόγο μου. (44)Σεῖς εἶσθε ἀπό τόν πατέρα τόν Διάβολο, καί θέλετε νά κάνετε τίς ἐπιθυμίες τού πατέρα σας. Ἐκεῖνος ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ἀνθρωποκτόνος, καί δέν στέκεται στό καλό, διότι δέν ὑπάρχει καλό σ’ αὐτόν. Ὅταν λαλῇ τό κακό, ἐξ ἰδίων λαλεῖ, διότι εἶναι κακός, καί ὁ πατέρας αὐτοῦ (τοῦ κακοῦ). (45)Ἐγώ δέ ἄν καί διδάσκω τό καλό, δέν πιστεύετε σ’ ἐμένα. (46)Ποιός ἀπό σᾶς δύναται νά ἀποδείξῃ, ὅτι διδάσκω κάτι ἁμαρτωλό; Καί ἀφοῦ διδάσκω τό καλό, γιατί σεῖς δέν πιστεύετε σέ μένα; (47)Αὐτός, πού εἶναι ἀπό τό Θεό, παραδέχεται τά λόγια τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό σεῖς δέν παραδέχεσθε, διότι δέν εἶσθε ἀπό τό Θεό». (48)Τοῦ εἶπαν δέ τότε οἱ Ἰουδαῖοι: Καλά δέν λέγουμε ἐμεῖς, ὅτι σύ εἶσαι Σαμαρείτης καί ἔχεις δαιμόμιο; (49)Ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς: Ἐγώ δαιμόνιο δέν ἔχω, ἀλλά τιμῶ τόν Πατέρα μου, ἐνῶ σεῖς μέ ὑβρίζετε. (50)Δέν ζητῶ δέ ἐγώ τή δόξα μου. Ὑπάρχει ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ζητεῖ καί δικαιώνει. (51)Ἀληθινά ἀληθινά σᾶς λέγω, ἐάν κανείς τηρήσῃ τό λόγο μου, δέν θά ἰδῇ θάνατο ποτέ. (52)Τοῦ εἶπαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι: Τώρα ἔχουμε πεισθῆ, ὅτι ἔχεις δαιμόνιο. Ὁ Ἀβραάμ πέθανε καί οἱ προφῆτες. Καί σύ λέγεις, Ἐάν κανείς τηρήσῃ τό λόγο μου, δέν θά γευθῇ θάνατο ποτέ; (53)Μήπως ἐσύ εἶσαι ἀνώτερος ἀπό τόν πατέρα μας τόν Ἀβραάμ, πού πέθανε; Καί οἱ προφῆτες πέθαναν. Ποιός νομίζεις ἐσύ πῶς εἶσαι; (54)Ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς: Ἐάν ἐγώ δοξάζω τόν ἑαυτό μου, ἡ δόξα μου δέν εἶναι τίποτε. Ὑπάρχει ὁ Πατέρας μου, πού μέ δοξάζει, γιά τόν ὁποῖο σεῖς λέγετε, ὅτι εἶναι Θεός σας, (55)ἀλλά δέν τόν γνωρίσατε, ἐνῶ ἐγώ τόν γνωρίζω. Καί ἄν πῶ, ὅτι δέν τόν γνωρίζω, θά εἶμαι ὅμοιος μέ σᾶς ψεύτης. Ναί, τόν γνωρίζω, καί τηρῶ τό λόγο του. (56)Ὁ Ἀβραάμ ὁ πατέρας σας πόθησε νά ἰδῇ τή δική μου ἐποχή, καί εἶδε καί χάρηκε. (57)Τοῦ εἶπαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι: Δέν ἔχεις πενήντα ἔτη καί εἶδες τόν Ἀβραάμ; (58)Τούς εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Ἀληθινά ἀληθινά σᾶς λέγω, πρίν γίνῃ ὁ Ἀβραάμ, ἐγώ εἶμαι. (59)Πῆραν τότε λιθάρια γιά νά τόν λιθοβολήσουν. Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς ἔγινε ἀόρατος, καί ἔφυγε ἀπό τό ναό περνώντας ἀπό ἀνάμεσά τους, καί ἔτσι προχωροῦσε» (Ἰωάν.8,31-59)

Ἐπειδή ἡ ἐνταῦθα στιχομυθία, δέν ἀπαιτεῖ, ὁπωσδήποτε θεολογικήν κατάρτισιν καί βαθείαν θρησκευτικήν παιδείαν καί βάσανον, τήν ὁποίαν δέν δύναται νά βαστάζῃ κάθε καλοπροαίρετος μελετητής τῆς Βίβλου, ἀλλά ἁπλῆν καί ἀγαθήν διάθεσιν πίστεως εἰς Αὐτόν, καί νά μείνωμεν σταθεροί στήν δική Του διδασκαλίαν μέ πραγματικήν διάθεσιν μαθητείας κοντά Του, ὁπότε θά Τόν γνωρίσωμεν ὡς ἀπό ἰδίας πείρας Αὐτόν ὡς Ἀλήθειαν, καί Αὕτη ἡ Αὐτοαλήθεια θέλει ἐλευθερώσῃ ἡμᾶς (Ἰωάν.8,31-32). Ὅλο τό ἄλλο, ὡς πολυπραγμοσύνη, θά μᾶς τοποθετήσῃ καί μᾶς πλάϊ στούς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ Ἰουδαίους, πού οὔτε θά βλέπωμε κάν Τόν Ἰησοῦν, νά διέρχεται ἀοράτως ἀπό ἀναμεσά μας.

Καί γιά νά μή συμβῇ ποτέ σ’ ἐμᾶς αὐτό, καί γιά νά ἐμπεδώσωμε τό θέμα μας, ἄς μεταβῶμεν εἰς τό δεύτερο μέρος τούτου.

ΜΕΡΟΣ Β΄

Εἰς τήν Κ. Διαθήκην ἡ λέξις ἀλήθεια μετά τῶν ὁμορρίζων της ἀπαντᾶ περί τάς 190 φοράς, πρᾶγμα πού μαρτυρεῖ, ὅτι τό περιεχόμενόν της εἶναι βασικῆς σημασίας εἰς τήν διδασκαλίαν τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστόλων. Ἀνευρίσκεται δέ αὕτη κατά τό πλεῖστον στά ἔργα τοῦ Ἰωάννου καί Ἀπ. Παύλου καί δή τοῦ πρώτου, ἐν τῇ παραστάσει ὑπό τούτου τῶν γνωστῶν ἀντιθέσεων πίστεως καί ἀπιστίας, φωτός καί σκότους, ἀληθείας καί ψεύδους, τῶν ἄνω καί κάτω κ. ἑξ. Ἔχει δέ ἡ λέξις θρησκευτικήν καί ἠθικήν σημασίαν, σημαίνουσαν τόν Θεόν, τό ἀπόλυτον καί ὄντως ὄν τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, τό ὕψιστον ἀγαθόν, ὅπερ τό ἀνθρώπινον πνεῦμα ἀναζητεῖ καί ἡ καρδία ἐπιθυμεῖ, ὡς ἀποτελοῦν τήν ὑψίστην πραγματικότητα, ἐν ἀντιθέσει πρός τά ἀεί μεταβαλλόμενα καί πρόσκαιρα καί ἀτελῆ. Πρός τήν ἀλήθειαν ταύτην, τήν ἀεί ἀναζητουμένην, ἀνευρεθεῖσαν καί γνωσθεῖσαν ὁ ἄνθρωπος ἔπειτα συμμορφώνει τήν ζωήν του καί στρέφει τήν ὕπαρξίν του.

Βεβαίως ἀπαντᾶ ἡ λέξις καί ὑπό τήν συνήθη καί σήμερον σημασίαν πρός δήλωσιν τῆς συμφωνίας τῶν λόγων μας πρός τήν πραγματικότητα, πρός τάς ἐσωτερικάς σκέψεις καί διαθέσεις μας, ὅτε ἀντιτίθεται πρός τό ψεῦδος καί τήν ἀνειλικρίνειαν (πρβλ. «ἀλήθειαν λέγω, οὐ ψεύδομαι» Ρωμ.9,1, Ἐφ.4,25 κ.ἑξ.), πλήν ἡ κυρία σημασία αὐτῆς εἶναι θρησκευτική καί ἠθική.

Ἡ ἀλήθεια ἐν πρώτοις σημαίνει τόν Θεόν, διό καί ἀνταλλάσσονται ἐνίοτε αἱ λέξεις, ὡς «ἐκ τῆς ἀληθείας οὐκ ἔστιν» (Α΄ Ἰωάν. 2,21), «ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν» (Α΄Ἰωάν.4,2), «ἐκ τῆς ἀληθείας ἐσμεν» (Α΄Ἰω.3,19), «ἡμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐσμεν» (Α΄Ἰω.4,6) κ. ἑξ.

Ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ ὑψίστη πραγματικότης, τό ὄντως ὄν, διά τοῦτο χαρακτηρίζεται «ὁ ὤν» (Ἀποκ. 4,8. Ἐξ.3,14), «ὁ μόνος ἀληθινός Θεός» ἤ «Θεός ζῶν καί ἀληθινός» (Ἰω.17, 3, Α΄Ἰω.5, 20, Α΄Θεσ.1, 9). Οὐ μόνον δέ ὁ Θεός Πατήρ, ἀλλά καί ὁ Υἱός χαρακτηρίζεται ὡς «ἀλήθεια» καί τό Ἅγιον Πνεῦμα ὡς «Πνεῦμα τῆς ἀληθείας» καί τό Εὐαγγέλιον καί γενικῶς ὁ χριστιανισμός, ὡς ἐμπεριέχοντα πᾶν ὅ,τι ἀναφέρεται εἰς τήν ὑψίστην πραγματικότητα, εἰς τό ἀπόλυτον καί ὄντως ὄν, καί τό ὁποῖον μόνον σώζει τόν ἄνθρωπον.

Ἔργον καί ἀποστολή τοῦ Κυρίου ἦσαν ἀκριβῶς νά ἀποκαλύψῃ εἰς τούς ἀνθρώπους τήν ἀλήθειαν ταύτην, ἀπαλλάττων τούτους τῆς πλάνης καί τοῦ ψεύδους. Οὕτω, ὥς εἴδομεν καί ἐγνώκαμεν, πρό τοῦ Πιλάτου διακηρύττει «ἐγώ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καί εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τόν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰω,18,37). Παρά τά ὅσα ἐκεῖσε (εἰς τό Α΄ Μέρος) λεπτομερῶς διεξήλθομεν, οἱ ἄνθρωποι ἔχομεν καί ἐξ ἄλλων ὁμιλιῶν τοῦ Κυρίου τήν διδασκαλίαν του καί τήν ἀπάντησιν εἰς τό ἐρώτημα ἐκεῖνο.

Ὁ Κύριος δέν ἐφανέρωσε μόνον «τήν ἀλήθειαν», ἀλλά διελάλησεν ἀπεριφράστως καί ὅτι αὐτός εἶναι ἡ ἀλήθεια: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰω.14,6). Ὅπως ὁ Θεός Πατήρ εἶναι ἡ ἀλήθεια, οὕτω καί ὁ Υἱός, διό καί ἔλεγεν ὁ Κύριος εἰς τόν Φίλιππον «ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα» (14,9). Ὁ Υἱός εἶναι, ὅπως ὁ Πατήρ, ἡ ἀλήθεια, διότι οἱ λόγοι καί τά ἔργα του εἶναι λόγοι καί ἔργα τοῦ Θεοῦ (Ἰω.12,44-50), διότι ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός εἶναι ἕν, καί ὁ Πατήρ εἶναι ἐν τῷ Υἱῷ καί ὁ Υἱός ἐν τῷ Πατρί (Ἰω. 17,21, 10,30).

Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἡ ἀλήθεια, διότι ἡ διδασκαλία του εἶναι ἀπηλλαγμένη πάσης ἀτελείας καί πλάνης, διότι ἐδίδασκε τήν «ἀλήθειαν» (Ἰω.8,40) καί ἡ ζωή του ὅλη ἡπῆρξε «πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ίω.1,14). Ἐντεῦθεν λέγεται περί τοῦ Ἰωάννου, ὁμιλήσαντος εἰς τούς Ἰουδαίους περί τοῦ Ίησοῦ, ὅτι «μεμαρτύρηκε τῇ ἀληθείᾳ» καί οἱ Φαρισαῖοι, μολονότι ὄχι ἐξ ἁγνῆς προθέσεως ὁμολογοῦν τήν περί τοῦ Χριστοῦ Ἀλήθειαν, λέγοντες: «οἴδαμεν, ὅτι ἀληθής εἶ καί τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ ἐν ἀληθείᾳ διδάσκεις» (Ματθ.22,16). Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν εἶναι ἡ ἀλήθεια, τήν ὁποίαν ἀναζητεῖ τό πνεῦμα καί ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή ὡς τό ὕψιστόν ἀγαθόν, τό ὁποῖον μόνο φέρει τήν εὐτυχίαν, καί τό ὁποῖον δέν διαψεύδει, ἀλλ’ ἱκανοποιεῖ ἀπολύτως ὅλους τούς βαθυτέρους πόθους τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, διότι δέν εἶναι ὀλιγώτερον ὡραῖον ἤ ὅσον προσδοκᾶ τις, οὔτε ὀλιγώτερον τέλειον καί πλῆρες ἤ ὅσον ἐλπίζομεν.

Καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον χαρακτηρίζεται ὡς «Πνεῦμα τῆς ἀληθείας», ἔχον ὡς ἔργον, ἵνα φέρῃ εἰς ἐπικοινωνίαν μετά τῆς ἀληθείας τήν ἀνθρωπίνην ψυχήν καί ἀποκαλύψῃ εἰς αὐτήν τόν Χριστόν. Ἐκεῖνο, κατά τούς λόγους τοῦ Κυρίου, θά ὁδηγήσῃ τούς πιστούς «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰω.16,13), ὥστε νά διακρίνουν τό πνεῦμα τῆς ἀληθείας ἀπό τό πνεῦμα τῆς πλάνης (Α΄Ἰω.4,6). Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης καί ὁ Ἀπ. Παῦλος διαρκῶς τονίζουν τόν ρόλον καί τό ἔργον τοῦ ἅγίου Πνεύματος ἐν τῇ ζωῇ τῆς Ἐκκλησίας καί ἑκάστου πιστοῦ ἰδιαιτέρως. Ἡ γνῶσις τῆς ἀληθείας περί Θεοῦ, Ἰησοῦ Χριστοῦ, περί κόσμου καί ζωῆς καί περί ὅλων τῶν βασικῶν προβλημάτων, τῶν ἀποτελούντων τό περιεχόμενον τῆς πίστεώς μας καί ἀναφερομένων εἰς τήν λύτρωσιν τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἀδύνατον νά ἐπιτευχθῇ διά τοῦ φυσικοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ. Αὕτη γινώσκεται μόνον διά τῆς ἀποκαλύψεώς της ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, διό καί ἀποκεκαλυμμένη ἤ ἐξ ἀποκαλύψεως ἀλήθεια χαρακτηρίζεται· «ἡμεῖς ἐλάβομεν, -λέγει ὁ Ἀπ.Παῦλος- τό Πνεῦμα τό ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἰδῶμεν τά ὑπό τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν» (Α΄Κορ.2,12, Α΄Ἰω.2,20, Β΄Τιμ.3,16, Β΄Πέτρ.1,21). Δυνάμεθα ἔν τινι μέτρῳ νά εἴπωμεν, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό φωτίζον τόν ἀνθρώπινον νοῦν ἵνα γνωρίζῃ τήν ἀλήθειαν, εἶναι ὁ Θεός τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας μᾶλλον ἤ τῆς καρδίας. Ἐν Α΄Ἰω.5,6, λέγεται ρητῶς «τό Πνεῦμά ἐστιν ἡ ἀλήθεια».

Ὅπως ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, οὕτω καί τά περιέχοντα τήν περί τούτων ὀρθήν διδασκαλίαν, ἤτοι τό εὐαγγέλιον, καί γενικῶς ἡ χριστιανική πίστις, χαρακτηρίζονται ὡς ἀλήθεια. Οὕτως ἀπαντῶμεν ἐν τοῖς ἱεροῖς κειμένοις τάς φράσεις «ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου» (Γαλατ.2,5), περιπατεῖν συμφώνως «πρός τήν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου» (Γαλατ.2,14), «λόγος τῆς ἀληθείας τοῦ εὐαγγελίου» (Κολ.1,6). Ὁ χριστιανισμός ὡσαύτως, ὅπως θεωρεῖται «ἡ ὁδός»«ὁδός τῆς σωτηρίας» (Πράξ.9,2, 19,9 & 23,4 & 22,4 & 16,17), οὕτω χαρακτηρίζεται καί «ἡ ὁδός τῆς ἀληθείας» (Β΄Πέτρ.2,2. Πρβλ.Β΄Πετρ.1,12).

Συνηθέστατα ἐν τῇ Κ. Διαθήκῃ ἡ ἀλήθεια, ὡς ἐκφράζουσα τό ἀπόλυτον ὄν, τό ὄντως ὄν καί τό ὕψιστον ἀγαθόν, ἀπαντᾶ ἄνευ τινος προσδιορισμοῦ, ὡς προσωποποιημένη πραγματικότης ἤ ὡς δύναμις ἐνοικοῦσα ἐν τῷ ἀνθρώπῳ καί κινοῦσα αὐτόν εἰς δρᾶσιν ἤ ὡς ὑψίστη ἠθική ἀρχή, πρός ἥν δέον νά ρυθμίζῃ ὁ ἄνθρωπος τήν ζωήν του. Οὕτως ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι μόνον ἀντικείμενον τῆς γνώσεως («γνώσεσθε»), ἀλλά καί κανών καί δύναμις καί σκοπός τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς («ἐλευθερώσῃ»). Ἐντεῦθεν συναντῶμεν τάς ἐκφράσεις «περιπατεῖν ἐν ἀληθείᾳ» (Β΄Ἰω.1,4), «ποιεῖν τήν ἀλήθειαν» (Α΄Ἰω.1,6), «ἀγάπη τῆς ἀληθείας» (Β΄Θες.2,10), «ἀπεστερημένοι τῆς ἀληθείας» (Α΄Τιμ.2,4, & 4,3, Β΄Τιμ.2,25, Ἑβρ.10,26), «ὑπακοή τῆς ἀληθείας» (Α΄Πέτρ.1,22).

Ἐν Ἰω. 8,32, λέγεται ὑπό τοῦ Κυρίου «γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (ταυτόσημος φράσις πρός τά ἐν στίχῳ 36 λεγόμενα, ἔνθα ἀντί τῆς λέξεως «ἀλήθεια» ὁ Κύριος θέτει ἑαυτόν), θέλοντας νά τονίσῃ, ὅτι ἡ συμμόρφωσις πρός τήν διδασκαλίαν του καθιστᾶ ἐλεύθερον τόν ἄνθρωπον ἀπό τήν πλάνην καί τό ψεῦδος, ἤτοι μίαν τελείαν προσωπικότητα, διότι ἡ ἀλήθεια ἀνταποκρίνεται πρός τόν νόμον καί τήν πραγματικήν φύσιν τῆς ὑπάρξεώς μας, τῆς θεοειδοῦς, τῆς κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν Θεοῦ πεπλασμένης.

Συμμόρφωσις λοιπόν πρός τήν ἀλήθειαν ἤ πρός τόν Θεόν, συνίστησι τήν ἀληθῆ ἐλευθερίαν, ὡς ἔλεγον οἱ Ρωμαῖοι Στωϊκοί φιλόσοφοι “Deo servire vera libertas est” (=τό νά ὑπηρετῇς τόν Θεόν, εἶναι ἡ ἀληθινή ἐλευθερία), ἤ ὁ Ἀπ. Παῦλος

«ὅπου τό πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β΄Κορ. 3,17).

Ἀπό τήν Λαογραφία:

Σέ ἀντιδιαστολή τῆς ἀλήθειας ἀπό τό ψέμμα καί τήν ἠθική ὑπεροχή της ὁ λαός τήν ἔχει ἀφηγηθῆ καί σέ μύθους. Ἡ Ἀλήθεια μέ τό Ψέμμα κάνουν συντροφιά καί πᾶνε νά δειπνήσουν σ’ ἕνα ἐστιατόριο (ἤ χάνι). Τό Ψέμμα ἔχει πολλά λεφτά καί θέλει νά κεράσῃ τήν Ἀλήθεια. Ἐκείνη εἶναι φτωχειά καί πεινάει. Τό Ψέμμα ἀπατᾶ τόν ἐστιάτορα, πώς τάχα τοῦ πλήρωσε τόν λογαριασμό, καί τό ἐπισόδιο ξεσπᾶ σέ βάρος τοῦ μικροῦ ὑπηρέτη, πού φωνάζει: «Ποῦ εἶσαι, καημένη ἀλήθεια; – Ἐδῶ εἶμαι, εἶπε μέσ’ ἀπό τά δόντια της ἡ Ἀλήθεια, ἀλλά τώρα δέ μπορῶ νά μιλήσω. Καλύτερα ὅμως νά πεθάνω ἀπό τήν πεῖνα, παρά νά ξανακάμω συντροφιά μέ τό Ψέμμα»! Καί χώρισαν.

Ποτέ τους μή ξαναβρεθοῦν

Ποτέ μή κοιταχτοῦνε·

Εἴτε νά φᾶνε ἔχουνε,

εἴτ’ ἔχουνε νά πιοῦνε.

Εἶπε σου λόγον ὁ Θεός;

Πειράματα μή κάνῃς.

Ἐνστέρνισέ τον στήν καργιάν·

μ’ ἐκεῖνον νά πεθάνῃς.

Ἱερεύς Ἰωάννης Νικολόπουλος

ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ

6.3.2021

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.