Αυγουστίνος Καντιώτης



Ελειψε η αγαπη του Χριστου… «Ουτω γαρ ηγαπησεν ο Θεος τον κοσμον…» (Ἰω. 3,16) -Ὦ ανθρωπε αχαριστε, γκρινιαρη, βλασφημε! Εχεις μυαλο, εχεις καρδια, εχεις ματια; Καθησε κατω, παρε μολυβι & σε μια κολλα κανε δυο στηλες. Στη μια γραψε τις ευεργεσιες του Θεου που δεχθηκες απο μικρος μεχρι τωρα – μερικοι ειδαν & θαυματα στη ζωη μας. Και στη διπλανη στηλη γραψε, τι προσεφερες εσυ στο Θεο εναντι ολων αυτων

date Σεπ 12th, 2020 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος Κ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1001

Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως (Ἰω. 3,13-17)
13 Σεπτεμβρίου
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Ελειψε η αγαπη του Χριστου…

«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον…» (Ἰω. 3,16)

Ὅσοι εἶστε ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, θὰ διαβάπρο του σταυρου ιντζετε διάφορα περιοδικὰ καὶ βιβλία, ἀλ­λὰ δὲν ξέρω ἂν ἀγαπᾶτε τὸ ἅγιο καὶ ἱερὸ Εὐ­αγγέλιο. Ὑπάρχουν Χριστιανοὶ ποὺ ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο μόνο μιὰ φορὰ τὴ ᾿βδομάδα, τὴν Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία. Ὑπάρχουν ἄλλοι ποὺ ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο δυὸ – τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο, ὅταν πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία τὰ Χριστούγεννα καὶ τὴ Λαμπρή. Ὑπάρχουν δὲ καὶ Χριστιανοὶ ποὺ οὐδέποτε ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο, παρὰ μόνο μιὰ φορά, ὅταν εἶνε στὸ μέσον τοῦ ναοῦ νεκροὶ στὸ φέρετρο… Ἐσεῖς σὲ ποιά κατηγορία ὑπάγεσθε; Ξέρω ὅμως, ὅτι καὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ σατανικὰ χρόνια ὑπάρχουν ἄν­θρωποι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἀγαποῦν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ διαβάζουν καθημερινῶς. Ἔτσι ἦταν ἄλλοτε, στὰ εὐλογημένα χρόνια, στὴ Μικρὰ Ἀσία. Μαζευόταν στὸ σπίτι ἡ οἰκογένεια ὅταν πιὰ βασίλευε ὁ ἥλιος, καὶ πρὶν πέ­σουν νὰ κοιμηθοῦν ἔπιανε ὁ πατέρας καὶ διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο· κι ἄκουγαν τὰ παιδιά, καὶ ἅγιαζε ὁ τόπος. Τότε τὸ σπίτι ἦταν ἐκκλησία. Μάλιστα.
Τὸ Εὐαγγέλιο λοιπὸν εἶνε γεμᾶτο νοήματα πολύτιμα. Ἂν ἀνοίξουμε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, θὰ δοῦμε μπροστά μας ἕνα διαμάντι πρώτου μεγέθους, ποὺ φωτίζει. Λένε, ὅτι τὸ διαμάντι καὶ μέσα στὸ σκοτάδι λάμπει· τὴ νύχτα τὴν κάνει μέρα. Ἕνα τέτοιο διαμάντι ἀπεί­ρου ἀξίας, ἕνα χωρίο στὸ ὁποῖο συγκεφαλαιώνεται ὅλο τὸ βάθος τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ μας, εἶνε αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Τί λέει;

* * *

«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵ­να πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,16). Ὁ Κύριος ἐδῶ ὁ­μιλεῖ περὶ ἀγάπης. Ὑπάρχουν λογιῶν – λογιῶν ἀγάπες· ἀγάπες ποὺ καῖνε καὶ ἀγάπες ποὺ δροσίζουν, ἀγάπες τοῦ διαβόλου καὶ ἀ­γάπες τοῦ Θεοῦ. Διαλέξτε καὶ πάρτε.
Χωρὶς ἀγάπη δὲν ζῇ ὁ κόσμος. Ἀγαπάει ὁ πατριώτης τὸν πατριώτη του, ὁ φίλος τὸ φίλο του, ὁ συγγενὴς τὸ συγγενῆ του, ὁ ἄντρας τὴ γυναῖκα του κ᾿ ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα της, ἀγαποῦν τὰ παιδιὰ τὸν πατέρα κι ὁ πατέρας τὰ παιδιά του· προπαντὸς ὅμως ἀγαπάει ἡ μά­να τὸ παιδί, καὶ δίνει γι᾿ αὐτὸ τὰ πάντα. Ἀλ­λὰ πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὶς ἀγάπες αὐτὲς εἶνε μιὰ ἄλλη ἀγάπη, ποὺ δὲν τὴ νιώθουμε καὶ γι᾿ αὐτὸ εἴμαστε δυστυχεῖς. Ὅλες τὶς ἄλ­λες ἀ­γά­πες τὶς γευόμαστε στὸν κόσμο αὐ­τόν, καὶ στὸ τέλος μᾶς πικραίνουν καὶ μᾶς φαρμακώνουν· ἀλλ᾿ αὐτὴ δὲν τὴ γευόμαστε. Ποιά εἶνε ἡ ἀγάπη αὐτή; Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Γι᾿ αὐτὴν ἀκούσαμε σήμερα· «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον…».
Ὁ Θεός, ἀδελφοί μου, ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο. Ποῦ φαίνεται αὐτὴ ἡ ἀγάπη; Τυφλὸς ὅ­ποιος δὲν βλέπει τὸν ἥλιο, μὰ πιὸ τυφλὸς ἐ­κεῖνος ποὺ δὲν βλέπει τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ. Ὅπου κι ἂν στραφοῦμε, συναντοῦμε τὰ δείγματα τῆς ἄπειρης ἀγάπης του. Ὁ ἥ­λιος ποὺ μᾶς φωτίζει καὶ μᾶς θερμαίνει, τὸ νεράκι ποὺ μᾶς δροσίζει, ὁ ἀέρας καὶ τὸ ὀξυγόνο ποὺ χωρὶς αὐτὸ δὲν ζοῦμε, τὰ δέντρα μὲ τοὺς καρπούς, τὰ πουλιὰ ποὺ κελαηδοῦν, τὰ ψάρια στὴ θάλασσα, τὰ ζῷα ποὺ μᾶς ὑπηρετοῦν, τὰ πάντα τοῦ Θεοῦ εἶνε. Κι ἂν ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὸν ἑαυτό μας, πάλι θὰ δοῦμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τὰ μάτια, τὰ αὐτιά, ὅλες οἱ αἰσθήσεις, ἡ καρδιά, ὁ ἐγκέφαλος, τὸ μυα­λὸ ποὺ λύνει προβλήματα καὶ κάνει ἐφευρέσεις, ὅλα τοῦ Θεοῦ εἶνε.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὑλικὲς εὐεργεσί­ες, ὑπάρχουν, ἀδελφοί μου, ἄλλες εὐεργεσί­ες τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη μεγαλύτερες καὶ σπουδαιότερες, ἀνεκτίμητες. Δὲν εἶνε αὐτὰ ποὺ βλέπουμε. Εἶνε κάτι ἄλλο· καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς ὑπενθυμίζει σήμερα τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο.
Τί εἴμαστε ὅλοι μας; Βγάλε τὰ γράμματα καὶ τὶς τέχνες μας, βγάλε ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ μπιχλιμπίδια ποὺ φέρουμε. Ἂν μᾶς ξεγυμνώσῃ ὁ ἄγ­γελος, τί εἴμαστε; Σκουλήκια βρώμερα καὶ ἀκάθαρτα. Τί εἴμαστε; Κἂν βασιλεῖς, κἂν μεγι­στᾶνες, κἂν στρατηγοί, κἂν πλούσιοι, κἂν μεγάλοι… Ὅ,τι νά ᾿σαι, ἕνα βρωμερὸ σκουλήκι εἶσαι, ἁμαρτωλὸς εἶσαι. Τί μᾶς ἁρμόζει; Νὰ γίνουν τὰ ἄστρα ἀστροπελέκια καὶ νὰ μᾶς κάψουν, νὰ φουσκώσῃ ἡ θάλασσα καὶ νὰ μᾶς πνί­ξῃ, νὰ σειστῇ τὸ ἔδαφος καὶ νὰ μὴ μείνῃ λί­θος ἐπὶ λίθον. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς μακροθυμεῖ. «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε». Μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός, μᾶς ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Καὶ ἡ ἀ­γάπη του ποῦ ἔφθασε; Ἂν τὸ πῶ, δὲν τὸ αἰ­σθα­νόμαστε, κάποιος ἴσως καὶ θὰ χασμουρη­θῇ. Δὲν ὑπάρχει μέτρο, δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ ζυγίσῃς ἐκείνη τὴν ἄπειρη ἀγάπη. Εἶνε ἡ ἀγάπη ποὺ θὰ δοῦμε στὶς 14 Σεπτεμβρίου. Τὰ λουλούδια, τὰ ζῷα, τὰ πουλιά, ἡ θάλασσα, ὁ ἥ­λιος, τὰ ἄστρα, ὅλα φωνάζουν ἀγάπη. Ὅταν ὅμως ῥίξῃς τὸ βλέμμα στὸ σταυρό, τότε ἡ ἀ­γάπη φθάνει σὲ τέτοιο ὕψος, ποὺ ἰλιγγιᾷ ὁ νοῦς, ἰλιγγιοῦν καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, καὶ ὁ ἄνθρωπος πέφτει προσκυνεῖ καὶ λέει· Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστῶ.
Ὤ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας! Δὲν ἔστειλε ἐδῶ στὸν κόσμο κάποιον ἄγγελο ἢ ἀρχάγγελο· ἔ­στειλε τὸ μονάκριβο παιδί του, τὸν Κύριον ἡ­μῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ποὺ δέχτηκε νὰ σταυρω­­­θῇ. Πῶς, ἀδελφοί μου, νὰ περιγράψω αὐτὸ τὸ μυστήριο; Μὲ ποιά γλῶσσα νὰ σᾶς κάνω νὰ αἰσθανθῆτε αὐτὴ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ ἀπέθανε πάνω στὸ σταυρὸ γιὰ μένα καὶ γιὰ σᾶς καὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο;
Μιὰ σκιὰ τῆς μυστηριώδους αὐτῆς ἀληθείας εἶνε αὐτὸ ποὺ συνέβη στοὺς Ἑβραίους ὅ­ταν ἦταν στὴν ἔρημο. Γιὰ τὴν ἀχαριστία τους ὁ Θεὸς εἶχε τότε ἐπιτρέψει οἱ πέτρες νὰ γίνουν φίδια. Τοὺς δάγκωναν, κ᾽ ἔμεναν νεκροί. Φόβος καὶ τρόμος τοὺς ἔπιασε. Πῶς σώ­­θηκαν; Κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ στήθηκε τότε, 1500 χρόνια πρὸ Χριστοῦ, μέσα στὴν ἔ­ρημο ἐκείνη ὁ τίμιος σταυρός. Κι ἀπὸ τὴν ὥ­ρα ἐκείνη, μόλις ὁ Ἑβραῖος ἔρριχνε τὰ μάτια του στὸ σταυρό, τὸ δηλητήριο τῶν φιδιῶν ἐξ­ουδετερώνετο, δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ κάνῃ τίποτε.
Μὰ κάτι τέτοιο συμβαίνει καὶ σ᾿ ἐμᾶς. Ὅλοι, ἀδέρφια μου, εἴμαστε δαγκωμένοι μὲ δαγκώματα χειρότερα ἀπὸ τῶν φιδιῶν. Ὅλους μᾶς δαγκώνει ὁ νοητὸς ὄφις. Χύνει μέσα μας τὸ φαρμάκι ποὺ λέγεται ἁμαρτία. Καὶ τὸ μόνο ἀν­τίδοτο, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξουδετερώσῃ τὸ φαρ­μάκι αὐτό, εἶνε ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου. Διὰ μέσου τοῦ σταυροῦ σῴζεται ὁ ἄνθρωπος.
Ὦ ἄνθρωπε ἀχάριστε, γκρινιάρη, βλάσφημε! Ἔχεις μυαλό, ἔχεις καρδιά, ἔχεις μάτια; Κάθησε κάτω, πάρε μολύβι καὶ σὲ μιὰ κόλλα κάνε δύο στῆλες. Στὴ μία γράψε εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ποὺ δέχθηκες ἀπὸ μικρὸς μέχρι τώ­ρα – μερικοὶ εἶδαν καὶ θαύματα στὴ ζωή μας. Καὶ στὴ διπλανὴ στήλη γράψε, τί προσέφερες ἐσὺ στὸ Θεὸ ἔναντι ὅλων αὐτῶν. Κάποιος ἅ­γιος λέει, ὅτι ὄχι μιὰ ζωή, ἀλλὰ χίλιες ζωὲς νὰ εἴχαμε καὶ νὰ τὶς θυσιάζαμε, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἐξοφλήσουμε τὸ χρέος τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Χριστό. «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν; …» (Παρακλητ. ἦχ. βαρύς, Κυριακή, αἶν.).

* * *

Ἀδελφοί μου! «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον…». Ἀπὸ τότε ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς τὰ λόγια αὐτὰ πέρασαν αἰῶνες. Ῥῖξτε μιὰ ματιὰ στὸ σημερινὸ κόσμο, ποὺ καυχᾶται γιὰ τὰ ἐπιτεύγματά του. Πληθύνθηκε ἡ γνῶσι καὶ ἡ ἐπιστήμη. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ θά ᾽λεγε κανεὶς ὅτι ζοῦμε στὶς πιὸ εὐτυχισμένες ἡμέρες. Καὶ ὅμως ὁ κόσμος σήμερα εἶνε δυστυχέστερος. Γιατί; Ἔχει τηλέφωνα, ἀεροπλάνα, πυραύλους, τὰ πάντα· τί τοῦ λείπει; Δὲν ὑπάρχει ἀ­γάπη. Ἔ­λειψε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θυσι­άζεται γιὰ τὸν ἄλλο. Μέσα στὶς καρδιὲς ὁ διάβολος ἔχυσε τὸ φαρμάκι του. Φαρμάκωσε φτωχούς, πλουσίους, ἄντρες, γυναῖκες, παιδιά, κλῆρο, λαό· φαρμάκωσε τὰ ἔθνη, φαρμάκωσε τὰ πάντα. Πικρὸ φαρμάκι πίνει ὁ κόσμος. Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ ἄλλα; Πάνω ἀπ᾿ τὰ κεφάλια, ἀπὸ μιὰ τρίχα ἀλόγου, ὁ διάβολος κρέμασε τώρα τὸ σπαθί του. Ἔπεσε; Ἀλλοίμονο. Αὐτὸ συμβαίνει σήμερα. Κι ὅπως τὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔβαλε τὸν Κάϊν νὰ μισήσῃ καὶ νὰ σκοτώσῃ τὸν ἀδερφό του, ἔτσι καὶ τώρα ἔρριξε τὸ φαρμάκι του καὶ ὁ κόσμος μισεῖται θανάσιμα. Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα, ὤ συμφορά! Μιὰ προφητεία λέει, ὅτι θ᾿ ἀραιώσῃ ὁ κόσμος τόσο, ποὺ θὰ περπατᾷς 100 χιλιόμετρα καὶ ἄνθρωπο δὲν θὰ βλέπῃς.
Ὦ ἀδέρφια μου· τὴν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως, ποὺ θὰ χτυπήσουν οἱ καμπάνες καὶ ὁ σταυ­ρὸς τοῦ Κυρίου μας σὰν ἥλιος θ᾿ ἀκτινοβολῇ, ὅσοι πιστεύετε ἀκόμα, ἄντρες καὶ γυναῖκες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἐλᾶτε στὴν ἐκκλησία νὰ γονατίσουμε μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ νὰ ποῦμε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλ­θῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνοs

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Ν. Ἰωνίας – Ἀθηνῶν τὴν 10-9-1961. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 7-9-2003, ἐπανέκδοσις 20-8-2015.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 39β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.