Αυγουστίνος Καντιώτης



Πρεπει να ειμεθα ετοιμοι στις επαλξεις

ΖΟΥΜΕ Σ᾽ ΕΝΑ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΡΕΥΜΑ ΠΛΑΝΗΣ

Από την ἐρμηνεία στὴν Β´ Θεσ\νικῆς ἐπιστολή, σε κύκλο ἀνδρῶν, τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

ΤΡΕΧΕΤΕ ΑΓΩΝΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ισΜπορεῖ λ.χ. στὴ Ῥωσία ἢ κάπου ἀλλοῦ νὰ παρουσιαστῇ ἕνας ἰός, ἕνα μικρόβιο. Αὐτὸ πολλαπλασιάζεται καταπληκτικῶς καὶ μεταφέρεται διὰ διαφόρων μέσων. Ἔτσι ἡ γρίππη γίνεται παγκόσμια. Ὅπως λοιπὸν τὸ μικρόβιο ξεκινᾷ ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ ἔχει ξαφνικὰ καταπληκτικὴ διάδοσι καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ φράξῃ κανείς, ἔτσι καὶ τὸ κακό, ἀπὸ μικροσκοπικὸ μικρόβιο ξεκινᾷ καὶ γνωρίζει τεραστία ἐξάπλωσι μέσα στὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἀπειλεῖ ὅλους νὰ τοὺς κλείσῃ στὰ δίχτυα του. Τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα νὰ φοβᾶστε, ἐκεῖνα νὰ προσέχετε· ἀπὸ ᾿κεῖ ἀρχίζει τὸ κακό.

Καὶ ζοῦμε σ᾿ ἕνα τεράστιο παγκόσμιο ῥεῦμα πλάνης, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὰ μικρότερα καὶ φθάνει ἕως τὰ μεγαλύτερα. Θὰ πέσουν, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Β´ Θεσσαλονικῆς ἐπιστολή, στὰ δίχτυα τοῦ ἀντιχρίστου ὄχι ὅλοι, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν καλὴ διάθεσι. Αὐτοὶ ποὺ τεντώνουν τ᾿ αὐτιά τους πότε ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ.

Θυμᾶμαι, ἦταν στὴν Ἀθήνα κάποιος σοβαρὸς ἀλλὰ ὄχι πνευματικὸς ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε μιὰ ὑπόθεσι. Πῆγε σὲ δέκα πνευματικούς. Ὁ πρῶτος τοῦ ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοῦ εἶπε· Παιδάκι μου, ἔτσι νὰ κάνῃς. Δὲν τοῦ ἄρεσε. Πῆγε σὲ ἄλλον, κ᾿ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε τὰ ἴδια. Πῆγε καὶ σὲ τρίτο, καὶ σὲ τέταρτο, καὶ σὲ πέμπτο, καὶ σὲ ἕκτο, καὶ σὲ ἕβδομο, καὶ σὲ ὄγδοο, καὶ σὲ ἔνατο, καὶ τοῦ εἶπαν τὰ ἴδια. Πῆγε καὶ στὸν δέκατο. Κ᾿ ἐκεῖνος τοῦ λέει· Δὲν εἶνε τίποτε αὐτό… Τότε εὐχαριστήθηκε αὐτὸς καὶ εἶπε· Ἆ, ἐσύ εἶσαι καλὸς πνευματικός, ἐσύ μοῦ εἶπες τὴν ἀλήθεια! Εἴδατε; μὲ τὸν τελευταῖο, τὸ «μασκαρᾶ», συμφώνησε, ποὺ εἶχε τὸ πνεῦμα του, καὶ αὐτόν ἄκουσε. Τοὺς ἄλλους ἐννιά, ποὺ ἐξέφραζαν τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, δὲν τοὺς ἄκουσε. Καὶ τώρα κάτω στὴν Ἀθήνα αὐτοί οἱ πνευματικοὶ ἔχουν πέρασι. Ἔ, σοῦ λέει, δὲν εἶνε τίποτε αὐτά, ὅλος ὁ κόσμος τὰ κάνει.

Δὲν εἴδατε τί ἔγινε στὴν Ἀθήνα; Καθηγηταί, ἀνώτεροι ἄνθρωποι, μαζεύτηκαν γιὰ νὰ ἐπισημάνουν τὰ κακὰ τοῦ σέξ. Καὶ μαζεύτηκαν στὴ διάλεξι χιλιάδες νέοι, καὶ φώναζαν καὶ ὠρύοντο· Κάτω ἡ παρθενία, ζήτω ὁ αὐνανισμὸς καὶ ἡ μαλακία… Φρικτὴ εἶνε ἡ κατάστασι. Πνεῦμα πλάνης ἐξαπλώνεται μὲ καταπληκτικὸ ῥυθμό. Δὲν εἶνε τίποτε, σοῦ λέει, ἡ μοιχεία· δὲν εἶνε τίποτε ἡ πορνεία· δὲν εἶνε κακὰ πράγματα αὐτά. Τί κάθεσαι καὶ μοῦ λὲς ἐσύ;…

Τὸ προφήτευσε αὐτὸ ἡ ἁγία Γραφή. Ἔλεγε, ὅτι θὰ ἔρθῃ ἡμέρα, ποὺ οἱ ἄνθρωποι, ἐνῷ θὰ πορνεύωνται καὶ θὰ κάνουν τὰ αἴσχη, θὰ τὸ θεωροῦν κάτι ἀθῷο, σὰ᾿ νὰ πίνουν ἕνα ποτήρι νερό, ἕνα γλυκὸ πιοτό («ἐβδελυγμένος καὶ ἀκάθαρτος ἀνήρ, πίνων ἀδικίας σα ποτῷ» Ἰὼβ 15,16). Αὐτὸ εἶνε τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης ποὺ θὰ ἔχῃ τεραστία διάδοσι.

Θὰ συλληφθοῦν στὰ δίχτυα τῆς ἀπάτης αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν διάθεσι, ποὺ δὲν ἀγαποῦν τὴν ἀλήθεια, ποὺ τοὺς ἀρέσει νὰ ζοῦνε στὸ ψέμα.

Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀγαποῦν τὴν ἀλήθεια εἶνε πολὺ λίγοι. Δὲ᾿ βλέπετε κάθε βράδι τί γίνεται μὲ τὰ ῥαδιόφωνα καὶ τὰ ἄλλα μέσα ἐνημερώσεως; Αὐτὸς ὁ κόσμος εἶνε ἀνόητος, εἶνε τρελλοκομεῖο. Ὁ ἱστορικὸς τοῦ μέλλοντος ―ἐὰν σωθῇ τίποτε μὲ τὴν ἀπάτη ποὺ κυκλοφορεῖ― θὰ τὸ γράψῃ. Οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς, γιὰ νὰ μὴν πῶ ὅλοι, εἶνε μεγάλοι ἀπατεῶνες. Ἁπλώνουν κάθε βράδι τὰ δίχτυα τους. Τ᾿ ἁπλώνουν ὅπως ὁ ψαρᾶς. Ἔχουν μέσα μασκαρᾶδες, λωποδύτες, ἀπατεῶνες, ψεῦτες… Καὶ λένε, Τὸ βράδι θὰ τὰ ποῦμε! Καὶ ἀπατοῦν τὸν κόσμο κι ἁρπάζουν ὅ,τι μποροῦν.

Βλέπεις τὸν ἄλλο, τὸ χάνο, νὰ κάθεται ὧρες ὁλόκληρες καὶ ν᾿ ἀκούῃ τὸ ῥαδιόφωνο. Ὁ ἕνας ἀκούει τὸ Βελιγράδι, ὁ ἄλλος τὴ Σόφια, ὁ ἄλλος τὰ Τίρανα, ὁ ἄλλος τὴ Μόσχα, ὁ ἄλλος τὴν Ἀγγλία, ἄλλος ἀκούει ἀπὸ ᾿δῶ κι ἄλλος ἀπὸ ᾿κεῖ. Καὶ κάθεται καὶ τοὺς θαυμάζει καὶ τοὺς πιστεύει. Ἆ, σοῦ λέει, τὸ εἶπε τὸ ῥαδιόφωνο, τὸ ἔγραψε ἡ ἐφημερίδα!

Δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος, ὅπως κατήντησαν αὐτά, οὔτε νὰ τ᾿ ἀνοίγῃ. Θὰ εἶνε πολὺ καλύτερος ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δὲν ἀσχολῆται μ᾿ αὐτά. Τώρα ὅλοι πέφτουν στὰ δίχτυα αὐτὰ καὶ δημιουργεῖται ἕνα πνεῦμα πλάνης. Τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης εἶνε σὰν μιὰ ἀσθένεια. Ἂν δὲν προλάβουμε νὰ καταπολεμήσουμε τὴν ἀσθένεια ἐγκαίρως, ἐπεκτείνεται καὶ δημιουργεῖται ῥεῦμα πλάνης. Καὶ αὐτὰ μὲν θὰ συμβαίνουν στὸν κόσμο, ποὺ θὰ πέφτῃ στὰ δίχτυα ποὺ ἁπλώνει ἡ ἁμαρτία.

«Στήκετε»

 Προσέξτε, γιατὶ κ᾿ ἐσεῖς κινδυνεύετε. Εἶστε, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στρατιῶτες, εἶστε Χριστιανοί; «Στήκετε». Εἶνε παράγγελμα τῶν ἀρχαίων ῥωμαϊκῶν λεγεώνων. Οἱ ῥωμαϊκὲς λεγεῶνες ἦταν φοβερὲς φάλαγγες. Ἦταν σκληραγωγημένες καὶ ἐξασκημένες. Εἶχαν σιδηρᾶ πειθαρχία… Καὶ γιατί νὰ πάρουμε παραδείγματα ξένα; Ἐγὼ ὁ ἴδιος εἶδα, στοὺς φοβεροὺς πολέμους ποὺ ὑπέστη ἡ πατρίδα μας, τὴ λεβεντιὰ τῶν ἀξιωματικῶν καὶ στρατιωτῶν μας. Ἂν ἤξεραν ἐκεῖνα τὰ ἡρωϊκὰ παιδιὰ ποὺ σκοτώθηκαν, ὅτι θὰ ἐρχόταν μιὰ τέτοια νέα γενεά, μιὰ γενεὰ ποὺ δὲν σκέπτεται τὴ λευτεριά, ἀλλὰ μόνο τὸ σὲξ καὶ τὸ διάβολό τους, δὲν θά ᾿χυναν τὸ αἷμα τους. Ἐκεῖνα ἦταν παιδιὰ ἡρωϊκά, παιδιὰ λεβέντικα. Ἐμεῖς τὰ κοινωνήσαμε πρὶν πέσουν στὴ μάχη. Μερόνυχτα εἶχαν νὰ κοιμηθοῦν. Ἔμεναν μὲ τὰ ἄρβυλά τους. Καὶ μάλιστα μερικὰ φυλάγανε σκοποί, διπλοσκοποί, ἀπὸ δεξιὰ καὶ ἀπὸ ἀριστερά. Γιατὶ δὲν ὑπῆρχε μέτωπο. Ἀπ᾿ ὅπου νά ᾿νε μπορεῖ νὰ τοὺς ἔρχονταν οἱ σφαῖρες. Φυλάγανε μέρα – νύχτα. Καὶ γιὰ νὰ μὴν τοὺς πάρῃ ὁ ὕπνος εἶχαν καρφίτσες καὶ κεντοῦσαν τὰ κορμιά τους!
Τώρα ἡ σημερινὴ γενεὰ δὲ᾿ σκέπτεται τὴ λευτεριά, ἀλλὰ τὸ σὲξ καὶ τὰ γλέντια. Φταῖνε ὅμως οἱ γονεῖς, ποὺ τοὺς κάνουν ὅλα τὰ χατίρια καὶ δὲν τοὺς λένε ποτὲ ὄχι. Ἀλλὰ ἔννοια σας, θὰ ἔρθῃ ὥρα, ὅπως σᾶς εἶπα. Ἀφοῦ δὲν θέλουν ν᾿ ἀκούσουν γιὰ λευτεριὰ καὶ γιὰ μεγάλα ἰδανικά, θὰ γίνουν δοῦλοι κάτω ἀπὸ τὸ μεγάλο «ῥινόκερω» τῶν ἀθέων· καὶ τότε θὰ ποῦν ἀμάν! Ἀλλὰ θὰ εἶνε ἀργά. Αὐτὸς ὁ ἐκφυλισμὸς ἐκεῖ ὁδηγεῖ.
Λοιπόν, «στήκετε». Ὅταν ὁ στρατιώτης στέκεται στὴ θέσι του καὶ φωνάζει «Φύλακες, γρηγορεῖτε», τότε φυλάει ἄγρυπνος τὴν πατρίδα. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔτσι φύλαγαν τὰ φρούρια. Γύρω – γύρω ἦταν στρατιῶτες καὶ φύλαγαν σκοπιὰ ὅλη τὴ νύχτα. Καὶ γιὰ νὰ μὴν κοιμηθοῦν φώναζε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον· «Φύλακες, γρηγορεῖτε».
Σὰν τὸν στρατιώτη λοιπόν, ποὺ πρέπει νὰ στέκεται στὴ θέσι του ἄγρυπνος, γιατὶ δὲν ξέρει ποιά ὥρα θὰ τοῦ κάνῃ αἰφνιδιασμὸ ὁ ἐχθρός.
Αὐτὰ πάθαμε στὸ Ἀμύνταιο. Θὰ ἤμασταν τώρα στὸ Μοναστήρι, καὶ πιὸ πέρα ἀπ᾿ αὐτό. Ἦταν Ὀκτώβριος μήνας, καὶ ἦταν ἐκεῖ στὸ Ἀμύνταιο συγκεντρωμένος ὁ στρατός μας. Πῆγαν ἐπὶ σκοποῦ κάποιοι, ποὺ «μᾶς ἀγαπᾶνε πολύ», καὶ κερνοῦσαν τοὺς στρατιῶτες μας κρασί, ἀπὸ τὸ κρασὶ τοῦ Ἀμυνταίου ποὺ φημίζεται. Καὶ τοὺς μέθυσαν. Εἰδοποίησαν κατόπιν τοὺς ἐχθρούς, κ᾿ ἐκεῖνοι ἔκαναν αἰφνιδιασμό. Ὁ στρατός μας δὲν μπόρεσε ν᾿ ἀντισταθῇ. Ἔφτασε πανικόβλητος μέχρι τὸν Ἁλιάκμονα. Κοντέψαμε νὰ χάσουμε τὴ μάχη.
Τὸ ἴδιο πάθαμε καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία. Γλεντοῦσαν οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες καὶ οἱ ἀξιωματικοὶ στὸ Ἀφιὸν Καραχισάρ, μὲ τὶς πόρνες. Καὶ τὴ νύχτα ἔκανε ἐπίθεσι ὁ Κεμάλ. Τοὺς ἔπιασε στὸν ὕπνο καὶ τελείωσε ἡ ἱστορία.
Μάλιστα, ἀγαπητέ μου. Εἶσαι στρατιώτης; θὰ ἐκτελέσῃς τὸ καθῆκον σου. Ἂν δὲν τὸ ἐκτελέσῃς, θὰ καταστραφῇς.
 
Θὰ ἤμασταν τώρα πάνω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ἀλλὰ μόλις καὶ μετὰ βίας κατωρθώσαμε νὰ κρατήσουμε τὴ Φλώρινα. Καὶ αὐτὸ τὸ ὀφείλουμε στὸν προκάτοχό μου, τὸν ἀείμνηστο Πολύκαρπο, ποὺ ἦταν ἕνας εὐφυέστατος δεσπότης. Ἔστειλε τὴ νύχτα πρὸς τὰ κάτω ἕνα παπᾶ καὶ εἰδοποίησε. Ἔτσι ἕνας λόχος, μὲ 10 – 20 ἱππεῖς, καλπάζοντας ἔφτασαν στὴ Φλώρινα. Μόλις καὶ πρόλαβαν, γιὰ πέντε λεπτά, καὶ παραδόθηκε ἡ πόλι στοὺς Ἕλληνες. Ἰδού τί παθαίνεις, ὅταν εἶσαι στρατιώτης καὶ δὲν φυλᾷς καλά.
Κοντέψαμε, ἐξ αἰτίας τῆς τροπῆς τοῦ πολέμου ἐδῶ, νὰ χάσουμε τὴ Θεσσαλονίκη. Διότι ἐδιχάσθη ὁ στρατός μας. Ὅταν χάναμε στὴ Φλώρινα, διατάζει ὁ Βενιζέλος τὸν Κω᾿σταντῖνο, ἐνῷ βαδίζαμε μ᾿ ὅλη τὴ στρατιὰ γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη, νὰ ἀλλάξῃ πορεία καὶ νὰ πάῃ πρὸς τὴ Φλώρινα. Παρ᾿ ὅτι ὁ Βενιζέλος ἦταν μεγάλος πολιτικός, δὲν ἦταν ὅμως καὶ στρατιωτικός. ―Ὄχι, λέει ὁ Κω᾿σταντῖνος, δὲν πᾶμε· ἔχω ἐμπιστοσύνη, θὰ κρατηθῇ ἡ Φλώρινα.
Ἡ Κοζάνη εἶχε ἀδειάσει ἀπὸ στρατό. Πῆγαν πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη. Καὶ ἔγιναν ἐκεῖ μυθώδη πράγματα. Ὁ Κω᾿σταντῖνος καλεῖ ἕνα συνταγματάρχη, διοικητὴ τῶν εὐζώνων, καὶ τοῦ λέει· «Ἐν ὀνόματι τῆς αἰωνίας μας πατρίδος, ἀπόψε θὰ περάσῃς τὸ Βέρμιο!». Ἦρθε λοιπὸν αὐτὸς τὰ μεσάνυχτα, μὲ ἡρωϊκὰ παιδιά ―ὄχι σὰν τὰ σημερινὰ μαμμόθρεφτα―, μπρατσωμένα καὶ ἰσχυρά, βοσκοὺς καὶ τσοπαναραίους, τρέχανε μὲ τὰ ἄλογά τους ὅλη νύχτα, καὶ φτάσανε στὴν Κέλλη. Μόλις τοὺς εἶδαν οἱ ἀντίπαλοι, σηκώθηκαν κ᾿ ἔφυγαν ὅλοι.
Μὲ τέτοιους ἡρωϊσμοὺς καὶ θυσίες, ποὺ ἀγνοεῖ ἡ σημερινὴ νεολαία, κρατήσαμε τὴν πατρίδα μας ἐλεύθερη. Ἐδῶ στὴ Φλώρινα ἔχουμε τὸ μεγαλύτερο νεκροταφεῖο. Εἶνε ἐνταφιασμένοι 500 – 600 στρατιῶτες, τὰ καλύτερα παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, καὶ ἄλλοι 500 ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά (στὴν Καστοριά). Παιδιά ἄριστα, ἰδανικὰ παιδιά.
Πρέπει νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι στὶς ἐπάλξεις, ὅπως ὁ στρατιώτης πρέπει νὰ εἶνε πάντοτε ἕτοιμος.
Στὴ Μικρὰ Ἀσία πιάστηκαν ὅλοι αἰχμάλωτοι. Γιατὶ κουράζονταν καὶ κάθονταν γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν. Καὶ κράπ κράπ, τοὺς ἔπιαναν οἱ Τουρκαλᾶδες. Ἕνα μόνο σύνταγμα δὲν μπόρεσαν νὰ πιάσουν, τοῦ Πλαστήρα. Ἀλλὰ αὐτὸς ἀγαποῦσε πολὺ τὰ παιδιά. Εἶχε 3.000 στρατιῶτες. Καὶ τοὺς εἶπε· Ἀκοῦστε με, ἂν θέλετε νὰ πᾶμε στὴν πατρίδα μας· θὰ μὲ ἀκολουθᾶτε παντοῦ. Ἅμα κοιμηθῶ ἐγώ, θὰ κοιμηθῆτε κ᾿ ἐσεῖς… Εἶχε ἕνα καρφὶ καὶ γιὰ νὰ μὴ κοιμηθῇ κεντοῦσε τὸ σῶμα του· τὸ εἶχε γεμίσει πληγές.
Τώρα, μέσα ἀπὸ τὴν τηλεόρασι καὶ μέσα ἀπὸ τὴν καλοπέρασι, δὲν ὑπάρχει τίποτε. Χθὲς στὴν Πτολεμαΐδα μοῦ ἔλεγε ἕνας πατέρας· Τί νὰ κάνω, πάτερ μου; Μοῦ πέταξε τὸ παιδί μου τὸ πιάτο στὸ κεφάλι. Κι ὅταν θυμᾶμαι, ὅτι στὴν Κοζάνη τὴν κατοχὴ τρώγαμε φασόλια μὲ ζουμί, δὲν ξέρεις πῶς γίνομαι… Αὐτὸς ὁ ἐκφυλισμὸς καὶ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης διαδόθηκε. Δυστυχὴς σήμερα ὅποιος εἶνε παπᾶς καὶ δάσκαλος καὶ καθηγητής.
«Κρατῆτε», λέει ὁ ἀπόστολος, σταθῆτε ἀκλόνητοι στὴ θέσι σας. Μὴ ὑποχωρήσετε οὔτε βῆμα ποδός.
Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀντίστασι τῆς Ἑλλάδος σὲ δύο κολοσσοὺς τὸ ᾿40, γράψανε οἱ ξένοι· «Προσέχετε, μὴ περνᾶτε, καὶ σᾶς δοῦνε οἱ Ἕλληνες».

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.