Αυγουστίνος Καντιώτης



1. ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ· Αν δεν μας ταϊζε ο πατηρ Αυγουστινος την Κατοχη, θα ημασταν ολοι πεθαμενοι. 2. ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΣΤΗΝ ΠΙΝΔΟ

date Αυγ 10th, 2015 | filed Filed under: ΒΙΟΓΡΑΦ. π. ΑΥΓΟΥΣΤ.

Μια ακομη επιθυμια του Μητροπολιτου Φλωρινης

π. Αυγουστινου Καντιωτου γινεται πραγματικοτης

Από το βιβλίο· «ΤΟ ΕΡΓΟ ΕΝΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΗΓΕΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΟΥ»
Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ 40 ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΚΟΖΑΝΗΣ

Πνευματ. ηγετηςὉ Νικόλαος Σωτηρίου, ὁ τελευταῖος πρόεδρος τοῦ Συλλόγου τῶν 40 Μαρτύρων Κοζάνης, μᾶς  διηγῆται·

«Στὸ ἐκκλησάκι τοῦ οἰκοτροφείου τῶν «40 Μαρτύρων» ἔγινε συνάντησι τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου μὲ τὸν π. Αὐγουστῖνο τὸ 1966. Καὶ μᾶς λέει·
Ἔχω ἕνα ὄνειρο στὸ μυαλό μου καὶ θέλω νὰ τὸ κάνω πραγματικότητα. Θέλω νὰ κτισθῇ μία ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ πάνω στὴν Πίνδο.
―Πάτερ, τοῦ λέω, νὰ μὲ συγχωρῇς· ἀλλὰ μὲ τί λεφτά;
―Ἔχουμε, μὲ ἀπαντᾷ.

Ἐγώ, τόσα χρόνια ταμίας, ἤξερα ὅτι τὸ ταμεῖο δὲν εἶχε χρήματα.
―Ἔχουμε, ἔχουμε, μὲ ξαναλέει.
―Νά ᾿νε εὐλογημένο, ἀπαντῶ.
Ὅταν τελείωσε ἡ συνεδρίασι, ὁ π. Αὐγουστῖνος ἀνέθεσε σ’ ἐμένα τὴν εὐθύνη τοῦ ἔργου.
Τὸ βράδυ, ἀπὸ τὴ στενοχώρια μου, δὲν μποροῦσα νὰ κοιμηθῶ. Ἤθελα νὰ πραγματοποιηθῇ ἡ ἐπιθυμία τοῦ π. Αὐγουστίνου· ἀλλὰ μὲ τί λεφτά; Τὸ πρωῒ πῆγα στὴ δουλειὰ καὶ ἤμουν πολὺ σκεπτικὸς καὶ στενοχωρημένος.
Εἶπα σὲ κάποιους ἐργολάβους, ποὺ πέρασαν ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἀπὸ τὸ κεραμοποιεῖο, ἂν μποροῦν νὰ μὲ βοηθήσουν, ἀλλὰ δὲν ἔγινε τίποτε.
Κάποια στιγμὴ μπῆκε στὸ γραφεῖο ὁ Διογένης ὁ Χατζόπουλος, αἰωνία του ἡ μνήμη, ἀπὸ τὸ Βατερὸ Κοζάνης. Μὲ εἶδε στενοχωρημένο.
―Τί εἶσαι ἔτσι, σὰ’ νὰ σ’ ἔδειρε κανένας; μὲ ρωτᾷ. Μ’ ἅρπαξε ἀπὸ τὴ μανίκα καὶ μοῦ λέει· Θὰ μοῦ πῇς τί ἔχεις, γιατὶ ἐγὼ δὲν φεύγω.
Ἀφοῦ ἐπέμενε νὰ μάθῃ τὸν λόγο, τοῦ λέω·
―Ὁ π. Αὐγουστῖνος ἔχει ἕνα ὄνειρο καὶ μιὰ ἐπιθυμία, νὰ κάνῃ ἕνα ναὸ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ στὴν Πίνδο· καὶ ἀνέθεσε σ᾿ ἐμᾶς (στὸ Σύλλογο τῶν «40 Μαρτύρων») νὰ κάνουμε τὸ ναό. Ἀλλὰ μὲ τί χρήματα; Εἶπα σὲ κάποιους μηχανικούς, ποὺ ἦρθαν τὸ πρωῒ στὸ ἐργοστάσιο γιὰ νὰ μᾶς δώσουν ξυλεία, καὶ ὁ ἕνας μοῦ εἶπε, νὰ μοῦ δώσῃ κανένα – δύο μαδέρια. Τί νὰ τὰ κάνουμε δύο μαδέρια; ἐκεῖ χρειάζονται ὀχτὼ – δέκα κυβικά.
Ἀφοῦ μὲ ἄκουσε μὲ προσοχή, μοῦ λέει·
―Κλείδωσε, τὸ γραφεῖο καὶ πᾶμε γιὰ νὰ σὲ δείξω κάτι.
―Ἄσε με, τοῦ λέω, στὴ στεναχώρια μου· μὴν παίζεις μαζί μου.
―Κλείδωσε, μὲ ξαναλέει, καὶ πᾶμε.
Βγαίνουμε ἔξω, κλειδώνει ἐκεῖνος τὸ γραφεῖο, μὲ παίρνει μὲ τὸ αὐτοκίνητό του, καὶ πᾶμε ἔξω ἀπὸ τὶς στρατῶνες, στὸ δρόμο ποὺ πάει γιὰ τὴν Σιάτιστα-Καστοριά. Σταματάει ἔξω ἀπὸ μιὰ μάντρα μ’ ἕνα βουναλάκι ἀπὸ ξυλεία.
―Αὐτὰ ποὺ βλέπεις εἶνε δικά μου, μοῦ λέει. Ὅσα θέλεις πάρε. Πάρ᾿ τα ὅλα.
Δὲν τὸ πίστευα. Ἀλλὰ αὐτός, συγκινημένος, μοῦ λέει·
―Ἐγὼ ζῶ χάρι στὸν π. Αὐγουστῖνο. Ἂν δὲν ἦταν αὐτὸς στὴν Κατοχή, θὰ ἤμουν πεθαμένος. Ἤμουν ἕνα ἀπὸ τὰ προφυματικὰ παιδιά, ποὺ μᾶς ἔδινε ἐνισχυμένη μερίδα στὰ συσσίτια τῆς Ἑστίας. Ἂν δὲν μᾶς τάϊζε ὁ π. Αὐγουστῖνος τότε, θὰ ἤμασταν ὅλοι πεθαμένοι. Χρωστῶ τὸ εἶναι μου στὸν πατέρα Αὐγουστῖνο, καὶ τὰ ξύλα θὰ λυπηθῶ; Τράβα, μοῦ λέει, βρὲς αὐτοκίνητο καὶ ἔλα νὰ τὰ φορτώσῃς.
Πάω στὸ Γιάννη τὸ Μελᾶ, ποὺ ἦταν μέλος τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τῶν “40 Μαρτύρων’’, καὶ τοῦ λέω·
“Βρέθηκε ἡ ξυλεία δωρεάν’’.
―Καὶ αὐτὸς δὲν τὸ πίστευε, νόμιζε ὅτι ἀστειεύομαι. Ὅταν τοῦ ἐξήγησα, ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ μοῦ εἶπε·
―Πανε στὴν Ξηρολίμνη, βρὲς τὸν Γιῶργο ποὺ ὁδηγεῖ τὸ μεγάλο τὸ φορτηγό, τὸ μερσεντές, φόρτωσέ το καὶ πᾶτε.
Πῆγα, τὸν βρῆκα, τὰ φόρτωσα, καὶ ξεκινήσαμε γιὰ τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ (Γρεβενῶν).
Ὅταν φτάσαμε στὴν Μπάρα, σταματήσαμε στὸν Ζάβαλη, ποὺ εἶχε ὡραῖο ῥυζόγαλο. Λέω στὸ Γιῶργο·
“Κατέβα νὰ φᾶς ἕνα ῥυζόγαλο’’ – γιατὶ ἤξερα τί τὸν περίμενε παραπάνω. Ὁ δρόμος ἦταν τόσο χάλια, ποὺ μόνο γαϊδουράκια ἀνέβαιναν καὶ κανένα τρακτὲρ μὲ δυσκολία. Τὸν κέρασα ἕνα ῥυζόγαλο· τοῦ ἔδωσα καὶ δεύτερο· τοῦ ἔδωσα καὶ 200 δραχμὲς ἀπὸ τὴν τσέπη μου, γιὰ κέρασμα, καὶ ξεκινήσαμε.
Στὸ δρόμο, ὅσες προσευχὲς ἤξερα, τὶς ἔκανα, καὶ ὅσα τροπάρια ἐγνώριζα, τὰ εἶπα. “Παναγιά μου, Χριστέ μου καὶ ἅγιε Κοσμᾶ’’, ἔλεγα, “βοήθησέ μας νὰ φθάσουμε’’. Σκεπτόμουν, πῶς θὰ βγάλῃ τὴν ἀνηφόρα. Ὅταν εἶδε ὁ ὁδηγὸς πόσο χάλια ἦταν ὁ δρόμος, μοῦ λέει·
―Βρὲ Νῖκο, ποῦ μ’ ἔφερες ἐδῶ; θὰ σκοτωθοῦμε.
―Λίγο ἀκόμη, τοῦ λέω, καὶ φτάνουμε. Κατέβαινα, κάθε τόσο, καὶ ἀπομάκρυνα τὶς μεγάλες πέτρες ἀπὸ τὸ δρόμο.
―Θὰ σκοτωθοῦμε, τὸ καταλαβαίνεις; μοῦ λέει. Θὰ γυρίσω πίσω.
―Ὄχι, τοῦ λέω, φτάνουμε. Καὶ ἄρχισα νὰ κλαίω.
Κατάκοπος, τέλος, ὁ ὁδηγὸς ἔφτασε.
Ἐκεῖ ἦταν γεροδεμένα παιδιὰ τοῦ οἰκοτροφείου τῶν “40 Μαρτύρων’’ καὶ φοιτηταὶ τῶν Ἀθηνῶν, ποὺ περίμεναν τὴν ξυλεία. Τὸ χωριὸ δὲν εἶχε καθόλου νερὸ καὶ κουβαλοῦσαν μὲ τοὺς τενεκέδες καὶ τὰ γκιούμια, γιὰ νὰ κτίσουν τὴν ἐκκλησία. Κάποια στιγμή, εἶδαν ἕναν ὄγκο μεγάλο νὰ καταφθάνῃ. Ἄρχισαν τὰ παιδιὰ νὰ πανηγυρίζουν καὶ νὰ χτυποῦν τὶς καμπάνες τοῦ χωριοῦ.
Ὁ ὁδηγὸς μὲ τὸ ζόρι στεκόταν στὰ πόδια του καὶ ζήτησε μόλις φθάσαμε νὰ κοιμηθῇ.
Γιὰ τὰ ὑπόλοιπα ὑλικά, κάναμε τὸ ἑξῆς.
Κατέβηκα στὰ Γρεβενά, πῆγα στὴν ἀγορά, κάτω ἀπὸ τὸ μεγάλο πλατάνι. Ἀνέβηκα σὲ μιὰ καρέκλα καὶ μὲ μιὰ ντουντούκα εἰδοποίησα τοὺς Γρεβενιῶτες, γιὰ νὰ βοηθήσουν στὸ κτίσιμο τοῦ ναοῦ, ποὺ ἦταν ἐπιθυμία τοῦ π. Αὐγουστίνου.
Τοὺς παρεκάλεσα, ὅποιος μπορεῖ νὰ βοηθήσῃ γιὰ ν’ ἀγοράσουμε τσιμέντο, σίδερα καὶ ἄλλα ὑλικά. “Ὅταν τελειώσῃ ὁ ναός’’, τοὺς εἶπα, “θὰ σᾶς ἐπιστρέψουμε τὰ λεφτά, ποὺ θὰ δώσετε, μέχρι δεκάρας’’.
Πράγματι, εὑρέθησαν πολλοὶ ποὺ θέλησαν νὰ βοηθήσουν. Εἶχα ἕνα βιβλίο καὶ ἔγραφα τὰ ὀνόματα καὶ τὰ ποσὰ ποὺ μᾶς ἔδιναν.
Σὲ ἕξι μῆνες τελείωσε ὁ ναός, καὶ κάναμε τὰ ἐγκαίνια.
Ὁ Σύλλογος τῶν “40 Μαρτύρων’’ κάλεσε στὰ ἐγκαίνια καὶ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο, καὶ ἦρθε. Ἦταν καὶ ὁ π. Αὐγουστῖνος ἐκεῖ. Συγκεντρώθηκε πάρα πολὺς κόσμος. Ὁ ναὸς ἀνήκει ἐκκλησιαστικῶς εἰς τὴν Μητρόπολι Σιατίστης, ἐνῷ διοικητικῶς ἡ περιοχὴ ὑπάγεται εἰς τὰ Γρεβενά. Ἦταν κόσμος ἀπὸ τὰ Γρεβενά, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλη τὴν Δυτικὴ Μακεδονία· τόσος πολύς, ποὺ γεμίσαμε πέντε – ἕξι τσουβάλια χρήματα.
Κατέβηκα στὰ Γρεβενά, μὲ τὸ βιβλίο στὸ χέρι, καὶ ἄρχισα νὰ ξεχρεώνω, αὐτοὺς ποὺ μᾶς δάνεισαν, γιὰ τὸ κτίσιμο τοῦ ναοῦ.
Σήμερα, αὐτὸς ὁ δρόμος, ὁ τότε δύσβατος, εἶνε διπλῆς κυκλοφορίας καὶ ὁδηγεῖ στὴν Ἀλβανία.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.