Αυγουστίνος Καντιώτης



Μανα με τρεις κορες (Οι μαρτυρες Σοφια, Πιστις, Ελπις, Αγαπη)

date Σεπ 17th, 2021 | filed Filed under: εορτολογιο

Των αγίων Σοφίας, Πίστεως, Ελπίδος, Αγάπης
17 Σεπτεμβρίου
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Πρεσπων & Εορδαίας π. Αυγουστίνου

Μανα με τρεις κορες

(Οι μαρτυρες Σοφια, Πιστις, Ελπις, Αγαπη)

Αγια ΣοφιαH Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, ἔχει ὁρίσει ἑορτές. Τί εἶνε αὐτὲς οἱ ἑορτές;
Λέει κάποιος σοφὸς τὸ ἑξῆς. Ἐὰν ὑποθέσουμε, ὅτι εὑρίσκετο ἕνας καὶ μόνο ἄνθρωπος στὸν κόσμο νὰ ἐφαρμόσῃ τὸ Εὐαγγέλιο, ἔφτανε αὐτὸς ὁ ἕνας ν᾿ ἀποδείξῃ, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο ἐφαρμόζεται. Γιατὶ τώρα πολλοὶ λένε· «Δὲν γίνονται αὐτὰ ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο…». Ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲν εἶνε ἀληθές. Ἔχομε στὴν Ἐκκλησία μας ὄχι ἕναν καὶ δύο μόνο, ἀλλὰ μυριάδες ἀνθρώπους ποὺ τὸ ἐφήρμοσαν. Ἐφαρμόζεται λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο· καὶ εἰς πάσας τὰς ἐποχάς, παλαιοτέρας καὶ νεωτέρας, ἔχουν ἀναδειχθῆ καὶ ἀναδεικνύονται ἅγιοι. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία μας κάθε μέρα προβάλλει καὶ ἕναν καὶ δύο καὶ περισσοτέρους ἁγίους. Τοὺς προβάλλει ὡς παραδείγματα καὶ ὡς ὑποδείγματα. Ὅ,τι ἔκαναν ἐκεῖνοι, μπορεῖ νὰ τὸ κάνῃ ὁ κάθε Χριστιανός, εἰς ὁποιονδήποτε αἰῶνα καὶ ἂν ζῇ.

Ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τοὺς ἁγίους ὡς πρότυπα. Ξέρετε τί θὰ πῇ πρότυπα; Ὁ κάθε ἅγιος φωνάζει μὲ τὴ ζωή του τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 11,1). Διότι τὸ κορυφαῖο πρότυπο ὅλων μας εἶνε ἕνα· ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ μαθητὴς ἑνὸς ἁγίου τῶν ἡμερῶν μας ἔγραψε γι᾿ αὐτὸν στὰ ῥωσικὰ ἕνα σπουδαῖο βιβλίο ποὺ ἔχει μεταφραστῆ καὶ στὰ ἑλληνικά (εἶνε τὸ βιβλίο «Ὁ γέρων Σιλουανός». Ποιός ἀπὸ σᾶς τὸ διάβασε; Εἶνε σπουδαῖο βιβλίο). Ὁ ἴδιος συγγραφεὺς ἔγραψε κ᾿ ἕνα ἄλλο ἔργο, τὸ βιβλίο «Ἡ ζωή Του ζωή μου». Ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή, νὰ εἶνε ζωή μας. Ἆραγε αὐτὸ ἐφαρμόζομε κ’ ἐμεῖς;… Τ᾿ ἀντίθετα κάνουμε δυστυχῶς. Ἀλλ᾿ ἂς μὴν ἐπεκταθοῦμε πολύ.

ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΑΓΙΩΝ

Στὶς 17 Σεπτεμβρίου ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ πανηγυρίζει τὴ μνήμη τεσσάρων ἁγίων μαρτύρων γυναικῶν· τῆς ἁγίας Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων της, τῆς Πίστεως τῆς Ἐλπίδος καὶ τῆς Ἀγάπης.
Ἡ ἁγία Σοφία, κατὰ τὸ συναξάριο, γεννήθηκε σὲ μία μεγάλη πόλι τῆς Ἰταλίας. Ἔζησε δὲ σὲ μιὰ ἐποχὴ διωγμῶν· διωγμῶν πού, ὅπως εἶνε γνωστό, διήρκεσαν τρεῖς ὁλοκλήρους αἰῶνας.
Tὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν ἦταν εὔκολο πρᾶγμα νὰ εἶνε κανεὶς Χριστιανός. Τώρα, ἔτσι ὅπως κατήντησε, τὸ νὰ λέγεσαι Χριστιανὸς εἶνε τὸ εὐκολώτερο πρᾶγμα. Δὲν στοιχίζει οὔτε ἕνα λεπτό. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἐστοίχιζε πολλά. Ἐστοίχιζε τὶς θέσεις, τὰ ἀξιώματα, τὰ χρήματα καὶ τὴ ζωὴ ἀκόμα. Ἑκατομμύρια θυσιάστηκαν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μ᾿ αὐτὸ τὸ ἡρωϊκὸ πνεῦμα ἔζησε ἡ ἁγία Σοφία, καὶ ἀνέθρεψε τὶς τρεῖς θυγατέρες της μὲ τὰ αἰσθήματα τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Χριστό.
Οἱ τέσσερις λοιπὸν ἅγιες, ἡ ἁγία Σοφία καὶ οἱ τρεῖς θυγατέρες της, ζήσανε στὴ Ῥώμη, ποὺ ἦταν ἡ πρωτεύουσα ὁλοκλήρου, τοῦ ἀχανοῦς Ῥωμαϊκοῦ κράτους. Ζήσανε σὲ μιὰ πάρα πολὺ διεφθαρμένη κοινωνία. Ἔτσι ἀπέδειξαν, ὅτι ὅταν ὑπάρχῃ ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ ὑποστήριξις καὶ ἡ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, τότε καὶ στὸν πιὸ διεφθαρμένο κόσμο νὰ ζῇς, μπορεῖς νὰ ζήσῃς χριστιανικῶς. Ἡ ἁγία Σοφία καὶ οἱ τρεῖς θυγατέρες της εἶνε ἡ ἀπόδειξις.
Ἕνας σύγχρονος Γάλλος συγγραφεὺς λέει· Μή ζητήσετε τὴν παρθενία ἐπάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ οὔτε μέσα στὰ ἀσκητήρια οὔτε μέσα στοὺς βράχους τῶν ἁγίων, ἀλλὰ ζητῆστε την μέσα στὴν κοινωνία· μέσα στὸ Παρίσι ἀσκεῖται ἡ παρθενία. Ἀντιθέτως πάλι· ὅταν δὲν ἔχῃς τὴ διάθεσι, καὶ στὴν πιὸ ἅγια κοινωνία νὰ ζήσῃς, θ᾿ ἀπολεσθῇς, θὰ καταστραφῇς· γιατὶ δὲν θὰ ἔχῃς τὴν θέλησι, δὲν ἔχεις καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἀπόδειξις εἶνε ὁ Ἰούδας. Τὸ περιβάλλον του ἦταν τὸ ὡραιότερο περιβάλλον· δὲν ὑπῆρχε ἄλλο περιβάλλον ὡραιότερο ἀπὸ τὸ περιβάλλον τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅμως ἀπωλέσθη. «Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον…».

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥΣ

Ἡ ἁγία Σοφία καὶ οἱ τρεῖς θυγατέρες της ζήσανε τοὺς πρώτους ἐκείνους αἰῶνας. Ζήσανε ἐπὶ αὐτοκράτορος Δομιτιανοῦ (51-96 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἤτανε ἀπὸ τοὺς φοβερωτέρους διώκτας τοῦ χριστιανισμοῦ.
Mία τέτοια ἁγία, ὅπως ἡ ἁγία Σοφία, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς δὲν περιωρίζετο μόνο στὴν κατ᾿ οἶκον λατρείαν, ἀλλ᾿ ἐπεξέτεινε τὸ δίκτυον τῆς ἐξαπλώσεως τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἐκτὸς τῆς οἰκίας της, μὲ τέτοιαν δρᾶσιν δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ μὴ προσελκύσῃ τὴν προσοχὴ τῶν διωκτῶν. Καὶ ὅταν ἦρθε ὁ διωγμός, συνελήφθη αὐτὴ καὶ οἱ τρεῖς θυγατέρες της. Ὡδηγήθησαν ἐνώπιον τοῦ διοικητοῦ. Ὁ διοικητής, κατὰ τὸ συναξάριο, τοὺς ἔδωσε προθεσμία τριῶν ἡμερῶν, γιὰ νὰ τοῦ ἀπαντήσουν, ἐὰν θὰ ἐξακολουθήσουν νὰ λατρεύουν τὸν Χριστόν. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν λῆξι τῶν τριῶν ἡμερῶν ἡ μητέρα καὶ οἱ τρεῖς θυγατέρες ἔμειναν ἀκλόνητες στὴν πίστι τους στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Ἡ μητέρα εἶχε ἕνα φόβο, μήπως λόγῳ τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας οἱ θυγατέρες της ἀρνηθοῦν τὸν Χριστόν. Διότι ἦταν ὄντως μικρᾶς ἡλικίας. Κατὰ τὸ συναξάριο, ἡ πρώτη θυγατέρα της, ἡ Πίστις, ἧτο 12 ἐτῶν. Ἡ Ἐλπὶς ἦτο 10 ἐτῶν. Καὶ ἡ Ἀγάπη, ἡ μικρότερη ἀπ᾿ ὅλες, ἦτο 9 ἐτῶν. Ἐν τούτοις τὰ ἀσθενῆ αὐτὰ πλάσματα, τὰ μικρὰ αὐτὰ θυγάτρια, τὰ ἐνδυνάμωσε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπέμειναν τὰ μαρτύρια μὲ θάρρος πρωτοφανές.
Ἐκλείστηκαν στὶς φυλακές. Ἐχτυπήθηκαν μὲ βούνευρα καὶ οὐρὲς ἀλόγων. Ἐκεντήθηκαν μὲ πύρινες βελόνες, καὶ ἐρρίφθησαν μέσα σὲ λέβητας μὲ βραστὸ νερό. Ἀλλὰ ὅπως οἱ Τρεῖς Παῖδες μέσα στὴν κάμινο τοῦ πυρὸς ὑμνοῦσαν τὸν Τριαδικὸ Θεό, ἔτσι καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς θυγατέρες ὑμνοῦσαν τὸν Θεὸν καὶ ἀκούγετο παναρμόνιος ὁ ὕμνος· «Teν Κύριον ὑμνεῖτε καὶ ὑπερ­ιψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας» (Δαν. Προσ. 34).
Τέλος, ἀποκεφαλίσθηκαν καὶ οἱ τρεῖς διὰ τοῦ ξίφους τοῦ τυράννου. Τὸ μαρτύριον αὐτῶν ἠκολούθησε καὶ ἡ ἁγία των μητέρα.

ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΑΣ

Αὐτὲς ἑορτάζομε σήμερα. Καὶ μᾶς διδάσκουν. Τί μᾶς διδάσκουν;
Ἡ ἁγία Σοφία καὶ οἱ τρεῖς θυγατέρες της μᾶς διδάσκουν μὲ τὸ μαρτύριό τους, ὅτι· ἂν θέλουμε νὰ εἴμεθα πιστοὶ Χριστιανοί, θὰ μᾶς στοιχίσῃ ὁ χριστιανισμός· καὶ ὅσο πιὸ πιστοὶ εἴμεθα, τόσο περισσότερο θὰ μᾶς στοιχίζῃ. Νὰ λυπηθῆτε τὸν Χριστιανὸν ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει διωγμοὺς καὶ περιπέτειες καὶ δὲν τοῦ στοιχίζει τίποτε ὁ χριστιανισμός.
Tά ᾿χουμε κατὰ κάποιο τρόπο βολέψει μέσα στὸν κόσμον αὐτόν· καὶ μὲ τοὺς ἀπίστους, καὶ μὲ τοὺς ἀθέους, καὶ μὲ τοὺς μασόνους, καὶ μὲ τοὺς ροταριανούς, καὶ μὲ ὅλους ἐν γένει τοὺς ἀσυνειδήτους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μυκτηρίζουν τὰ θεῖα καὶ ἱερὰ ἕκαστος στὸν κύκλο του. Βρίσκουμε μυρίους τρόπους γιὰ νὰ δικαιολογοῦμε τὴν ἐπιεικῆ καὶ σκανδαλώδη στάσι μας στὸν κόσμο. Καὶ ἔπειτα νομίζουμε, ὅτι εἴμεθα Χριστιανοί.
Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐμᾶς, ἐὰν δὲν ἀποκτήσουμε τὸ ἡρωϊκὸ φρόνημα, τὸ ὁποῖο διέκρινε τὰ ἑκατομμύρια ἐκεῖνα τῶν μαρτύρων. Ἀλλοίμονο ἂν δὲν ἐμπνευσθοῦ­με ἀπὸ τὰ ἅγιά των παραδείγματα.
Τρία μικρὰ κοριτσάκια θὰ μᾶς ἐλέγξουν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνη. Θὰ ἐλέγξουν ἐμᾶς τοὺς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι εἴχαμε τεραστία δύναμι γιὰ νὰ ἐκπληρώσωμε τὰ καθήκοντά μας, ἀλλὰ δὲν τὰ ἐκπληρώσαμε. Τὰ τρία αὐτὰ μικρὰ κοριτσάκια θὰ ἐλέγξουν τὸν κόσμον ὁλόκληρο. Καὶ ἡ μητέρα τους ἡ ἁγία θὰ ἐλέγξῃ τὶς μητέρες ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες τρέμουν καὶ ἀνησυχοῦν, μήπως τὰ κοριτσάκια τους, ἀπὸ τὴ νηστεία, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀνάγνωσι, ὑποστοῦν κάποια μείωσι τῆς σωματικῆς των δυνάμεως.
Οἱ μάρτυρες εἶνε ὁ μεγαλύτερος ἔλεγχος μιᾶς χλιαρᾶς καὶ ἐλεεινῆς καὶ τρισ­αθλίας χριστιανοσύνης.

ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥΣ

Ἀλλὰ οἱ τρεῖς αὐτὲς θυγατέρες τῆς ἁγίας Σοφίας, ὅπως καὶ ἡ ἴδια ἡ ἁγία Σοφία, μᾶς διδάσκουν ὄχι μόνο μὲ τὸ μαρτύριό τους ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ὀνόματά τους.

Tὸ ὄνομα τῆς Σοφίας τί μᾶς διδάσκει;
«Σοφία…», ἀκοῦμε στὴν ἐκκλησία ὅταν ὁ ἱερεὺς κρατεῖ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ ἐπιδεικνύει σ᾿ ὅλο τὸ πλήρωμα. Λέει δηλαδή, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε γεμᾶτο σοφία. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο βιβλίο σοφώτερο τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ τοῦ Εὐαγγελίου.
Σοφία εἶνε ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Θυμηθῆτε τὰ θαυμάσια ἐκεῖνα λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποὺ ἔγραψε· Ἐὰν ὁ Χριστὸς εἶνε σκάνδαλο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἐὰν ὁ Χριστὸς εἶνε μωρία γιὰ τοὺς φιλοσοφοῦντας Ἀθηναίους, γιὰ τοὺς πιστοὺς ὁ Χριστὸς εἶνε «Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία» (Α΄ Κορ. 1,24). Ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ σοφία, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή.
Σοφία λοιπόν. Καὶ σοφία πρέπει νὰ ἔχωμε ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ.
Ἡ μὲν Σοφία μὲ τὸ ὄνομά της μᾶς ὑπενθυμίζει, ὅτι πρέπει νὰ ζητοῦμε ἀπ᾿ τὸν Θεὸ τὴν φώτισιν αὐτή, εἴτε ὡς ἄτομα εἴτε ὡς οἰκογένειαι, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἀσκοῦμε τὰ ποικίλα μας καθήκοντα. Τὰ δὲ ὀνόματα τῶν τριῶν θυγατέρων ὑπενθυμίζουν τὰς τρεῖς μεγάλας θεολογικὰς ἀρετάς.

Πίστις! Τεραστία δύναμις. Πίστις φῶς. Πίστις ἀστέρι. Πίστις θεμέλιο. Πίστις ῥίζα. Πίστις. Ἄχ, ἂν ὑπῆρχε μέσα στὴν καρδιά μας αὐτὴ ἡ ἀρετή, καὶ τὰ ἀστέρια θὰ κατεβαίνανε στὴ γῆ καὶ τὰ βουνὰ θὰ λειώνανε καὶ τὰ μεγαλύτερα ἐμπόδια θὰ διαλύονταν.
Πίστις! Ἔχομε πίστι; Ἂν εἴχαμε πίστι, ὅπως εἶχε ἡ ἁγία Σοφία καὶ οἱ τρεῖς θυγατέρες της, πίστι 100%, θὰ ἦταν διαφορετικὸς ὁ κόσμος. Μὰ δὲν πιστεύουν σήμερα οἱ ἄνθρωποι οὔτε 1%. Ἔβγα ἔξω, πάρε ὁποιονδήποτε Χριστιανὸ νὰ τὸν ἐξετάσῃς, καὶ θὰ δῇς, ὅτι εἶνε ὅλο ἀμφιβολίες, ὅλο «ἐάν». Εἶνε σὰ᾿ νὰ ὑποθέσουμε, ὅτι μέσα στὸν ὀργανισμὸ μπῆκαν μικρόβια. Τί εἶνε οἱ ἀμφιβολίες; Εἶνε σὰν μικρόβια ποὺ γεννιοῦνται στὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων, στὴν γενεὰ τῆς ἀπιστίας καὶ διαφθορᾶς. Οἱ ἀμφιβολίες αὐτὲς μολύνουν τὸ αἷμα τὸ καθαρόν. Ἂν ἔχῃς κάποιο «ἐάν», τότε δὲν ἔχεις πίστι. Πίστις εἶνε νὰ θεωρῇς 100% ὡς γεγονότα αὐτὰ τὰ ὁποῖα διδάσκει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία.
Ἡ πίστις εἶνε ἀναγκαία. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἕνα ἔξοχον δημιούργημα καὶ ἔχει πέντε αἰσθήσεις. Καὶ κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς μαρτυρεῖ τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρώτη εἶνε ἡ ὅρασις, ἡ δευτέρα εἶνε ἡ ἀκοή, ἡ τρίτη ἡ ὄσφρησις, ἡ τετάρτη ἡ γεῦσις, ἡ πέμπτη ἡ ἁφή.
Ἀλλὰ ὡς πρὸς τὶς πέντε αἰσθήσεις, γνωρίζουμε ὅτι τὶς ἔχουν καὶ τὰ ζῷα. Καὶ μάλιστα τὰ ζῷα νικοῦν τὸν ἄνθρωπο ὡς πρὸς τὰς αἰσθήσεις. Λόγου χάριν ὡς πρὸς τὴν ὅρασι. Ποιός βλέπει καλύτερα ἀπὸ τὸν ἀετό; Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει τόσο δυνατὴ ὅρασι, πολλοὶ μάλιστα ἀπὸ ἐμᾶς ἔχουμε καὶ μυωπία καὶ βάζουμε γυαλιά· ὁ ἀετὸς δὲν ἔχει γυαλιά, καὶ ἀπὸ τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ ποὺ εἶνε, βλέπει τὸ θήραμά του («ἀέτειον βλέμμα», λέμε). Ἐπίσης ὡς πρὸς τὴν ἀκοὴ καὶ τὴν ὄσφρησι· τὰ σκυλιά, ἔχουν δυνατώτερη ἀκοὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Πώ πω πόσο ἀκοῦνε τὰ σκυλιά! Ἐφέρανε στὴν ἀστυνομία ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ 500 σκύλους γυμνασμένους, καὶ μ᾿ αὐτοὺς ἀνακαλύπτουν ἐγκλήματα τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀνακαλύψῃ ὁ καλύτερος ἀστυνομικός. Ὑπάρχουν ἄλλα ποὺ ὀσφραίνονται πολύ· οἱ γυπαετοὶ εἶνε φοβερὸν πρᾶγμα, ὀσφραίνονται ἀπὸ χιλιόμετρα μακριά. Ἐγὼ τὸ εἶδα αὐτὸ τὸ φαινόμενο καὶ ὁσάκις τὸ σκέπτομαι κλαίω· γιατὶ ἐπάνω εἰς τὰ ψηλὰ βουνά, ποὺ γινότανε μάχες, γιγαντομαχίες γιὰ νὰ μείνῃ ἡ Ἑλλάδα ἐλευθέρα, πέφτανε κορμιὰ πολλά, σκοτωνότανε καὶ πέφτανε στὶς χαράδες. Καὶ μετὰ προσπαθοῦσαν νὰ τοὺς φτάσουν γιὰ νὰ τοὺς θάψουν· ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν, γιατὶ ἤτανε βαθειά. Καὶ τότε ―περίεργο πρᾶγμα, τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου― ἤρθανε γῦπες, κάτω ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, καὶ φάγανε τὶς σάρκες των. Τρομερὰ θεάματα. Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν οἱ γῦπες· ὀνομάζονται ἐπιστημονικῶς «οἱ νεκροθάπται τῆς ἐρήμου». Ἀλλὰ δὲν ἐπεκτείνω τὸν λόγο.
Tὶς πέντε αὐτὲς αἰσθήσεις κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ἔχει σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος. Καὶ κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς ἀποδεικνύει, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ὁ Σωκράτης ἰδίως ἀποδείκνυε τὴν ὕπαρξιν τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ὅρασι. Τὸ μάτι τοῦ ἀνθρώπου εἶνε μία τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή. Καὶ ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ μιὰ φωτογραφικὴ μηχανὴ ὅτι παρουσιάστηκε μόνη της χωρὶς κάποιον τεχνίτη, ἔτσι δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι καὶ τὰ μάτια εἶνε τυχαῖα δημιουργήματα.
Ἀλλὰ ἐγὼ ἤθελα νὰ ὑπενθυμίσω τώρα μιὰν ἄλλη ἀλήθεια. Παραπάνω ἀπὸ τὶς πέντε αὐτὲς αἰσθήσεις εἶνε μία ἄλλη αἴσθησις, ἡ ὁποία ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ὅλες. Διότι μὲ τὶς πέντε αἰσθήσεις λαμβάνομε γνῶσι τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ἐνῷ μὲ τὴν αἴσθησι αὐτὴ λαμβάνομε γνῶσι τοῦ ὑπερφυσικοῦ κόσμου. Καὶ ἡ ἄλλη αὐτὴ αἴσθησις εἶνε ἡ πίστις. Στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὕμνησε τὴν πίστι (βλ. Ἑβρ. κεφ. 11ο). Ἡ πίστις ἔκανε καὶ κάνει θαύματα μεγάλα. Καὶ βλέπετε μνημονεύομεν πάντοτε στὴν ἐκκλησία «τῶν ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος» πεσόντων ἡρώων μας.

Ἡ Ἐλπὶς πάλι, ἡ δευτέρα κόρη, μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν ἄλλη ἐκείνη ἀρετὴ τῆς ἐλπίδος. Τῆς ἐλπίδος, ὅτι πέραν τοῦ ὑλικοῦ κόσμου ὑπάρχει ὁ ἀόρατος καὶ πνευματικὸς κόσμος.
Στὸν κόσμο αὐτὸν ἔχομε ἀνάγκη ζωογόνου ἐλπίδος, ἡ ὁποία ὡς ἥλιος θὰ μᾶς θερμαίνῃ. Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε πατέρας, εἶνε ἀδύνατον νὰ μὴν ἐλπίζῃ στὸν Θεό.
Ὅποιος ἔχει ἐλπίδα μοιάζει μὲ τὸ παιδὶ ποὺ εἶνε βέβαιο, ὅτι αὐτὸ ποὺ τοῦ ὑπεσχέθη ἡ μάνα καὶ ὁ πατέρας θὰ τοῦ τὸ δώσουν, καὶ δὲν ἀμφιβάλλει. Περιμένει τὰ Χριστούγεννα καὶ τὴν Πρωτοχρονιὰ καὶ τὸ Πάσχα γιὰ νὰ τοῦ κάνῃ ἡ μητέρα τὸ δῶρο. Περιμένει μὲ λαχτάρα τὴν ἡμέρα αὐτή. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστιανὸς ποὺ πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε πατέρας φιλόστοργος, πατέρας παντοδύναμος καὶ πάνσοφος, αὐτὸς πρέπει νὰ ἐλπίζῃ, ὅτι αὐτὰ τὰ ὁποῖα τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλὰ καὶ ἀπερίγραπτα ἀγαθά, ὁπωσδήποτε θὰ τοῦ τὰ δώσῃ.

Kαὶ ἡ τρίτη κόρη, μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν ἀγάπη, τῆς ὁποίας τὸν ὕμνο ἔπλεξε πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ στὸ 13ο κεφάλαιο. Τὸ κεφάλαιο αὐτὸ εἶνε σὰν ἕνα περιδέραιο μὲ δεκατέσσερις (14) πολύτιμες χάντρες, καὶ μαρτυρεῖ τὴν ἀξία τῆς ἀγάπης. Καὶ ὁ Κύριος εἶπε, ὅτι ἡ ἀγάπη εἶνε ἡ ἀνωτέρα ἀρετή. Ἡ ἀγάπη εἶνε ἡ ὡραιοτέρα λέξις τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ πρώτη ἐντολὴ εἶνε «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου…», καὶ ἡ δεύτερη εἶνε «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Ἀπὸ αὐτὰς τὰς δύο κρέμανται ὅλοι οἱ νόμοι. Αὐτὸ μᾶς ἐδίδαξε ὁ Κύριος (βλ. Ματθ. 22,37-40). Καὶ στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ζωγράφος τοῦ πνεύματος, ζωγραφίζει ἐκεῖ ὅλα τὰ ὡραῖα ἐκεῖνα γνωρίσματα τῆς ἀγάπης, τὰ ὁποῖα ἐὰν δὲν τὰ ἔχωμε τότε ματαιοπονοῦμε. «Ἐάν», λέει, «ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων», ἐὰν καὶ θαύματα ἀκόμη κάνω, καὶ ἐὰν σκορπίσω τὴν περιουσία μου, καὶ ἂν πάω καὶ μαρτυρήσω καὶ χύσω τὸ αἷμα μου, «ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον»· «οὐδέν εἰμι» (Α΄ Κορ. 13,1-2).

ΠΟΙΑ ΕΙΝΕ Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΑΡΕΤΗ;
Ἀπὸ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀρετές, ἐκείνη ποὺ θὰ μείνῃ αἰωνία εἶνε ἡ ἀγάπη. Διότι θὰ ἔρθῃ ἡμέρα ποὺ αὐτὸ ποὺ πιστεύουμε καὶ αὐτὸ ποὺ ἐλπίζουμε, θὰ τὸ βλέπουμε πλέον· καὶ τότε θὰ καταργηθῇ ἡ πίστις, θὰ καταργηθῇ καὶ ἡ ἐλπίς. Ἀλλ᾿ ἡ ἀγάπη; Ἡ ἀγάπη θὰ μείνῃ αἰωνίως. Αὐτὴ θὰ εἶνε ὁ σύνδεσμος τῶν ψυχῶν στὸν παράδεισο, αὐτὴ θὰ κρατῇ ἑνωμένες οἱ ψυχές, καὶ ἔτσι θὰ ζοῦνε αἰωνίως. Ὃν τρόπον τὸ σύμπαν ὁλόκληρο συνδέεται μὲ τὸν μυστηριώδη νόμο ποὺ λέγεται παγκόσμιος ἕλξις, οὕτω πως καὶ αἱ ψυχαὶ ἐκεῖναι θὰ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν παγκόσμιον αὐτὴν ἕλξιν, τὸ πανίσχυρον ῥεῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μας.
Tὸ πλήρωμα καὶ ἡ κορωνὶς ὅλων τῶν ἀρετῶν εἶνε ἡ ἀγάπη.
Tί νὰ εἴπωμεν περὶ τῆς ἀγάπης; Μέσα στὸν κόσμον αὐτόν, ποὺ ζοῦμε σήμερα, τοῦ μίσους καὶ τῆς ἀποστροφῆς, τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τῆς φιλαρχίας καὶ τῶν ἄλλων κακιῶν, οἱ ὁποῖες ὡς ἀγκάθια καταπνίγουν τὸν ἀγρὸν τῆς ψυχῆς, τὸ οὐράνιον φυτὸν τῆς ἀγάπης κοντεύει νὰ ἐξαφανισθῇ καὶ νὰ ἐκλείψῃ τελείως. Θὰ εἶνε τρομερὸ πρᾶγμα, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, νὰ δοῦμε τὸν ἥλιον μιὰ μέρα νὰ ἐκλείπῃ· ἀλλὰ θὰ εἶνε τρομερώτερον ἐὰν ἐκλίπῃ ἡ ἀγάπη. Προτιμότερον νὰ σβήσῃ ὁ ἥλιος παρὰ νὰ σβήσῃ ἡ ἀγάπη, ποὺ εἶνε ὁ ἥλιος τῶν ψυχῶν. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας προφήτευσε, ὅτι θὰ ἔρθῃ ἡμέρα κατηραμένη, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἥλιος τῆς ἀγάπης θὰ σβήσῃ καὶ τὸ κρύο καὶ ὁ παγετὸς θὰ ἐπικρατήσῃ στὴ γῆ («ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» Mατθ. 24,12).
Ὁμιλοῦμεν περὶ τῆς ἀγάπης, ἀλλὰ ἀγάπη δὲν ἔχομε. Ἡ ἀγάπη εἶνε ἕνα οὐράνιον πρᾶγμα, ἀρρήκτως συνδεδεμένο μὲ τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ὑπακοὴν καὶ τὴν πειθαρχίαν καὶ τὰς αἰωνίους ἀρετάς. Δὲν εἶνε κάτι ξεκάρφωτο, ὅπως διδάσκουν οἱ οἰκουμενισταί, ὅπως διδάσκουν οἱ κοσμικοί. Ἀγάπη ἀπὸ ἀγάπη διαφέρει. Ὑπάρχει ἀγάπη τῆς σαρκός. Ὑπάρχει ἀγάπη τοῦ χρήματος. Ὑπάρχει ἀγάπη τῶν μικρῶν καὶ τῶν ἀσημάντων. Καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ ἀγάπη τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρός, ἐν τελευταίᾳ ἀναλύσει, περιέχει κάτι τὸ σαρκικόν. Ἡ ἀγάπη ὅμως ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο ἔχει πτέρυγας ἀετοῦ καὶ ἵπταται μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο χερουβὶμ καὶ σεραφίμ.
Ἀγάπη ὄχι μόνο πρὸς τὰ ἴδια σαρκικὰ τέκνα, ἀγάπη ὄχι μόνο πρὸς τὴν σύζυγον, ἀγάπη ὄχι μόνο στοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους, ἀγάπη ὄχι μόνο πρὸς τοὺς Χριστιανούς, ἀλλὰ ἀγάπη πρὸς ὅλο τὸν κόσμο. Ἀγάπη καὶ σ᾿ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς σταυρωτάς! Διότι ἐμεῖς ἔχομεν ὡς πρότυπον ὄχι οἱανδήποτε ἀγάπη, ὄχι ἁπλῶς μίαν ἀγάπη, ἀλλὰ τὴν Ἀγάπη τὴν ἐσταυρωμένη.
Ἂν θέλῃ κανεὶς νὰ δῇ, τί εἶνε ἡ ἀγάπη καὶ σὲ ποιό ὕψος μπορεῖ νὰ φθάσῃ ἡ ἀγάπη καὶ ποιές εἶνε οἱ ὑποχρεώσεις μας, δὲν ἔχει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ κοιτάξῃ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶνε ἡ ἀγάπη ἡ ἐσταυρωμένη. Τέτοια ἀγάπη πρέπει νὰ ἔχωμε καὶ ἡμεῖς.

TI ΕΣΤΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ;
Tαῦτα, ἀγαπητά μου πνευματικὰ τέκνα.
Πιστεύετε, εἰς τὸν αἰῶνα τῆς ἀπιστίας. Ἐλπίζετε, εἰς τὸν αἰῶνα τῆς ἀπελπισίας. Ἀγαπᾶτε εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ μίσους. Κρατῆστε προπαντὸς τὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α΄ Κορ. 13,7), ἀλλὰ μένει αἰωνίως· ἐνῷ ἡ πίστις δὲν εἶνε αἰωνία, ἐνῷ ἡ ἐλπὶς δὲν εἶνε αἰωνία, ὅπως εἴπαμε. Διότι θὰ ᾿ρθῇ μιὰ μέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν αὐτὰ ποὺ πιστεύομεν θὰ τὰ δοῦμε μὲ τὰ μάτια μας, ὁπότε λήγει ἡ ἰσχὺς τῆς πίστεως. Καὶ θὰ ἔρθῃ μιὰ ἁγία ἡμέρα ποὺ δὲν θὰ ὁμιλοῦμε πλέον περὶ ἀρραβώνων, διότι θὰ ἔχῃ γίνει ὁ γάμος. Ὅπως περιμένει ἡ μνηστευμένη κόρη τὴν ἡμέρα τοῦ γάμου της γιὰ νὰ πιστευθῇ ἡ ἀγάπη, ἔτσι καὶ ἡμεῖς περιμένουμε τὴν ἡμέραν ἐκείνη κατὰ τὴν ὁποίαν ὅσα πιστεύομε θὰ τὰ δοῦμε ὡς πραγματικότητα καὶ ὅσα ἐλπίζομε θὰ μᾶς τὰ δώσῃ πλουσίως ὁ Κύριος. Ἡ πίστις καὶ ἡ ἐλπίς, ἀρεταὶ οὐσιώδεις καὶ μεγάλες, ἀναγκαῖες γιὰ τὴν ζωὴν αὐτή, τότε θὰ παύσουν πλέον νὰ ὑφίστανται. Ἀλλὰ ἡ ἀγάπη οὐδέποτε θὰ ἐκλείψῃ· θὰ ἰσχύῃ καὶ στὸν παράδεισο.
Διότι τί ἐστι παράδεισος; Πάρτε μιὰ κιμωλία καὶ γράψτε στὸν πίνακα. Εἶνε ᾄσματα, εἶνε ποταμοί, εἶνε κρυστάλλινη λίμνη, εἶνε…; Εἶνε ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μὲ συμβολικὴ γλῶσσα περιγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι; «Ἄχ παράδεισε», λέει κάποιος τῶν ἁγίων, «μποροῦμε νὰ σὲ ἀπολαύσωμε, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ σὲ καταλάβωμε».
Τί ἐστι παράδεισος; Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔφτασε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ, δὲν μποροῦσε νὰ τὸν περιγράψῃ. Μιὰ ἰδέα τοῦ παραδείσου μποροῦμε νὰ σχηματίσουμε μὲ τὰ ταξίδια τῶν ἀστροναυτῶν, οἱ ὁποῖοι ἀνέβηκαν πάνω στὰ ἄστρα καὶ εἶδαν κάτω ἕνα πανόραμα τεράστιο. Δὲν τοὺς ἔκανε καρδιὰ γιὰ ν᾿ ἀποσπάσουν τὸ βλέμμα τους. Καὶ τί εἶδαν; Μία πτυχὴν τοῦ οὐρανίου κόσμου. Ἐὰν τέτοιο εἶνε τὸ θέαμα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, τί θὰ εἶνε ὁ παράδεισος; Ποία γλυκύτης, ποία ἀπόλαυσις, ποία ἡδονή, ποῖος πλοῦτος, ποία χαρά! Ἀλλὰ καὶ ποία ἀπώλεια καὶ καταστροφὴ τὸ νὰ χάσῃ κανεὶς τὸν παράδεισο!
Δυστυχῶς ἡ εὐχὴ τῶν προγόνων μας «καλὸν παράδεισο» ἔσβησε πλέον, σὲ μία γενεὰ ποὺ μόνο τὸ χρῆμα καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τὴν ἐνδιαφέρουν. Ἔχουμε τὰ μάτια καρφωμένα στὴ γῆ, στὴν κόπρο τοῦ Αὐγείου, καὶ τὰ βλέμματά μας δὲν ὑψώνονται στὴν αἰωνία πατρίδα, ὅπου ἡ χαρά, ἡ ἀπόλαυσις καὶ ἡ αἰωνία μακαριότης.
Παράδεισος λοιπὸν τί εἶνε; Εἶνε τὰ ᾄσματα τῶν ἀγγέλων; Εἶνε τὰ χερουβίμ, εἶνε τὰ σεραφίμ, εἶνε οἱ ἅγιοι, εἶνε οἱ μάρτυρες, εἶνε ὅλος ἐκεῖνος ὁ ὡραῖος κόσμος, τὰ ἀγαθὰ ἐκεῖνα τὰ ἀνέκφραστα, γιὰ τὰ ὁποῖα εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι «ἤκουσεν ἄρρηττα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. 12,4); Εἶνε καὶ ὅλα αὐτά. Ἀλλὰ κυρίως εἶνε ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό. Ἂν βγάλω τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὸν παράδεισο, ἀμέσως, ἀστραπηδόν, σ᾿ ἕνα λεπτό, μόλις ἀφαιρεθῇ ἡ ἀγάπη, ὁ παράδεισος θὰ γίνῃ κόλασι. Καὶ ἀντιστρόφως· φύτευσε, ἂν μπορῇς, μέσα εἰς τὴν κόλασι, στὸν σκοτεινὸν ᾅδη, τὴν ἀγάπη, καὶ ἀμέσως ἡ κόλασι θὰ γίνῃ παράδεισος.
Tὸν παράδεισον αὐτὸν μποροῦμε κ᾿ ἐμεῖς νὰ ζήσωμε, ἐὰν αἰσθανθοῦμε τὴν αὔρα τῆς ἀγάπης, ἐὰν πιστεύσωμε ἀκραδάντως στὸν Κύριον καὶ ἐὰν ἐλπίζωμε πραγματικῶς καὶ βασίμως εἰς τὰς αἰωνίους ἀληθείας καὶ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ.

ΜΕ ΑΝΑΜΜΕΝΕΣ ΤΙΣ ΛΑΜΠΑΔΕΣ
Σεῖς δέ, ἀγαπητά μου παιδιά, προσέξτε πολύ, γιὰ ν᾿ ἀποκτήσετε τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀρετές. Ἰδιαιτέρως δὲ πιστεύσατε βαθειὰ καὶ καλλιεργήσατε μὲ τὰ δάκρυά σας τὸ οὐράνιο φυτὸ τῆς ἀγάπης. Τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία δὲν εἶνε ἕνας συναισθηματισμὸς ἄκαρπος. Τῆς ἀγάπης, ποὺ ἐκδηλώνεται διὰ καθημερινῆς θυσίας καὶ κόπων καὶ δακρύων. Τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται μὲ ἔργα. Ὅπως ἡ μητέρα ποὺ ἀγαπᾷ τὸ παιδί της τὸ σκεπάζει, ὁσαδήποτε ἐλαττώματα καὶ ἐὰν ἔχῃ· καὶ ὅπως ἡ μητέρα εἶνε ἕτοιμη γιὰ τὸ παιδί της νὰ διανυκτερεύσῃ μέχρι τὶς πρωϊνὲς ὧρες καὶ νὰ προσφέρῃ καὶ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς της, γιὰ νὰ δῇ καλὰ τὸ παιδί της, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς πρέπει νὰ ἀγαποῦμε τὸν πλησίον μας.
Ἐὰν ἔχετε μιὰ τέτοια ἀγάπη, δὲν θὰ μοιάζετε μὲ τὶς μωρὲς παρθένες, ἀλλὰ θὰ μοιάζετε μὲ τὶς φρόνιμες. Καὶ τότε οἱ λαμπάδες σας οὐδέποτε θὰ σβήσουν. Μέσα στὴ σκοτεινιὰ τοῦ κόσμου τούτου οἱ λαμπάδες σας θὰ ἔχουν πάντα τὸ ἔλαιον, θὰ ἔχουν πάντα τὴν ἀγάπη. Καὶ ὅταν ἀκουσθῇ ―καὶ συντόμως θ᾿ ἀκουσθῇ― ἡ φωνὴ ἐκείνη ποὺ θὰ λέῃ «Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…», ἔχοντας τὶς λαμπάδες τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως ἀναμμένες μὲ τὸ ἔλαιον τῆς εὐσπλαχνίας καὶ τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς ἐσταυρωμένης ἀγάπης, τότε στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, μαζὶ μὲ τὴν ἁγία Σοφία καὶ τὶς τρεῖς θυγατέρες της, τὴν Πίστι τὴν Ἐλπίδα καὶ τὴν Ἀγάπη, μαζὶ μὲ τὰ ἑκατομμύρια τῶν παρθένων, θὰ ὑποδεχθῆτε κ᾿ ἐσεῖς εἰς τὸν οὐράνιο κόσμο τὸν οὐράνιον Νυμφίον, ἵνα ἐκεῖ πλέον μεταξὺ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων ὑμνῆτε τὸν Τριαδικὸν Θεὸν μὲ τὸν ὕμνον· «Tὸν Κύριον ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας» (¢·Ó. ö.à.).
Νὰ παρακαλέσωμε τὸν Θεόν, εἰς τὴν ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, νὰ ἔχωμε τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀρετές.
Τώρα θὰ ρωτήσω κάτι, καὶ ὅποιος μοῦ τὸ πῇ ξέρετε πόσο θὰ χαρῶ; Σὰν νὰ μοῦ δίνουν λίρες ἐγγλέζικες ἢ δολλάρια ἢ τίποτε ἄλλο. Ἔχω γράψει 70 βιβλία. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ λέγεται «Σαλπίσματα» – ἔχει ἐξαντληθῆ. Ποιός θὰ μοῦ πῇ, πῶς τελειώνω ἐκεῖ; Τελειώνω μ᾿ ἕνα στίχο, ποὺ τὸν λέγανε οἱ πρόγονοί μας·
«Χριστέ, σὲ τοῦτα τὰ ἄπιστα κατηραμένα χρόνια,
ποὺ δὲν πιστεύουν τίποτε οὔτε ἀγαποῦν κανένα,
ἐγὼ πιστεύω κι ἀγαπῶ ὁλόψυχα Ἐσένα.
Πιστεύω σὰν τὴ μάνα μου, πιστεύω σὰν παιδάκι,
πίνω τ᾿ ἀθάνατο νερό, κι᾿ ἀφήνω τὸ φαρμάκι».
Κ᾿ ἕνας ἄλλος στίχος λέει·
«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου
ποῦ ν᾿ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ,
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾿ ὁ Θεός μου· πῶς ἠμπορῶ ν’ ἀπελπισθῶ;».

Αὐτὲς τὶς ἀλήθειες μᾶς ὑπενθυμίζουν τὰ ὀνόματα τῶν σημερινῶν ἁγίων. Καὶ ἂς παρακαλέσωμε τὸν Θεό, νὰ μᾶς δώσῃ πίστι, τὴν πίστι τῶν ἡρώων· τὴν ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν· νὰ μᾶς δώσῃ καὶ τὴν ἀγάπη. Εἰς τρόπον ὥστε νὰ εἶστε συνδεδεμένοι ὅλοι ὡς ἀδελφοί, καὶ εἰς τὸν αἰῶνα αὐτὸν ποὺ ζοῦμε νὰ διατηρήσουμε μέσα μας τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἴθε, διὰ πρεσβειῶν τῆς ἁγίας Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων της, νὰ ἐλεήσῃ πάντας ἡμᾶς.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Σημείωσις. Τὸ κείμενο αὐτὸ εἶνε σύνθεσις δύο κηρυγμάτων μὲ ἴδιο θέμα, ποὺ ἔγιναν στὴν ἐτησία ἑορτὴ τοῦ ἱ. ναϊδρίου τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Οἰκοτροφείου τῆς Ἀδελφότητος «Ἀγάπη» στὴν Φλώρινα· α΄) στὶς 17-9-1970 μὲ θέμα «Αἱ τρεῖς θυγατέρες», καὶ β΄) στὶς 16-9-1993 μὲ θέμα «Ἡ μήτηρ καὶ αἱ τρεῖς θυγατέρες».

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.