ΔΕΝ ΕΙΜΕΘΑ ΜΟΝΟΙ: «Και ειπεν Ελισσαιε˙ μη φοβου οτι πλειους οι μεθʼ ημων υπερ τους μετʼ αυτων» (Αγια Γραφη). Ο ανθρωπος που πιστευει εις τον Θεον & αγωνίζεται διὰ μίαν ιερα υποθεσι, οπως ειναι η υπερασπισις της ελευθεριας της πατριδος του, ο ανθρωπος αυτος εις οιανδηποτε δυσχερη θεσι & εαν περιελθη & οσονδηποτε πληθος εχθρων & εαν προκειται νʼ αντιμετωπιση, δεν πρεπει να απελπιζεται, διοτι δεν ειναι μονος & εγκαταλελειμενος. ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΤΟΥ ΕΙΝΕ Ο ΘΕΟΣ



Απόσπασμα τῆς «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΣΠΙΘΑΣ», αριθ. φυλλ.74, Κοζάνη 1 Αυγούστου 1947
Toυ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΔΕΝ ΕΙΜΕΘΑ ΜΟΝΟΙ
«Καὶ εἴπεν Ἐλισσαιέ˙ μὴ φοβοῦ ὅτι πλείους οἱ μεθʼ ἡμῶν ὑπὲρ τοὺς μετʼ αὐτῶν» (Ἁγία Γραφή)
«…Τὴν Ἁγία Γραφή θʼ ἀνοίξωμεν σήμερον καὶ ἀπʼ ἐκεῖ θὰ πάρουμε ἕνα παράδειγμα ποὺ τόσον νομίζομεν ἀνταποκρίνεται καὶ εἰς τὴν σημερινὴν κατάστασιν τοῦ ἔθνους μας. (Εὑρίσκεται εἰς τὴν Π. Διαθήκην Βασιλειῶν Δ! Κεφ. 6, στίχ. 9-18).
̶ 800 περίπου χρόνια π.χ. ζοῦσε στὴν Παλαιστίνη μία ἐξαιρετικὴ φυσιογνωμία, ὁ Ἐλισσαῖος, μαθητὴς τοῦ προφήτη “Hλία, προφήτης καὶ αὐτός. Ζοῦσε σὲ περίοδο ἀνωμαλίας, σὲ ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποίαν βάρβαρα ἔθνη ἔκαναν ἐπιδρομὴ κατὰ τῆς πατρίδος του. Ὁ Ἐλισσαῖος δὲν μποροῦσε νὰ μείνη ἀδιάφορος καὶ νʼ ἀφήση τὸν λαόν του νὰ ὑποδουλωθῆ καὶ τὰ ἐδάφη τῆς πατρίδος του νὰ καταπατηθοῦν. Στὰ στήθη τοῦ προφήτου ἔπαλλε γνήσιο πατριωτικὸ συναίσθημα καὶ γιʼ αὐτὸ ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος στοὺς ἀγῶνες τῆς πατρίδος πρὸς ἀπόκρουσι τῶν ἐπιδρομέων. Μὲ τὶς ὁμιλίες του ἐνεψύχωνε τὸν λαό, ἔδειχνε ὅτι πάνω ἀπὸ τὴν ὑλικῆς βία τῶν ἐχθρῶν εἶνε ἡ ἀόρατος δύναμι τοῦ Θεοῦ ποὺ πατάσσει τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ὑπερηφάνους ἐπιδρομεῖς, καὶ μὲ τὸ προφητικό χάρισμα ποὺ εἶχε, πολλὲς φορὲς ματαίωνε τὰ κατακτητικὰ σχέδια τοῦ βασιλια τῆς Συρίας, διότι ἄρπαζε μέσα ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλον τοῦ βασιλέως κάθε στρατηγικὸ σχέδιο καὶ εἰδοποιοῦσε ἐγκαίρως τὸν λαόν του περὶ τῆς ἐπικείμενης εἰσβολῆς, καὶ ὁ λαὸς ἕτοιμος πανέτοιμος ἀγρυπνοῦσε ἀγωνίζετο καὶ ἐξεδίωκε μακριά ἀπὸ τὰ συνόρα τοὺς ἐχθρούς. Ὁ βασιλιάς τῆς Συρίας πληροφορηθεῖς τὴν τεραστία δύναμι τὴν ὁποίαν ἐξασκοῦσε στὸν λαό του ὁ Ἐλισσαῖος, ἀπεφάσισεν ὅπως τὸν ἐξοντώση. Ἐξαπέστειλε τὰ στρατεύματά του καὶ ἐπολιόρκησαν ἐν καιρῶ νυκτὸς τὴν πόλιν Δωθὰν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκετο ὁ Ἐλισσαῖος. Ἡ φρουρᾶ ποὺ ἐφύλαττε τὴν ἐπαρχιακὴ αὐτὴ πόλιν ἦτο ἐλαχίστη, διʼ αὐτὸ ὅταν τὸ πρωῒ ὁ ὑπηρέτης τοῦ Ἐλισσαίου ξύπνησε καὶ εἴδε τὴν πόλιν ἀσφυχτικὰ πολιορκημένη γεμάτος ἀπὸ φόβο ἔτρεξε καὶ εἰδοποίησε τὸν Ἐλισσαῖον – «Κύριε – του λέγει, ἡ κατάστασίς μας εἶνε δεινἠ. Οἱ ἐχθροὶ ἦλθαν. Ἡ πόλις εἶνε πολιορκημένη ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη. Οἱ λόφοι ἔχουν καταληφθῆ ἀπὸ τὰ ἔχθρικὰ στρατεύματα. Ἵπποι καὶ ἅμαξες οἱ πολεμικὲς εἶνε ἀναρίθμητες, ἐμεῖς εἴμεθα… ἐλάχιστοι. Ω! κύριε! τί μποροῦμε νὰ κάνουμε; Πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ ἀντισταθοῦμε εἰς τὸ ἀκατάσχετο αὐτὸ ρεῦμα τῶν βαρβάρων ἐχθρῶν μας;…».
Στὴν ἀγωνία αὐτὴ τοῦ ὑπηρέτου του ὁ Ἐλισσαῖος ἀπαντᾶ: «Μὴ φοβεῖσθαι διότι αὐτοὶ ποὺ εἶνε μαζί μας εἶνε περισσότεροι ἀπʼ ἐκείνους ποὺ εἶνε μαζί μὲ τοὺς ἐχθρούς μας».
Περισσότεροι! ἀλλὰ πῶς περισσότεροι;