Αυγουστίνος Καντιώτης



ΔΟΞΑ ΤΗ ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ ΣΟΥ ΚΥΡΙΕ!

date Απρ 26th, 2016 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΣ

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Μακροθυμια ανεκφραστη!
nea epxi

ΕΝΑΣ, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τοὺς ὕμνους, μὲ τοὺς ὁποίους ἀνοίγει ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, εἶνε καὶ αὐτός· «Φθάσαντες, πιστοί», λέει, ―ὄχι οἱ ἄπιστοι― «τὸ σωτήριον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄφατον αὐτοῦ μακροθυμίαν δοξάσωμεν» (αἶν. Μ. Δευτ.). Ἐμπρὸς στὰ σωτήρια πάθη τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ τί ἄλλο νὰ πῇ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος; Ἂς δοξάσουμε, λέει, τὴν ἀπερίγραπτη μακροθυμία του.
Μακροθυμεῖ ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἀγάπη ἀπέραντη.

* * *

Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀδελφοί μου, φαίνε­ται κάθε μέρα. Ἔ­χουμε ἄπειρα δείγματά της. Ἀ­γάπη εἶνε τὸ νεράκι αὐτὸ ποὺ πίνουμε χω­ρὶς νὰ λέμε εὐχαριστῶ. Βλέπεις τὴν ὄρνιθα, πίνει μιὰ γουλιὰ καὶ ὑ­ψώνει τὸ κεφαλάκι της πρὸς τὸν οὐ­ρανό, σὰ νὰ λέῃ· Σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γιὰ τὴ δροσιὰ αὐτή. Κ᾽ ἐμεῖς εἴμαστε ἀχάριστοι. Θὰ ἔρθῃ ὥρα ποὺ θὰ στερέψουν τὰ νερὰ καὶ θὰ γλείφουμε στὰ σπήλαια τὶς πλάκες, γιὰ νὰ δροσιστοῦμε. Ἀγάπη Θεοῦ εἶ­νε οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου ποὺ μᾶς ἔρχον­ται ἀ­πὸ τόση ἀπόστασι τρέχοντας μὲ ἰ­λιγγιώδη τα­χύτητα. Τί εἶνε κάθε ἀκτίνα; ἕνας ἀσπασμός. Σὲ ἀσπάζεται, σὲ φιλάει ὁ Θεός. Κάθε ἀκτίνα φωνάζει· Ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη! Ἀλ­λοίμονο ἂν ἔλειπαν οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου. Ἀ­γάπη τοῦ Θεοῦ εἶνε ὁ ἀέρας ποὺ ἀναπνέουμε· ἂν σταματήσῃ γιὰ λίγα λεπτὰ ἢ καὶ δευτερόλεπτα, ὁ κόσμος θὰ πάθῃ ἀσφυξία. Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶνε οἱ καρποὶ ποὺ τρῶμε, τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπολαμβάνουμε. Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ γυναίκα ἢ ὁ ἄντρας ποὺ ἔχεις· ἂν λείψῃ ἀπὸ τὸ σπίτι, θὰ καταλάβῃς τί στερήθηκες. Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶνε τὰ παιδιά. Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶνε οἱ φίλοι καὶ οἱ συγγενεῖς. Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ πατρίδα, ὅλα αὐτὰ τὰ καλὰ ποὺ χαίρεσαι.
Κάποιος τώρα τὶς γιορτὲς ἔκανε δῶρο στὸ φίλο του ἕνα ῥολόϊ καὶ πάνω σ᾽ αὐτὸ ἔγραψε· «Ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη». Παραξενεύτηκε ἐ­κεῖ­νος. ―Γιατί, τοῦ λέει, μοῦ ἔκανες τέτοιο δῶ­ρο; ―Γιὰ νὰ θυμᾶσαι ὅτι κάθε δευτερόλεπτο ποὺ χτυπάει ἡ καρδιά σου εἶνε κ᾽ ἕνα δῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἄπειρες λοιπὸν οἱ εὐ­εργεσίες τοῦ Κυρίου. Πλέουμε μέσα σ᾽ αὐ­τές, κολυμπᾶμε σὰν τὸ ψάρι μέσα στὸν ὠκεανὸ τῶν θείων εὐεργεσιῶν.
Ἐμεῖς τί ἀνταποδίδουμε σὲ ὅλα αὐτά, τί συμπεριφορὰ δείχνουμε ἀπέναντί του; Σκουλήκια εἴμαστε, ἁμαρτωλοί, ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Θεός, ποὺ εἶνε ὄχι μόνο ἀγάπη ἀλλὰ καὶ δικαιοσύνη, ἐν τούτοις δὲν σπεύδει νὰ μᾶς τι­μωρήσῃ. Ἐὰν κάθε φορὰ λειτουργοῦσε ἀμέσως ἡ δικαιοσύνη του, ἀλλοίμονό μας.

Οἱ ἄρ­χοντες τῆς γῆς τιμω­ροῦν ἀμέσως· παραβαίνεις μία διάταξι τοῦ κράτους; ἀμέσως συλλαμβάνεσαι. Οἱ διατάξεις τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν ἆραγε καμμία βαρύτητα, καμμία κύρωσι; Λάθος κάνεις. Ἐὰν ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ λειτουργή­σῃ ἡ δικαιοσύνη του, ἀλλοίμονό μας τότε τί θὰ γινό­ταν! Ἐὰν ὁ Θεὸς μᾶς τιμωροῦσε γιὰ τὶς πορνεῖες μας, τὶς μοιχεῖες μας, τὶς ψευδορκίες μας, τὶς ἔχθρες μας, τοὺς φθόνους μας, τὶς κακίες μας, τὶς χαρτοπαιξίες μας, τὶς λαιμαργίες μας, τὶς κενοδοξίες μας, τὶς ὑπερηφάνειές μας, καὶ γιὰ τὸ μῖσος τὸ ἄσπονδο ποὺ τρέφουμε μέσα μας, ἐὰν γιὰ ὅλα αὐτὰ μᾶς τιμωροῦσε, τότε ἡ γῆ δι­αρκῶς θὰ σειόταν. Καὶ μόνο γιὰ τὴ βλαστήμια, ἐὰν κάθε φορὰ ποὺ ἄνθρωπος ἀνοίγει τὸ βρωμερό του στόμα καὶ βλαστημάει τὸ Θεὸ ἐσείετο ἡ γῆ, δὲν θά ᾽μενε τίποτα ὄρθιο. Ἐὰν μᾶς τιμωροῦσε ὁ Θεὸς μὲ τὴ δικαιοσύνη του, τὰ ποτάμια καὶ οἱ θάλασσες θὰ φούσκωναν τὰ νερά τους καὶ θὰ ἐκάλυπταν τὴ γῆ γιὰ νὰ πνίξουν τοὺς ἀν­θρώπους μὲ κατακλυσμό. Ἐὰν μᾶς τιμωροῦ­σε ὁ Θεὸς μὲ τὴ δικαιοσύνη του, τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ θὰ γίνονταν ἀστροπελέκια. Γιὰ χοροὺς τῆς ἐποχῆς του ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος εἶπε· Εἶνε τόσο πολλὲς οἱ ἁμαρτίες ποὺ γίνονται μέσα στὸ χορὸ καὶ τὶς διασκεδάσεις, ποὺ ἐὰν γιὰ κάθε ἁμαρτία ἔπεφτε κ᾽ ἕνα ἄ­στρο, δὲν θά ᾽χε μείνει ἄστρο στὸν οὐρανό.
Καὶ ὅμως μᾶς ἀνέχεται. Ἡ ἀγάπη του μακροθυμεῖ. Θαυμάζει ὁ ὑμνογράφος τὴ μακρο­θυμία του καὶ λέει· «τὴν ἄφατον αὐτοῦ μακρο­θυμίαν δοξάσωμεν». Τί θὰ πῇ «τὴν ἄφατον»; «Τὴν ἀνέκφραστη, τὴν ἀπερίγραπτη». Δὲν ὑ­πάρχει γλῶσσα νὰ ἐκφράσῃ καὶ νὰ περιγράψῃ τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ σὲ ἀκολου­θίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἀκοῦμε συχνά· «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε, δόξα σοι» (ὄρθρ. Μ. Παρ.). Ἔχει ὁ Χριστὸς ἄπειρη δύναμι. Τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνήσῃ, κάρβουνο θὰ γίνουμε. Καὶ μᾶς ἀνέχεται. «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου». Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὰ δείγματά της ὅπως εἴπαμε εἶνε σπαρμένα σὲ ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου καὶ μόνο τυφλοὶ καὶ ἄπιστοι δὲν τὰ βλέπουν, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὶς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος λάμπει πιὸ πολύ· πάνω στὸν σταυρὸ εὐρύνεται, πλατύνεται, γίνεται σὰν τὸν οὐρανό. Πάνω στὸ σταυρὸ εἶνε γραμμένα μὲ κόκκινα γράμματα τὰ λόγια «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ἰω. 4,8,16), καθὼς καὶ ὁ ἄλ­λος ἐκεῖνος λόγος· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογε­νῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐ­τὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,16).

* * *

Δὲν ξέρω, ἀγαπητοί μου, ἂν αἰ­σθαν­θήκατε ἐσεῖς τὸ μεγαλεῖο αὐτὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πάντα ἐκδηλώνεται ἀλλὰ κορυφώ­νεται στὰ ἄχραντα πάθη του τὴ Μεγάλη Ἑ­βδομάδα. Διάβασα κάπου τὸ ἑξῆς ἀνέκδοτο.
Ἦταν κάποτε ἕνας ζωγράφος περίφημος μὲ σπάνιο ταλέντο. Ἔπαιρνε τὸ πινέλλο καὶ ζωγράφιζε πουλιά, καὶ θὰ νόμιζες ὅτι τὰ βλέπεις νὰ πετᾶνε· ζωγράφιζε καρπούς, καὶ θὰ νόμιζες ὅτι εἶνε ἕτοιμοι νὰ τοὺς κόψῃς· ζωγράφιζε βουνὰ χιονισμένα, λίμνες, ποτάμια, καταρράκτες, δέντρα, λουλούδια, ὅλη τὴ φύσι. Οἱ πίνακές του ἦταν περιζήτητοι καὶ πανάκρι­βοι. Ἕνα μόνο δὲν ζωγράφιζε, τὸ ὡραιότερο ἀπ᾽ ὅλα. Μηδὲν οἱ ὀμορφιὲς τῆς γῆς ἐμ­πρὸς στὸν «ὡραῖον κάλλει» (Ψαλμ. 44,3). Τὸν «ὡ­ραῖ­ον κάλ­λει», τὸ Χριστό, δὲν τὸν ζωγράφισε ποτέ. Ζωγράφιζε κτίσματα, τὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα, ἀλ­λὰ τὸν Κτίστη, τὸν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Ἐσταυρωμένο λυτρωτή, δὲν τὸν ζωγράφι­ζε. Ἦταν ἄπιστος. Κάποτε ὅμως ἕνα ἀγαπητό του πρόσωπο τοῦ εἶπε· Πολὺ σὲ παρακαλῶ, ζωγράφισέ μου ἕναν Ἐσταυρωμένο. Μπρὸς στὴν ἐπιμονή του δέχθηκε καὶ κάθησε στὸ ἀ­τελιέ. Πῆρε τὸ πινέλλο καὶ μὲ κάποια δυσ­κο­λία ἄρχισε νὰ ζωγραφίζῃ τὸν Ἐσταυρωμένο. Καθὼς προχωροῦσε, ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται μέ­σα του μιὰ ἕλξι, μιὰ ἀλλαγή· μετά, κάποια συγ­κίνησι ποὺ γινόταν ὅλο καὶ πιὸ βαθειά· καὶ τέλος ἔνιωσε ἕνα πνευματικὸ συγκλονισμό, ἕνα σεισμὸ σὰν ἐκεῖνο ποὺ αἰσθάνθηκαν στὸ Γολγοθᾶ οἱ σταυρωταὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἐν τῷ μετα­ξὺ συνέχιζε νὰ ζωγραφίζῃ. Κι ὅταν ἔφτασε στὸ ἀγκάθινο στεφάνι, ἄρχισε νὰ κλαίῃ. Ὅταν πλέ­ον τελείωσε τὸ ἔργο, γονάτισε καὶ εἶπε· «Μνή­σθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Αὐτὸ εἶνε γεγονὸς ἱστορικὸ τῆς ζωῆς αὐτοῦ τοῦ διασήμου ζωγράφου.
Τί θέλω νὰ πῶ; Κ᾽ ἐμεῖς μέσα στὴν καρδιά μας ἔχουμε καθένας τὸ «ἀτελιέ» του. Δὲν εἶ­μαι καρδιογνώστης. Ἀλλὰ ἂν μποροῦσα ν᾽ ἀ­νοίξω τὶς καρδιές, θὰ ἔβλεπα ὅτι μέσα ἐκεῖ ὑ­πάρχουν πρόσωπα ἀγαπητά· ἡ σύζυγος ἢ ὁ σύ­ζυγος, τὰ παιδιά, οἱ φίλοι, καλλιτεχνικὲς προτιμήσεις, ἀθλητικὲς μανίες, πολιτικὲς προσ­κολλήσεις, ἰνδάλματα, «θεοὶ» καὶ εἴδωλα τοῦ σημερι­νοῦ κόσμου. Ὅλοι κάτι ἔχουν ζωγραφίσει μέσα τους. Πῆγα κάποτε στὸ σπίτι ἑνὸς φοιτητοῦ καὶ μπαίνοντας στὸ δωμάτιό του ἔ­φριξα· ἦταν γεμᾶτο αἰσχρὲς εἰκόνες. Μικρὰ καὶ ἀσήμαντα πορτραῖτα ζωγραφίσαμε μέσα στὸ μυστικὸ ἀτελιὲ τῆς ψυχῆς μας. Τώρα λοι­πὸν τὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἂς πάρουμε τὸ πινέλλο τῆς πίστεως κι ἂς ζωγραφί­σουμε τὴ μορφὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ Θεοῦ. Αὐτὸς νὰ εἶνε ὁ κυρίαρχος, ὁ ἀγαπητὸς τῆς καρδιᾶς μας, ὅπως τὸν ἀγάπησαν οἱ μάρτυρες, οἱ ὁμολογη­ταί, ὅλοι οἱ μεγάλοι ἄνδρες, ὅπως τὸν ἀγάπησε κι ὁ ἄπιστος αὐτὸς ζωγράφος.
Λένε γιὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο, ποὺ ἀγαποῦσε τὸ Χριστό, ὅτι ὅταν τὸν πῆγαν στὴ ῾Ρώμη δεμένο καὶ τὸν ἔρριξαν στὰ πεινασμένα λιοντάρια μέσα στὸ Κολοσσαῖο, ἐκεῖνα ὥρ­μησαν καὶ τὸν ἔφαγαν, ἀλλ᾽ ἄφησαν ἀπείραχτη μόνο τὴν καρδιά του. Κι ὅταν ἄνοιξαν τὴν καρδιά του, βρῆκαν μέσα γραμμένα τὰ λό­για «Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ ἔρως τῆς ψυχῆς μου».
Ὦ κόσμε, μὲ τὶς ἀπατηλές σου ἀγάπες, μὲ τοὺς μικρούς σου ἔρωτες! κανείς δὲν ἀπορρί­πτει τὸν συζυγικὸ ἔρωτα, ἀλλὰ θὰ ἀδική­σῃς πολὺ τὸν ἑαυτό σου ἐὰν δὲν αἰσθανθῇς τὸν θε­ϊκὸ ἔρωτα. Ὦ κόσμε! ζωγράφισε βαθειὰ στὴν ψυχή σου Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον τὸν ἐσταυρωμένον· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ν. Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 8-4-1985 βράδυ

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.