Αυγουστίνος Καντιώτης



ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

date Ιαν 14th, 2012 | filed Filed under: ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ MHΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
  ΑΧΛΑΔΑ 1-3- 1970  

ΤΟ  ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Ποιό εἶνε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως μας, ποὺ θὰ τὸ ἀκούσουμε σὲ λίγο στὴν θεία Λειτουργία;
 Γιὰ νὰ ρωτήσουμε ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά, ποὺ βρίσκονται ἐδῶ καὶ πᾶνε σχολεῖο; Πές μου ἐσύ; Πῶς σὲ λένε; ….
 Ὁ Θωμᾶς λέει, ὅτι τὸ Σύμβολο εἶνε τὸ Πιστεύω.
 Τί θὰ πῆ Σύμβολο καὶ γιατί αὐτὸ τὸ Σύμβολο λέγεται Πιστεύω;
Σύμβολο θὰ πῆ, κάτι τὸ ὁποῖο  μᾶς διακρίνει. Εἶνε σὰν τὴν σημαία. Ὃπως τὰ διάφορα ἒθνη ἒχουν τὶς σημαῖες τους καὶ ἐμεῖς ἒχουμε τὴν δική μας σημαία.
Ἡ Σερβία ἒχει τὴν δική της σημαία. Ἡ Βουλγαρία ἒχει τὴν δική της σημαία. Ἡ Τουρκία ἒχει τὴν δική της σημαία.
Ὃπως λοιπὸν ὅταν βλέπουμε τὴν σημαία ξέρουμε σὲ ποιὸ ἒθνος ἀνήκουν οἱ ἂνθρωποι, ἒτσι καὶ ἐμεῖς ἒχουμε τὴν σημαία μας.
Ἡ Σημαία μας, ποὺ εἶνε ἡ ὡραιότερη σημαία τοῦ κόσμου, ποὺ εἶνε τιμή καὶ δόξα μας, εἶνε τὸ «Πιστεύω».
Τὸ «Πιστεύω» εἶνε ἡ σημαία τῶν χριστιανῶν.
Χριστιανοὶ εἶνε καὶ οἱ φράγκοι. Χριστιανοὶ εἶνε καὶ οἱ Γάλλοι. Χριστιανοὶ εἶνε καὶ οἱ Γερμανοί. Χριστιανοὶ εἶνε καὶ οἱ Ἂγγλοι. Χριστιανοὶ εἶνε καὶ οἱ Ἀμερικάνοι. Ἀλλὰ τὸ «Πιστεύω» εἶνε ἡ Σημαία τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν.
Μὲ τὸ «Πιστεύω» ξεχωρίζουμε ἀπ᾿ὅλα τὰ ἒθνη καὶ ἀπ᾿ὅλα τὰ δόγματα. Εἲμεθα χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι καὶ δὲν παρεκλίνουμε καὶ  δὲν παραλλάζουμε οὒτε ἕνα γιῶτα (ι) ἀπὸ τὴν γραμμὴ ποὺ χάραξε ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
 Τί λέμε στὸ «Πιστεύω»; Τί ὁμολογοῦμε;
Πρῶτα- πρῶτα λέμε τὴν λέξι Πιστεύω. Τί θὰ πῆ πιστεύω; Θὰ πῆ παραδέχομαι. Ὃποιος δὲν πιστεύει εἶνε ἀνάξιος νὰ ζῆ στὸν κόσμο αὐτό.
Καὶ τί πρέπει νὰ πιστεύωμε;  «Εἰς Ἓναν Θεὸ, Πατέρα Παντοκράτορα». Ὃτι δηλαδὴ ὑπάρχει Θεός.  Αὐτὸ εἶνε τὸ πρῶτο. Τὸ ἐπιβάλλει ἡ λογική μας. Γιατὶ κανεὶς ἀπὸ σᾶς χριστιανοὶ μου δὲν μπορεῖ νὰ παραδεχθῆ ὅτι τὸ σπίτι ποὺ κάθεται ἒτσι φύτρωσε. Ἒτσι ἀπὸ μόνο του ἐμφανίστηκε. Μαζεύτηκαν μιὰ μέρα μόνα τους ὅλα τὰ ὑλικά, οἱ πέτρες, τὰ σανίδια, τὰ τσιμέντα, οἱ πόρτες, τὰ τσάμια καὶ τοποθετήθηκαν μόνα τους στὴν θέση τους καὶ ἒγινε τὸ σπίτι. Ἀνόητο δὲν εἶνε αὐτό;
Κάθε σπίτι κάποιος τεχνίτης τὸ κάνει. Καὶ τὸ ὡρολόγι ποὺ φορᾶτε κάποιος τὸ ἒκανε, γιατὶ δὲν φυτρώνουν στὰ χωράφια τ᾿ὡρολόγια. Τὸ ροῦχο ποὺ φορᾶτε κάποιος τὸ ἒραψε. Τὸ ἀμάξι ποὺ τρέχει στοὺς δρόμους καὶ τὸ ἀεροπλάνο ποὺ πετᾶ στὰ ὓψη καὶ ὁ πύραυλος ποὺ διασχίζει τοὺς αἰθέρας κάποιος τὰ κατασκεύασε. Δὲν φύτρωσαν μόνα τους.
Ἀλλὰ τί εἶνε τὰ σπίτια; Τί εἶνε τὰ ὡρολόγια, τὰ ἀεροπλάνα, τ᾿ἀμάξια, οἱ πύραυλοι καὶ τὰ μηχανήματα ποὺ θαυμάζετε;
Ἂν ἒρθει κάποιος καὶ σᾶς πεῖ, τὸ αὐτοκίνητο σας ἒτσι φύτρωσε, θὰ τὸν πᾶτε στὸ φρενοκομεῖο. Ἀλλὰ τ᾿ἂστρα αὐτὰ ποὺ εἶνε ἑκατομμύρια τῶν ἑκατομμυρίων, τὸ φεγγάρι, τὸν ἢλιο τὴν γῆ, τὸν ἂνθρωπο, ποιός τὰ ἒκανε;Ἒτσι φύτρωσαν; Μιὰ εἶνε ἡ ἀπάντησι, ὁ Θεὸς τὰ ἒκανε.
Πίστευε λοιπὸν ὅτι ὑπάρχει Θεός καὶ εἶνε Δημιουργὸς καὶ κυβερνήτης τοῦ Σύμπαντος. Αὐτὸ εἶνε τὸ πρῶτο ποὺ κηρύττωμε στὸ Σύμβουλο τῆς Πίστεως.
Καὶ τὸ δεύτερο ποὺ ὁμολογοῦμε εἶνε, ὅτι ἐμεῖς δὲν πιστεύομε στὸν Ἀλλάχ τῶν Τούρκων, οὐτε στὸν Βούδα τῶν Ἰνδῶν καὶ οὒτε στοὺς ἂλλους ψεύτικους θεοὺς τῶν ἂλλων θρησκευμάτων, ἀλλὰ πιστεύομε εἰς τὸν ἕνα καὶ  Ἀληθινὸ Θεό, ποὺ εἶνε ὁ Πατήρ ὁ Υἰὸς καὶ τὸ Ἃγιο Πνεῦμα.
Ἢλιγγος σὲ πιάνει. Ποιός ἂνθρωπος, ποιός ἐπιστήμων θὰ μπορέση ποτὲ νὰ μπῆ στὸ Μυστήριο αὐτὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος; Ἓνα=Τρία.
Δὲν τὸ παραδέχεται ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ ἐν τούτοις εἶνε γεγονὸς ὅτι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἃγιο Πνεῦμα εἶνε ἡ Ἁγία Τριάδα, εἶνε ὁ Ἓνας καὶ Ἀληθινὸς Θεός.
Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε αὐτὸ μὲ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ πῶς νὰ καταλάβουμε τὸ μέγα μυστήριο τῆς Ἁγία Τριάδος, τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ ἐξηγήσουμε ἁπλὰ πράγματα ποὺ βλέπουμε στὸν κόσμο.
Ἓνας ἐπιστήμονας σπούδαζε τὸ μυρμήγκι δέκα χρόνια καὶ ἕνας ἂλλος πῆρε τὴν μέλισσα καὶ σ᾿ὅλη τὴν ζωή του 50, 60 χρόνια τὴν ἐξέταζε, γιὰ νὰ δῆ, πὼς εἶνε ἡ μέλισσα καὶ μετὰ εἶπε: Μυστήριο πράγμα, δὲν μπορῶ νὰ ἐξηγήσω, πῶς αὐτὸ τὸ μικρὸ ζωϊφιο κάνει τὸ μέλι!
Ἂν λοιπὸν δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ἕνα μυρμηγκάκι καὶ μιὰ μέλισσα, πόσο μάλλον θὰ καταλάβομε τὸν Θεό.
Τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου εἶνε πολὺ μικρό, γιὰ νὰ χωρέση τὸ Μυστήριο τῆς Θεότητος.
Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Ὃταν ἀκοῦμε τὸ Ὃνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, νὰ σκίβουμε τὸ κεφάλι μας καὶ μὲ εὐλάβεια νὰ λέμε: Ἁγία Τριὰς σῶσον τὸν κόσμο σου καὶ ἐμένα τὸ ἁμαρτωλό.
Πιστεύω ὁμολογοῦμε ἀκόμη ὅτι ὁ ἂνθρωπος ἁμάρτησε πολὺ. Καὶ θὰ ἒπρεπε ν᾿ἀνοίξη ἡ γῆ γιὰ νὰ μᾶς καταπιῆ. Καὶ θὰ ἒπρεπε τ᾿ἂστρα νὰ γίνουν ἀστροπελέκια καὶ νὰ πέσουν στὰ κεφάλια μας. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς ὂχι μόνο δὲν μᾶς κατέστρεψε ἀλλὰ ἒστειλε στὸν κόσμο τὸν Υἱόν του τὸν Μονογενή. Ἦρθε ὁ ἲδιος κάτω στὴν γῆ. Γεννήθηκε ἐκ Παρθένου Μαρίας, ἐβαπτίσθη εἰς  τὸν Ἰορδάνη ποταμό. Ἐπέρασε τὴν ἒρημο ὑπέφερε, ἐσταυρώθη, Ἀνεστήθη καὶ ἀνελήφθη στὰ οὐράνια. Καὶ κάτι ἂλλο λέμε στὸ «Πιστεύω». Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἂπιστοι καὶ ἂθεοι. Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἂνθρωποι τοῦ σκοταδιοῦ. Τὸ λέμε στὸ «Πιστεύω». «Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης, κρίνε ζώντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἒσται τέλος.
Ὁ Χριστὸς ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο καὶ τὰ ἃγια του πόδια πάτησαν στὴν γῆ, ὁ Χριστὸς ποὺ ἐβαπτίσθη μέσα στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, ποὺ ἒφαγε καὶ συνανεστράφη μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ὁ Χριστὸς ποὺ Ἐσταυρώθη καὶ ὑπέφερε γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, τόσα καὶ τόσα στὸν κόσμο, ὁ Χριστὸς ποὺ ἦρθε σὰν ἂσημος ἂνθρωπος στὴ γῆ, θὰ ξαναέλθη πάλι, ναὶ θὰ ξανάρθη. «Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρίναι ζῶντας καὶ νεκροὺς». Τὸ λέμε στὸ Πιστεύω τὸ διακηρύττει ὁ ἲδιος ὁ Χριστός, στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως.
Πῶς θὰ ξανάρθη; Μᾶς τὸ λέει πολὺ ἁπλὰ ὁ Χριστός.
Σὰν τὸν τσομπάνο ποὺ ἒχει πρόβατα καὶ βοσκᾶνε στὸ λιβάδι. Τὸ βράδυ ὁ τσομπάνος τὰ μαζεύει. Κάθεται ἒξω ἀπὸ τὸ μαντρὶ καὶ τὰ ξεχωρίζει. Ἀλλοῦ βάζει τὰ πρόβατα καὶ ἀλλοῦ βάζει τὰ κατσίκια, τὰ ἐρίφια. Γιατὶ δὲν μποροῦν νὰ βρίσκονται στὸν ἲδιο χῶρο τὰ πρόβατα καὶ τὰ γίδια.
Ἒτσι λέει καὶ ὁ Χριστὸς θὰ χωρίση τὸν κόσμο σὲ δύο μεγάλα μέρη. Θὰ βάλλη τὰ πρόβατα δεξιὰ καὶ τὰ ἐρίφια ἀριστερά. Γιατὶ τώρα ἀδέλφια μου εἶνε ἀνακατεμένος ὁ κόσμος.
Μέσα στὸ ἲδιο σπίτι ἡ γυναίκα πιστεύει ὁ ἂνδρας δὲν  πιστεύει.
Δὲν τὸν ὑποφέρω μοῦ ἒλεγε κάποια γυναίκα, προχθές. Ὁ ἂνδρας μου μ᾿ἀγαπᾶ, ἐνδιαφέρεται γιὰ μένα. Δὲν μ᾿ἀφήνει ποτὲ νηστικιά, ἀλλὰ θὰ τὸν χωρίσω, δὲν τὸν ὑποφέρω, γιατὶ βλασφημᾶ.
Ἂν βλασφημοῦσε τὴνμάνα μου θὰ τὸν ὑπέφερα, ἂν κακολογοῦσε τὸν πατέρα μου θὰ τὸν ὑπέφερα, μ᾿αὐτὸς μόλις μπεῖ στὸ σπίτι βλασφημᾶ τὸν Χριστό, τὴν Παναγία, τοὺς ἁγίους. Δὲν θέλω νὰ τὸν βλέπω. Δὲν τὸν ὑποφέρω, γιατὶ βλασφημᾶ τὸν Θεό.
Μέσα λοιπὸν στὸ σπίτι ἡ γυναίκα πιστεύει ὁ ἂνδρας δὲν πιστεύει. Μέσα στὸ ἲδιο σπίτι ὁ πατέρας πιστεύει ἡ μάνα δὲν πιστεύει, γιατὶ καὶ αὐτὸ γίνεται στὸν κόσμο. Ὑπάρχουν γυναῖκες ἂπιστες καὶ ἂνδρες πιστοί.
Μέσα στὸ ἲδιο σπίτι ὁ ἕνας εἶνε καλὸς  καὶ ὁ ἂλλος εἶνε κακός.
Μέσα στὸ ἲδιο χωριὸ ὑπάρχει ἕνας ἃγιος καὶ ἕνας ἂλλος κακοῦργος, ποὺ ἒχει χωράφια, λίρες καὶ πολυκατοικίες ἀλλὰ ἒχει σκοτώσει ἂνθρωπο καὶ κανεὶς δὲν τὸ ξέρει.
Μέσα στὴν ἲδια κοινωνία ζεῖ ὁ κλέφτης καὶ ὁ λωποδύτης, ζεῖ καὶ ὁ ἂνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἀνακατεμένοι εἶνε. Σιτάρι, καλαμπόκι, φακές, φασόλια τὰ πάντα. Ἀλλὰ ὅπως ὑπάρχει μηχάνημα ποὺ ξεχώριζει καὶ βάζει ἀλλοῦ τὸ ἂχυρο καὶ ἀλλοῦ τὸ σιτάρι, ἒτσι θὰ μᾶς χωρίση καὶ ἐμᾶς ὁ Χριστὸς.
Σὰν τὸν τσομπάνο ποὺ βάζει ἀλλοῦ τὰ πρόβατα καὶ ἀλλοῦ τὰ γίδια. Θὰ γίνη ὁ χωρισμός. Θὰ ἒρθη αὐτὴ ἡ μέρα. Γιατὶ στὸν κόσμο αὐτὸν δὲν τιμωροῦνται ὅλα τὰ ἐγκλήματα. Ἀπὸ τὰ 1000 ἐγκλήματα ἐλάχιστα τιμωροῦνται.
Μήπως νομίζετε ὅτι αὐτοὶ ποὺ εἶνε στὶς φυλακές εἶνε οἱ μόνοι ἐγκληματίες; Λάθος κάνετε. Ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη δὲν μπορεῖ νὰ τιμωρήση ὅλα τὰ ἐγκλήματα. Μόνο μερικὰ μυγάκια πιάνει στὸ ἀραχνόπανο της, οἱ σφῆκες τὸ τρυπᾶνε καὶ φεύγουν. Οἱ μεγάλοι ἐγκληματίες μένουν ἐλεύθεροι καὶ ἀτιμώρητοι.
Καὶ ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα σκοτώθηκαν 500.000. Εἶνε μέσα στὶς φυλακὲς αὐτοὶ οἱ ἐγκληματίες; Ὂχι, ἂνοιξαν τὶς πόρτες καὶ ἒφυγαν. Πᾶνε στὰ χωριά τους καὶ στὰ σπίτια τους καὶ κλαίει ἡ χήρα μὲ τὰ ὁρφανά ποὺ τὸν βλέπει. Τὸν βλέπω μὲ ἒλεγε μιὰ χήρα μὲ 5 ὁρφανά. Τὸν βλέπω νὰ εἶνε ἂρχοντας, ἒχει λεφτά, γλεντάει κάθε βράδυ, τὸ ξέρω μόνο ἐγὼ, αὐτὸς σκότωσε τὸν ἂνδρα μου. Αὐτὸς εἶπε τοὺς ἂλλους, γιὰ νὰ τὸν σκοτώσουν. Τὸν βλέπω καὶ ταράζομαι. Μοὒρχεται νὰ πάρω μαχαίρι καὶ νὰ τὸν σκοτώσω. Ἀλλὰ σηκώνω τὰ μάτια μου στὸν οὐρανὸ καὶ λέω, Θεέ μου συγχώρεσέ τον.
Στὸν κόσμο αὐτὸν γίνονται ἐγκλήματα φοβερά. Ὑπάρχουν κακοῦργοι ποὺ βάψαν τὰ χέρια τους στὸ αἶμα. Ὑπάρχουν ἂνδρες ποὺ τὴν νύχτα τρύπωσαν μέσα στὸ ξένο σπίτι καὶ ἀτίμασαν τὶς γυναῖκες τῶν ἂλλων. Ὑπάρχουν παιδιὰ καὶ κόσμος ἁμαρτωλὸς ποὺ κανένα δικαστήριο καὶ καμμιὰ κοινωνία δὲν τοὺς ἐτιμώρησε. Γι᾿αὐτὸ θὰ ἒρθη ἡ ἡμέρα τῶν ἐκκαθαρίσεων. Θὰ ἒρθη ἡ ἡμέρα ποὺ θὰ καταδικαστοῦν ὅλοι οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί.
Θὰ ξαναέρθη ὁ Χριστός, ἀλλὰ πῶς θὰ ἒρθη ἀδελφοί μου; Πιστέψατέ το, μᾶς τὸ λέει ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁμολογοῦμε στὸ «Πιστεύω». Θὰ παρουσιαστῆ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ποὺ ἒδωσε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα στὴν Παναγία καὶ εἶπε τὸ χαῖρε. Ὁ ἲδιος ἂγγελος θὰ πάρη τὴν σάλπιγγα, ὅπως τὴν παίρνει τὸ πρωΐ  ὁ σαλπιγκτὴς καὶ σαλπίζει ἐγερτήριο καὶ σηκώνονται οἱ στρατιῶτες καὶ δίνουν τὸ παρόν. Καὶ ἀλοίμονο στὸν στρατιώτη ποὺ δὲν θὰ σηκωθῆ.
Ὅπως λοιπὸν σαλπίζει ὁ σαλπιγγτής καὶ ὅπως ὁ δάσκαλος στὸ σχολεῖο χτυπᾶ τὸ κουδούνι καὶ οἱ μαθητὲς μπαίνουν στὶς τάξεις, ἒτσι θὰ χτυπήση καμπάνα μεγάλη, σάλπιγγα ποὺ θ᾿ἀκουστῆ σ᾿ὅλο τὸν κόσμο καὶ τότε θ᾿ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί.
Θ᾿ἀναστηθοῦν οἱ πατεράδες μας, οἱ παπποῦδες μας, αὐτοὶ ποὺ πέθαναν πρὸ 500 καὶ 1000 χρόνια καἰ εἶνε σκόνη καὶ κόκκαλα μέσα στοὺς τάφους. Θ᾿ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ νεκροί, ὅλων τῶν αἰώνων.
Μὰ πῶς εἶνε δυνατὸν; Μάλιστα ἂνθρωπε ἂπιστε, θ᾿ἀναστηθοῦν. Τί κάνει ὁ γεωργός; Σπέρνει τὸ σιτάρι, μέσα στὴν γῆ καὶ σαπίζει. Καὶ κατόπιν φυτρώνει ὁλόκληρο στάχυ καὶ φέρνει καρπό. Τὸ ἕνα σιτάρι γίνεται 30, 40. Ἒλα νὰ μοῦ τὸ ἐξηγήσης. Σὰν τὸ σιτάρι εἶνε καὶ ὁ ἂνθρωπος. Αὐτὸς ποὺ ἒδωσε δύναμη στὸ σιτάρι νὰ φυτρώση καὶ νὰ γίνεται κάμπος ὁλοπράσινος, αὐτὸς θ᾿ἀναστήση τοὺς νεκροὺς.
Κτῆνος εἶνε ὁ ἂνθρωπος ποὺ δὲν πιστεύει. Νὰ θαῦμα! Τί ζητᾶτε ἂλλα θαύματα. Πᾶρε ἕνα κουτὶ μὲ σπόρους, ρίξτους στὴν γῆ, θὰ φυτρώσουν ὃμορφα λουλούδια.
Ὃλη ἡ ἐπιστήμη νὰ μαζευτῆ ἕνα σπόρο δὲν μπορεῖ νὰ κάνη.
Θεέ μου, Θεέ μου, τί θαύματα γίνονται στὸν κόσμο. Πάνω στὸ φεγγάρι τίποτε δὲν φυτρώνει. Οὒτε σιτάρι, οὒτε καλαμπόκι, οὒτε δένδρα, οὒτε λουλούδια, οὒτε ἀέρας, οὒτε νερὸ, τίποτε ξεραΐλα ἀπέραντι ἐπικρατεῖ ἐκεῖ. Ἐδῶ στὴ γῆ μᾶς εἶνε ὅλα καὶ ἕνα εὐχαριστῶ δὲν λέμε στὸ Θεό.
Πᾶρε ἕνα σπόρο καὶ πὲς μου, ποιός τοῦ ἒδωσε τὴν δύναμι αὐτή;
Ὁ Θεὸς ποὺ ἒδωσε τὴν δύναμη νὰ σαπίζη ὁ σπόρος καὶ νὰ πρασινίζει ὁ κάμπος, αὐτὸς θ᾿ἀναστήση ὅλους τοὺς νεκρούς.
Κάθε σπόρος ποὺ πέφτη στὴ γῆ, Χριστὸς Ἀνέστη φωνάζει. Γι᾿αὐτὸ στὰ μνημόσυνα ἒχουμε κόλλυβα. Αὐτὸ σημαίνουν τὰ κόλλυβα.
Θεέ μου ὅπως τὸ σιτάρι φυτρώνει, ἒτσι θὰ ἒρθη ἡμέρα ποὺ ὅλοι οἱ νεκροί θ᾿ἀναστηθοῦν ἀπὸ τὸν τάφο. Ναὶ θ᾿ἀναστηθοῦν.
Πρῶτα θὰ σαλπίση ἡ σάλπιγγα, μετὰ θ᾿ἀναστηθοῦν οἱ νεκροὶ καὶ ἒπειτα θὰ παρουσιαστῆ στὸν οὐρανὸ κάποιο σημάδι, θὰ βγῆ ὁ τίμιος Σταυρὸς καὶ θὰ σβήσουν ὅλα τ᾿ἂλλα φῶτα.
Ὃπως ὅταν βγῆ ὁ ἣλιος δὲν χρειάζονται τὰ λυχνάρια, ἒτσι καὶ ὁ τίμιος Σταυρὸς θὰ λάμπει περισσότερο ἀπὸ τὸν ἣλιο καὶ οἱ ἂγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι θὰ παρουσιαστοῦν. Καὶ μετὰ μιὰ δόξα ἀπερίγραπτος θὰ φανῆ καὶ θὰ φωτίση τὴν οἱκουμένη. Θὰ φανῆ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
 Εἲδατε τί γίνεται στὴν Φλώρινα, ὅταν καμμιά φορὰ ἒρχεται ὁ βασιλιὰς ἢ κανένας μεγάλος ἂρχοντας; Μαζεύονται ὅλοι οἱ στρατηγοὶ καὶ χτυποῦν τύμπανα καὶ ἀνεβαίνουν στὰ μπαλκόνια οἱ ἂνθρωποι, γιὰ νὰ περάση, ποιός; Ὁ βασιλιάς. Τί εἶνε ὁ βασιλιάς; Τί εἶνε ὁ πρωθυπουργός; Ἂνθρωποι εἶνε. Σήμερα ζοῦν αὒριο δὲν ὑπάρχουν. Θὰ ἒρθη ὅμως ὁ Ἀφέντης τοῦ κόσμου. Θὰ ἒρθη ὁ Βασιλεῦς τῶν βασιλευόντων, ὁ βασιλιὰς τῶν ἀγγέλων καὶ μετὰ θ᾿ἀνοίξη Δικαστήριο καὶ θ᾿ἀνοίξουν τὰ βιβλία.
Ὃπως στὴν εἰσαγγελία ἒχει ὁ εἰσαγγελεὺς τὸ ποινικὸ μητρῶο καὶ τὸ ἀνοίγει καὶ βλέπει τ᾿ἀδικήματα ποὺ ἒχεις κάνει, ἒτσι θ᾿ἀνοίξουν τὰ βιβλία ποὺ ὑπάρχουν στὸν οὐρανό, «καὶ βίβλοι ἀνοιγήσονται». Γιατὶ καθ᾿ἕνας ἒχει τὸ βιβλιάριό του, τὸ ποινικό του μητρῶο.
Ὑπάρχει χριστιανοί μου, ναὶ ὑπάρχει τὸ βιβλιάριό μας στὸν οὐρανὸ καὶ γράφει ὅλα τὰ ἒργα μας.
Τὸ βιβλιάριο ποὺ κρατᾶ ὁ εἰσαγγελεύς καὶ ὁ ἀστυνομικός, δὲν ἒχει τίποτε, γιατὶ αὐτοὶ κρίνουν τοὺς ἀνθρώπους μόνο ἐξωτερικά. Τὸ βιβλιάριο ὅμως τοῦ οὐρανοῦ γράφει ὂχι μόνο τὶς ἐξωτερικές μας ἁμαρτίες, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐσωτερικὲς. Γράφει καὶ τὶς ἁμαρτίες ποὺ διαπράττονται μέσα στὴν καρδιά μας.
Ὑπάρχει ναὶ ὑπάρχει ἕνα μάτι ποὺ τὰ βλέπει ὅλα, ὑπάρχει ἕνα αὐτί ποὺ τ᾿ἀκούει ὅλα, ὑπάρχει καὶ ἕνα χέρι ποὺ τὰ γράφη ὅλα.
 Χριστιανοί μου δὲν τρέμετε, δὲν φοβᾶστε; Θὰ δώσουμε λόγο ὂχι μόνο γιὰ τὸ τί κάνουμε, ὂχι μόνο γιὰ τὸ τί λέμε, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ τί σκεφτόμαστε καὶ γιὰ τὸ τί ἒχουμε στὴν καρδιά μας.
Θὰ βγῆ ζυγαριὰ, πλάστιγγα ποὺ θὰ ζυγίση ὅλο τὸν κόσμο. Αὐτὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Αὐτὸ ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως.
Θὰ γίνη Κρίσις καὶ ἀνταπόδοσις.  Καὶ στὸ παγκόσμιο αὐτὸ δικαστήριο, θὰ δικάση ὁ Θεός.
Χριστιανοί μου μοὒρχεται νὰ φύγω, νὰ πάω στὸ Ἃγιο Ὂρος, στὰ κατουνάκια, μέσα στὶς σπηλιές.
Θὰ δικάση ὁ Θεὸς πρῶτα ἐμᾶς τοὺς ἐπισκόπους καὶ τοὺς παπάδες. Γιατὶ ἐμεῖς οἱ δεσποτάδες καὶ οἱ ἱερεῖς δὲν θὰ δικαστοῦμε μόνο γιὰ τ᾿ἁμαρτήματα τὰ δικά μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τ᾿ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ.
Εἶσαι παπᾶς καὶ ἒχεις 400 ψυχές; Ὃπως ὁ τσομπάνος θὰ δώση λόγο στὸ ἀφεντικό του γιὰ τὸ πρόβατο ἢ γιὰ τὴν ἀγελάδα ποὺ χάθηκε, ἒτσι ἐμεῖς θὰ δώσουμε λόγο.
Χριστιανοί μου, μὴ κατακρίνετε, μὴ κουτσομπολεύετε. Ἂμα βλέπετε παπὰ καὶ δεσπότη κλαύσατε. Ἀλοίμονό μου, ἐγὼ θὰ δώσω λόγο γιὰ 80.000 καὶ 100.000 ψυχές, ποὺ εἶνε στὴν ἐπισκοπή μου.
Ἀλοίμονο μου ἂν  δὲν ἐλέγξω τὸ κακό. Ἀλοίμονό μου ἂν δὲν φωνάξω, ἂν δὲν κηρύξω, ἂν δὲν προσπαθήσω νὰ σώσω τὸν κόσμο, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ἀλοίμονο στοὺς παπάδες, στοὺς δεσποτάδες, στοὺς πατριαρχάδες, στοὺς βασιλιάδες, στοὺς ἂρχοντας, ἀλοίμονο σ᾿ὅλους ποὺ ἒχουν ἀξιώματα, κλαύσατε ἂρχοντες καὶ βασιλεῖς τῆς γῆς. Θὰ κριθοῦν ἐπίσης καὶ οἱ πλούσιοι ποὺ ἒγιναν μπεζακτάδες καὶ πότε τοὺς δὲν προσέφεραν ἕνα ποτῆρι νερό, σ᾿αὐτὸ ποὺ τὸ ἒχει ἀνάγκη.
Θὰ κρίνει τοὺς φτωχοὺς, θὰ κρίνη τὶς γυναῖκες, τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς ἂνδρες, τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Ὢ ποία κρίση! Ὧ ποίαν ἀπολογίαν ψυχὴ, ἒχεις ἀθλία ἐν ἡμέρα τῆς Κρίσεως καὶ τῆς σὲ τῆς καταδίκης τοῦ αἰωνίου πυρός..». Λέει ἕνα τροπάριο τῆς ἐκκλησίας μας.
Μὰ, ἀκούω, εἶνε σωστὰ αὐτὰ τὰ πράγματα, θὰ γίνουν ἀληθινά; Θὰ  ἒρθη τέτοια μέρα; Εἶνε γεγονός; Παραμύθια τῶν παπάδων καὶ τῶν δεσποτάδων εἶνε, λένε οἱ ἂπιστοι, γιὰ νὰ τρομοκρατοῦν τὸν κόσμο.
Νὰ σᾶς ἐξομολογηθῶ κάτι. Καὶ ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ θὰ ἦθελα νὰ μὴν ὑπάρχει κόλαση, γιατὶ φοβᾶμαι. Ἀλλὰ ὑπάρχει. Ὃπως ὑπάρχει νύχτα, ὑπάρχει καὶ κόλαση. Θὰ ἒρθη ἡ ἡμέρα ἐκείνη, εἲτε μᾶς ἀρέσει εἲτε δὲν μᾶς ἀρέσει. Καὶ ὅπως εἶστε βέβαιοι, ὅτι αὒριο ξημερώνει Δευτέρα, ἒτσι νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι θὰ ἒρθη ἡ ἡμέρα ἐκείνη. Γι᾿αὐτὸ ἀδέλφια μου βουλῶστε τ᾿ αὐτιά σας, στοὺς ἀθέους καὶ ἀπίστους, ποὺ λένε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, δὲν ὑπάρχει Κόλαση καὶ Παράδεισος. Δὲν ὑπάρχει τίποτε.
Τὰ παλιά τὰ χρόνια οἱ ἂνθρωποι ἦταν ἀγράμματοι, ἀλλὰ εἶχαν μεγάλη πίστη  στὸν Θεό. Τώρα δὲν πιστεύουν οἱ ἂνθρωποι, γι᾿αὐτὸ ἀγρίεψαν καὶ κάνουν τὰ ἐγκλήματα τὰ μεγάλα καὶ ἀπαίσια.
Ἀδέλφια μου, πρέπει ν᾿ἀλλάξουμε πορεία. Νὰ ζήσουμε ὅπως θέλει ὁ Χριστὸς, ὅπως μᾶς θέλει ἡ Ἐκκλησία. Γι᾿αὐτὸ γίνονται τὰ μαθήματα αὐτά. Νὰ μᾶς δυναμώσουν τὴν Πίστι καὶ νὰ μᾶς βοηθήσουν. Εὒχομαι νὰ ἀγαπήσετε τὸ Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό καὶ νὰ μείνετε παντοτινὰ κοντά του.
Νὰ τὸ ξέρετε, ὅτι πολλὰ θὰ γίνουν ἀκόμη στὸν κόσμο αὐτό, γράψατέ το. Ἒρχεται ὁργὴ μεγάλη. Κλαύσατε καὶ φωνάξατε, ὅλοι ὅσοι βρίσκεστε μακρυὰ ἀπὸ τὸν Χριστό.
Τὰ ποτάμια θὰ ξεραθοῦν, τὰ δένδρα θὰ καοῦν, τὰ βουνὰ θὰ λυώσουν σὰν μολύβι καὶ τ᾿ἂστρα θὰ πέσουν, ὅπως τὰ φύλλα τῶν δένδρων.
Ἓνα θὰ μείνη στὸν κόσμο γράψατε το, ἕνα θὰ μείνη αἰώνιο, μιὰ σημαία μόνο θὰ κυματίζη στὸν οὐρανό καὶ καμμιὰ ἂλλη. Καὶ αὐτὴ ἡ σημαία θὰ εἶνε ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ λάμπη σὰν τὸν ἣλιο.
 Ἓνας θὰ μείνη εἰς αἰώνας αἰώνων, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὰ πάντα θὰ σβήσουν ἕνας μόνο  θὰ ὑπάρχη  Βασιλιάς στὸν κόσμο, ὁ Χριστός. Ὃν παῖδες ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰώνας. Ἀμήν

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.