Αυγουστίνος Καντιώτης



Κυριακη Ι’ Λουκα (Λουκ. 13,10-17) – ΦΡΙΚΤΟ ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ ΤΟΥ ΦΘΟΝΟΥ

date Δεκ 4th, 2021 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ι΄ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 13,10-17)

  • ++10 ῏Ην δὲ διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. 11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. 12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ ᾿Ιησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· 13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. 14 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου.
    15 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; 16 ταύτην δέ, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; 17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.

4219881

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2428

Κυριακὴ Ι΄ Λουκᾶ (Λουκ. 13,10-17)
5 Δεκεμβρίου 2021
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Τι κακο ο φθονος!

Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 13,10-17). Διηγεῖται ἕνα θαῦμα τοῦ Χριστοῦ σὲ μιὰ δυστυχισμένη γυναῖκα. Ποιά ἦ­ταν ἡ δυσ­τυχία της; Ἐνῷ χαρακτηριστικὸ κάθε ἀνθρώπου εἶνε ἡ ὀρθία στάσι, αὐτὴ ἡ ταλαίπωρη ἦ­ταν συνεχῶς σκυμμένη στὴ γῆ· τὸ κορμί της ἦ­ταν σὰν μιὰ βέργα ποὺ τὴ λύγισαν· καὶ τὸ κεφά­λι της σχεδὸν ἄγγιζε κάτω τὸ χῶμα. Βλέποντάς την ἀπὸ μακριά, θὰ φαινόταν σὰν ἕνα ζῷο ποὺ βαδίζει μὲ τὰ τέσσερα.
Ποιά ἦταν ἡ ἀσθένειά της; Ἂν τὴν ἐξέταζε σήμερα ἕνας γιατρός, θά ᾽λεγε ὅτι ἔ­χει σπονδυλίτιδα. Μὰ ὁ ἀνώτατος γιατρός, ὁ γιατρὸς τῶν σωμάτων καὶ τῶν ψυ­χῶν, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἔκανε ἄλ­λη διάγνωσι· ἡ αἰτία τῆς ἀσθενείας της, εἶπε, ἦταν κάτι ὄχι φυσικὸ ἀλλὰ ὑπερφυ­σικό. Μπορεῖ κανεὶς σήμερα ἀ­κούγοντάς το νὰ γελάσῃ, ἀλ­λὰ ἡ διάγνωσις αὐτὴ εἶνε ἡ μόνη ὀρθή. Λέει λοιπὸν ὁ Κύριος, ὅτι ὁ αἴτιος τῆς ἀσθενείας της ἦταν ὁ σατα­νᾶς (βλ. ἔ.ἀ. 13,16). Ναί, ὁ σατανᾶς εἶχε ἐπιδράσει πά­­νω στὸ κορμί της καὶ τὸ ἔκαμψε τόσο πολύ.

Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ ἡ σακάτισσα αὐτὴ στὸ βάθος τῆς ψυχῆς της ἔ­κλεινε ἕνα μεγαλεῖο, ποὺ δὲν τὸ συναντᾷς σήμερα σὲ ἀνθρώπους ὑγι­εῖς ποὺ περπατοῦν ὀρθοί. Ποιό τὸ μεγαλεῖο της; Στὴν κατάστασι ποὺ ἦταν, θά ᾽πρεπε νὰ μένῃ στὸ σπι­τάκι της, νὰ μὴ βγαίνῃ ἔξω, ὅπου κακομα­θη­­μένα παιδιά, ἅμα δοῦν κανένα καμ­πούρη ἢ κουτσό, τὸν κοροϊδεύουν – Σεῖς, παι­διά μου, ποτέ μὴ γελάσετε γιὰ ἐλάττωμα ἢ ἀ­ναπηρία ὁ­ποιουδήποτε συνανθρώπου μας! Ἡ γυναίκα λοιπὸν αὐτή, ποὺ μὲ τόση βία περπα­τοῦσε σὰν τὴ χελώνα, ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σπίτι της γιὰ νὰ πάῃ – ποῦ; Ντροπή μας! αὐτὴ θὰ μᾶς ἐ­λέγξῃ ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως. Αὐτὴ πήγαινε στὴ συναγωγή, στὴν ἐκ­κλη­σιά της νὰ ποῦμε· ὅ,τι εἶνε γιὰ μᾶς ἡ ἐκκλησιά, εἶνε γιὰ τὸν Τοῦρκο τὸ τζαμὶ καὶ γιὰ τὸν Ἑβραῖο ἡ συναγωγή.
Ἐκεῖ λοιπὸν τὴν εἶδε καὶ ὁ Χριστός. Ἡ σακά­­τισσα αὐτὴ πῆγε ἐκεῖ γιὰ νὰ ἐκτελέσῃ τὴν ἐν­τολὴ τοῦ ἐκκλησιασμοῦ, νὰ τηρήσῃ τὸ Σάββατο. Σὰν νὰ τὴ βλέπω. Αὐτή, ὅπως εἶπα, θὰ μᾶς δικάσῃ. Ἐμεῖς ἀντὶ τοῦ Σαββάτου ἔ­χουμε τὴν Κυ­ριακή, τὴν ἡμέρα Κυρί­ου ποὺ ὁ Χριστὸς ἀ­νέστη ἐκ νεκρῶν. Ἂν οἱ Ἑβραῖοι μιὰ φορὰ πήγαιναν –καὶ πηγαίνουν– στὴ συν­αγωγή, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς; Ἂν βρεθῆτε τέτοια μέ­ρα στὰ Ἰεροσόλυμα, θὰ δῆτε ὅτι δὲν κυκλοφο­ροῦν στοὺς δρόμους· ὅλοι εἶνε στὶς συναγωγές, στὶς χάβρες. Δὲν συμφωνῶ μὲ τὴν πίστι τους, διαπιστώνω ὅμως τὴ θρησκευτικότητά τους.
Τὸ Σάββατο λοιπὸν ἡ συγκύπτουσα ἦταν στὴν «ἐκκλησιά» της. Κ᾽ ἐμεῖς τὴν Κυριακή; τί κάνουμε; Νὰ μετρή­σω ἐ­δῶ τοὺς ἐκκλησιαζομένους; Ἐλάχιστοι! Τὸν βλέπεις ἐκεῖνον ἐκεῖ τὸ μαντράχαλο; δὲν ἔρχεται Κυριακὴ στὴν ἐκ­κλησιά. Ἔρχεται μόνο λίγο τὴ Λαμπρή, ν᾽ ἀ­κού­σῃ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», κι ἀμέσως φεύγει· θὰ ξανάρθῃ μόνο σὲ γάμο ἢ σὲ κηδεία. Μὰ κάπο­τε, ὅταν κι ὁ ἴδιος πεθάνῃ, θὰ τὸν σηκώσουν τέσσερις νὰ τὸν φέρουν στὴν ἐκκλησιά. Δὲν εἶ­νε ὅμως αὐτὸ Χριστιανισμός, Ἐκκλησία.
Ἦρθε Κυριακή, χτύπησαν τὰ σήμαντρα; Ὅ­πως ὁ στρατιώτης, ὅταν χτυπήσῃ ἐγερτήριο σηκώνεται καὶ δίνει τὸ παρών, ὅπως ὁ μαθητής, ὅταν χτυπάῃ τὸ κουδούνι τρέχει στὴν αἴ­θουσα, ἔτσι κι ὁ Χριστιανός· χτύπησε καμ­πάνα; λαχτάρα στὴν καρδιὰ καὶ φτερὰ στὰ πόδια νὰ ᾽ρθῇ στὴν ἐκκλησιά, νὰ πῇ ἕνα εὐχαριστῶ, ἕνα «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτω­λῷ» (ἔ.ἀ. 18,13).
Ἐπανέρχομαι. Εἶδε λοιπὸν ὁ Χριστὸς τὴ σα­κάτισσα μέσα στὴ συναγωγή. Αὐτὴ δὲν φαν­ταζόταν ποτὲ ὅτι τὴν ἡμέρα ἐκείνη θά ᾽νε ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός. Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἦρ­θε γι᾽ αὐτήν! Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀν­θρώπων ποὺ ἦταν τότε στὴ συναγωγή, μία, μό­νο αὐτή, πῆρε χάρι! Ὅπως καὶ σ᾽ ἐμᾶς· μπο­ρεῖ νὰ γεμίζῃ ἡ ἐκκλησιά, ἀλλὰ δὲν παίρνουν ὅλοι τὴ χάρι καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ παντοδύναμος Κύριος σπλαχνίστηκε τὴν πονεμένη γυναῖκα καὶ τὴν ἔκανε καλά. Πῶς; Μὲ ἕνα λόγο, μιὰ ἀπόφασί του· «Γυναίκα, εἶ­σαι ἐλεύθερη ἀπὸ τὴν ἀσθένειά σου», λύθηκες πιὰ ἀπ᾽ τὰ δεσμὰ τοῦ διαβόλου (βλ. ἔ.ἀ. 13,12). Ἄγγιξε πάνω της μὲ τ᾽ ἀμόλυντα χέρια του, τὰ χέρια ποὺ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ θὰ καρφώνονταν στὸ σταυρό, κι ἀμέσως –ὤ θαῦμα– σὰν νὰ τὴν διαπέρασε ῥεῦμα, τινάχτηκε πάνω, ἀ­νωρθώθηκε· τὴν εἶδαν νὰ ὑψώνῃ τὸ κεφάλι καὶ νὰ βλέπῃ ψηλά! Ὅλοι χάρηκαν γιὰ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ἔργα ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.
Τί εἶπα, «ὅλοι χάρηκαν»; Λάθος ἔκανα. Χάρηκαν ὅλοι ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν. Αὐτὸς κιτρίνισε ἀπ᾽ τὸ κακό του σὰν τὰ φύλλα τοῦ φθινοπώρου. Ἀντὶ νὰ πῇ «Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστοῦμε ποὺ ἦρ­θες κ᾽ ἔκανες τὸ θαῦμα σου», εἶπε λόγια πι­κρά· Ἀκοῦς ἐκεῖ, λέει· ἐπιτρέπεται μέρα Σάβ­βατο νά ᾽ρχεστε καὶ νὰ θεραπεύεστε!…
Ποιός ἦταν αὐτός; Ὁ ἀρχισυνάγωγος! Ὤ τὸν ὑποκριτή! Ἂν ὑπάρχῃ μιὰ μέρα ποὺ κατ᾽ ἐξο­χὴν ταιριάζει νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ καλό, εἶ­νε ἡ ἡμέρα μιᾶς ἑορτῆς καὶ μάλιστα ἡ ἡμέρα τῆς Κυρι­ακῆς. Καὶ ὁ Κύριός μας τί ἔκανε; Τὸν κοίταξε αὐστηρὰ καὶ τὸν ἀποστόμωσε. Τί εἶν᾽ αὐτὰ ποὺ λές, ἄνθρωπέ μου; τοῦ εἶ­πε· γιατί γίνεσαι ὑποκριτής; καθέ­νας σας τὸ Σάββατο δὲν λύνει ἀπ᾽ τὸ παχνὶ τὸ βόδι ἢ τὸ γαϊδουράκι του καὶ τὸ πάει στὸ νερὸ καὶ τὸ ποτί­ζει; κι αὐτὴ λοιπὸν ἡ γυναίκα, ποὺ ὁ σατανᾶς τὴν εἶχε δεμένη δεκαοχτὼ τώρα χρόνια, δὲν ἔπρε­πε νὰ λυθῇ ἀπ᾽ αὐτὰ τὰ βαρειὰ δεσμὰ τῆς ἀ­σθενείας της τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου; Ἄλ­λος εἶνε ὁ λόγος ποὺ μιλᾷς καὶ φέρεσαι ἔτσι, ὄχι ὁ σεβασμὸς τάχα τοῦ Σαβ­βά­του. Μὴν κρύ­βεσαι· γι᾽ αὐτὸ σὲ εἶπα ὑποκριτή.
Καὶ ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἔλεγε αὐτά, ὅλος ὁ λαὸς συμφωνοῦσε καὶ χαιρόταν.

* * *

Ἂς σταματήσω ἐδῶ, ἀδελφοί μου. Ἀλλὰ πρὶν τελειώσω θὰ ἤθελα νὰ κοιτάξουμε ἐ­κείνη τὴ μαύρη ψυχή, πού, ἐνῷ ὅλοι χαίρον­ταν κι ἀ­γάλλονταν, αὐτὸς κιτρίνισε ἀπ᾽ τὸ κακό του.
Τί ἦταν αὐτός; Δὲν ἦταν τυχαῖος· ἦταν τὸ πιὸ ἐπίσημο πρόσωπο τῆς περιοχῆς. Ἦταν ἀρ­­χισυνάγωγος, εἶχε τὰ κλειδιὰ τῆς συναγωγῆς, θρησκευτικὸς ἄρχοντας τοῦ τόπου. Καὶ αὐτὸς στενοχωρήθηκε. Γιατί; τί εἶχε μέσα του;
Τί εἶχε! διάβολο εἶχε, ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ φοβεροὺς διαβόλους. Εἶχε –μία λέξι– φθόνο! Ὁ φθόνος εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐπικίνδυνα πάθη, ἕνα ἀπὸ τὰ φοβερώτερα δαιμόνια, ποὺ ὑ­πάρχουν καὶ δροῦν παντοῦ, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως ἐνδημοῦν στὴν ἀγαπητή μας πατρίδα. Δὲν ἔ­χω τώρα τὸν καιρὸ νὰ σᾶς δείξω τί ἔχει προκα­λέσει ἀπὸ τὴν ὁμηρικὴ ἐποχὴ μέχρι σήμερα.
Ὁ φθόνος χωρίζει ἀντρόγυνα, βάζει ἀδέρφια νὰ μαλώνουν, διαλύει κοινότητες, καταστρέφει ἔθνη. Ἂν ἔλειπε ὁ φθόνος, ἡ ζήλεια, ἡ πατρίδα μας σήμερα θὰ ἦταν πολὺ μεγάλη. Μᾶς ἔφαγε καὶ μᾶς τρώει αὐτὴ ἡ κακία. Δὲν μποροῦμε νὰ παραδεχτοῦμε τὴν ἀνωτερότητα τοῦ ἄλλου. Ἡ γυναίκα ζηλεύει τὴ γειτόνισ­σα, ὁ ἄντρας τὸ συνάδελφο, ὁ καταστηματάρ­χης τὸν ἀπέναντι, ὁ τεχνήτης τὸν ὁμότεχνο.
Γιὰ νὰ δῆτε πόσο κακὸ εἶνε ὁ φθόνος, θέλω νὰ σᾶς πῶ ἕνα ἀνέκδοτο, ποὺ βρῆκα σ᾽ ἕ­να παλιὸ βιβλίο καὶ μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι.
Ἕνας βασιλιᾶς εἶχε στὴν αὐλή του δύο ὑ­πηρέτες. Τοὺς ἤξερε καλά· ὁ ἕνας ἦταν φιλάρ­γυρος, ὁ ἄλλος φθονερός, ζηλιάρης. Μιὰ μέρα τοὺς καλεῖ. Ἐλᾶτε ἐδῶ, λέει. Θέλω νὰ σᾶς κάνω ἕνα δῶρο, ὅ,τι μοῦ ζητήσετε. Ἀλλὰ νὰ ξέρετε· ἀπὸ ὅ,τι ζητή­σῃ ὁ πρῶτος (φλουριά, σπίτια, κοπάδια, κτήματα κ.λπ.), στὸν δεύ­τερο θὰ δώσω τὰ διπλάσια. Λοιπὸν σᾶς ἀκούω. Αὐτοὶ ὅμως δὲν μιλοῦσαν, ἔγιναν μουγγοί. Κοιτάζονταν μεταξύ τους κ᾽ ἔ­σπρωχνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο νὰ ζητήσῃ πρῶ­τος. Ὁ βασιλιᾶς τοὺς ἔδωσε διορία, ἡ διορία πέρασε, βασίλευε ὁ ἥ­λιος, μὰ κανείς τους δὲν μιλοῦσε. Τότε ὁ βασι­λιᾶς λέει στὸν φθονερό· –Σὲ διατάζω ἐσένα νὰ ζητήσῃς πρῶτος, ἀλλιῶς θὰ σοῦ κόψω τὸ κεφάλι. Αὐτὸς ζορίστηκε πολύ, θὰ προτιμοῦ­σε νὰ ἄνοιγε ὁ ᾅδης. Τέλος ἀνοίγει τὸ στόμα του καὶ λέει· –Βασιλιᾶ, παρὰ νὰ μοῦ κόψῃς τὸ κεφάλι, σοῦ ζητάω νὰ μοῦ βγάλῃς τὸ ἕνα μάτι. Καταλάβατε; Νὰ βγάλῃ δηλαδὴ σ᾽ αὐτὸν τὸ ἕνα μάτι, γιὰ νὰ βγοῦν τοῦ ἄλλου καὶ τὰ δυό! Νά τί εἶνε ὁ φθόνος.
Θυμηθῆτε καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Ποιός ἀ­νέ­βασε στὸ Γολγο­θᾶ καὶ σταύρωσε τὸ Χριστό; Ὁ φθόνος. Τὸ κα­τάλαβε ὁ Πιλᾶτος ὅταν εἶδε ἐ­κεῖνα τὰ λυσσασμένα θεριὰ νὰ φωνάζουν. Τί κα­κὸ σᾶς ἔ­κα­νε ὁ Ἰησοῦς; τοὺς ρωτοῦσε, κι αὐ­­τοὶ δὲν εἶχαν νὰ ποῦν κάτι ποὺ νὰ δικαιολογῇ τὸ μῖσος τους. Καὶ γράφει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Πι­λᾶτος, «ᾔδει (δηλαδὴ ἐγνώριζε) ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν» (Ματθ. 27,18. Μᾶρκ. 15,10). Τὸν φθό­νησαν ἐκεῖνοι, γιατὶ ἔλαμπε σὰν ἥλιος, ὅ­πως τὸν φθόνησε σήμερα ὁ ἀρχισυνάγωγος.
Ἐπειδὴ ὅμως, ἀγαπητοί μου, κανείς μας δὲν εἶνε τελείως ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὸ φθόνο, ποὺ πάντα κεντᾷ καὶ τὴ δική μας καρδιά, ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο, ὅπως ἄγγιξε μὲ τὰ δάκτυλά του τὴ συγ­κύπτουσα, ν᾽ ἀγγίξῃ καὶ τὶς ψυχές μας, νὰ μᾶς θεραπεύσῃ ἀπὸ τὸ κακὸ αὐτό, ὥστε νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ πρὸς δόξαν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κων/νου & Ἑλένης (παλαιό) Ἀμυνταίου τὴν 7-12-1969 τὸ πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 6-11-2021.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.