Αυγουστίνος Καντιώτης



Να σταθουμε στα ποδια μας ειλικρινεις, με συνειδησι Θεου. Προτιμοτερο τιμιοι με το Χριστο, παρα κλεφτες με το διαβο­λο. Κι αν ακομα ο διαβολος μας στρωση το δρομο με χρυσαφι, εμεις να προτιμησουμε το στενο μονοπατι του Χριστου μας

date Ιούλ 1st, 2016 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Κυριακὴ Β΄ (Β΄ Ματθ.) (Ῥωμ. 2,10-16)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΣYΝΕΙΔΗΣΙΣ

nea epxi«…Οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλ­λήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων» (Ῥωμ. 2,15)

Αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶνε λόγια τοῦ ἀποστόλου ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃ. Εἶνε χρυσάφι, ἀκριβὰ νομίσματα. Ἀλλὰ πρέπει νὰ τὰ κάνουμε λιανά, νὰ τὰ ἐξηγήσουμε.

* * *

Ἐάν, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχῃ μιὰ ἀλήθεια ποὺ λάμπει σὰν τὸν ἥλιο, αὐτὴ εἶνε ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἀποδείξεις; Ἀναρίθμητες. Ἀπόδειξις ὅτι ὑπάρχει Θεὸς εἶνε τὰ ἔργα του. Ὁ ἥ­λιος π.χ., ποὺ εἶνε ἕνα τεράστιο ἀνεξάντλητο ἐργοστάσιο ἠλεκτρισμοῦ· τὸ φεγγάρι, ποὺ φω­τίζει γλυκὰ τὴ νύχτα· τὰ ἀμέτρητα ἀστέρια τοῦ στερεώματος· ἡ γῆ αὐτὴ ποὺ κατοικοῦμε μὲ ὅλο τὸν πλοῦτο της· ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη, ποὺ εἶνε γεμάτη ψάρια· ἡ ξηρὰ ὅπου φυτρώνουν τόσα φυτὰ καὶ ζοῦν τόσα ζῷα μικρὰ καὶ μεγάλα· τί λέω; ἕνα κουκκὶ ἄμμου, ἕνα μόριο τῆς ὕλης ποὺ δὲν τό ᾿χουμε γιὰ τίποτα, κλείνει μέσα του τέτοια δύναμι, ποὺ μπορεῖ νὰ κινήσῃ ἕνα ὑπερωκεάνιο ἢ νὰ τρυπήσῃ ἕνα βου­νό. Ὅλα λοιπὸν κηρύττουν τὴν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ. «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24).
Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμα δὲν ὑπῆρχαν ὅλα αὐτά, ἔφτανε, ἀγαπητοί μου, ἕνα καὶ μόνο πρᾶγμα ν᾿ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Εἶνε μιὰ φωνή. Ποιός δὲν τὴν ἔχει ἀκούσει; Κι ὁ φτωχὸς κι ὁ πλούσιος, κι ὁ ἐγγράμματος κι ὁ ἀπαίδευτος, ὁ κάθε ἄνθρωπος. Εἶνε φωνὴ ποὺ δὲν ἔρχεται οὔτε ἀπ᾿ τὰ οὐράνια οὔτε ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς γῆς· ἔρχεται μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά. Ἡ μυστηριώδης αὐτὴ φωνὴ ποὺ μᾶς κάνει νὰ συγκλονιζώμεθα, ἡ ἀνερμήνευτος αὐτὴ φωνὴ ποὺ κάνει νὰ σείωνται θρόνοι, λέγεται συνείδησις.
Γιὰ τὴν συνείδησι ὁμιλεῖ σήμερα ὁ ἀπόστο­λος Παῦλος. Ἂν πᾶμε, λέει, καὶ στὰ ἔθνη ὅ­που δὲν πάτησε κήρυκας καὶ δὲν ἀκούστηκε ἡ ἀλήθεια, κ᾿ ἐκεῖ ἀκόμα, στοὺς ἀγρίους, χω­ρὶς νά ᾿χουν ἀκούσει τὸ εὐαγγέλιο, θὰ βροῦ­με μέσα τους νὰ ὑπάρχῃ κάτι· καὶ αὐτὸ εἶνε ἡ συνείδησι, ποὺ τοὺς κάνει νὰ ἐκτελοῦν κι αὐ­τοί, ἔστω ὑποτυπωδῶς, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
–Μὰ τί εἶνε αὐτὴ ἡ συνείδησι;
Ἄνθρωπε, κάνεις τὸ καλό; Δίνεις ἕνα ποτήρι νερὸ σ᾿ ἕνα διψασμένο; Μοιράζεσαι τὸ ψωμί σου μὲ κάποιον ποὺ πεινᾷ; Δείχνεις τὸ δρόμο σ᾿ ἕνα τυφλό; Πᾶς στὸ νοσοκομεῖο ἕνα μπουκέτο λουλούδια σ᾿ ἕναν ἄρρωστο; Ἐπισκέπτεσαι στὴ φυλακὴ ἕνα κρατούμενο ποὺ ὅλοι τὸν ἔχουν ἐγκαταλείψει; Ὑποστηρίζεις στὸ δικαστήριο τὸ φτωχαδάκι, ποὺ εἶνε ἕτοιμοι νὰ τὸ φᾶνε οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας; Βλέπεις ἄνθρωπο ποὺ τὸν παρέσυρε τὸ ποτάμι ἢ τ᾿ ἀφρισμένα κύματα τῆς θαλάσσης, καὶ πέφτεις νὰ τὸν σῴσῃς;… Κάνεις ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ καλά; Προσπαθεῖς νὰ τηρήσῃς τὸ θεῖο νόμο, νὰ ἐκτελέσῃς τὰ καθήκοντα ἀπέναντι στὸν ἑαυτό σου, στὴν οἰκογένειά σου, στὴν πατρίδα, ἀπέναντι στὸ Θεό; Ἔ, ὅταν τὰ κάνῃς αὐτά, μέσ᾿ στὴν καρδιά σου αἰσθάνεσαι – τί; Ἂς φωνάζουν οἱ ἄπιστοι, ἂς λένε ὅ,τι θέλουν, – ἐδῶ πῶς τὸ ἐξηγοῦν· ἅμα κάνῃς τὸ καλό, τὸ βράδυ ἐκεῖνο κοιμᾶσαι ἥσυχος. Ἂς μὴν ἔχῃς στρῶμα, ἂς ξαπλώσῃς πάνω στὴν ἀμμουδιὰ καὶ στὰ χαλίκια· παράδεισο ἔχεις μέσα σου. Γιατὶ ἀκοῦς μιὰ φωνὴ ἀπὸ μέσα σου σὰν οὐ­ράνια μουσική, σὰν νὰ κελαηδοῦν χιλιάδες ἀηδόνια καὶ νὰ λένε· Δόξα σ᾿ αὐτὸν ποὺ κάνει τὸ καλό! αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ λέει ὁ ἀπόστο­λος Παῦλος· «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν» (Ῥωμ. 2,10).
Ἀλλὰ δὲν κάνεις τὸ καλό; Ἐλεύθερος εἶ­σαι. Κάνεις τὸ κακό; Ποιό κακό; Ἀντὶ νὰ βο­ηθᾷς τὸν ἄλλο, ἁρπάζεις ἀπ᾿ τὸ στόμα του τὸ λίγο ψωμὶ ποὺ ἔχει; Ἀποφεύγεις νὰ βοηθή­σῃς τὸ δυστυχισμένο; Εἶσαι τεχνίτης καὶ δὲν θέλῃς νὰ μάθῃς στὸν ἄλλο τὴν τέχνη σου; Ξέρεις τὸ φυλακισμένο καὶ δὲν πηγαίνεις νὰ τὸν ἐ­πισκεφθῇς; ἢ τὸν ἄρρωστο καὶ δὲν τὸν πλησιάζεις; Ἢ μολύνεις τὸ κορμί σου, ποὺ σοῦ τό ᾿δωσε ὁ Θεὸς νά ᾿νε μιὰ καθαρὴ λαμπάδα ποὺ θὰ προσφέρῃς στὸν Κύριο; (μερικοὶ τάζουν λαμπάδες σὰν τὸ μπόϊ τους· ἡ καλύτερη λαμ­πάδα ποὺ θέλει ὁ Θεὸς εἶνε τὸ σῶμα μας) Μο­λύνεις λοιπὸν τὸ κορμὶ μὲ πορνεῖες, μοιχεῖες, ἀκαθαρσίες; Μπαίνεις στὸ σπίτι τοῦ ἄλ­λου καὶ ἀτιμάζεις τὴ γυναῖκα ἢ τὸ κορίτσι του; Πᾷς στὸ δικαστήριο καὶ ἁπλώνεις τὸ βρωμερό σου χέρι πάνω στὸ Εὐαγγέλιο καὶ παίρνεις ψεύτικο ὅρκο, καὶ κλείνεις τὸν ἀθῷο στὴ φυλακὴ καὶ βγάζεις ἔξω τὸν ἐγκληματία; Ἁρπάζεις, κλέβεις, μολύνεις τὰ χέρια σου μὲ ἀδικί­ες; Μολύνεις τὴ γλῶσσα σου μὲ ψέματα, κατα­κρίσεις, συκοφαντίες καὶ διαβολές; Μολύνεσαι μὲ τὸ φοβερώτερο ἁμάρτημα, τῆς βλασφημίας; Ἀμελεῖς τὰ καθήκοντά σου; Χτυπάει ἡ καμπάνα τὴν Κυριακὴ κ᾿ ἐσὺ πᾷς γιὰ κυνήγι ἢ ψάρεμα, ἢ πᾷς ἐκδρομή, καὶ στὴν ἐκ­κλησία δὲν πατᾷς παρὰ μόνο ἂν ἔχῃ κανένα μνημόσυνο; (Ἀλλὰ κάθε Κυριακὴ εἶνε μνημόσυνο, τὸ μνημόσυνο τοῦ Χριστοῦ· αὐτὸ σημαί­νουν τὰ λόγια τῆς θείας Λειτουργίας «Μεμνη­μένοι τοίνυν …τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τρι­ημέρου ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀ­ναβάσεως…»). Ἔρχονται οἱ μεγάλες μέρες καὶ δὲν πᾷς νὰ ἐξομολογηθῇς τὰ ἁμαρτήματά σου, καὶ ζῇς μιὰ ζωὴ χωρὶς Θεό; Τότε, ἅμα κάνῃς τὸ κακό, μέσα σου ἔχεις στενοχώρια. Δὲν πά᾿ νὰ ξαπλώνῃς σὲ πουπουλένια στρώματα, δὲν πά᾿ νὰ κατοικῇς σὲ παλάτια, δὲν πά᾿ νά ᾿χῃς τοῦ κόσμου τὰ χρήματα; Δυστυχι­σμένος εἶσαι. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «θλῖ­ψις καὶ στενοχωρία» πάνω σ᾿ αὐτὸν «ποὺ κατεργάζεται τὸ κακό» (ἔ.ἀ. 2,9).
Λένε γιὰ κάποιον ποὺ σκότωσε τὸν ἀδερφό του κ᾿ ἔγινε αὐτὸς βασιλιᾶς, ὅτι πῆγε νὰ κοιμηθῇ. Τὰ μεσάνυχτα, ἀκούει κάτι καὶ βλέπει μιὰ σκιά. Ἦταν ἡ σκιὰ τοῦ ἀδερφοῦ του· κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα ποτήρι γεμᾶτο αἷμα, τὸν πλησίασε καὶ τοῦ ἔλεγε· Ἀδελφέ, «πίε τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου!». Δὲν μπόρεσε νὰ ἡσυχάσῃ.
Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ συνείδησι. Γι᾿ αὐτὸ εἶπα· φτάνει αὐτὴ ν᾿ ἀποδείξῃ, ὅτι ὑπάρχει Θεός.

* * *

Ἀδελφοί μου· σήμερα ὅλα φαίνονται διαλυμένα. Οἱ ἔμποροι σοῦ λένε· Κρίσι στὸ ἐμπόριο… Οἱ ναυτικοί· Κρίσι στὰ καράβια… Οἱ τραπεζῖτες· Κρίσι στὸ χρηματιστήριο… Οἱ διπλωμάτες τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν· Διεθνὴς κρίσις… Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἐμπορικὴ κρίσις, καὶ ναυτιλιακὴ κρίσις, καὶ οἰκονομικὴ κρίσις, καὶ παγ­κόσμιος κρίσις. Ἀλλὰ πίσω ἀπ᾿ ὅλα αὐ­τά, ἀ­δέρφια μου, εἶνε ἡ κρίσις τῆς συνειδήσεως! Ζοῦμε στὴν πιὸ φοβερὴ ἐποχὴ ἀπὸ ἠ­θικῆς καὶ θρησκευτικῆς πλευρᾶς. Ὁ διάβολος σφυρίζει στ᾿ αὐτιὰ ὅλων· Δὲ βαριέσαι! μιλᾷς σήμερα γιὰ συνείδησι; ποιός μπορεῖ νὰ ζήσῃ μὲ τὸ Εὐ­αγγέλιο;… Καὶ στὸ φτωχαδάκι λέει· –Δὲ βαριέσαι, καημένε! δὲ βλέπεις τὸν ἄλλο ποὺ ὄχι ἁπλῶς πλούτισε, ἀλλὰ ἔγινε μεγάλος ἐφοπλι­στής;… Ἔρχεται καὶ στὴν τίμια κόρη καὶ τῆς λέει· –Τί κάθεσαι ἐσὺ ἔτσι; βγές, διασκέδασε, ξεγυμνώσου. Τί κέρδισες μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν ἐκκλησία; Δὲ βλέπεις τὴν ἄλλη;… Στὸν ἐργάτη λέει· –Τί πᾷς μὲ τὸ σταυρό; Πάρε στὰ χέρια δυναμῖτες καὶ τίναξέ τους στὸν ἀέρα… Καὶ στὸν καθένα λέει· –Δὲν ὑπάρ­χει τίποτα, μὴν ἀκοῦς παπᾶδες. Ὕλη καὶ μόνο ὕλη· τί θὰ πῇ συνείδησι, τί θὰ πῇ Θεός;…
Ἀδελφοί μου· «ὅσοι πιστοί», «στῶμεν κα­λῶς!». Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· δικαίωμά τους. Ἐμεῖς νὰ σταθοῦμε στὰ πόδια μας εἰλικρινεῖς, μὲ συνείδησι Θεοῦ. Προτιμότερο τίμιοι μὲ τὸ Χριστό, παρὰ κλέφτες μὲ τὸ διάβο­λο. Κ᾽ ἐσὺ κορίτσι μου, προτιμότερο ταπεινὴ καὶ ἁγνὴ σὰν τὴν Παναγιά, παρὰ μιὰ στολισμέ­νη πόρνη. Νὰ μείνουμε κοντὰ στὴν Ἐκκλη­σία τοῦ Χριστοῦ. Κι ἂν ἀκόμα ὁ διάβολος μᾶς στρώσῃ δρόμο μὲ χρυσάφι, ἐμεῖς νὰ προτιμήσουμε τὸ στενὸ μονοπάτι τοῦ Χριστοῦ μας.
Εὔχομαι ὅλοι ν᾿ ἀποκτήσουμε καὶ νὰ φυλάξουμε καθαρὴ συνείδησι. Μὴν κάνουμε τίποτα ἀντίθετο μὲ τὴ φωνή της. Νὰ τὴ ρωτᾶμε καὶ νὰ τὴν ἀκοῦμε. Διαφορετικά, ἡ συνείδησι εἶνε σαράκι ποὺ τρώει τὸν ἄνθρωπο ὅπως τὸ σκου­λήκι τὸ δέντρο· εἶνε κεντρὶ ποὺ πληγώνει χειρότερα ἀπὸ τὸ σκορπιό· εἶνε φίδι ποὺ δαγ­κώνει· εἶνε σπαθὶ πάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι· ἡ συνείδη­σι εἶνε εἰσαγγελεὺς ποὺ ἀπευθύνει κατηγορῶ.
Ἂς προσέξουμε λοιπόν, ἀδελφοί μου. Ἂς ζήσουμε μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἂς κρατήσουμε τὴν ὀρθόδοξο πίστι. Μὴ δώσουμε τὴν ψυχή μας. Κι ἂν ἀκόμη ὁ διάβολος μᾶς προσφέρῃ τὰ πλούτη τοῦ κόσμου, ἐμεῖς φτωχοὶ πάνω στὰ βράχια μας –ἡ Ἑλλὰς ὑπῆρξε πάντοτε φτωχή–, μὴ ξεπουλήσουμε τὴν τιμή μας. Χίλιες φορὲς φτωχοὶ μὲ τὸ Χριστὸ παρὰ ἑκατομμυριοῦχοι μὲ τὸ διάβολο. Δὲν θέλουμε τὰ ἑκατομμύριά του. Νὰ μείνουμε ὣς τὸ τέ­­λος μὲ ἀγαθὴ συνείδησι, δοξάζοντες Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγίου Σπυρίδωνος Αἰγάλεω – Ἀθηνῶν 16-6-1963

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.