ΜΙΜΗΤΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ – ΝΑ ΧΥΝΟΥΜΕ ΔΑΚΡΥΑ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΗ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ 2) Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ ΜΑΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΝΕΚΡΩΣΗ ΓΡΑΦΗ ΜΑΣ



Ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ; σελ. 185
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
Μιμηται του Χριστου
Τί λέει ἡ Γραφή· ἔκλαυσε ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. «Σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον», εἶπε (Ματθ. 15,32), διότι εἶνε «ἐρριμμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα» (ἔ.ἀ. 9,36). Κι ὅταν εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων, μὲ τὰ σπίτια μὲ τὰ μέγαρα μὲ τοὺς δρόμους μὲ τὸν περιλάλητο ναὸ τοῦ Σολομῶντος, ὅταν εἶδε πόσο πολὺ ἁμαρτωλὴ ἦταν ἡ πόλις αὐτή, ὁ Χριστὸς δὲν καταράστηκε, ἀλλὰ ἔκλαυσε. Ὁ Χριστὸς «ἰδὼν τὴν πόλιν» τῶν Ἰεροσολύμων, ἡ ὁποία εἶχε διαπράξει πολλὰ ἁμαρτήματα καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ διαπράξῃ τὸ πιὸ μεγάλο ἔγκλημα, νὰ σταυρώσῃ τὸ Χριστό, «ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῇ» (Λουκ. 19,41) καὶ εἶπε· «Ἰερουσαλὴμ Ἰερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ἀπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε». Ὦ Ἰεροσόλυμα, λέει, πόσες φορὲς ἠθέλησα νὰ σᾶς μαζέψω κοντά μου ὅπως μαζεύει ἡ κλῶσσα τὰ πουλιά της κ᾿ ἐσεῖς δὲν θελήσατε (Ματθ. 23,37).
Μιμητὴς λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ εἶνε κάθε Χριστιανός, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νὰ χύνῃ ἕνα δάκρυ, ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλη τὴν ἀμετανόητη ἀνθρωπότητα. Καλὸ εἶνε αὐτό, καὶ μάλιστα τὴν περίοδο τῆς νηστείας καὶ τῆς τεσσαρακοστῆς.
Μιμηταὶ τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ εἴμεθα ὅλοι, ἀλλὰ προπαντὸς ἐμεῖς οἱ κληρικοί. Γιατί φορᾶμε μαῦρα ῥάσα καὶ ὄχι κόκκινα; γιατὶ ἔτσι τὸ θέλανε κάποιοι; Ὄχι. Ὑπάρχει λόγος, ἀπαντοῦν οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα ἔχουν σημασία, καὶ τὰ καλυμμαύχια καὶ τὰ ῥάσα καὶ τὰ ἄμφια. Ὅλα μιλᾶνε στὸν παπᾶ. Φορᾶμε μαῦρα, γιατὶ πενθοῦμε. Καὶ ὅπως αὐτὸς ποὺ πενθεῖ τὸν θάνατο προσφιλοῦς του προσώπου δὲν φοράει κόκκινα, ἀλλὰ μαῦρα, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς πενθοῦμε τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου ὁλοκλήρου. Μάλιστα· αὐτὸ τὸ μαῦρο πανὶ εἶνε τὸ πένθος ποὺ πρέπει κ᾿ ἐμεῖς οἱ κληρικοὶ νὰ ἔχουμε. Διότι ἐσεῖς οἱ λαϊκοὶ θὰ δώσετε λόγο μόνο γιὰ τὴν ψυχή σας, ἐμεῖς ὅμως οἱ κληρικοί, ποὺ ἔχουμε τὸ βάρος μιᾶς ἐνορίας ἢ τὸ βάρος μιᾶς ἐπισκοπῆς ―ἂν είμεθα ἐπίσκοποι―, τὸ βάρος τῆς ποιμαντορίας, θὰ δώσουμε λόγο γιὰ ὅλες τὶς ψυχές. Καὶ πρέπει νὰ κλαῖμε γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ νὰ θεωροῦμε τὰ ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ ὡς δικά μας ἁμαρτήματα.
Πόσο συγκινήθηκα μιὰ μέρα! Ἕνας ἱερεὺς ―ὑπάρχουν καὶ κληρικοὶ φαινόμενα εὐσεβείας καὶ πίστεως―, ποὺ στὸ χωριό του ὠργίαζαν τὶς ἀπόκριες, πῆγε νὰ διαμαρτυρηθῇ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔκαναν τὰ ὄργια. Καὶ τί τοῦ εἶπαν· Ὄχι ὁ δεσπότης νὰ ἔρθῃ, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς νὰ κατέβῃ ἐδῶ στὸ χωριό, ἐμεῖς θὰ κάνουμε τὸ γλέντι μας, θὰ χορέψουμε, θὰ φορέσουμε μάσκες, θὰ πιοῦμε κρασί, θὰ κάνουμε τὸ κέφι μας. Ὁ Χριστὸς νὰ κατέβῃ δὲν τὸν ἀκοῦμε!… Κι ὅταν τὸ βράδυ χτύπησε ἡ καμπάνα γιὰ ἀπόδειπνο, κανένας δὲν πῆγε στὴν ἐκκλησία. Ὁ ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ ἄρχισε νὰ κλαίῃ. Ἔκλαιγε γοερῶς, ἔκλαιγε βλέποντας αὐτὴ τὴ σκληρὰ πέτρα, ποὺ οὔτε δυναμίτης δὲν μπορεῖ νὰ τὴ σπάσῃ.