Αυγουστίνος Καντιώτης



1. Επιμονη στην προσευχη 2. Τι εινε το σωμα μας;

date Φεβ 7th, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ τῆς Χαναναίας (Ματθ. 15,21-28)

Ἐπιμονη στην προσευχη

«Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν» (Ματθ. 15,23)

π. Αυγουστινος ιντΟ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ἔχει μιὰ ἀδυναμία. Θέλει νὰ τὸν ἐπαινοῦν καὶ νὰ τὸν κολακεύουν. Αὐτὸ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν κούνια καὶ φθάνει ὣς τὰ γηρατειά. Τὸ παιδὶ στὸ σπίτι θέλει χάδι καὶ ἔπαινο περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ τοῦ δώσῃς μιὰ σακκούλα καραμέλλες. Ὁ μαθητὴς στὸ σχολεῖο χαίρεται ὅταν ὁ δάσκαλος τὸν ἐπαινῇ. Ὁ στρατιώτης στὸ στρατὸ φιλοτιμεῖται ὅταν ὁ ἀξιωματικὸς τὸν ἐπαινῇ. Ὁ ὑπάλληλος περιμένει τὸν ἔπαινο τῶν προϊσταμένων του. Καὶ ὁ νέος καὶ ὁ γέρος, ὅλοι θέ᾿νε ἔπαινο. Ζοῦμε μέσα στὸν ἔπαινο.
Ἀλλ᾿ ἂν πάρουμε ζυγαριὰ καὶ ζυγίσουμε τοὺς ἐπαίνους τοῦ κόσμου, τί ἀξία ἔχουν; Πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς μοιάζουν μὲ κίβδηλα νομίσματα. Εἶνε ἐπιπόλαιες κρίσεις ἀνθρώπων ποὺ λίγο μᾶς γνωρίζουν. Εἶνε προϊόντα ἄθλια μιᾶς αἰσχρᾶς βιομηχανίας ποὺ λέγεται κολακεία. Πόσοι ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους δὲν ἔγιναν παγίδες, πρὸ παντὸς γιὰ τοὺς νέους; Συχνὰ ἡ διαφθορά, ἰδίως τῶν νεανίδων, ἀρχίζει ἀπὸ ἕνα κοπλιμέντο, ἀπὸ ἕναν ἔπαινο· καὶ σιγὰ – σιγά, ἂν δὲν καταλάβουν τὸν κίνδυνο, πέφτουν στὴν καταστροφή. Πόσοι δὲν ἔπαθαν ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ Ασωπος· ἡ ἀλεποῦ, λέει, εἶδε τὸν κόρακα πάνω στὸ δέντρο νὰ κρατάῃ στὸ ῥάμφος του ἕνα κομμάτι κρέας. Πῶς νὰ τοῦ τὸ πάρῃ; Ἄρχισε νὰ τὸν κολακεύῃ, ὅτι ἔχει «ὡραία φωνή». Ἔτσι ὁ ἀνόητος ἄνοιξε τὸ στόμα νὰ «τραγουδήσῃ», καὶ τὸ κρέας ἔπεσε…
Ἀλλ᾿ ἐὰν οἱ ἔπαινοι τοῦ κόσμου εἶνε χωρὶς ἀξία ἢ γίνωνται καὶ παγίδες, ὑπάρχουν ὅμως ἄλλοι ἔπαινοι ποὺ ἀξίζουν καὶ πρέπει νὰ τοὺς προσέξουμε. Εἶνε οἱ ἔπαινοι τιμίων ἀνθρώπων, ποὺ δὲν κολακεύουν. Εἶνε ὁ ἔπαινος τῆς συνειδήσεως, ποὺ δὲν λέει ψέματα. Εἶνε ὁ ἔπαινος τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἀγγέλων. Εἶνε πάνω ἀπ᾿ ὅλα ὁ ἔπαινος τοῦ Θεοῦ. Ὤ ὁ ἔπαινος τοῦ Θεοῦ! Ἂς μ᾿ ἐπαινέσῃ ὁ Θεός, κι ἂς μὲ κατηγορῇ ὅλος ὁ κόσμος. Καὶ ἂν μ᾿ ἐπαινῇ ὅλος ὁ κόσμος ἀλλὰ μὲ κατηγορήσῃ ὁ Θεός, καμμιά ἀξία δὲν ἔχω. Ἂν σ᾿ ἐπαινέσῃ ὁ Θεός, παράδεισο ἔχεις· ἂν σὲ κατηγορήσῃ ὁ Θεός, κόλασι ἔχεις. Τί νὰ τοὺς κάνῃς τοὺς ἐπαίνους τοῦ ματαίου τούτου κόσμου; Τοῦ Θεοῦ ὁ ἔπαινος ἀξίζει.

* * *

Ἕναν τέτοιο ἔπαινο ἔχει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Σήμερα ὁ Κύριός μας ἐπαινεῖ. Ποιόν ἐπαινεῖ; βασιλιᾶ; στρατηγό; σοφό; ἐπιστήμονα; Ὄχι. Ἐπαινεῖ μιὰ γυναῖκα. Ποιά γυναῖκα; Τὴ Χαναναία, ποὺ ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια του καὶ ζητοῦσε τὴ θεραπεία τῆς θυγατέρας της. Μὰ γιὰ νὰ τὴν ἐπαινῇ ὁ Χριστός, σημαίνει ὅτι αὐτὴ εἶχε ἀξία. Καὶ πράγματι ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ἤτανε διαμάντι. Ἦτο ἀξία ἐπαίνου. Τί εἶδε ἆραγε ὁ Χριστὸς στὴ Χαναναία καὶ εἵλκυσε τὸ θαυμασμό του;
Τὸ πρῶτο ποὺ εἶδε ἦταν ἡ πίστι της. Τί ἦταν ἡ Χαναναία; Εἰδωλολάτρις. Ἡ χώρα της, ἡ Χαναάν, ἦταν χώρα αἰσχρᾶς εἰδωλολατρίας, μὲ μάγους καὶ μάγισσες. Δὲν ἔζησε αὐτὴ στὰ Ἰεροσόλυμα, δὲν εἶχε ἀκούσει τὸ Χριστό, δὲν εἶδε τὰ θαύματά του. Καὶ ὅμως, μόλις τῆς εἶπαν ὅτι αὐτὸς ποὺ περνάει εἶνε ὁ Χριστός, μιὰ ἐσωτερικὴ πεποίθησι τὴν ἔκανε νὰ πῇ· Αὐτὸς εἶνε ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, αὐτὸς εἶνε ὁ μοναδικὸς γιατρὸς καὶ γιὰ τὴ θυγατέρα μου. Ἀμέσως ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια του. Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη σβήσανε μέσα στὴν καρδιά της ὅλοι οἱ ψεύτικοι θεοί. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη προσκολλήθηκε στὸ Χριστό. Αὐτὴ τὴν πίστι βράβευσε ὁ Χριστός.
Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Ἐμεῖς ἔχουμε αὐτὴ τὴν πίστι; Ὅταν ἀρρωστήσουμε ποῦ τρέχουμε; Πολλοί, λεγόμενοι Χριστιανοί, τρέχουν σὲ μάγους. Ἀκόμη καὶ σήμερα, στὸν αἰῶνα αὐτόν. Καὶ ὄχι μόνο στὰ χωριὰ ἀλλὰ καὶ στὰ μεγάλα κέντρα. Ὀργιάζει ἡ μαγεία καὶ ξαφρίζει πορτοφόλια… Θὰ πῇ κανείς· Κ᾿ οἱ παπᾶδες ζητᾶνε τυχερά. Δὲν τὸ ἐγκρίνω. Θέλω ὁ παπᾶς νὰ εἶνε στὸ ὕψος του καὶ τὰ μυστήρια νὰ τελοῦνται δωρεάν. Δὲν τὸ ἐγκρίνω λοιπὸν αὐτό. Ἀλλὰ δὲν ἐγκρίνω καὶ τὸ ἄλλο· ὅταν ὁ παπᾶς ζητήσῃ κάτι, τὸν περνοῦν «γενεὲς δεκατέσσερις»· στοὺς μάγους ὅμως ἀδειάζουν τὰ πορτοφόλια χωρὶς διαμαρτυρία. Λὲς καὶ δὲν ὑπάρχει Χριστός, λὲς καὶ δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία, λὲς καὶ δὲν ὑπάρχουν μυστήρια, λὲς καὶ δὲν κάνει θαύματα ἡ πίστι μας.
Βλέπετε λοιπὸν τί πίστι εἶχε ἡ Χαναναία, ἐν συγκρίσει μὲ τοὺς σημερινοὺς Χριστιανούς;
Ἐπῄνεσε ὁ Χριστὸς τὴ Χαναναία γιὰ τὴν πίστι της. Ἀλλὰ τὴν ἐπῄνεσε καὶ γιὰ τὴν ταπείνωσί της. Τῆς λέει· «Δὲν εἶνε σωστό, τὸ ψωμὶ ποὺ προορίζεται γιὰ τὰ παιδιὰ νὰ τὸ ῥίξω στὰ σκυλιά» (Ματθ. 15,26). «Παιδιὰ» ἐννοοῦσε τοὺς Ἰουδαίους, καὶ «σκυλιὰ» τοὺς εἰδωλολάτρες ποὺ ζοῦσαν μιὰ ἀκάθαρτη καὶ αἰσχρὰ ζωή. Ἡ Χαναναία ἄκουσε αὐτὸ τὸ λόγο, καὶ δὲν τὸ πῆρε ὡς προσβολὴ τοῦ γένους καὶ τῆς φυλῆς της· πῆρε τὴ λέξι «σκυλί», ποὺ θεωρεῖται ὑβριστική ―ἐδῶ εἶνε τὸ μεγαλεῖο της―, καὶ τὴν ἔκανε ὅπλο, καὶ μ᾿ αὐτὴν πολέμησε – ποιόν; Τὸ Χριστό· καὶ Τὸν ἐνίκησε. Ὤ θαῦμα! Νίκησε τὸν Ἀήττητο. «Ναί, Κύριε», λέει (ἔ.ἀ.15,27)· ἂν ἄλλοι εἶνε παιδιά σου, ἐγὼ εἶμαι σκυλάκι σου. Δῶσε τὸ ψωμὶ στὰ παιδιά σου· ἐγὼ θὰ περιμένω νὰ πάρω τὰ ψίχουλα. Ἕνα ψίχουλο, Χριστέ μου, φτάνει γιὰ μένα.
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Ἔχουμε ἐμεῖς τέτοια ταπείνωσι; Δεχόμεθα παρατηρήσεις καὶ ἐλέγχους; Οἱ περισσότεροι εἶστε οἰκογενειάρχαι καὶ ἔχετε σπίτια. Τολμᾷ σήμερα ὁ ἄντρας νὰ κάνῃ παρατήρησι στὴ γυναῖκα; Καὶ τολμᾷ ἡ γυναίκα νὰ κάνῃ παρατήρησι στὸν ἄντρα; Ἔτσι τὸ ἀντρόγυνο ζῇ μέσα σὲ μιὰ κολακεία, ὄχι στὴν ἀλήθεια. Ποῦ εἶνε ἡ ταπείνωσι; Μᾶς ἔφαγε ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶνε τὸ χειρότερο ἁμάρτημα, μεγαλύτερο κι ἀπὸ τὴν πορνεία κι ἀπὸ τὴ μοιχεία κι ἀπὸ ὅλα. Αὐτὴ γκρέμισε τὸν ἑωσφόρο καὶ τὸν ἔκανε διάβολο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει· Ὅταν βλέπω ἄντρα ὑπερήφανο ἢ γυναῖκα ὑπερήφανη, μοῦ φαίνεται ὅτι βλέπω τὸ διάβολο· κι ὅταν βλέπω ταπεινὸ ἄνθρωπο, μοῦ φαίνεται σὰν ἄγγελος. Τέτοια ταπείνωσι εἶχε ἡ Χαναναία. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τὴν ἐπῄνεσε· «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις!» (ἔ.ἀ. 15,28) καὶ μεγάλη σου ἡ ταπείνωσις.
Ἀλλὰ ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶνε ἀξιοθαύμαστη καὶ γιὰ κάποια ἄλλη μεγάλη ἀρετή. Ποιά; Ἔπεσε στὰ πόδια καὶ παρακαλοῦσε· «Κύριε, ἐλέησον» (ἔ.ἀ. 15,22). Καμμιά σημασία ὁ Χριστός! «Κύριε, ἐλέησον»· καμμιά ἀπάντησις! Μὰ δὲν ἄκουγε ὁ Χριστός; Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔφτειαξε μηχανήματα κι ἀκούῃ μακριά, τὸ αὐτὶ τοῦ Θεοῦ ἀκούει ὅλες τὶς φωνὲς καὶ ὅλους τοὺς ψιθύρους. Καὶ ὅμως ἐδῶ καμμιά σημασία! Τί ἔκανε τότε αὐτή; Ὁ ἕνας εὐαγγελιστὴς λέει ὅτι ἔκραζε «ἔμπροσθεν» (βλ. Μᾶρκ. 7,25), ὁ ἄλλος λέει ὅτι ἔκραζε «ὄπισθεν» (Ματθ. 15,23). Ἔχετε δεῖ σκυλιὰ ποὺ τριγυρίζουν τὸ ἀφεντικό τους πότε μπροστὰ καὶ πότε πίσω, ὥσπου νὰ τοὺς δώσῃ κάτι; Ἔτσι κι αὐτή. Μιὰ πίσω, μιὰ μπροστά, δὲν κουράστηκε, ἕως ὅτου ἀνάγκασε τὸ Χριστὸ ν᾿ ἀνοίξῃ τὸ στόμα του καὶ νὰ μιλήσῃ. Ἡ Χαναναία ἐπιμένει. Ἐπιμένει ὄχι στὸ κακό, ὄχι στὴν ἀτιμία, ὄχι στὸ ἔγκλημα· ἐπιμένει στὸ καλό. Εἶνε ἀρετή, παρ᾿ ὅλα τὰ ἐμπόδια, νὰ ἐπιμένῃς στὸ καλό. Αὐτὸς ποὺ ἐπιμένει νικᾷ.
Ἕνα ἰνδικὸ παραμύθι λέει, ὅτι κάποτε ἕνας ναύτης ταξίδευε. Ἦταν στὸ ἄκρο τοῦ πλοίου, κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα δαχτυλίδι καὶ τὸ ἔπαιζε στὰ δάχτυλά του. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὅμως τὸ δαχτυλίδι τοῦ φεύγει καὶ πέφτει στὴ θάλασσα. Δὲν ἀπελπίστηκε. Τί ἔκανε; Πῆρε ἕνα κουβᾶ κι ἄρχισε νὰ …ἀδειάζῃ τὴ θάλασσα! Τότε, λέει, ἄκουσε τὴ θάλασσα· ―Τί κάνεις ἐκεῖ; ―Ἄχ, ἄτιμη θάλασσα, λέει, μοῦ ᾿κλεψες τὸ δαχτυλίδι μου. Θὰ σὲ ἀδειάσω νὰ τὸ πάρω! Ὅταν τ᾿ ἄκουσε ἡ θάλασσα, φοβήθηκε. ―Ἐσύ, λέει, ἔχεις κακὸ σκοπό· πάρε τὸ δαχτυλίδι σου, γιατὶ σὲ βλέπω ὅτι εἶσαι ἐπίμονος…
Ἀκοῦτε ἐπιμονή; Ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς. Ἐπιμονὴ στὸ καλό, καὶ θὰ νικήσουμε.

* * *

Ἀγαπητοί μου! Ἂν κάτι ποὺ ζητοῦμε εἶνε σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε νὰ τὸ ζητοῦμε ὅπως ἡ Χαναναία. Μὴ μοιάσουμε σὰν κάτι ἀλητόπαιδα, ποὺ χτυποῦν στὰ σπίτια τὸ κουδούνι μιὰ φορὰ καὶ μετὰ φεύγουν· φεύγουν, γιατὶ θέλουν νὰ πειράξουν. Ὄχι, λοιπόν, μιὰ φορά, ἀλλὰ συνεχῶς, μέχρι ν᾿ ἀνοίξῃ ἡ πόρτα τοῦ Θεοῦ. Ἠλεκτρικὸ κουδούνι γιὰ μᾶς εἶνε ἡ προσευχή, τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἂς ἐπιμένουμε· Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἐλέησον ἡμᾶς. Ἅμα αὐτὸ τὸ λέμε μὲ ἐπιμονή, τότε καὶ τὰ πιὸ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ πράγματα θὰ γίνουν, καὶ θ᾿ ἀκούσουμε κ᾿ ἐμεῖς· «Μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω ὡς θέλεις» (ἔ.ἀ. 15,28).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Γεωργίου Ἀκαδημίας Πλάτωνος; Ἀθηνῶν 31-1-1960)

______ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ______

Τι εινε το σωμα μας;

«Ὑμεῖς ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος» (Β΄ Κορ. 6,16)

Χαίρω, ἀγαπητοί μου, ποὺ βρίσκομαι σήμερα ἐδῶ, σὲ μιὰ ὡραία ἐκκλησία ποὺ ἔχτισε ἡ εὐσέβειά σας. Καὶ δὲν εἶνε μόνο αὐτή· κι ἄλ­λες ἐκκλησίες ἔχουν χτίσει οἱ πιστοί, στὶς πό­λεις καὶ στὰ χωριά. Στὴν Πρέσπα π.χ., σ᾽ ἕ­να πο­λὺ μικρὸ χωριό, ποὺ ἔχει μόνο 15 κατοίκους, οἱ φτωχοὶ αὐτοὶ ἔχτισαν μιὰ ὡραία ἐκ­κλησία ἐπ᾿ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου.
Ποιοί χτίζουν τὶς ἐκκλησίες, οἱ πλούσιοι; Αὐτοὶ δὲ δίνουν. Ποιοί δίνουν; Ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεός· ὁ λαός μας, ὁ φτωχὸς λαός· οἱ ἀγρότες, οἱ βοσκοί, οἱ ἐργάτες, αὐτοὶ χτίζουν τὶς ἐκ­κλη­σίες· καὶ δίνουν ἑκατομμύρια.
Διότι εἶνε ἀναγ­καῖες οἱ ἐκ­κλησίες. Ὅπως μα­ζεύονται στὸ σχολεῖο οἱ μα­θηταὶ καὶ στὸ στρα­τῶνα οἱ στρατιῶτες, ἔτσι στὴν ἐκκλησία ἔρ­χονται οἱ πιστοί· εἶνε σχολεῖο ὅπου ἀκούγον­ται τὰ ὡραιότερα μαθήματα, εἶνε στρατώνας καὶ στρατόπεδο ὅπου ἐκπαιδεύονται οἱ στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ· εἶνε καὶ λιμάνι τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἀράζουν τὰ ταλαιπωρημέ­να καρά­βια. Ἔ­χει μεγάλη ἀποστολὴ ἡ Ἐκκλησία.
Ἀλλὰ τώρα τελευταῖα τί ἀκούγεται; Ἦταν προφητευμένο ὅτι θὰ ἔρθῃ ὁ ἀντίχριστος καὶ φαίνεται ὅτι βρισκόμαστε σὲ παραμονὲς τῆς ἐμφανίσεώς του. Ὁ ἀντίχριστος εἶνε ἐκεῖ­νος ποὺ θὰ πολεμήσῃ τὴν Ἐκκλησία· σύνθημά του θὰ εἶνε «γκρεμίστε τὶς ἐκκλησίες!». Ἄρχι­σαν λοιπὸν τώρα ν᾽ ἀκούγωνται τέτοιες βρα­χνὲς φω­νές. Φωνάζουν. Ποῦ; Σὲ νηπιαγωγεῖα δάσκα­λοι, σὲ σχολεῖα καθηγη­ταί, παντοῦ. Πρώτη φο­ρὰ ἀκούγονται τέτοια λόγια. Εἶνε φωνὲς τοῦ διαβόλου, ποὺ ἔρ­χον­ται μέσ᾽ ἀπὸ τὴν κόλασι. Καὶ τί λένε· Δὲν θέλουμε ἐκκλησίες πλέον!…
Στὴ Φλώρινα ἕνας ἀπ᾽ αὐτοὺς περνοῦσε ἀ­πὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος τὴν ὥρα ποὺ χτυποῦσε γλυκὰ ἡ καμπάνα· κι αὐ­τὸς ἀκούγοντας τὴν καμπάνα βλαστήμησε. Νὰ δοῦμε, λέει, πόσο καιρὸ θὰ χτυπᾶνε ἀκόμα καμπάνες! Δὲ θά ᾿ρθοῦν ἔτσι τὰ πράγμα­τα νὰ γκρεμίσουμε τὶς ἐκκλησιές, θὰ σφάξου­με τοὺς παπᾶδες!… Μὴ σᾶς φανῇ παράξενο· μπορεῖ νὰ συμβῇ κάτι τέτοιο, ἂν τὸ παραχωρή­σῃ ὁ Θεός. Στὴν Ἀλβανία ὑπῆρχαν χίλιες ἐκ­κλησίες. Ἡ Βόρειος Ἤπειρος εἶχε ὡραῖες ἐκ­κλησίες χτισμένες μὲ τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρῶ­τα τῶν ἀδελφῶν μας. Καὶ ἦρθαν χρόνια, ὅταν κυ­βερνοῦσε ὁ Ἐμβὲρ Χότζα (1908-1985), ποὺ οἱ καμπάνες σταμάτησαν νὰ χτυποῦν κ᾽ οἱ ἐκ­κλησίες ἔκλεισαν ἢ ἔγιναν καφενεῖα, ἑστιατό­ρια, ἀ­ποθῆκες τροφίμων καὶ κινηματογράφοι, γιατὶ ἐκεῖ βασίλευε ἡ ἄθεη δικτατορία.
Καὶ στὴν Ἑλλάδα, ὅπως εἴπαμε, ἀ­κούγον­ται τέτοιες φωνές, κάτω ἡ θρησκεία – ζήτω ἡ ἀ­θεΐα. Ἀλλὰ στὴν πατρίδα μας τὸ βλέπω δύσ­κολο νὰ ἐπιτύχουν τὸ σχέδιό τους. Γιατὶ ἐ­δῶ δὲν εἶνε Ἀλβανία οὔτε Ῥωσία. Στὴ ῾Ρω­σία τὶς ἐκκλησίες τὶς ἔχτιζαν τσάροι, μεγάλοι πλού­σιοι, καὶ τὶς ἔντυναν μὲ ἀσήμι καὶ χρυσάφι· ἐ­δῶ δὲν ἔχουμε τσάρους, ἔχουμε φτωχὸ λαό. Κατὰ κανόνα αὐ­τοὶ ποὺ ἔχουν καράβια στὴ θάλασσα καὶ ἐρ­γοστάσια στὴ στε­ριὰ δὲν χτίζουν ἐκ­κλησίες· ὁ φτωχὸς λαός, αὐτὸς χτίζει τὶς ἐκ­κλησί­ες τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ μοῦ φαίνεται δύσ­κολο νὰ ξερριζωθῇ ἡ πίστι. Ἔχει ῥίζες βαθειὲς στὴν καρδιὰ τοῦ λαοῦ μας. Κ᾽ ἕνα δέν­τρο – ἕνα πλατάνι, μὲ ῥίζες βαθειὰ στὸ χῶμα, δὲν μποροῦν νὰ τὸ ξερριζώ­σουν ἄ­νεμοι καὶ θύελλες· ἀντέχει. Ἔτσι καὶ ἡ πίστι μας. Γιατὶ δὲν εἶνε κάτι ἐπίκτητο στὸν ἄνθρωπο, εἶνε κάτι φυσικό.
Νὰ τὸ πῶ κάπως ἐπιστημονικά; ἡ θρησκεία μας εἶνε ἔμφυτη. Τί θὰ πῇ ἔμφυτη; Θὰ τὸ ἐξηγήσω μ᾽ ἕνα παράδειγμα. Εἶνε ὅπως τὸ ὅτι ἀ­γα­πᾷ ἡ μάνα τὸ παιδί· αὐτὸ τὸ ἔχει ἀπὸ τὴ φύ­σι της. Δὲν τὸ διδάχθηκε ἀπὸ κανένα, δὲν πῆ­γε σὲ κάποιο σχολεῖο νὰ τὴ διδάξουν ὅτι πρέπει ν᾽ ἀγαπᾷ τὸ παιδί· ἡ μητρικὴ ἀγάπη εἶ­νε ἔμ­φυτη. Διαβάστε τη συνέχεια εδώΚάθε μάνα τὴν αἰσθάνεται. Καὶ προ­τιμᾷ νὰ πεθάνῃ παρὰ νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ παιδί της. Καὶ χίλιες κ᾽ ἕνα ἑκατομμύριο διατα­γὲς νὰ βγοῦν καὶ νὰ διατάζουν νὰ πάψουν οἱ μανάδες ν᾽ ἀγαποῦν τὰ παιδιά τους, αὐτὲς δὲν θὰ πειθαρχήσουν. Ἡ μητρικὴ ἀγάπη πηγάζει μόνη της ἀπ᾽ τὴν καρδιά, εἶ­νε κάτι φυσικό, κι ὅ,τι εἶνε φυσικὸ δὲν ξερριζώνεται. Ἔτσι λοιπὸν εἶνε καὶ ἡ θρησκεία μας· καμμιά, ἀπολύτως καμμιά διαταγὴ στὸν κόσμο δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ ξερριζώσῃ ἀπ᾿ τὶς καρδιὲς τῶν Χριστιανῶν τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Μένει καὶ θὰ μένῃ, εἰς πεῖσμα τῶν δαι­μό­νων, εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων καὶ ἀπίστων. Καμμιά σατανικὴ δύναμις δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ βγάλῃ ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς ἀν­θρωπότητος τὴ δίψα γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό.
Κι ἂν ὑποθέσουμε ὅτι γίνεται μιὰ τέτοια ἀ­πόπειρα κι ὅτι ἐπικρατεῖ ἀπιστία καὶ ἀθεΐα καὶ κλείνουν οἱ ἐκκλησιές; Ἀπατῶνται οἱ δι­ῶ­κτες τῆς Ἐκκλησίας ἂν νομίζουν ὅτι ἔτσι θὰ σβήσῃ ἡ πίστι μας. Μποροῦν νὰ κλείσουν τὶς ἐκ­κλησί­ες· ἔτσι ἔγινε στὴν Ἀλβανία, ἀλλὰ οἱ Χριστια­νοὶ μαζεύονταν ἐκεῖ κρυφὰ τὴ νύχτα σὲ σπίτια καὶ κατακόμβες καὶ προσεύχον­ταν μὲ δάκρυα.
Καὶ ἂν κλείσουν καὶ τὶς κατακόμβες; Οὔ­τε καὶ τότε ἡ θρησκεία μας θὰ ἐκλείψῃ. Δι­ότι καὶ πάλι θὰ ὑπάρχῃ γιὰ τοὺς πιστοὺς μιὰ ἄλλη ἐκ­κλησία, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γκρεμί­σῃ καν­είς, ἀ­πολύτως κανείς. Ποιά εἶνε ἡ ἐκ­κλησία αὐτή; Ὁ οὐ­ρανὸς μὲ τ᾽ ἀστέρια του! Τί εἶνε κι ὁ μεγα­λύ­τερος πολυέλεος τοῦ πιὸ εὐ­ρύχωρου ναοῦ συγκρινόμενος μ᾽ αὐτὸ τὸν πολυ­­έλεο τοῦ ναοῦ τοῦ σύμπαντος ποὺ κρέμασε ὁ Θεὸς πάνω ἀπ᾽ τὰ κεφάλια μας; Αὐτὸς ἔχει ὄ­χι εἰκοσι­πέν­τε ἢ πενήντα κεριά, ἀλλὰ ἑκατομμύρια καὶ δισ­εκατομμύρια ἄστρα ποὺ λάμπουν στὸ στερέωμα. Σ᾽ αὐτὸ τὸ ναὸ «οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ» (Ψαλμ. 18,2)· ποιός μπορεῖ νὰ ἐμποδί­σῃ τὴ λατρεία αὐτή; Θὰ εἶνε ἄφρων ὅποιος νομίσῃ ὅτι μπορεῖ νὰ καταλύσῃ αὐτὸ τὸ ναὸ καὶ νὰ σταματήσῃ τη λατρεία τοῦ Δημιουργοῦ.
Κι οὔτε ἐδῶ σταματᾷ ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει, πάνω ἀπὸ τὸν ὁρατὸ αὐτὸ ναὸ τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος, κ᾽ ἕνας ἀόρατος ναός. Ποῦ; Στὰ οὐράνια δώματα, ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ θρό­νος τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ ποὺ λατρεύεται ἡ ἁγία Τριὰς ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους.

* * *

Ἐὰν ὅμως, ἀγαπητοί μου, τὰ οὐράνια δώμα­τα εἶνε ὁ τελευταῖος καὶ ὑπέρτατος ναός, ὅ­που ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ φθάνει στὸ ἀποκορύ­φωμά της, γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ἐδῶ στὴ γῆ ποιός εἶνε ὁ πρῶτος καὶ βασικὸς ναὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀρχίζει ἡ θεάρεστη αὐτὴ λατρεία; Σ᾽ αὐτὸ ἀπαντᾷ ὁ σημερινὸς ἀπόστολος. Πέρα, λέει, ἀπὸ τὶς ἐκκλησιὲς αὐτές, ποὺ χτίζον­ται μὲ πέτρες καὶ κεραμίδια, ὑπάρχει μιὰ ἄλ­λη ὑπέροχη ἐκκλησία, μυστικὴ ἐκκλησία· καὶ αὐτὴ εἶνε ὁ ἄνθρωπος. «Ὑμεῖς», λέει ὁ ἀπόστο­λος Παῦλος, «ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος», σεῖς εἶ­στε ναὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ (Β΄ Κορ. 6,16). Ὁ καθέ­νας ἄνθρωπος δηλαδὴ εἶνε ναός. Πῶς εἶνε ναός;
Κατὰ τοὺς ἁγίους πατέρας ὁ Χριστιανὸς γίνεται ναὸς ὅταν διατηρῇ στὴν καρδιά του τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ προσεύχεται σ᾽ αὐτόν, ὅ­ταν στὰ ἱερὰ ἄδυτα τῆς ὑπάρξεώς του ―σὰν σὲ ἅγιο βῆμα― λατρεύῃ τὴν ἁγία Τριάδα, ὅταν ἡ φωνὴ τῆς ψυχῆς του ὑμνῇ τὸν Κύριο νοερῶς.
Ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματος ὅλος ὁ ἄν­θρωπος, ψυχὴ καὶ σῶμα, γίνεται ναός, μέσα στὸν ὁποῖο κατοικεῖ ὁ Κύριος. Ὅλη ἡ ὕπαρξί μας ἀ­νήκει σ᾽ αὐτόν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ σῶμα πρέπει νὰ εἶνε καθαρὸ ὅπως μιὰ ἐκκλησία. Λένε μερικοὶ ἀνόητοι· Δικό μου εἶνε τὸ κορμί, ὅ,τι θέλω τὸ κάνω. Ποιός σοῦ τό ᾽πε; ἔχεις λάθος. Δὲν ξέρετε, λέει ἀλλοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος, ὅτι τὸ σῶμα σας εἶνε ναὸς τοῦ ἁγίου Πνεύμα­τος, τὸ ὁποῖο λάβατε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ κατοικεῖ μέσα σας, κι ὅτι «οὐκ ἐστὲ ἑ­αυτῶν», ὅτι δὲν ἀνήκε­τε στὸν ἑαυτό σας; (Α΄ Κορ. 6,19). Τὸ κορμὶ σοῦ τό ᾿δωσε ὁ Θεὸς ὄχι γιὰ ν᾽ ἁ­μαρτάνῃς μ᾽ αὐτὸ ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐκτελῇς τὶς ἐν­τολές του. Σοῦ ᾽δ­ωσε τὰ χέρια, νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου, νὰ βο­ηθᾷς τὸν ἄλλο, νὰ ἐλεῇς. Σοῦ ᾽δωσε τὰ πόδια, νὰ τρέχῃς στὸ καλό. Σοῦ ᾽δωσε τὰ μάτια νὰ βλέπῃς τὰ δημιουργήματα καὶ νὰ πιστεύῃς. Σοῦ ᾽δωσε τ᾽ αὐτιὰ ν᾽ ἀκοῦς τὰ πουλιὰ καὶ νὰ τὸν δοξάζῃς. Σοῦ ᾽δωσε τὸ μυαλὸ νὰ τὸν στοχάζεσαι. Σοῦ ᾽δωσε τὴν καρδιὰ γιὰ νὰ τὸν ἀ­γαπᾷς. Λοιπὸν εἶσαι ναός. Κι ὅπως μέσα στὸ ναὸ δὲν γίνονται ἀπρέπειες, ἔτσι κ᾽ ἐδῶ. Ὅ­πως στὴν ἐκκλησία δὲν τολμάει κανεὶς νὰ δι­απράξῃ ἀσχημίες, ἔτσι δὲν πρέπει καὶ στὴν σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ὕπαρξί μας νὰ γίνεται τίποτε τὸ ἄσχημο καὶ ἄτακτο.
Γιὰ νὰ γίνεται αὐτό, οἱ πατέ­ρες συνιστοῦν νὰ φρουροῦμε τὶς πέντε αἰσθή­σεις, ποὺ εἶνε τρόπον τινὰ τὰ παράθυρά του. Ὅπως ὁ ναὸς τῆς παλαιᾶς διαθήκης στὰ Ἰεροσόλυμα εἶχε δικτυωτὲς θυρίδες (Ἰεζ. 41,16), παράθυρα μὲ σίτες γιὰ νὰ μὴ μπαίνουν ζωΰφια, ἔτσι ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ ἔχῃ στὶς αἰσθήσεις του ἀντὶ γιὰ σίτες τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, τὴ μνήμη τῆς κρίσεως καὶ τῆς κολάσεως, καὶ ἔτσι νὰ διατηρῇ τὴ θεία χάρι.

* * *

Χαίρω, ἀγαπητοί μου, διότι βρίσκομαι στὸ ναό σας καὶ διότι ἐκ­κλησιάζεσθε. Εὔχομαι, ὁ Θεὸς νὰ σᾶς εὐλογῇ ὅλους, τὰ παιδιά, τὶς γυναῖ­κες, τὰ χωράφια, ὅλα τὰ ὡραῖα ἔργα σας, καὶ νὰ σᾶς ἀξιώσῃ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Νικολάου Ἀμμοχωρίου – Φλωρίνης 5-2-1984)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.