Αυγουστίνος Καντιώτης



ΜH AΠΟΣΤΡΕΨΗΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΟΥ…» «Μη αποστρεψης το προσωπον σου απο του παιδος σου, οτι θλιβομαι· ταχυ επακουσον μου· προσχες τη ψυχη μου και λυτρωσαι αυτην» (Ψαλμ. 68,18-19)

date Μαρ 1st, 2020 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΙΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 755

Κατανυκτικὸς ἑσπερινὸς
Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

«ΜH AΠΟΣΤΡΕΨΗΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΟΥ…»

«Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι·
ταχὺ ἐπάκουσόν μου· πρόσχες τῇ ψυχῇ μου καὶ λύτρωσαι αὐτήν»

(Ψαλμ. 68,18-19)

PANTOKRAT. ist

ΑΚΟΥΣΑΤΕ τὰ λόγια αὐτά, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί. Εἶνε τὸ προκείμενο τοῦ κατανυκτικοῦ ἑσπερινοῦ. Ὅσοι πᾶτε τακτικὰ στὸν ἑσπερινὸ θὰ γνωρίζετε, ὅτι μετὰ τὸ «Φῶς ἱλαρόν…» λέγεται τὸ προκείμενο, ποὺ ἀλλάζει κάθε φορά. Ἄλλο εἶνε τὸ προκείμενο τῆς Δευτέρας, ἄλλο τῆς Τρίτης, ἄλλο τῆς Τετάρτης, ἄλλο τῆς Πέμπτης, ἄλλο τῆς Παρασκευῆς, ἄλλο τοῦ Σαββάτου, καὶ ἄλλο τῆς Κυριακῆς. Τὸ προκείμενο τῆς Κυριακῆς εἶνε «Ἰδού δὴ εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντες οἱ δοῦλοι Κυρίου» (Ψαλμ. 133,1).
Τὸ προκείμενο ὅμως τῆς Κυριακῆς ἀλλάζει τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, μὲ τὴν είσοδο στὸ στάδιο τῶν ἡρωϊκῶν ἀγώνων τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν Β΄ καὶ τὴν Δ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, τὸ βράδι στὸν ἑσπερινὸ ψάλλεται ἕνα ἄλλο προκείμενο, τόσο κατανυκτικὸ ποὺ φέρνει δάκρυα στὰ μάτια αὐτῶν ποὺ τὸ αἰσθάνονται. Τὸ κατανυκτικὸ αὐτὸ προκείμενο λέει· «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι· ταχὺ ἐπάκουσόν μου· πρόσχες τῇ ψυχῇ μου καὶ λύτρωσαι αὐτήν» (Ψαλμ. 68,18-19).
Ἕνας σοφός, ὅταν τὸ ἄκουσε αὐτὸ νὰ ψάλλεται, ἔπεσε προσκυνώντας κάτω στὴ γῆ καὶ ἔλεγε· Ἀληθινὰ αὐτὸς ποὺ συνέθεσε τὰ λόγια αὐτὰ εἶνε ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ τὰ λόγια θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐξηγήσουμε.

Ὁ Δαυῒδ ὑπέφερε πολλά, ἀλλὰ μία συμφορὰ θεωροῦσε μεγαλύτερη. Τὸν μισοῦσαν οἱ ἐχθροί του. Τὸ παιδί του ἐπαναστάτησε καὶ τὸν κατεδίωκε. Συμφορὲς εἶνε αὐτές. Ἀλλὰ ἡ πιὸ μεγάλη συμφορὰ ἦταν νὰ τὸν ἐγκαταλείψῃ ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτὸ λέει ὁ Δαυΐδ· Κύριε, μὴ μ᾿ ἐγκαταλείπεις! Ἂς μ᾿ ἐγκατέλειψε ἡ γυναίκα, ἂς μ᾿ ἐγκατέλειψαν τὰ παιδιά, ἂς ἔμεινα μόνος στὸν κόσμο· ἐσύ, Κύριε, μὴ μ᾿ ἐγκαταλείψῃς. Κοίταξέ με. Τὴν ὥρα τῆς θλίψεως καὶ τοῦ πόνου μεῖνε κοντά μου. «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου…».
Γιὰ νὰ καταλάβετε τὸ στίχο αὐτό, τὸν τόσο κατανυκτικό, θὰ σᾶς ἀναφέρω δύο – τρία παραδείγματα καὶ θὰ τελειώσω τὸ λόγο.
Τὸ πρῶτο παράδειγμα. Ἐπάνω ἐδῶ στὴ γῆ ὑπάρχουν διάφορα πράγματα. Ὑπάρχουν δέντρα, ποτάμια, ζῷα, λουλούδια, πουλιὰ ποὺ κελαϊδᾶνε· εἶνε διάφορα πράγματα. Ἂν μὲ ρωτήσετε, ἐδῶ κάτω στὸν φυσικὸ κόσμο ποιό εἶνε τὸ ἀναγκαιότερο ἀπ᾿ ὅλα, θὰ σᾶς πῶ, ὅτι εἶνε ὁ ἥλιος. Ὁ ἥλιος φαίνεται σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος, μὲ ἀπαράβατο τὸ δρομολόγιό του. Ἀλλὰ ὁ ἥλιος ἔχει ἀφέντη. Εἶνε ὑπάκουος στὸ Θεό. Καὶ ἂν ὁ Θεὸς τὸν διατάξῃ κάτι, ὁ ἥλιος νὰ είμεθα βέβαιοι ὅτι θὰ πειθαρχήσῃ. Λοιπὸν γιά φαντασθῆτε, αὔριο ὁ ἥλιος νὰ λάβῃ ἐντολὴ …νὰ μὴ βγῇ. Νὰ μὴ βγῇ γιὰ μία, δύο, τρεῖς, τέσσερις ἡμέρες! Σκοτάδι θὰ ἐπικρατήσῃ στὴ Γῆ. Ἐλᾶτε τότε, ὅλες οἱ ἑταιρεῖες ἠλεκτρισμοῦ, ὄχι μόνο τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ ὅλου τοῦ κόσμου, νὰ θερμάνετε καὶ νὰ φωτίσετε τὴ Γῆ. Λαμπάκια καὶ πυγολαμπίδες εἶνε, ὅλες οἱ ἠλεκτρικὲς ἑταιρεῖες μαζί, ἐμπρὸς στὸν ἥλιο.
Ὅλα ἀπὸ τὸν ἥλιο ἐξαρτῶνται. Καὶ τὰ μῆλα ποὺ τὰ βλέπεις κόκκινα κόκκινα, καὶ τὰ ἀχλάδια, καὶ τὰ σταφύλια, καὶ τὸ σιτάρι, καὶ τὰ νερὰ ποὺ τρέχουν, καὶ τὰ ἀρνάκια, καὶ τὰ πάντα. Ζοῦν καὶ αὐξάνονται ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Τὸ πιὸ ἀναγκαῖο εἶνε ὁ ἥλιος. Ἀλλ᾿ ὅ,τι εἶνε ὁ ἥλιος γιὰ τὸ φυσικὸ κόσμο, εἶνε ὁ Θεὸς γιὰ τὸν πνευματικὸ κόσμο. Ὁ ἥλιος ὁ πνευματικὸς εἶνε ὁ Χριστός. Κι ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε χωρὶς τὸν ἥλιο, ἔτσι δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε καὶ χωρὶς τὸ Χριστό. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες του, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὸ φωτισμό του, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴ χάρι του. Γι᾿ αὐτὸ τὸν παρακαλοῦμε· «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου». Ὅπως ἂν σβήσῃ ὁ ἥλιος καταστρέφεται ὁ κόσμος, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε ἂν δὲν βρισκώμαστε κάτω ἀπὸ τὶς ζωογόνες καὶ θερμαντικὲς ἀκτῖνες τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ἥλιο, καὶ ἡ ψυχή μας ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὸν Ἥλιο – Χριστό. «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου».
Χριστέ, ὁ ἥλιος τῆς ψυχῆς μας! Στεῖλε μας μιὰ ἀκτῖνα γιὰ νὰ φωτίσῃ τὸ σκοτάδι τῆς ψυχῆς μας. Ἂν ἄλλοι ἄνθρωποι θέλουν νὰ ζοῦν στὸ σκοτάδι, ἐμεῖς θέλουμε νὰ ζοῦμε στὸ φῶς, καὶ νὰ είμεθα παιδιὰ τοῦ φωτὸς καὶ ὄχι παιδιὰ τῆς νύχτας.
Μιὰ εἰκόνα εἶνε αὐτή. Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Τὸ παιδάκι τὸ μικρὸ ζῇ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς μάνας. Τὰ μάτια του εἶνε στραμμένα στὴ μάνα. Χαμογελάει ἡ μάνα, χαμογελάει κι αὐτό. Ζῇ μὲ τὸ χαμόγελο τῆς μάνας. Πῆρες τὸ παιδάκι ἀπὸ τὴ μάνα; μαράζωσε. Ὅπου νὰ τὸ βάλῃς, στὸ καλύτερο ὀρφανοτροφεῖο, στὰ παλάτια νὰ τὸ πᾷς, τὴ μάνα ζητάει. Θέλει νὰ δῇ τὴ ματιὰ τῆς μάνας του, θέλει νὰ δῇ τὸ πρόσωπό της. Τὸ πρόσωπο τῆς μάνας του εἶνε ὁ ἥλιος, τὸ πρόσωπο τῆς μάνας του εἶνε ὅ,τι ἔχει ἀνάγκη τὸ παιδί.
Θυμᾶμαι τὰ φοβερὰ χρόνια τοῦ συμμοριτοπολέμου καὶ τῆς κατοχῆς. Ἤμουν στὰ Γρεβενά. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἔμπαινε σὲ κάποιο χωριὸ μιὰ γυναίκα, κρατώντας στὴν ἀγκαλιά της ἕνα μικρὸ χαριτωμένο ἀγοράκι. Τὴν ὥρα ἐκείνη μαθαίνει, ὅτι σκοτώσανε τὸν ἄντρα της στὸ φυλάκιο. Ἀφήνει λοιπὸν κάτω τὸ μικρὸ καὶ τρέχει στὸ φυλάκιο. Ὁ μικρός, παρ᾿ ὅλο ποὺ βρισκόταν κοντὰ σ᾿ ἄλλες μανάδες, ἄρχισε νὰ κλαίῃ καὶ νὰ φωνάζῃ δυνατά· Μάνα, μάνα…! Πῆγαν οἱ γειτόνισσες, τὸ πῆραν στὴν ἀγκαλιά τους, τοῦ δίνανε γλυκά… Αὐτὸ τίποτε, ἔκλαιγε. Ἄλλαξε δέκα ἀγκαλιές. Σὲ δέκα μανάδες πῆγε. Τὸ χαϊδεύανε, τοῦ μιλοῦσαν… Αὐτὸ ἔκλαιγε καὶ φώναζε ζητώντας τὴ μάνα του. Ὥσπου ἦρθε ἡ μάνα του ἡ πονεμένη, καὶ τότε ἡσύχασε.
Ἔτσι είμαστε κ᾿ ἐμεῖς, σὰν τὸ μικρὸ παιδί. Μάνα μας εἶνε ὁ Χριστός. Καὶ ὅπως τὸ μικρὸ παιδάκι δὲ᾿ μπορεῖ νὰ ζήσῃ χωρὶς τὴ μάνα του, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς δὲ᾿ μποροῦμε νὰ ζήσουμε χωρὶς τὸ Χριστό. Παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ είμαστε. Κανείς δὲ᾿ μπορεῖ νὰ μᾶς ἀναπαύσῃ. Είμαστε ἀνήσυχοι καὶ τεταραγμένοι, ἕως ὅτου κοντὰ στὸ Χριστό βροῦμε τὴν ἀνάπαυσί μας. «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι· ταχὺ ἐπάκουσόν μου· πρόσχες τῇ ψυχῇ μου καὶ λύτρωσαι αὐτήν».
Θὰ σᾶς ἀναφέρω καὶ ἕνα ἀκόμα παράδειγμα. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μονάχα κορμί. Ἔχει καὶ κάτι ἀνώτερο. Ἔχει ψυχὴ ἀθάνατη. Βλέπουμε ἀκοῦμε αἰσθανόμεθα, γιατὶ ἔχουμε μέσα ψυχή. Ἂν ἡ ψυχὴ φύγῃ, τότε τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ μάτια; τί νὰ τὰ κάνῃς τ᾿ αὐτιά; τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια; Τὰ πάντα εἶνε νεκρά.
Ὅ,τι εἶνε λοιπὸν ἡ ψυχὴ γιὰ τὸ κορμί, εἶνε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ψυχή. Ἡ ψυχὴ τῆς ψυχῆς εἶνε ὁ Χριστός. Χωρὶς τὴν ψυχὴ τὸ κορμὶ σαπίζει καὶ βρωμίζει, καὶ χωρὶς τὸ Χριστὸ ἡ ψυχὴ γίνεται νεκρά. Δὲν ἔχει μέσα της ζωή.

* * *

Αὐτή, ἀγαπητοί μου, εἶνε δι᾿ ὀλίγων μία σύντομος πρακτικὴ ἑρμηνεία τοῦ προκειμένου ποὺ ψάλλεται ἀπόψε στὴν ἐκκλησία.
―Μὰ πότε, θὰ μοῦ πῆτε, πότε φεύγει ὁ Χριστός; Πότε κρύβει τὶς ἀκτῖνες του; Πότε ἡ μάνα δὲν θέλει νὰ δῇ τὸ παιδί, καὶ πότε ἡ ψυχὴ ἐγκαταλείπει τὸ κορμί;
Ὅταν ἁμαρτάνουμε! Τότε ὁ Χριστὸς φεύγει ἀπὸ κοντά μας, καὶ σβήνει ὁ ἥλιος καὶ τὰ φεγγάρια, καὶ γίνεται σκοτάδι στὴν ψυχή.
Γι᾿ αὐτό, αὐτὴ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ποὺ ζοῦμε, νὰ κάνουμε μιὰ προσπάθεια νὰ μὴν ἁμαρτάνουμε. Ν᾿ ἀποφεύγουμε τὴν ἁμαρτία. Καὶ ὅσο τὴν ἀποφεύγουμε, τόσο πιὸ κοντὰ στὸ Χριστὸ θὰ ζοῦμε καὶ τόσο πιὸ εὐτυχισμένοι καὶ χαρούμενοι θὰ είμεθα. Ἔτσι θὰ περάσουμε ὅπως λέει σήμερα ἡ Ἐκκλησία τὶς σαράντα – πενήντα αὐτὲς ἡμέρες, καὶ θὰ φτάσουμε στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, γιὰ νὰ ἑορτάσουμε τὰ σεπτὰ πάθη καὶ τὴν ἔνδοξο ἀνάστασι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στον ιερό ναὸ του ἉγίουΠαντελεήμονος Φλωρίνης 11-3-1973

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.