Κυριακὴ τοῦ Πάσχα (Ἰω. 1,1-17)
Ομιλία του Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Αγνωστος και σ᾽ εμας;
«…Καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω» (Ἰω. 1,10)
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε τὸ προοίμιο, ἡ ἀρχή, τοῦ τετάρτου εὐαγγελίου, ποὺ ἔγραψε ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ἰωάννης.
Ἂν κοιτάξετε ἐπάνω στὸν θόλο ἑνὸς βυζαντινοῦ ναοῦ, θὰ δῆτε ὅτι σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα σφαιρικὰ τρίγωνα, τὰ λεγόμενα κοῖλα τρίγωνα, εἶνε ζωγραφισμένος ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ δίπλα του ἕνας ἀετός. Ὁ ἀετὸς συμβολίζει τὸ ὕψος τῆς θεολογίας· ὅπως ὁ ἀετὸς πετάει ὑψηλότερα ἀπ᾽ ὅλα τὰ πουλιά, ἔτσι καὶ ὁ Ἰωάννης, ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, μὲ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο πετάει πολὺ ψηλά· περνάει τὸν ἥλιο τ᾽ ἀστέρια καὶ τοὺς γαλαξίες, ἀγγίζει τὰ κράσπεδα τῆς θεότητος καὶ γίνεται θεατὴς τοῦ ἀοράτου κόσμου.
Καὶ στὸ μυστικὸ ἐρώτημα ποὺ ὑπάρχει σὲ κάθε ἄνθρωπο, στὸ ἐρώτημα «ποιός τὰ ἔκανε ὅλα αὐτά;», στὸ ὁποῖο ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ οὔτε θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ δώσῃ ἀπάντησι, ἀπαντᾷ ὁ εὐαγγελιστὴς σήμερα καὶ λέει· «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰω. 1,1)· ὅτι τὰ πάντα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα, ἔγιναν διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου, διὰ τοῦ Χριστοῦ· «πάντα δι᾽ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν» (ἔ.ἀ. 1,3).
Τὰ πάντα, τὰ μέγιστα καὶ τὰ ἐλάχιστα. Ποιά εἶνε τὰ μέγιστα; Οἱ οὐράνιες σφαῖρες, τὰ σμήνη τῶν ἄστρων. Ποιά εἶνε τὰ ἐλάχιστα; Στὴ γενεά μας ἐπεφύλασσε ὁ Θεὸς νὰ δῇ τὸ θάμβος τῆς δημιουργίας. Ποιός τὸ περίμενε; τὸ μικρότερο δημιούργημα, τὸ ἐλάχιστο δημιούργημα, εἶνε τὸ ἄτομο. Τί εἶνε τὸ ἄτομο; Ἕνα ἐλάχιστο μέρισμα τῆς ὕλης. Καὶ ἀποτελεῖ μιὰ μικρογραφία τοῦ πλανητικοῦ συστήματος· στὴ μέση ἔχει πυρῆνα, ἕνα μικρὸ «ἥλιο», καὶ γύρω του στρέφονται ἄλλα σωματίδια. Ὁ Χριστὸς λοιπὸν εἶνε ὁ δημιουργὸς τῶν μικρῶν καὶ τῶν μεγάλων πλανητῶν, ὅλων τῶν μικρῶν καὶ τῶν μεγάλων πραγμάτων.
Ἀλλ᾽ ἀπόψε δὲν εἶνε ἡ ὥρα οὔτε ἔχουμε δυνάμεις νὰ φιλοσοφήσουμε καὶ νὰ θεολογήσουμε ἐπάνω στὸ εὐαγγέλιο. Εἶνε ὕψος «δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς» (Ἀκάθ. ὕμν. Α΄,3α΄)· καὶ γλῶσσα ἀγγέλου ἀκόμα δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψῃ τὸ μεγαλεῖο του, ποὺ τὸ θαύμασαν θεολόγοι καὶ φιλόσοφοι. Θὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας μόνο σὲ μία μικρὴ φράσι τοῦ εὐαγγελίου, ἡ ὁποία λέει· «…καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω» (Ἰω. 1,10), ὅτι δηλαδὴ ὁ κόσμος δὲν τὸν γνώρισε.
* * *
Δὲν εἶνε περίεργο, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ κόσμος, ἐνῷ ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ δημιουργός του, δὲν τὸν γνώρισε. Διότι ποιόν κόσμο ἐννοεῖ ἐδῶ; Ἐννοεῖ τὸν κόσμο ποὺ εἶνε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, τὸν κόσμο ἐκεῖνον ποὺ ὡς πρόγραμμα ἔχει τὸ «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α´ Κορ. 15,32). Ὁ κόσμος αὐτὸς «οὐκ ἔγνω» τὸν Χριστόν, δὲν μπόρεσε νὰ τὸν νιώσῃ, δὲν τὸν γνώρισε. Γι᾽ αὐτοὺς ὁ Χριστὸς παρέμεινε ἄγνωστος. Read more »