Αυγουστίνος Καντιώτης



ΦΛΟΓΕΡΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΦΕΝΔΟΝΗ

date Σεπ 9th, 2013 | filed Filed under: «ΧΡΙΣΤΙΑΝ. ΣΠΙΘΑ»

 «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» 1952

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

ΦΛΟΓΕΡΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΦΕΝΔΟΝΗ

«(Πόλις) ἀκάθαρτος ἡ ὀνομαστὴ καὶ

πολλὴ ἐν ταῖς ἀνομίαις»

(Ἰεζεκ. 52, 5)

Ζητήματα Ἄμβωνος

p. Augoust. 2000 ist… Ἀκούονται κουδουνίσματα. Κάπου εἶνε πρόβατα. Ὁ βοσκὸς παίζει τὴν φλογέρα του. Ἠχολογοῦν οἱ κάμποι καὶ τὰ βουνά. Ὑπαίθρου γλυκεῖα, εὐχάριστος ἀτμόσφαιρα. Ὁ ἥλιος λάμπει εἰς τὸ στερέωμα.

Ἡ φλογέρα παίζει. Τὰ πρόβατα σκιρτοῦν εἰς τὴν χλόην. Εἰκὼν ὡραία. Πόσον τὴν ἀγαποῦν οἰ κατοικοῦντες τὴν γωνίαν αὐτὴν τοῦ κόσμου! Τὴν ἀγαποῦν τόσον, ὥστε ὡς ἐθνικὸν σῆμα τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ τῆς Πατρίδος ἐξέλεξαν τὸν ἧχον τῆς φλογέρας, τὰ κουδουνίσματα τῶν προβάτων. «Ἐδῶ Ἑλλάς»! Μὲ μίαν στροφὴν τοῦ δείκτου τοῦ ραδιοφώνου γεμίζεις τὸ δωμάτιόν σου μὲ τοὺς γλυκεῖς ἦχους τῆς φλογέρας καὶ ἡ φαντασία σου ἀμέσως πετᾶ εἰς τὴν ὕπαιθρον, εἰς τὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, καὶ βλέπεις νοερῶς τοὺς βοσκοὺς νὰ βόσκουν καὶ ὁλοὲν ἱπτάμενος φθάνεις εἰς τὴν Βηθλεέμ, τὴν ἀλησμόνητον ἐκείνην νύκτα, βλέπεις τοὺς ἀγραυλοῦντας καὶ φυλάσσοντας ποιμένας καὶ ἀκούεις τὸ χαρμόσυνον μήνυμα τῶν αἰώνων: «Δόξα ἐν Ὑψίστοις Θεῶ, καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2, 8-10).

Ὁ βοσκὸς βόσκει τὰ πρόβατα του, παίζει τὴν φλογέρα του. Εἰρηνικὴ εἰκών. Εὐχάριστος! Προσφιλὲς θέμα ζωγράφων καὶ ποιητῶν. Ἀλλὰ ἡ ἐικὼν δὲν εἶνε παντοτεινή. Δὲν κρατεῖ πάντοτε φλογέραν ὁ βοσκός. Ὄχι! Ὑπάρχουν στιγμαὶ ποὺ ἠ εἰδυλλιακὴ εἰκὼν διαλύεται. Ἄλλη εἰκὼν ἐμφανίζεται. Τὰ πρόβατα ταράσσονται. Τὰ τσοπανόσκυλα γαυγίζουν. Ὁ λύκος ἔκαμε τὴν ἐμφάνισίν του. Ὁ βοσκὸς μόλις ἐκ τῶν σημείων ἀντιληφθῆ τὸν κίνδυνον ἀφήνει τὴν φλογέρα, τινάσσεται ὄρθιος, ἀνεβαίνει εἰς βράχον, ἐπισκοπεῖ τὸν ὀρίζοντα, ἀρπάζει λίθους, σφενδόνα, ὅπλα, ὁρμᾶ καὶ καλεῖ καὶ ἄλλους βοσκοὺς εἰς ἀπηνῆ καταδίωξιν τῶν λύκων. Καὶ δὲν ἡσυχάζει παρὰ μόνον, ὅταν πεισθῆ ὅτι οἱ λύκοι ἔχουν ἀπομακρινθῆ τῆς περιοχῆς. Τότε κάθεται πάλιν ὑπὸ τὴν σκιὰν πλατάνου καὶ ἐνὼ αἱ πηγαὶ κελαρύζουν καὶ τὰ πρόβατα βόσκουν καὶ τὰ πουλιὰ ψάλλουν, ὁ βοσκὸς παίζει τὴν φλογέρα του καὶ ἔχει ἡ φλογέρα τὴν φορὰν αὐτὴν ἦχον χαρμόσυνον, ἦχον θριαμβευτικόν. Ὡσὰν νὰ λέγη. Λύκοι! Σᾶς ἐνίκησα. Ἐὰν τολμᾶτε, ξαναπεράσετε ἀπὸ τὸ μανδρί μου. Θὰ σᾶς ὑποδεχθῶ καταλλήλως. Αὐτὰ πράττει ὁ βοσκός, ὁ καλὸς βοσκός. Καὶ φλογέραν ἔχει διὰ νὰ διασκεδάζη τὰ πρόβατα, ἀλλὰ καὶ σφενδόνην, διὰ νὰ ἐκδιώκη τοὺς λύκους. Ἀλλοίμονον, ἐὰν ὁ βοσκὸς ἔχη μόνον φλογέραν. Οἱ λύκοι δὲν ἀπομακρύνονται μὲ φλογέρας. Ἐὰν ἀρκεσθῆ εἰς αὐτάς, ὑπὸ τοὺς γλυκεῖς ἦχους φλογερῶν καὶ ἄλλων μουσικῶν ὀργάνων, οἱ λύκοι θὰ καταφάγουν τὰ πρόβατά του, καὶ θʼ ἀφήσουν τὸν βοσκὸν νὰ τραγουδῆ τὰ εὐχάριστα τραγούδια του. Ὑπάρχει τοιοῦτος βοσκὸς νὰ παίζη φλογέρα τὸν καιρὸν ποὺ χρειάζονται σφενδόνα καὶ ρόπαλα;

* * *

Οἱ βοσκοί, ἀγαπητοί, ποὺ βλέπομεν εἰς τὴν ὕπαιθρον, εἶνε εἰκόνες τῶν ἄλλων ἐκείνων βοσκῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀναλάβει τὴν μέριμναν τῶν λογικῶν προβάτων τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Τίνες οἱ βοσκοὶ αὐτοί; Εἶνε οἱ κληρικοὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶνε οἱ ἐπίσκοποι. Εἶνε οἱ πρεσβύτεροι. Εἶνε οἱ διάκονοι. Εἶνε οἱ Θεολόγοι καὶ οἱ ἱεροκήρυκες! Αὐτοὶ κρατοῦν τὴν φλογέρα καὶ μὲ τὸν εὐχάριστον ἦχον εὐφραίνουν τὰς ψυχάς. Ἦχοι τερπνῆς φλογέρας εἶνε τὰ κηρύγματά των, τὰ κηρύγματα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν ὕφος πολεμικόν, δὲν προτρέπουν εἰς μάχας καὶ ἀγῶνας, ἀλλὰ εἶνε ἀπλῶς θεωρία, περιγραφή. Περιγράφουν τὴν ἀσχήμιαν τῆς κακίας, τὰ κάλλη τῆς ἀρετῆς, τὰ θέλγητρα τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς, τὴν εἰρήνην καὶ τὴν μακαριότητα… Τὶς ἐν καιρῶ εἰρήνης δύναται νὰ κατηγορήση τὸν τρόπον τοῦτον τοῦ κηρύγματος; Φλογέραι παίζετε τὰ εὐχάριστα ἄσματά σας! Ἱεροκήρυκες περιγράφετε τὸ μεγαλεῖον τῆς ἀρετῆς, τὴν ἀθλιότητα τῆς κακίας! Εἶνε τόσον γλυκεῖαι αἱ ὁμιλίαι αὐταὶ ὥστε οἱ ἀκροαταὶ εὐφραίνονται, ὡς οἱ ἀκροαταὶ ὡραίας τινὸς μουσικῆς συναυλίας.

Ἀλλὰ ἐνῶ οἱ ἱεροκήρυκες, παίζουν τὴν φλογέραν των κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰν προστατευτικῆς πλατάνου, ἰδοὺ λύκοι ἐμφανίζονται. Λύκοι πειναλέοι, λύκοι αἱμοδιψεῖς, λύκοι ἀραβικοί, ὡς τοὺς ὀνομάζει ὁ Προφήτης (Αββακούμ 1, 8), διὰ τὴν σφοδρότητα τῆς ὁρμῆς, μὲ τὴν ὁποίαν οἰ λύκοι τῆς Ἀραβίας ἐπιπίπτουν εἰς τὰ ποίμνια. Λύκοι διαφόρων χρωμάτων καὶ προελεύσεων. Καὶ τοιοῦτοι εἶνε οἱ κατὰ διαφόρους τρόπους ἀδικοῦντες σωματικῶς καὶ πνευματικῶς τὸν λαόν. Θέλετε νὰ τοὺς ἴδετε;

Ἰδού! Μὴ τρομάξετε! Ὁ ἕνας συντηρεῖ κακοφήμους οἴκους εἰς μίαν ἤ καὶ περισσοτέρας πόλεις τῆς Ἑλλάδος. Ὁ δεύτερος ἔχει κτίσει χαρτοπαικτικὴν λέσχην καὶ μὲ τὴν προστασίαν τῶν Νόμων (!) ἀρπάζει τὰ πορτοφόλια τῶν ἀνθρώπων. Ὁ τρίτος ἔχει ἀνοίξει αἴθουσαν κινηματογράφου καὶ μὲ τὰς ταινίας ποὺ ζωγραφίζουν τὰ γκαγκστερικὰ ὄργια ἀρπάζει ἀπὸ τὴν ποίμνην τοῦ Χριστοῦ τὰ τρυφερώτερα, τὰ ἀρνία, τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους, τῶν ὁποίων τὰ κόκκαλα θὰ διασκορπισθοῦν παρὰ τὸν ἄδην, θλιβερὰ λείψανα τῆς ἁμαρτίας τοῦ αἰῶνος μας. Ὁ τέταρτος ἔχει κτίσει καταστήματα καὶ ἐργοστάσια καὶ πλουτίζει διαρκῶς καὶ διασχίζει μὲ ἀεροδυναμικὰς λεμουζίνας τὰς ὁδοὺς καὶ τὰς πλατείας καὶ ἐπισκέπτεται τὰς Εὐρώπας καὶ καίει εἰς τὸν Διάβολον ἄφθονον χρῆμα, ποσὰ ἀμύθητα, ἐνῶ οἱ ἐργάται καὶ ἐργάτριαι μὲ τὰ ἡμερομήσθια τῆς πείνης, ἔπαθον φυματίωσιν καὶ πτύουν τὸ αἵμα εἰς τὰ φθισιατρεῖα καὶ δὲν ἔχουν νʼ ἀγοράσουν οὔτε τὰ φάρμακά των. Ὁ πέμπτος ἡγεῖται τῶν περιβοήτων καλλιστείων καὶ ξεσηκώνει τὰ κορίτσια τῶν πόλεων καὶ γίνεται ὁ αἰσχρὸς παραγωγὸς τῆς νεότητος. Ὁ ἕκτος ἐκδίδει αἰσχρὰ περιοδικὰ καὶ διʼ αὐτῶν εἰσέρχεται τὸ μικρόβιον τοῦ ἐκφυλισμοῦ εἰς τὰς καρδίας μαθητῶν καὶ μαθητριῶν ἀκόμη τῶν Δημ. Σχολεῖων καὶ δημιουργεῖ τὴν πνευματικὴν φυματίωσιν τῆς φυλῆς. Ὁ ἕβδομος ἐν καιρῶ νυκτὸς ρίπτει τὰς αἱρετικὰς προκηρύξεις, τὰ διάφορα ἔντυπα, ποὺ ἐκδίδουν οἰ αἱρετικοί. Καὶ πόσον εἰδῶν αἱρετικοὶ δὲν κινοῦνται τὰ τελευταῖα αὐτὰ ἔτη ἐπάνω εἰς τὴν ταλαίπωρον Πατρίδα μας. Λύκοι βαρεῖς. Λύκοι προβατόσχημοι, ἄνθρωποι τῶν ὁποίων ἡ ἐπιφάνεια μόνον εἶνε χριστιανική, πρὸς ἐξαπάτησιν τῶν ἀπλουστέρων, ἀλλὰ τὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς των εἶνε λυκοειδῆ, ἀρπακτικά. Οἱ ὑποκριταί! Ὡς πρόβατα χώνονται μέσα εἰς τὴν κοινωνίαν, ἀλλὰ κάτω ἀπὸ τὸ δέρμα των κρύπτεται ὁ λύκος, ὁ ἅρπαξ. Πρόβατα-λύκοι. Ἀλλὰ τὸ χείριστον ἐξ ὅλων εἶνε ὅτι καὶ οἱ βοσκοὶ φύλακες τῶν προβάτων, γίνονται… λύκοι. Λύκοι; Ναί! Λύκοι εἶνε ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ὄχι διὰ τῆς θύρας, ἀλλὰ διὰ τοῦ παραθύρου, διὰ ποικίλων ἀτίμων μέσων κατώρθωσαν νὰ καταλάβουν ὕψιστα ἀξιώματα ἐν τῆ Ἐκκλησία καὶ τῆ Πολιτεία καὶ ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς πλέον ἐνεργοῦν τὴν ληστείαν εἰς βάρος τοῦ λαοῦ. Ὤ τὶς νὰ μῆν κλαύση; Τὶς νὰ μὴ θρηνήση; Βοσκοὶ-λύκοι! Κάνετε τὸν λύκον βοσκὸν καὶ περιμένετε προκοπήν! Βοσκοὶ-λύκοι. Δὲν φείδονται αὐτοὶ τοῦ ποιμνίου. Τοὺς ἐπεσήμανεν ἕνας Παῦλος ὡς τοὺς φοβερωτέρους ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας (Πράξ. 20, 29). Τοὺς ἐφοβήθη ἕνας Δαβίδ, ὅστις δίδει τὴν εἰκόνα αὐτῶν εἰς τὸν 9ον ψαλμὸν (στίχ. 26-33). Κύριε – λέγει ὁ Προφητάναξ – ὑποφέρουν οἰ πτωχοί, οἱ ἀδύνατοι. Ἀπὸ τὰς μάνδρας των, ἀπὸ τὰς θέσεις των, ἰδοὺ ἐκπηδοῦν ὡς λέοντες οἱ ἰσχυροί, οἱ ἄδικοι ἄρχοντες, διὰ νὰ κατασπαράξουν τὸν πτωχόν. «Ἀνάσθητι, Κύριε… μὴ ἐπιλάθου τῶν πενήτων». Ἡ ἀθεόφοβος, ἡ ὁργιάζουσα ἀριστοκρατία, ἰδοὺ ὁ μέγιστος κίνδυνος ἑνὸς ἔθνους. Ἕνας Ἰεζεκιὴλ θὰ ἔλεγε: Οἱ ἄρχοντες αὐτῆς ἐν μέσω αὐτῆς ὡς λύκοι ἁρπάζοντες, ἁρπάγματα, τοῦ ἐκχέαι αἵμα, ὅπως πλεονεξία πλεονεκτῶσιν (Προφ. 22, 27).

Ὅλα τὰ ἐγκλήματα, ὅλαι οἱ ἀδικίαι, ὅλαι ἐν γένει αἱ κατάφωροι προσβολαὶ τοῦ ἠθικοῦ Νόμου εἶνε γνωστὰ καὶ πρέπει νὰ εἶνε γνωστὰ εἰς τοὺς ἱεροκήρυκας, τοὺς ἐντεταλμένους νὰ κηρύξουν πρὸς τὸν λαὸν τὴν ἀλήθειαν. Ποῖον τὸ καθῆκον των; Νὰ ἐλέγξουν ὄχι ἀπλῶς τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ ἐφʼ ὅσον ἡ ἁμαρτία, τὸ ἀδίκημα, τὸ ἔγκλημα δὲν διεπράχθη ἐν κρυπτῶ καὶ παραβύστω, ἀλλὰ διεπράχθη δημοσία καὶ κατεσκανσαλίσθη ἡ κοινωνία, οἱ κήρυκες τῆς ἀληθείας ὀφείλουν νὰ ἐλέγξουν δημοσία καὶ τοὺς δράστας τοῦ κακοῦ συμφώνως πρὸς τὴν ἐντολὴν τοῦ ἀποστόλου Παῦλου: «Τοὺς ἁμαρτάνοντας ἐνώπιον παντῶν ἔλεγχε, ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσιν» (Α΄ Τιμ. 5, 20). Ἀκούετε; Δὲν λέγει τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτάνοντας, τὰ ἄτομα, δηλαδή, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα συνεχῶς καὶ ἐπιμόνως διὰ τῆς ἀτάκτου καὶ σκανδαλώδους ζωῆς των γίνονται ἀφορμὴ νὰ βλασφημῆται τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους τῶν ἀπίστων.

Νὰ ἐλέγξωμεν; «Ἀλλὰ ἡμεῖς, ἀπαντοῦν οἱ ἱεροκήρυκες, ἔχομεν κήρυγμα εἰρηνικόν, τὸ ἐποικοδομητικὸν λεγόμενον κήρυγμα. Παρακαλῶ μὴν μᾶς ἐνοχλῆτε». Πολύ καλά! Ἀλλʼ ἐδῶ οἱ ποικιλώνυμοι λύκοι ὑπὸ τοὺς γλυκεῖς ἦχους τῆς φλογέρας, τοὺς ὡραίους ἐποικοδομητικοὺς λόγους ἀρπάζουν τὰ πρόβατα, διαλύουν τὴν ποίμνην καὶ σεῖς φλοῦ-φλοῦ. Τὶ εἴδους βοσκοὶ εἴσθε; Δὲν φρονεῖτε, ὅ,τι ὁ καιρὸς αὐτὸς ἐπιβάλλει νʼ ἀφήσετε τὴν φλογέραν καὶ νʼἀρπάξετε τὴν σφενδόνην; Ἀλλὰ ἡ φλογέρα εἶνε γλυκεῖα, εὐχάριστος. Πῶς νὰ τὴν ἀφήσωμεν; Ἀλλὰ ἀκούσατε λοιπὸν ὄχι ἕνα συνάδελφον σας, ἀλλὰ τὸν ἰερὸν Χρυσόστομον, τὸν ἀθάνατον ρήτορα τοῦ Χριστιανισμοῦ, τὸν βασιλέα τοῦ ἄμβωνος, ὅστις παρακαλῶ δὲν ἔπαιζε μόνον φλογέραν, ἀλλὰ καὶ σφενδόνην ἐχρησιμοποίει. Ἀκούσατε τὶ λέγει; Ἐκαυτηρίαζεν ὁ ἰερὸς Πατὴρ τοὺς φιλαργύρους, τοὺς πλεονέκτας τοὺς πλουτοκράτας τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὀποῖοι ἐν καιρῶ βαρυτάτου χειμῶνος ἄφηναν νηστικοὺς καὶ γυμνοὺς καὶ ἀνυπόδητους καὶ ριγοῦντας ἐπὶ τῆς παγωμένης χιόνος τοὺς πτωχούς, τοὺς ἀδελφοὺς τούτους τοῦ Χριστοῦ. Τοὺς ἐκάλει νὰ ἐκλέξουν ἤ Χριστὸν ἤ Μαμμωνᾶν, καὶ ἐπειδὴ εἰς κάποιαν ὁμιλίαν του ἀντελήφθη, ὅτι οἱ κατὰ τῶν πλουσίων δριμύτατοι λόγοι του προϋκάλεσαν δυσαρέσκειαν, εἴπεν ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος τὰ ἐξῆς: «Γνωρίζω ὅτι σᾶς δυσαρεστῶ. Οὔτε ἐγῶ, πιστεύσατέ μοι, θὰ ἤθελα νὰ χρησιμοποιῶ τοιοῦτον ἔλεγχον. Τουναντίον θὰ ἐπεθύμουν ἄλλα εὐχάριστα θέματα νʼ ἀναπτύσσω εἰς τὴν ἀγάπην σας. Θὰ ἤθελα νὰ ὁμιλῶ περὶ τοῦ πόσον γλυκὺ εἶνε νʼ ἀγαπᾶ τις τὸν Χριστόν, θὰ ἤθελα νὰ σᾶς κηρύττων πάντοτε περὶ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, νὰ διηγοῦμαι τʼ ἀνέκφραστα ἐκεῖνα ἀγαθά, τὴν ἀνάπαυσιν, τὸ ὕδωρ τὸ τῆς ἀναπαύσεως, τὸν τόπον χλόης. Ὤ! Πόσον μοὺ ἀρέσει τὸ ψαλμικόν: «Ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως ὁ Κύριος ἐξέθρεψέ με, καὶ εἰς τόπον χλόης ἐκεῖ μὲ κατεσκήνωσεν» (ψαλμ. 22, 2). Θὰ ἤθελα περὶ τοῦτων νὰ ὀμιλῶ ἀκαταπαύστως. Ἀλλὰ τὶ παθαίνω; Ὅταν βλέπω ἕνα ποὺ εἶνε ὑπεύθυνος καὶ περιμένει ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν τὴν εἰς θάνατον καταδίκην, καὶ ἐκτέλεσιν δὲν δύναμαι νὰ τῶ ὁμιλῶ περὶ τιμῆς, περὶ ἀμοιβῶν καὶ βασιλικῶν ἀξιωμάτων. Ἐκεῖνο ποὺ πρῶτον χρειάζεται ὁ ὑπεύθυνος, εἶνε νὰ φροντίσω διὰ τὴν ἀπαλλαγὴν του ἐκ τοῦ δικαστηρίου καὶ κατόπιν νὰ τῶ κάμω λόγον περὶ βασιλικῆς τιμῆς. Τὸ ἴδιον καὶ ὁ ἀσθενῆς, ὁ πυρέσσων, ὁ κινδυνεύων τὸν ἔσχατον κίνδυνον. Τὶ τὸ ὄφελος ἐὰν τῶ εἴπω ὅτι αὔριον γίνεσαι βασιλεύς; Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον πρῶτον ζητεῖ ὁ ἀσθενῆς εἶναι ἡ ἀπαλλαγὴ τῆς φοβερᾶς νόσου. Καὶ ἐγὼ μιμούμενος τὸν ἰατρὸν ἐτοιμάζω τὰ φάρμακα, τὰ πικρὰ φάρμακα. Χρησιμοποιῶ λόγον σφοδρόν, ἐλεγκτικόν, σείω τὴν συνείδησιν, ἀπειλῶ πὺρ καὶ γέενναν, κτυπῶ μὲ βαρεῖαν σφῦραν διὰ νὰ θεραπεύσω, διὰ νὰ κατασκευάσω ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ σκεύη. Ναί! Ὁ βαρὺς, ὁ ἐλεγκτικὸς λόγος ρυθμίζει ψυχάς. Προτιμότερον ὁ ἀκροατής μου νὰ καίεται προσωρινῶς ἀπὸ τὴν καυστικότητα τῶν ἐλέγχων μου ἤ νὰ καίεται αἰωνίως ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς κολάσεως ἐκείνης». Ἄλλοτε πάλιν ἐρμηνεύων τὸν ἀγγελικὸν ὕμνον˙ Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαββαώθ, διακόπτει τὴν ἐποικοδομητικὴν ἐκείνην ἐρμηνείαν καὶ ἐπιτίθεται ἀκάθεκτος ἐναντίον τῶν ταρασσόντων τὴν εἰρήνην τοῦ ποιμνίου αἱρετικῶν, ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων.

Καὶ ἄλλοτε ἀκόμη ἐκφραστικώτερον λέγει τὰ ἐξῆς ποὺ τόσον ἀρμόζουν εἰς τὸ θέμα μας: «Οἱ βοσκοὶ ἕως ὅτου κανένα θηρίον δὲν ἐνοχλεῖ τὴν ποίμνην των ἀναπαύονται κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰν δρυὸς ἤ πεύκης καὶ παίζουν τὸν αὐλὸν καὶ τὰ πρόβατα εἶναι ἐλεύθερα νὰ βόσκουν ὅπου θέλουν, ἀλλʼ ὅταν αἰσθανθοῦν ἐπιδρομὴν λύκων, τότε ἀφήνουν τοὺς αὐλούς, συνάγουν τὰ πρόβατα, ὁπλίζονται μὲ λίθους καὶ ρόπαλα καὶ ἔμπροσθεν τῆς ποίμνης ἱστάμενοι φωνάζουν δυνατὰ καὶ πολλάκις μὲ τὰς φωνάς των κάμνουν τοὺς λύκους νὰ φύγουν. Τὸ αὐτὸ πράττομεν καὶ ἡμεῖς. Ἐπὶ σειρὰ ὁμιλιῶν δὲν εἴχομεν λόγον ἀγωνιστικόν. Διότι οὐδεὶς μᾶς ἠνώχλει. Ἀλλὰ τώρα ποὺ λύκοι ζητοῦν νὰ παραπλανήσουν τὰ πρόβατά μας, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νʼ ἀφήσωμεν τὴν φλογέραν, τὸν ἥσυχον λόγον, καὶ νὰ κατέλθωμεν εἰς μάχην κατὰ τῶν φοβερῶν αἱρετικῶν. Καὶ τοῦτο διὰ νὰ μὴ κερδήσουν οἱ ἐχθροί μας οὔτε ἕνα πρόβατον ἐκ τῆς ἰδικῆς μας μάνδρας».

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἔπαιζε θαυμασίως τὴν φλογέραν, τὸν ποιμενικὸν αὐλὸν καὶ κατέθελγε μὲ τὰς ἐποικοδομητικὰς ὁμιλίας τὸ ἀκροατήριον, ἀλλὰ καὶ τὴν σφενδόνην γενναίως ἐχρησιμοποίει, λόγους ἐπιτιμητικοὺς ἐκφωνῶν ὁ μακάριος. Φλόξ πυρὸς ὁ λόγος του. Πᾶς δημοσία ἁμαρτᾶνων καὶ καταπατῶν τοὺς Νόμους τῆς ἐκκλησίας καὶ σκανδαλίζων τὸν λαὸν δημοσία πρέπει νὰ ἐλέγχεται. Αὐτὸς ἧτο ὁ Νόμος τοῦ κηρύγματός του. Εἶνε δὲ ἐκ τῆς Ἱστορίας γνωστόν, ὅτι, ὅταν ἔξωθεν τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας ἐστήθη χρυσοῦν ἄγαλμα τῆς αὐτοκρατείρας Εὐδοξίας καὶ πέριξ τοῦ ἀγάλματος ἐχόρευον καὶ διεσκέδαζον οἱ ὄχλοι καὶ αἱ φωναὶ αὐτῶν ἔφθανον μέχρι τοῦ Ἰ. Θυσιαστηρίου, ὁ Ἱ. Χρυσόστομος δὲν ἐδίστασε νὰ ἐλέγξη δριμύτατα τοὺς αὐλικούς, οἱ ὁποῖοι ἐκ κολακείας κατεσκεύασαν τὸ ἄγαλμα καὶ ἔστησαν αὐτὸ πρὸ τοῦ Ἰ. Ναοῦ, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν αὐτοκράτειραν ἤλεγξε διὰ τὴν τοιαύτην ἀσέβειαν. Ἡ σφενδόνη του οὐδενὶ ἐχαρίζετο. Πᾶς λύκος οἱουδήποτε χρώματος κατεδιώκετο ἀπηνῶς.

Καὶ μόνον ὀ Ἱ. Χρυσόστομος; Ὅλοι οἱ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς ἐκκλησίας οἱ ὁποῖοι ἐλάμπρυναν καὶ ἐδόξασαν τὴν Ὀρθοδοξίαν ἐχρησιμοποίησαν τὸν ἐλεγκτικὸν λόγον. Ἦλθον εἰς σύγκρουσιν μὲ τὸν κόσμον. Ἐπετίμησαν παρανομοῦντας ἄρχοντας. Ἤλεγξαν ἀσεβεῖς βασιλεῖς. Καὶ ἔχασαν ἄμβωνας καὶ θρόνους καὶ ἀπέθανον εἰς φυλακὰς καὶ ἐξορίας. Τοιοῦτοι ἧσαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν. Ἡμεῖς δὲ οἱ νεώτεροι μόνον ἀπὸ τῶν ἐδρῶν καὶ ἀμβώνων καὶ τῶν στηλῶν θρησκευτικῶν περιοδικῶν γνωρίζομεν καὶ ἐγκωμιάζωμεν τοὺς πατέρας, ἀλλὰ οὐδόλως μιμούμεθα αὐτοὺς καὶ δὲν ἀντιλαμβανόμεθα οἱ δυστυχεῖς ὅτι τὸ ἀκροατήριον γελᾶ ἐνδομύχως εἰς βάρος μας καὶ εἶνε ἕτοιμον νὰ μᾶς φωνάξη˙ κύριοι, ἀφοῦ τοὺς θαυμάζετε, διατὶ δὲν τοὺς μιμεῖσθε; Διατὶ ἀρκεῖσθε μόνον εἰς ὡραιολογίαν καὶ δὲν πράττετε ἔργα ὑψηλὰ καὶ μεγάλα ἀντάξια τῶν μεγάλων παραδόσεων τῆς ἐκκλησίας; Δυστυχῶς! Συστηματικῶς ἀποφεύγομεν τὸν ἔλεγχον. Νὰ μὴ ἐλέγξωμεν τὸν ἕνα, διότι ἔχει ἀξίωμα καὶ Νόμω (!) εἶνε ἀνεύθυνος! Νὰ μὴ ἐλέγξωμεν τὸν ἄλλον, διότι εἶνε πλούσιος καὶ πετάει εἰς τὸν δίσκον τῆς Ἐκκλησίας ψιχία ἐκ τῆς κολοσσιαίας περιουσίας του. Νὰ μὴ ἐλέγξωμεν τὸν τρίτον, διότι εἶναι φίλος μας. Τὶ φίλος μας, ἀφου ὑβρίζη τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Ὀρθοδοξίαν; Νὰ μὴ ἐλέγξωμεν τὸν τέταρτον, διότι θὰ διακινδυνεύσουν τὰ ἀτομικὰ καὶ ὁμαδικά μας συμφέροντα. Νὰ μὴ θίξωμεν τὸν ἕνα, νὰ μὴ θίξωμεν τὸν ἄλλον. Μημουαπτισμὸς ὄχι εὐλαβής, ἀλλʼ ἐφάμαρτος. Κολακεύομεν καὶ κολακευόμεθα. Δίδομεν τιμὰς εἰς τὸν κόσμον καὶ λαμβάνομεν παρʼ αὐτοῦ μὲ τόκον καὶ ἐπιτόκιον τὰς τιμὰς καὶ στολίζομεν τὰ στήθη μας μὲ ψευδῆ παράσημα διʼ ἀνυπάρκτους ὑπηρεσίας. Βλέπομεν τὰς ἀδικίας τὰ αἵματα, τὰ βοῶντα καὶ κράζοντα ἐγκλήματα καὶ ἀντιπαρερχόμεθα ὡς ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ Λευΐτης τῆς παραβολῆς. Οὐδεμία εἰλικρίνεια. Ὑποκρισία βασιλεύει εἰς τὰς σχέσεις κλήρου καὶ λαοῦ. Οἱ ὑφιστάμενοι ἐξαντλοῦνται εἰς ἐμετικὰς κολακείας. Ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος σοφὸν καλοῦν τὸν ἄσοφον, τὸν φιλάργυρον ἐλεήμονα, τὸν ἀσεβῆ εὐσεβῆ, τὸν προδότην τῆς πίστεως ἄγρυπνον φύλακα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἕνα τεράστιον θρησκευτικὸν καὶ ἐκκλησιαστικὸν ψεῦδος ἐπιπλέει ἐπὶ τῆς κοινωνικῆς μας ἀβύσσου. Καὶ ταῦτα πάντα διὰ τὴν ἔλλειψιν τοῦ σφοδροῦ τοῦ ἐλεγκτικοῦ κηρύγματος.

* * *

Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες! Θεολόγοι καὶ Ἱεροκήρυκες πρὸς καιρὸν ἀφήσατε τᾶς φλογέρας σας καὶ λάβετε τὰς σφενδόνας. Κηρύξατε ἐλεγκτικῶς. Ἀλλὰ ἡμεῖς – θὰ εἴπητε – δὲν εἴμεθα Χρυσόστομοι, Βασίλειοι, Γρηγόριοι, Φώτιοι καὶ Θεόδ. Στουδίται. Εἴμεθα ἀδύνατοι, τὸ δὲ κακὸν εἶνε σήμερον ἐπιτελικῶς ὠργανωμένο καὶ θὰ μᾶς ἐπιτεθῆ καὶ θὰ μᾶς ἐκμηδενίση. Ταῦτα λέγετε σεῖς οἰ θεολόγοι καθηγηταὶ καὶ ἱεροκήρυκες; Ἀλλὰ δὲν ἀνεγνώσατε ποτὲ, ὅτι κανεὶς ἄλλος εἰς τὴν ἐποχήν του δὲν ἧτο ἰσχυρότερος ἀπὸ τὸν Γολιάθ; Γίγας ἧτο. Βουνὸ ἀπὸ σάρκας καὶ νεῦρα. Σιδηρόφρακτος. Φρούριον ἀπόρθητον. Οὐδεὶς ἐτόλμα νὰ τὸν πλησιάση. Καὶ ὅμως ἔπεσεν. Ἔπεσε μὲ σφενδόνην καὶ μὲ ἕνα λίθον ἐκ τῶν πέντε λίθων ποὺ ἔσκυψε καὶ ἔλαβεν ἐκ τοῦ χειμάρρου ὁ ποιμενόπαις Δαβίδ. (Βασιλ. Α΄ κεφ. 17-40-4ο). Καὶ τὴν σφενδόνην αὐτὴν καὶ τοὺς 5 λίθους ὡς σύμβολον ἀφῆκεν εἰς τοὺς ἀγωνιστὰς τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ὀ Δαβίδ. Ἀντὶ τῶν 5 λίθων ὑπάρχουν οἱ πέντε λόγοι, οἱ λόγοι τοὺς ὁποίους ἐπεθύμει νὰ λέγη εἰς τοὺς χριστιανοὺς ὁ Παῦλος ὁ Ἀπόστολος. (Α΄ Κορινθ. 14, 19). Καὶ ἡρμήνευσεν θαυμασίως ἕνας Νικηφ. Θεοτόκης. Τοὺς ἐχρησιμοποιήσαμεν; Ἐὰν ἐχρησιμοποιεῖτο ἡ ἀπλῆ, ἡ οὐσιώδης, ἡ ἐλεγκτικὴ διδασκαλία τῶν ἀληθινῶν κηρύκων τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ σύγχρονοι Γολιὰθ τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας καὶ ἁρπαγῆς, οἱ αἱμοδιψεῖς λύκοι, οἱ ὠρυόμενοι λέοντες θὰ ἐνικῶντο κατὰ κράτος καὶ ὁ λαὸς θʼ ἀνέπνεε τὸν ζείδωρον ἀέρα τῆς ἐν Χριστῶ ἐλευθερίας. Διότι δὲν ὑπάρχει κακὸν ὁσονδήποτε ὡργανωμένον καὶ ἐὰν εἶνε, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ νικᾶ ἡ πίστις, ἡ ὁποία ἐκσφενδονίζει εἰς τὴν θάλασσαν τὰ ὄρη κατὰ τὸ ἀψευδὲς ρῆμα τοῦ Κυρίου.

Χριστιανοί μου. Εἰς τὴν ἐποχήν μας σφενδόναι τοῦ Δαβὶδ ζητοῦνται ποὺ ἡ κάθε μία θὰ ἔχη καὶ πέντε λίθους. Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας ὑπάρχουν φλογέραι. Ἀφθονία φλογερῶν. Ἐποικοδομητικῶν κηρυγμάτων. Σφενδόναι ἐλλείπουν. Ἐλλείπουν κηρύγματα Φλαμιάτου, Παπουλάκου, Μακράκη ποὺ νὰ κτυποῦν ὄχι εις τὰ πόδια ἀλλὰ εἰς τὸ κεφάλι τὴν ἁμαρτίαν. Ἐλλείπουν κηρύγματα, τῶν ὁποίων οἱ κήρυκες θὰ ἔχουν ἐν ἑαυτοῖς τὴν ἀπόφασιν τοῦ θανάτου, ἕτοιμοι νὰ πέσουν ὑπὲρ τῆς ἰδέας τοῦ κηρύγματος, μάρτυρες ἕνεκεν ἀληθείας καὶ δικαιοσύνης. Ἐλλείπουν κηρύγματα ποὺ θὰ ἐξασκήσουν τὸν ἔλεγχον εἰς ὅλας τὰς ἐκφάνσεις τῆς κοινωνικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τοῦ τόπου μας.

Ἀλλὰ δυστυχῶς τὰ κηρύγματα ταῦτα δὲν ἔχουν σήμερον τὴν κατανόησιν ἐκ μέρους τῆς ἐπισήμου ἐκκλησίας. Τὰ φλοῦ-φλοῦ κυριαρχοῦν. Οἱ λύκοι τρώγουν τὰ πρόβατα καὶ ἡμεῖς παίζομεν τὴν φλογερίτσα μας καὶ ὁ Διάβολος χαίρει. Φλοῦ-φλοῦ καὶ κουδουνίσματα ἀρχιερατικῶν σάκκων. Ἰδοῦ τὸ σῆμα τῆς σημερινῆς ἐκκλησίας. Τὶς νὰ μὴ κλαύση; Τὶς νὰ μὴ θρηνήση; Εἶναι, ἀδελφοί μου καὶ πατέρες, εἶνε τακτικὴ αὐτὴ ὁδηγοῦσα εἰς νίκην, εἰς θρίαμβον τῆς ἐκκλησίας; Ἔτσι ἠγωνίσθησαν οἱ ἔνδοξοι καὶ οὐρανόφρονες πατέρες; Ἀκούσωμεν τὶ περὶ αὐτῶν λέγει ὁ ποιητής: «Ὅλην συλλεξάμενοι ποιμαντικὴν ἐμπειρίαν καὶ ΘΥΜΟΝ κινήσαντες νῦν τὸν δικαιώτατον ἐνδικώτα, τοὺς βαρεῖς ἤλασαν καὶ λοιμώδεις λύκους. ΤΗ ΣΦΕΝΔΟΝΗ ΤΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ἐκσφενδονήσαντες τοῦ τῆς ἐκκλησίας πληρώματος πεσόντας, ὡς πρὸς θάνατον καὶ ὡς ἀνιάτως νοσήσαντας, οἱ Θεῖοι ποιμένες, ὡς δούλοι γνησιότατοι τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἐνθέου κηρύγματος μῦσται ἱερώτατοι». Ἀλλʼ ἐὰν καὶ παρʼ ὅλα τὰ λεχθέντα, παρʼ ὅλα τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν οἱ ἱεροκήρυκές μας ἐμμένουν εἰς τὴν τακτικὴν των καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ παίζουν φλογέρα καὶ νὰ γεμίζουν τὸν ἀέρα μὲ τὰ φλοῦ-φλοῦ τῶν κηρυγμάτων των, τότε ἕνας βοσκὸς τῆς Πίνδου ποὺ εἰς ἐπιδρομὴν λύκων ἀφήνει τὴν φλογέρα καὶ τρέχει εἰς καταδίωξιν τῶν λύκων, θὰ εἶνε σφοδρὸς κατήγορός μας ἐν ἡμέρα κρίσεως. Διότι «καιρὸς παντὶ πράγματι» λέγει ὁ σοφός (Ἐκκλησ. 3, 1).

Ναὶ ἡ φλογέρα εἶναι καλὴ ἐν καιρῶ εἰρήνης, τὸ ἐποικοδομητικὸν κήρυγμα ἔχει θέσιν ἐν τῆ ἐκκλησία, ὅταν οὐδὲν θηρίον ἐνοχλῆ, κατὰ Ἱ. Χρυσόστομον, τὴν ποίμνην τοῦ Χριστοῦ, ἀλλʼ ὅταν εἰς καιρὸν μάχης ἐναντίον σκοτεινῶν δυνάμεων εἰς καιρὸν ἐπιδρομῆς λύκων λυμαινομένων τὴν κοινωνίαν καὶ τὴν ἐκκλησίαν, εἰς ἕνα τοιοῦτον καιρὸν ποὺ κατὰ τὸν προφήτην καὶ ὀ πραῢς πρέπει νὰ γίνη μαχητής, (Ἰωὴλ 4, 11), τὸ νὰ παίζης τὴν φλογέραν σου καὶ νʼ ἀδιαφορῆς διʼ ὅ,τι πέριξ σου γίνεται, καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλὰ νʼ ἀποτρέπης καὶ τοὺς ἄλλους νὰ λάβουν τὴν σφενδόνην καὶ νὰ κατηγορῆς αὐτοὺς ὡς τρελλοὺς καὶ μανιακούς, ἀποτελεῖ πράξιν, τὴν ὁποίαν ἀποφεύγομεν νὰ χαρακτηρίσωμεν.

Τὰ φλοῦ-φλοῦ ἄς παῦσουν προσωρινῶς. Χιλιάκις ἠκούσθησαν. Τῶρα εἶνε καιρὸς σφενδόνης Δαβὶδ μὲ τοὺς πέντε λίθους. Τοὺς ἔχομεν; Θὰ νικήσωμεν. Δὲν τοὺς ἔχομεν; Δὲν μᾶς σώζουν ὅλαι αἱ φλογέραι, ποὺ παίζουν ραθύμως εἰς τὰς αὐλὰς τῶν ἀρχιερέων, Ἱερατικῶν καὶ Θεολογικῶν Σχολῶν, θρησκευτικῶν Συλλόγων καὶ ἀδελφοτήτων.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.