Αυγουστίνος Καντιώτης



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ: 1) Παντα μοι εξεστιν, αλλ’ ου παντα συμφερει· παντα μοι εξεστιν, αλλ’ ουκ εγω εξουσιασθησομαι υπο τινος 2) Σκλαβοι μακρια απ᾽ το σπιτι του Πατερα

date Φεβ 2nd, 2018 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
Δυο ὁμιλίες τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστινου Καντιώτου
Στον Ἀπόστολο σε pdf, και στο Εὐαγγέλιο

  Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος

1) ΕΙΣΑΙ ΚΥΡΙΟΣ; (Α´Κορ. 6, 12-20)

862c570e406e

2) Σκλάβοι μακριὰ ἀπ᾽ τὸ σπίτι τοῦ Πατέρα

«Ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακρὰν …καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι» (Λουκ. 15,13-14)

επιστροφη ασωτου

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Κυριακὴ τοῦ Ἀ­σώτου. Ἀκούσαμε τὴν ἐξαίσια παραβολή, ποὺ εἶπε ὁ Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ ὁποία εἶνε ἄφθαστη σὲ νοήματα, ἀνεξ­άν­τλητη σὲ διδάγματα. Κάθε φράσι της δίνει ἀ­­φορμὴ νὰ σκεφτῇ κανεὶς πο­λύ, νὰ ἐμβαθύνῃ σὲ μεγάλες ἀλήθειες.
Ἂς προσέξουμε σήμερα τὰ λόγια ἐ­κεῖνα ποὺ λέει ὁ Κύριος γιὰ τὸν ἄσωτο καὶ τὰ ὁποῖα περιγράφουν τὴν κατάντια τοῦ νεαροῦ ἀποστά­του· «Ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακρὰν», λέει, καὶ ἐ­­κεῖ «αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι» (Λουκ. 15,13-14). Ἐγ­­κατέλειψε δηλαδὴ τὸ πατρικό του σπίτι, ὅ­που εἶχε ὅλα τ᾽ ἀγαθά, ταξίδεψε σὲ χώρα μακρι­νή, κ᾽ ἐκεῖ, ἀφοῦ δαπάνησε τὴν περιουσία ποὺ εἶ­χε πάρει ἀπὸ τὸν πατέρα του, ἔπεσε πλέον σὲ μεγάλη φτώχεια, τοῦ ἔ­λειψαν καὶ τὰ πιὸ ἀπαραίτητα, ὣς καὶ αὐτὸ τὸ ψωμί· ἔτσι ἀ­ναγκάστη­κε νὰ μπῇ στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς ἀ­φέν­τη πλου­σίου καὶ νὰ γίνῃ χοιροβοσκός.

* * *

Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀσώτου, ἀγαπητοί μου, βλέπουμε ὅλοι τὸν ἑαυτό μας.
Κάποτε ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κάθε ἀν­­­θρώπου, ἦταν κοντὰ στὸ Θεό· ἐκεῖ ἔνιωθε ἐ­λεύ­θε­ρη, ἀνέπνεε τὸ καθαρὸ ὀξυγόνο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἔ­πειτα ὅμως ἔφυγε ἀπὸ τὸ πατρικό της σπίτι, ἔφυγε σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐ­αγγέλιο. Ὁ ἄνθρωπος ἔ­φυγε ἀπὸ τὸ σπίτι – τὸ παλάτι τοῦ Θεοῦ…
Παλάτι τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Σπίτι – οἶ­κος τοῦ Θεοῦ εἶνε ὁ ναός. Ἂν τὸ πιστεύῃς, τότε νά ᾽ρχεσαι· ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, ἀλ­λάζει τὸ πρᾶγμα, πήγαινε ὅ­που θέλεις. Ὁ ναὸς εἶνε σπίτι τοῦ Θεοῦ. «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗ­τος…» (Γέν. 28,17). Ὁ χῶρος τοῦ ναοῦ, αὐτὸ τὸ τε­τράγωνο, δὲν εἶνε ὅπως κάθε ἄλλο οἰ­κόπεδο τῆς γῆς· εἶνε ἕνα κομμάτι τοῦ οὐρανοῦ, εἶνε ὁ οἶκος Κυρίου, τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ.
Γιά ῥίξτε μιὰ ματιά, πόσοι εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἔρχονται σήμερα στὴν ἐκκλησία, πόσοι εἶ­νε οἱ ἐκκλησιαζόμενοι; Κάθε ἐνορία ἔχει ἕναν ἀ­ριθμὸ ἐνοριτῶν, μικρὸ ἢ μεγάλο. Μερικὲς ἐν­ορίες ἔχουν χιλιάδες ἐνορῖτες. Πόσα σπίτια καὶ πόσες οἰκογένειες ἔχει ἡ ἐνορία σας; κι ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ πλῆθος πόσοι μαζεύονται τὴν Κυ­ριακὴ γιὰ τὴ λειτουργία; Ἀπ᾽ ὅλα τὰ σπίτια, μικρὰ – μεγάλα, ποιοί βρίσκονται μέσα, πόσοι μεί­ναμε στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ; Γιά μετρηθῆτε. Οἱ πολλοὶ ἔφυγαν δυστυχῶς ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα. Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ Χριστιανοὺς μόλις δυὸ – τρεῖς ἐκκλησιάζονται· οἱ ἄλλοι; Ἄσωτοι.
Μὰ κι αὐτοὶ πού ᾽νε μέσα εἶνε σὰν τὸν πρεσβύτερο υἱὸ τῆς παραβολῆς (Λουκ. 15,25), ποὺ δὲν εἶχε ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἀδελφό του, δὲν τοῦ καιγόταν καρφί. Θὰ κολαστοῦμε ὅλοι, κι αὐ­τοὶ ποὺ εἶνε ἔξω ἀπ᾽ τὴν ἐκκλησία ἀλλὰ κ᾽ ἐ­μεῖς ποὺ λέμε πὼς εἴμαστε μέσα. Γιατὶ ποιός ἀ­πὸ μᾶς πονάει γιὰ τοὺς 98 ποὺ μένουν ἔ­ξω; Οὔτε παπᾶς οὔτε ἱεροκήρυκας οὔτε ἐπίτροπος οὔτε λαϊκός· δὲν μᾶς πονάει ποὺ ὁ να­ὸς μένει ἀδειανός. Εἶνε ἔ­λεγχος γιὰ μᾶς ὁ καταστη­­ματάρχης ἐκεῖνος, ποὺ βλέπει πὼς ἀραιώνει ἡ πελατεία του καὶ προσπαθεῖ νὰ τὴν αὐ­ξήσῃ, ἐνῷ ἐμᾶς δὲν μᾶς νοιάζει ἂν ἡ ἐκ­κλησία μένει ἀδειανή. Ἐσὺ ἔρ­χεσαι στὴν ἐκ­κλησία μόνος; Ὄχι, Χριστιανέ μου, δὲν θὰ ἔρ­χεσαι μόνος· νὰ πᾷς νὰ φέ­ρῃς καὶ τοὺς ἄλ­λους. Ὅταν πρόκειται γιὰ κινημα­τογράφο, φω­­νάζεις τὴ γειτονιὰ ὁλόκληρη νὰ ἔρθουν νὰ δοῦν τὸ ἔργο· ἀλλὰ ὑπάρχει πιὸ σπουδαῖο «ἔρ­­γο» ἀ­πὸ αὐτὸ τὸ μυστήριο ποὺ τελεῖται ἐδῶ;
Λοιπόν, ἀδελφοί μου, –γιὰ νὰ ἐπανέλθω– οἱ ἄνθρωποι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ. Καὶ τώρα ποῦ εἶνε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Ἂν πᾶτε αὐτὴ τὴν ὥ­­ρα ἔξω, θὰ τοὺς βρῆτε δεξιὰ κι ἀριστερά, σὲ διάφορα κέντρα, σὲ μεγάλα σπίτια ἢ σὲ καλύβες· παίζουν, πίνουν, κάνουν ὅλα αὐ­τὰ ποὺ γίνονται τώρα, ἀσωτεύουν. Γεμᾶτα τὰ σπίτια τοῦ διαβόλου, καὶ ἄδειασε τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ.
Μακριὰ ὅμως ἀπὸ τὸ Θεὸ τί ὑπάρχει; Κάθε ψυχὴ ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶ­νε σκλαβωμένη. Σκλάβα ἡ ψυχὴ κάτω ἀπὸ δι­άφορα πάθη· στὸ ἀλκοόλ, στὸ χαρτί, στὸ ποτήρι, στὴ μπάλλα, σὲ ὅλα τὰ πάθη καὶ τὶς ἀτιμίες. Ἀναστενάζει ἡ ψυχή. Ποιός θὰ τὴν ἐλευθε­ρώσῃ;
Σήμερα ἰδίως φθάσαμε πλέον στὸ ἀ­προχώρητο. Ἐγὼ φοβᾶμαι. Ἁμαρτωλὸς εἶμαι, «δὲν εἶ­­μαι ἄξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας», ὅ­πως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, τὸ χρυσὸ βιβλίο ποὺ εἶνε πάνω στὴν ἁ­γία τρά­πεζα, καὶ σᾶς λέω ὅτι, ἂν δὲν διορθωθοῦμε, ἀλλοίμονό μας. Ἀδειάσαμε τὰ χωριου­δάκια μας τὰ εὐλογημένα, τὶς καλυβοῦ­λες ποὺ ἔζησαν οἱ ἅγιοι παπποῦδες μας, φύγαμε καὶ χορτάριασαν οἱ αὐ­λές τους. Μαζευτήκαμε στὰ ἀστικὰ κέντρα, στὴ λακκού­βα τῆς ἁμαρτίας, μέσα σὲ μιὰ χαβούζα, ἑκατομμύρια μυρμήγ­κια καὶ σκουλήκια ἀκάθαρτα. Τί ἐπικρατεῖ στὰ μεγάλα κέν­τρα; Βασιλεύει ἡ ἁμαρτία, ἡ πορνεία. –Μὴ λὲς τέτοιες λέξεις, θὰ ποῦν μερικοὶ μοντέρνοι θεολόγοι, δὲν κάνει, σοκάρουν… Οἱ πράξεις σοκάρουν, ὄχι οἱ λέξεις. Σήμερα κυριαρχεῖ στὸν κόσμο ἡ πορνεία, τὸ πορνι­κὸ πνεῦμα. Τὸ λέει ἄλ­λωστε σήμερα τὸ ἴδιο τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 15,30). Καὶ ἂν δὲν μετανοήσουμε, ἀ­­δελφοί μου, καμμιὰ νύχτα «ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται» (Ψαλμ. 103,32), θὰ μᾶς σείσῃ ἐκ θεμελίων, νὰ μὴ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθου γιὰ τ᾽ ἁμαρτήματά μας.
Οἱ μὲν γίναμε ἄσωτοι, ἀμετανόητοι ἄσωτοι, οἱ δὲ ἄλ­λοι εἴμαστε «πρεσβύτεροι ἀδελφοί» (Λουκ. 15,25), μὲ μιὰ ψυχὴ κακιὰ – μοχθηρή, ἀφοῦ δὲν ποθοῦμε νὰ δοῦμε καὶ τὸν ἄλλο κοντὰ στὸ Θεό, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο μας τοῦ κλείνουμε τὴν πόρτα νὰ μὴ γυρίσῃ στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα.
Κι ὅταν δὲν κλείνουμε τὴν πόρτα, πάν­­τως ἀδι­αφοροῦμε γι᾽ αὐτόν, δὲν μᾶς πονάει ἡ ὑ­πό­­θεσι τῆς σω­τηρίας του. Γιὰ παράδειγμα· ἐ­σὺ ὁ ἄντρας· ἦρθες μόνος σου σήμερα στὴν ἐκ­κλησία, γιατί δὲν ἔφερες καὶ τὴ γυναῖκα σου; ἐσὺ ἡ γυναίκα, ἦρθες μόνη σου στὴν ἐκκλησία, γιατί δὲν ἔ­φε­ρες καὶ τὸν ἄντρα σου; Γιά προσπάθησε. Ὅ­ταν θέλῃς, ἐσὺ ἡ γυναίκα, ἔχεις τρόπους νὰ τὸν ἐπηρεάζῃς. Κάποτε μά­λιστα, γιὰ ἄλλα θελήματα, τὸν κάνεις σκου­πίδι στὰ πόδια σου· στὸ ζήτημα αὐτὸ ὅμως δὲν ἐξήσκησες τὴν ἐπιρροή σου, ὥστε νὰ φέ­ρῃς τὸν ἄνθρωπό σου στὴν ἐκκλησία· τὸ ἴδιο κ᾽ ἐσὺ ὁ ἄντρας. Προσπαθῆστε ὅλοι, ὥστε νὰ φθάσετε νὰ ἐκκλησιάζεστε οἰκο­γενειακῶς, νὰ γίνῃ χα­ρὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων.
Ἡ χαρὰ αὐτὴ φαίνεται μέσα στὴν παραβο­λὴ τοῦ Ἀσώτου. Ἀπὸ τὴ μεγάλη χαρά του, λέει, ὁ οὐράνιος Πατὴρ ἔσφαξε «τὸν μόσχον τὸν σι­τευτόν» (ἔ.ἀ. 15,23,27,30). Τὸ μοσχάρι τὸ σιτευ­τό, ποὺ ἔ­σφαξε καὶ παραθέτει καὶ μᾶς καλεῖ ὅ­λους στὸ τραπέζι, ποιό εἶνε; Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰ­ησοῦς Χριστός. Ἐλᾶτε πάλι τὴ νύχτα τῆς Ἀνα­στάσεως. Ὄχι μόλις ἀκουστῇ τὸ «Χριστὸς ἀ­νέ­στη» ν᾽ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησίες· νὰ μείνῃς μέχρι τὸ τέλος τῆς λειτουργίας, καὶ τότε θ᾽ ἀ­κού­σῃς ἐκεῖνο τὸν λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστό­μου· «Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάν­τες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθῃ πεινῶν». Ὁ «μόσχος ὁ σιτευτός», ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέ­λιο, εἶνε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας.

* * *

Βλέπετε, ἀδελφοί μου, τὰ μεγαλεῖα τοῦ Χρι­στοῦ; Ὅταν καθήσῃς κάτω καὶ σκεφθῇς τὰ πράγματα αὐτά, ὅταν σκεφθῇς ὅτι μιὰ σταλα­γματιὰ ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔπεσε πάνω στὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή μου καὶ στὴν ἁ­μαρτωλὴ ψυχή σου, ἔγινε πέλαγος καὶ Ἰορδάνης καὶ καταρράκτης Νιαγάρας καὶ ἔπλυνε τὰ ἁμαρτήματά μας, ὅταν τὰ σκεφθῇς αὐτά, ἡ καρδιά σου γεμίζει ἀπὸ εὐσπλαχνία, ἀπὸ ἀ­γάπη, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, καὶ λές· Χριστέ, σ᾽ εὐ­χαριστῶ. Πῶς ἀλλιῶς θὰ ξεπληρώσουμε, μὲ τί τρόπο θὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη – τὴν εὐ­γνωμοσύνη μας στὸ Χριστό, μὲ ποιό μέσο; Ὄχι μιὰ ζωὴ ἀλλὰ καὶ χίλιες ζωὲς νὰ εἴχαμε καὶ νὰ τὶς θυσιάζαμε γιὰ τὸ Χριστό, δὲν ξεπληρώναμε τὸ χρέος ποὺ ἔχουμε ἀπέναντί του. Τί ζητάει ἀπὸ μᾶς; Νὰ ποῦμε ἕνα εὐχαριστῶ. Ἄνθρωπε· Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, δουλειά· ἔλα λοιπὸν τὴν Κυριακή, στάσου μιὰ ὥρα μέσα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ πές· Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστῶ.
Ὦ ἀδελφοί μου· ἂν δὲν μετανοήσουμε σὰν τὸν ἄσωτο, ἂν δὲν ποῦμε τὸ «Ἥμαρτον» (ἔ.ἀ. 15,18,21), ἂν δὲν ποῦμε τὸ «Μνήσθητί μου…» (ἔ.ἀ. 23,42), καμμιὰ νύχτα, ἐκεῖ ποὺ κοιμώμαστε, σπίτια παλάτια δικαστήρια στρατῶνες, τὰ πάντα, θὰ γίνουν γῆς Μαδιάμ. Ἂς προλάβουμε, ἂς με­τανοήσουμε, ἂς πέσουμε στὰ γόνατα ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπως ὁ ἄσωτος εἶπε τὸ «Ἥμαρτον», νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Χριστέ, ἥμαρτον· ἥ­μαρτον, Χριστέ»· ἵνα διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπερ­αγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ ἡμᾶς· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ν. Ἁγ. Ἰωάννου Προδρόμου Ν. Μαδύτου – Ἀθηνῶν τὴν 1-3-1964. Καταγραφή, διαίρεσις, ἀναπλήρωσις 29-12-2014.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς μέσα στὸ cd 94α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.