Αυγουστίνος Καντιώτης



TO ΦΟΒΕΡΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΣ – Hypocrisy

date Σεπ 30th, 2013 | filed Filed under: π. Χριστοφόρου Καλύβα

 Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ

Του Αρχιμανδίτη Χριστοφόρου Καλύβα
Αγωνιστού ιεροκήρυκα της Χαλκίδος
και αγαπημένου πνευματικού αδελφου του Μητροπολιτου Φλωρίνης Αυγουστίνου

(Ευχαριστούμε τον αδελφό Στέλλιο για την αποστολή της ομιλίας και για τη μετάφραση της στα Αγγλικά)

Η υποκρισία είναι ένας τρόπος, με τον οποίον κατορθώνει ο στερούμενος χριστιανικού ήθους άνθρωπος να υποκρύπτη τα αληθή φρονήματα και αισθήματα του, αναλόγως των σκοπών τους οποίους επιδιώκει να επιτύχη και οι οποίοι πάντοτε και κατά κανόνα είναι ποικίλοι και ιδιοτελείς. Το ότι η υποκρισία είναι και είδος τέχνης με σκοπόν την απόκρυψιν ή κάλυψιν των πραγματικών αισθημάτων ή προθέσεων του ανθρώπου εις τον θρησκευτικόν, ηθικόν, κοινωνικόν και πολιτικόν ακόμη τομέα, τούτο πείθει άμέσως και τον πλέον αφελή. Πρόκειται περί πονηρού και δολίου τύπου στερουμένου ευθύτητος και ειλικρινείας αλλά και εντιμότητος, διότι χρησιμοποιεί το μέσον της απάτης, του «καμουφλάζ», ώστε ο απατώμενος να αδυνατή βασίμως ν’ αμφισβητήση την ηθική ξαστερά, παρά τας ενδείξεις, όταν διαφεύγουν τοιαύται λόγω αδεξιότητος του υποκριτού, που ήμπορουν να προβληματίσουν τον υπό απάτην συνάνθρωπόν μας ή και ολόκληρον τάξιν ανθρώπων.

Η υποκρισία, λοιπόν, ως τέχνη είναι πρωτίστως πονηρού ανθρώπου ανήθικον μέσον προς εμπέδωσιν εμπιστοσύνης εις την καρδίαν εκείνου ή εκείνων τους οποίους έχει ως εκμεταλλεύσιμον στόχον, ώστε διά της εμπιστοσύνης νά ναρκώση τον άλλον ή τους άλλους, δια να έχη ελευθερίαν κινήσεως εις την εφαρμογήν της στρατηγικής του. Η πονηρία του υποκριτού έγκειται εις τούτο: ότι, ενώ ο κακός, ο εγκληματικός τύπος, αναλόγως της φύσεως του εγκλήματος, ενεργεί με όλα μεν τα μέτρα της προφυλάξεως και συνήθως οπλισμένος, αλλά βαναύσως, ο υποκριτής, μεταστρέψας την φυσικήν του ευφυΐαν εις πονηρίαν, εφαρμόζει ολόκληρον σύστημα τακτικής προς εξαπάτησιν και προς όφελός του. Η πονηρία του υποκριτού είναι της ψυχικής του συνθέσεως και εκ πρώτης καταβολής μορφή κακίας, η οποία αδικεί την καλώς νοουμένην ευφυίαν, αλλά και πιέζει, τον ιδιοτελή να μεταχειρισθή το ψεύδος με επιστημοινικόν ένδυμα, ώστε να πιστεύεται τούτο ως αλήθεια. Ακριβώς αυτή η μεταλλαγή του ψεύδους, και μάλιστα εκ προθέσεως και εσκεμμένη, απατά και ο κίνδυνος εκ μέρους των πονηρών είναι προφανής και ανάλογος με το μέγεθος και το αντικείμενον της απάτης. Η υποκρισία, λοιπόν, έχει ως ύπόβαθρον την πονηρίαν και ως κίνητρα την ιδιοτέλειαν. Η πονηρία του υποκριτού εκδηλούται ως υποστατική κακότης, αναλόγως του δεσπόζοντος εις την ψυχήν του επί μέρους κακού: ηθικής ή ολικής εκμεταλλεύσεως του αλλού ή των άλλων, και πάντοτε εκμεταλλεύσεως, αλλά μέ την σεμνοτάτην και τυπικήν τήρησιν των προσχημάτων, τα οποία καλύπτουν τας πραγματικάς προθέσεις του υποκριτού, που κατορθώνει να μη προκαλή υποψίας εις των υπό απάτην. Χονδροειδές έστω παράδειγμα είναι η παγίς που στήνουν διά να συλλάβουν ελέφαντα προς αφαίρεσιν των χαυλιοδόντων του δι’ εμπορίαν. Ανοίγουν εις το πέρασμα του και εις στένωμα τεράστιον λάκκον, τον καλύπτουν με κλαδιά, και το μεγαθήριον εμπίπτει εκεί τελείως ανύποπτον. Εκεί τερματίζει την ζωήν του και σαπίζει. Ο σκοπός των κυνηγών επιτυγχάνεται πλέον διά της καλύψεως του μέσου του θανάτου του ζώου. Πολλάκις εν καιρώ πολεμικών επιχειρήσεων και οι στρατιώται και τα πολεμικά μέσα καταστροφής του εχθρού «καμουφλάρονται» με συνδυασμόν χρωμάτων αναλόγως της φυσιογνωμίας του τοπίου, ώστε να μη δίδουν εμφανή στόχον βολής εις τον εχθρόν. Αλλά και η χρησιμοποίησις δολώματος εις το αγκίστρι είναι κάλυψις του φονικού δια τον ιχθύν μέσου του ψαρά, όπως και του κροκοδείλου τα δάκρυα ή του χαμαιλέοντος η αλλαγή της χρωστικής ουσίας του δέριματός του και η προσαρμογή του πρίν το χρώμα του εδάφους. Αυτός ο δόλος, ως γέννημα της πονηρίας των υποκριτών, και η διά λόγου κάλυψις των πραγματικών προθέσεων του υποκριτού – κακοποιού —διότι κακοποιός και πονηρός είναι ο υποκριτής, όπως και δόλιος — είναι ενδεικτικά της ευτέλειας του χαρακτήρας του και εξισούνται εις βαρύτητα με τα θανάσιμα αμαρτήματα, ίσως δε και τα υπερβάλλουν, διότι αφ’ ενός μεν η υποκρισία ανήχθη εις σύστηιμα επιστημονικής τακτικής προς εκμετάλλευσιν ή και ποικιλότροπον κακοποίησιν και προδοσίαν προσώπων, ιδεών, αρχών και προς ανατροπήν ηθικών και μονίμων καταστάσεων, αφ’ ετέρου δέ αποκλείει βελτίωσιν του χαρακτήρας του υποκριτού λόγω της προκεχωρημένης ηθικής διαφθοράς του. Η υποκρισία κατά ταύτα δεν είναι μια περιστατική ηθική πτώσις εξ άνθρωπίνης αδυναμίας μέ βάσιμον ελπίδα αναστάσεως —όπως και ο Κύριος αφήκε να εννοηθή, όταν απευθυνόμενος προς τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους ετόνιζεν, ότι αι τελώναι και πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού» (Ματθ. 21: 31) —, αλλά ψυχικός μηχανισμός που κατορθώνει να καλύπτη την ασύμφορον διά τα σχέδια του υποκριτού πραγματικότητα, μηχανισμός χωρίς την ψυχρότητα και παγερότητα φυσικού οργάνου καταστροφής του αντιπάλου. Ο υποκριτής δεν μένει ψυχικά αμέτοχος συγκινήσεων του υποδυομένου προσώπου, όπως ακριβώς και ο θεατρίνος, του οποίου η επιτυχία έγκειται εις το ότι κατορθώνει να αυθοπροβάλλεται κατά την ώραν της παραστάσεως και να υποβάλλη αισθήματα και σκέψεις, να προκαλή δε ανάλογα ερεθίσματα και αντιδράσεις εις τους θεατάς και ακροατάς, οι οποίοι ζουν το ψεύδος ως μίαν ζωντανήν πραγματικότητα δι’ ο έχομεν και ανάλογα αποτελέσματα εκ της επιδράσεως των θεαμάτων και ακροαμάτων. Ο υποκριτής δεν εξαρτά την τέχνην του υποκρίνεσθαι από την θέλησίν του απλώς, διότι θα προδοθή και θα γελοιοποιηθή, αν δεν είναι από χαρακτήρας πονηρός και δόλιος. Δεν ημπορεί να παριστάνει κανείς τον υποκριτήν, αλλά πρέπει να είναι εξ ηθικής συνθέσεως υποκριτής, ως κακοήθης, χρησιμοποιών την υποκρισίαν προς επίτευξιν του πάντοτε διαβλητού σκοπού, τον οποίον εκ των προτέρων θέτει. Και σκοπός δεν είναι άλλος παρά η κάρπωσις δι’ ίδιον λογαριασμόν ωφελημάτων. Διότι ένας ειλικρινής και τίμιος άνθρωπος, αν θελήση να υποκριθή, ημπορεί μεν προς στιγμήν να το επιτύχει, αλλ’ όμως, όπως σημειώνει και η Γραφή και ημείς εκ πείρας γνωρίζομεν και από τάς αθωοτέρας μας αποπείρας υποκρισίας, αισθάνεται εγειρομένην ψυχικήν θύελλαν και παφλάζοντας κυματισμούς συνειδήσεως, που στοιχίζουν περισσότερον από της υποκρισίας κέρδος. Ο σοφός Σειράχ σημειώνει διά την ιδιάζουσαιν μάλλον αυτήν τήν περίπτωσιν, ότι «ο υποκρινόμενος εν αυτώ, ως εν καταιγίδι πλοΐον» (Σοφ. Σειρ. 33: 2) και ότι «σκανδαλισθήσεται εν αυτώ» (αυτόθι 32: 15). Ο εκ ψυχικής συνθέσεως υποκριτής, ο οποίος δεν λογαριάζει πίστιν και δεν σέβεται ηθικάς αρχάς, εξελίσσεται εις μέγαν απατεώνα, ενώ ένας πιστός, έντιμος και ειλικρινής άνθρωπος, ο οποίος ταράσσεται και όταν η ανάγκη το επέβαλε να κάλυψη μίαν αλήθειαν, εξομολογείται και δημοσία πολλάκις την πτωσίν του, αποστρεφόμενος μετ’ αηδίας και τον ίδιον τον εαυτόν του και διακηρύττων, ότι η υποκρισία είναι η προαγωγός της κάθε αμαρτίας, τήν οποίαν διευκολύνει προς ποικίλου είδους αδικίας κατά το αντικείμενον των επιδιώξεών της.

Κλασσικίν παράδειγμα υποκρισίας συναντώμεν μεταξύ των Φαρισαίων, τους οποίους επανειλημμένως εταλάνισεν ο Κύριος ως υποκριτάς, οίτινες εκάκιζον άλλους ως παραβάτας του Μωσαϊκού νόμου, ενώ αυτοί οι ίδιοι λόγοις μεν εκόπτοντο υπέρ της τηρήσεως του, έργω όμως τον κατεπάτουιν καταφώρως: «Ύποκριτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου, και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου» (Ματθ. 7: 5) . Δηλαδή, η ηθικολογία σου δεν είναι παρά ένα προπέτασμα καπνού της ιδικής σου αθλιότητος και όχι ανησυχία προς παιδαγωγίαν του άλλου. Ελέγχων δε τον αρχισυνάγωγον, κοπτόμενον δήθεν υπέρ του σεβασμού της αργίας του σαββάτου κατά την θεραπείαν της συγκυπτούσης, του είπεν: «Υποκριτά, έκαστος υμών τω σαββάτω ου λύει τον βουν αυτού ή τον όνον από της φάτνης και απαγαγών ποτίζει;…» (Λουκ. 23: 15-16). Και επειδή, κατά σύστημα πονηρίας, οι Φαρισαίοι προς απώδειξιν της νηστείας των ηλλοίωνον την όψιν των μέ τεχνητά μέσα, ο Κύριος τους συνέστησεν αποφυγήν της τακτικής αυτής: «Όταν δέ νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποί: αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες» (Ματθ. 6: 16). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωσις της ερωτήσεως των Φαρισαίων περί υποχρεώσεως καταβολής φόρων, η οποία απεκαλύφθη ως πειρασμός του Κυρίου Ιησού και εχαρακτηρίσθη ως υπόκρισις προς παγίδευσίν του (Μάρκ. 12: 15), αφού προηγήθησαν κολακεϊαι των περί ακεραιότητος και απροσωποληψίας του: «Οίδαμεν ότι αληθής ει και ου μέλει σοι περί ουδενός: ου γαρ βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων. . .» (αυτόθι 12: 14).

Προς κατανόησιν της υποκρισίας ως ανηθίκου μέσου προς κάρπωσιιν ωφελημάτων διά της εσκεμμένης επιστημονικής απάτης αρκεί η μελέτη ολοκλήρου του 23ου κεφαλαίου του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, εις το οποίον μαστιγώνεται δημοσία πλέον η υποκρισία εν τω προσώπω των Γραιμματέων καί Φαρισαίων διά των τρομερών «ουαί υμίν» υπό του Ιησού, αποκαλύπτοντος τα βάθη της διεφθαρμένης συνειδήσεώς των κατά τύπους μεν θρησκευόμενων πονηρών αυτών ανθρώπων του Νόμου, ουσία δε εγκληματικών φυσιογνωμιών, που εν ονόματι της εκτελέσεως τυπικών θρησκευτικών καθηκόντων είχαν μεταβληθή εις θρησκειοκαπήλους, εμπόρους του θρησκευτικού συναισθήματος του απλού λαού και εξελίχθησαν εις κλασσικά όντα υποκρισίας μέχρι του βαθμού ώστε, προκειμένου να χαρακτηρισθεί κάποιος ως «υποκριτής», να άποκαλήται «Φαρισαϊος». Διότι η λέξις «Φαρισαίος» περικλείει την έννοιαν του πονηρού, του δολίου, του απατεώνας, του έκμεταλλευτού, του χυδαίου, του εν πάση περιπτώσει καμουφλαριζομένου εγκληματίου, αυτού του επικίνδυνου τύπου, εξ αϊτίας των μέσων πού χρησιμοπεί διά την τέλεσιν του εγκλήματος οιασδἠποτε μορφής. Δι’ο καταγγέλλονται υπό του Κυρίου ως αντινομισταί και ασυνεπείς με την ιδιότητα των ως θρήσκων ανθρώπων, οι οποίοι, «λέγουσι και ου ποιούσι» πού ενδύονται με φαντασίαν προς εντυπωσιασμόν των θρησκευόμενων και επιβολή έπ’ αυτών με υλιστικάς διαθέσεις και επιδιώξεις, χωρίς πνευματικόν βάθος: πού επιζητούν πρωτοκλισίας και πρωτοκαθεδρίας εις τας Συναγωγάς, διά να ξεχωρίζουν από τον απλούν λαόν, απαιτούντες να καλούνται «ραββί ραββί» που εν προφάσει μακρά προσευχόμενοι κατατρώγουν τα σπίτια των χηρών: που φράσσουν τον δρόμον των άλλων προς την Βασιλείαν των Ουρανών, ενώ αυτοί δεν εισέρχονται: πού κόπτονται προς απόκτησην ενός προσηλήτου, και τον μεταβάλλουν εις πελάτην της κολασεως: πού προσπαθούν να πείσουν τον λαόν, ότι έχει μεγαλυτέραν αξίαν η ποιότης του προσφερομένου δώρου εις τον Ναον παρά αυτός ο Ναός και η αγία Τράπεζα: που δίδουν ασήμαντον φόρον, ενώ καταπατούν την πίστιν και την προς τους αδελφούς αγάπην: που διυλίζουν το κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον: που εξωτρικώς εμφανίζονται καθαροί και ευπρεπείς, ενώ εσωτερικώς ομοιάζουν με τα αρπακτικά όρνεα και τους ακρατιείς σαρκολάτρας που προβάλλονται εξωτερικώς ως περιποιημένοι τάφοι, ενώ εσωτερικώς είναι γεμάτοι από οστά και κάθε βρωμερότητα, τάφοι που συμβολίζουν την τυλιγμένην εις την υποκρισίαν και ανομίαν ακάθαρτον ψυχή των πού, ενώ είναι του αυτού εγκληματικού φυράματος των φονέων προγόνων των, εν τούτοις κοσμούν τους τάφους των θυμάτων των προγόνων των: πού, ενώ είναι φίδια της οχιάς, ως έκγονά της, υποκρίνονται αθωότητα διά να δαγκώσουν θανασίμως το εκλεγόμενον θύμα των κ.λπ.

Ο Απόστολος Παύλος τους ψευδομένους αυτούς υποκριτάς κρίνει ως κεκαυτηριασμένους την ιδίαν συνείδησιν (Α’ Τιμ. 4: 2), ο δε Απόστολος Πέτρος θεωρεί την υποκρισίαν ως ένα βλαβερόν όγκον της ψυχής που πρέπει ν’ απότεθη (Ι Πέτρ. 2: 1). Οι υποκριταί, επιδιώκοντες διά της απάτης άνομα συμφέροντα, είναι περισσότερον επιζήμιοι εις τον θρησκευτικόν τομέα, διότι όλως ασυνειδήτως εκμεταλλεύονται την ευπιστίαν των αφελών θρήσκων και δημιουργούν πολλάκις προβλήματα εις την υγιαίνουσαν του Χριστού διδασκαλίαν και την δι’ αυτής υγιά πίστιν και άρετήν, η οποία ποτέ δεν εχρησιμοποιήθη από τους τίμιους και ειλικρινείς εργάτας του Ευαγγελίου ως μέσον πονηρών σκοπών και πλουτισμού, όπως από τους Φαρισαίους. Ο υποκριτής ουδέποτε θυσιάζεται διά την αλήθειαν όπως οι μάρτυρες, επειδή στερείται ιδανικών, η δε υποκρισία είναι η βαρυτέρα κατηγορία που ημπορεί να προσαφθή κατά του αλλού, διότι αι μεν πόρναι εδικαιώθησαν, ως περιστιατικώς ολισθήσασθαι εις την αμαρτίαν, μετά μετάνοιαν καί συγχώρησι, οι δε υποκριταί εστιγματίσθησαν ως εσκεμμένως εγκληματούντες κατά της πίστεως και της αρετής του Χριστού διά να αδικούν τους απονηρεύτους συνανθρώπους των.

 

 ______________________

ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

__________________________

 Hypocrisy

(Taken from LEXICON OF MISERIES)

by

the blessed Archimandrite Chrystophoros Kalyvas

Hypocrisy is a way, by which the person devoid of Christian ethos hides his or her true views and feelings, in proportion to the aims he or she is endeavoring to achieve and which always, and according to the rule, are various and selfish. That hypocrisy is also a form of art with the aim of hiding or covering over the real feelings or dispositions of man in the religious, moral, social and even political sphere, this immediately persuades even the most superficial person. This concerns an evil and cunning type [of person] deprived of straightforwardness and sincerity but also honor, because he utilizes the means of deception, of “camouflage”, so that the person who is deceived may be unable on a sound basis to put into question the moral “clear sky”, despite the indications, when these escape on account of the lack of skill of the hypocrite, which could problamatize (make people wonder about or question) our fellow man or even an entire class of people.

Hypocrisy, then, as an art is firstly the unethical means of an evil person for the creating of a basis of support in the heart of him or those whom he has as his aim of manipulating and exploiting, so that through [the gaining of their] trust he might, as it were, administer a narcotic to the one or to the others, so that he may have freedom of movement in the execution of his strategic scheme. The evilness of the hypocrite lies in this: that, though the bad person, the criminal type [of person], in proportion to the nature of his crime, operates with all the means of “prophylactical care”, or of guarding himself, on the one hand, and is usually armed, but [acts] very harshly; the hypocrite, on the other hand, by changing his natural genius into evilness, applies the entire system for deception and for his profit. The evilness, or wickedness, of the hypocrite is his psychical synthesis, or the composition of his soul, and consists of the first foundation for the formation of evilness, or vice, which inflicts injustice upon correctly understood genius; but also pressures the selfish person to use the lie (falsehood) with a scientific cloak, so that this may be believed and construed as being truth. Precisely this transformation of falsehood, and indeed out of one’s free disposition and deliberately, deceives and the danger on the part of the evil ones is obvious and in proportion to the magnitude and the object of deception. Hypocrisy, then, has as its substructure (hypovathron) evilness, or wickedness, and as a motive selfishness. The evilness, or cunningness, of the hypocrite is exhibited as hypostatic (substantial) evilness, in proportion to the domination in the soul in part by the vice: moral and material manipulation and exploitation of the other or others, and always manipulation and exploitation, but with the most modest and [most] formal observance of the forms (proschematon; also:- “types” and “ traditions”) which cover [over] the real [true] dispositions of the hypocrite, who succeeds in not giving rise to suspicions to the one under (hypo) [the] deception. A rough example, at the very least, is the trap they set to apprehend an elephant for the subtraction of his tusks for merchandizing. They open in his passing and in a narrow passage a huge pit; they cover it over with branches, and the mega-beast falls there completely unsuspectingly. There he ends his life and rots. The aim of the hunters is achieved already through the covering over of the means of death of the animal. Oftentimes in the time of military campaigns both soldiers and military means of destruction of the enemy are “camouflaged” in combination of colors analogous to the characteristic nature of the area, so that they may not give a visible shooting target to the enemy. But also the utilizing of bait on the hook is the covering over of the killing means of the fisherman for the fish, as also crocodile tears, or the changing of the coloring essence of the skin of the chameleon and his adaptation to the color of the ground. This sneakiness, as an offspring of the cunningness of the hypocrite, and through speech the covering of the real [true] dispositions of the hypocrite – evil-doer (cacopoio) – for the hypocrite is evil (wicked) and an evil-doer, as he is also cunning (dolios) – are indicative of the baseness or cheapness of his character and is equated in gravity with the deadly sins, and perhaps they surpass [the mortal sins]; because, on the one hand, hypocrisy was elevated into a system of scientific tactic[s], or scheme, for the exploitation or even the multi-formed abuse and betrayal of persons, ideas, principles and for the overthrowing of moral and permanent conditions; and on the other hand, it precludes the improvement of the hypocrite on account of the advanced stage of his moral corruption.

Hypocrisy according to these considerations is not some passing moral fall originating from human weakness with a basis for hope in the resurrection – as the Lord also left to be understood, when directing himself to the Scribes and Pharisees he stressed, that “tax-collectors and prostitutes shall go before you into the kingdom of God” Matt. 21:31) –, but a psychical mechanism that succeeds in covering [over] (kalyptei) [the nature] of reality that is disadvantageous (or unprofitable) for the plans of the hypocrite; a mechanism without the coldness and freezing physical organ or instrument of destruction of the enemy. The hypocrite doesn’t remain psychically without sharing in the emotional movements of the actor or actress he or she is playing the part of, precisely just as the actor, whose success lies in that he achieves in autosuggestion during “show time” and to submit feelings and thoughts, and to e-voke analogous stimuli and reactions in his spectators and audience, who live the lie as a live reality; for which reason we have also proportionate consequences from the impacts of what is seen and heard. The hypocrite doesn’t make his art of acting (hypocrinesthai) simply by his own will, because he will be betrayed and be made the laughing stock, if his character is also not evil and cunning. One can not portray the hypocrite, but he must be of the ethical constituency of the hypocrite, as having an evil ethos (caco-ethes) using hypocrisy for the achievement always of a “blameworthy” (diavletou) aim, which he sets forth beforehand. And his aim is non other than the fruition of benefits (profits) for his own account. For, a sincere and honorable man, if he wishes to act hypocritically (hypocrithi), can, on the one hand, for a moment succeed in it; yet, however, as Scripture notes too and as we from experience know and from our most innocent attempts at trying to be hypocritical, we feel arising in our soul a tempest and crushing waves of conscience, which cost more than the gain of hypocrisy. Wise Sirach notes for this rather peculiar instance, that “the one being a hypocrite unto himself, is as in a ship in a storm” (Wisdom of Sirach 33:2); and that “he shall become scandalized in his self” (Ibid 32:15). The hypocrite who is such by composition of soul, or psychical synthesis, who doesn’t take into account the faith and doesn’t respect ethical principles, evolves into a huge criminal; while a faithful person, an honorable and sincere person, who trembles even when the need demanded that he hide a truth, confesses publicly oftentimes for his fall, being repulsed with disgust even with his own self and proclaiming, that hypocrisy is the promoter of every form of sin, which makes easier for executing various forms of injustice according to the object of its ambitions.

A classic example of hypocrisy we meet among the Pharisees, whom the Lord repeatedly castigated as hypocrites, who made others out to be violators of the Mosaic law, while they themselves in words, on the one hand, were all cut up about its observance; but in deed the trampled upon it flagrantly: “Hypocrite, take out first the log from your own eye, and then you shall see to be able to take out the mote in your brother’s eye” (Matt. 7:5). That is, your ethicology is nothing but a curtain of smoke of your miserableness and not unrest for the paedagogy of the other (person). And in censuring the leader of the synagogue, being cut up supposedly on account of the respect for the day of rest on the Sabbath according to the healing of the woman who was bent over, He said to him: “Hypocrite, does not each of you on the Sabbath loose his cow or donkey from the stable and taking it out gives it water?…” (Luke 13: 15-16). And because, according to the system of cunningness, the Pharisees, to prove that they are fasting, they put oil on their faces with technical means, the Lord recommended the avoidance of this tactic or scheme: “And when you fast, don’t become morose like the hypocrites; for they disfigure their faces so that they may appear to be fasting to people” (Matt. 6:16). Characteristic is the case of the question of the Pharisees concerning the payment of taxes, which was revealed as a temptation of the Lord Jesus and was characterized as hypocrisy for his entrapment (Mark 12:15), with their flatteries concerning His uprightness and His showing no partiality among men having preceded: “We know that you are true and are not a respecter of persons; for you do not look upon the face of men…” (Ibid 12:14).

For the comprehension of hypocrisy as an immoral means for the producing of the fruit of benefits (profits) through deliberate scientific deception, it suffices for one to study the entire 23rd chapter of the Gospel according to Matthew, in which hypocrisy is struck upon publicly now in the person of the Scribes and Pharisees through the “woe unto you” by Jesus, revealing the depths of their corrupt conscience according to the “types”, on the one hand, of those evil people practicing the religion of the Law, but in essence (substance) were criminal figures, who in the name of the performance of religious duties had been transformed into religion-merchandizers, merchants of the religious sentiment of the simple people and evolved into classic beings of hypocrisy to the point where, when someone is about to be characterized as a “hypocrite”, he was called a “Pharisee.” For, the word “Pharisee” embodies the notion of evil, of the cunning, of the imposter, of the exploiter, of the vulgar or rude person, who in every case is a criminal in camoflague, that dangerous type, on account of the means that he uses for the execution of crime of whatever form. For which reason they are denounced by the Lord as “anti-lawists” adversaries of the law and non-consequential with the attribute of religious people, who “say but don’t do”: who clothe themselves with imagination to impress those practicing religion and the enforcement upon them of materialistic dispositions and ambitions, without any spiritual depth; who seek the seats of honor and first seats in the Synagogues, so that they may become separated from the simple people, demanding to be called “teacher teacher”; who in the excuse for long prayers devour the houses of widows; who shut up the road of others to the Kingdom of the Heavens, while they don’t enter; who get all cut up about acquiring a proselyte, and they transform him into a consumer of hell; who try to convince the people (laos), that the quality of the offered gift in the Temple has greater value than the Temple itself and the holy Trapeza (Altar Table); who give an insignificant tax, while trampling the faith and the love towards the brethren; who strain the knat and swallow the camel; who externally appear clean and proper, while internally are like the grabbing vultures and the unchaste flesh-worshippers; who project themselves externally as whitewashed tombs, while internally are full of bones and every form of filth, tombs that symbolize their unclean soul which is enveloped in hypocrisy and lawlessness; which, while they are of the same criminal dough as their murderous progenitors; who, though they are snakes of vipers, as her grandchildren, they portray (hypocrinontai) innocence so that they may (more easily) mortally bite their victim (prey) etc.

The Apostle Paul, these lying hypocrites, he judges as having seared their conscience (to the point of complete callousness) (1 Tim. 4: 2), and the Apostle Peter considers hypocrisy as a harmful tumor of the soul which must be cut out (1 Peter 2:1). The hypocrites, in seeking through deception lawless interests, are more dangerous in the religious sphere, because wholly unconscientiously they exploit the superficial religious ones and oftentimes create problems in the health-producing teaching of Christ and through it the healthy faith and virtue, which was never used by honest and sincere workers of the Gospel as a means of evil aims and enrichment, as it was by the Pharisees. The hypocrite never sacrifices himself for the truth as did the martyrs, because he is lacking in ideals, but hypocrisy is the most serious accusation that one can attach to another person, because, on the one hand, the whores were justified, but the hypocrites were stigmatized as deliberately committing crime against the faith and the virtue of Christ in order to inflict and commit injustice upon their meek and unsuspecting fellow human beings.

 

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.