Αυγουστίνος Καντιώτης



1. Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ· «ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ» 2. Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΤΕ (Λουκ. 22,48)

date Απρ 29th, 2016 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΣ

Μεγάλη Παρασκευὴ πρωὶ (1) σὲ pdf

1. Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ· «ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ»

Μεγάλη Παρασκευὴ πρωὶ
(Α΄ ὥρα πρὸ τῶν τροπαρίων)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

2. Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΤΕ

«Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἰούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως;» (Λουκ. 22,48)

Η ζωή, ἀγαπητοί μου, τοῦ Κυρίουφιλ.-Ιουδ ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἐπάνω ἐδῶ στὴ γῆ, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ἕως τὴ στιγμὴ ποὺ εἶ­πε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30), εἶνε ἕνας ἥλιος ἀκηλί­δωτος. Ἀλλ᾽ ἐκεῖ ποὺ λάμπει σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο της εἶνε τὶς ἡμέρες τῶν παθῶν του. Ὅ­πως ψάλλει ὡραῖα ἡ Ἐκκλησία μας, «θάμβος ἦν κατιδεῖν τὸν οὐρανοῦ καὶ γῆς Ποιητὴν ἐπὶ σταυροῦ κρεμάμενον» (Θ΄ ὥρα Μ. Παρασκ.).
Τὰ πάθη τοῦ Κυρίου χαρακτηρίζονται καὶ ὡς θεῖο δρᾶμα. Κι ὅπως στὰ θεατρικὰ ἔργα ἕ­νας εἶνε ὁ πρωταγωνιστὴς καὶ γύρω ἀ­πὸ αὐ­τὸν κινοῦνται ἄλλα πρόσωπα μὲ δευτερεύον­τες ῥόλους, ἔτσι καὶ στὸ θεῖο δρᾶμα κεντρικὸ πρόσωπο εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ γύρω του δροῦν πολλὰ ἄλλα πρό­σωπα, εἴτε φιλικὰ εἴτε ἐχθρικὰ πρὸς αὐτόν. Τὰ πρόσωπα αὐτὰ εἶνε οἱ μαθηταί, οἱ μυροφόρες, οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι, ὁ Ἄννας κι ὁ Καϊάφας, οἱ ψευδομάρτυρες, ὁ Πιλᾶτος καὶ ἡ γυναίκα του, ὁ Ἡρῴδης, οἱ στρατι­ῶ­τες, ὁ ἑ­κα­τόνταρχος, ὁ Σίμων ὁ Κυρηναῖος, οἱ γυναῖ­κες τῆς Ἰερουσαλήμ, οἱ δύο λῃσταί, οἱ φρουροί.
Ἀπὸ ὅλα τὰ πρόσωπα ἂς στρέψουμε τώρα τὴν προσοχή μας στὸ πρόσωπο ποὺ προκαλεῖ μεγαλύτερη φρίκη καὶ βδελυγμία, τὸν Ἰούδα. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ στηλιτεύεται κατ᾿ ἐξοχὴν στοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας.

* * *

Τί ἦταν ὁ Ἰούδας; Μεγάλο μυστήριο ἔκρυβε ἡ ψυχή του, ἀπύθμενο βάθος. Ποιά μάνα τὸν γέννησε, ποιός πατέρας τὸν ἀνέθρεψε; Προτιμότερο νὰ μὴν εἶχε γεννηθῆ. Γονεῖς, ποὺ στενοχωριέστε γιὰ ἀτεκνία, πολλὲς φορὲς ἡ ἀτεκνία εἶνε ἔλεος Θεοῦ. Τί νὰ τὸ κάνῃς, νὰ γεννήσῃς παιδὶ καὶ νὰ γίνῃ Ἰούδας; Ἕνας πα­τέρας, ποὺ τὸ παιδί του ἔγινε περιβόητος λῃ­στὴς καὶ σκότωσε τρακόσους ἀνθρώπους στὰ χρόνια τῆς κατοχῆς, μοῦ ἔλεγε· Ἄχ νὰ τό ᾽ξερα! θὰ τὸν ἔπνιγα, θὰ τὸν ἔρριχνα στὸ ποτάμι· ἀγγελούδι φαινόταν στὴν κούνια, ἀλλὰ βγῆκε σατανᾶς!… Καὶ γιὰ τὸν Ἰούδα, παρόν­τος μάλιστα τοῦ ἰδίου, ὁ Κύριος εἶπε ὅτι ἦταν προτιμότερο νὰ μὴ ἐγεννᾶτο (βλ. Ματθ. 26,24).
Δὲν θὰ βασισθοῦμε σὲ λαϊκὲς παραδόσεις γι᾽ αὐτόν· θὰ στηριχθοῦμε στὰ Εὐαγγέλια, ποὺ διασῴζουν τὴν αὐθεντικὴ ἱστορία. Λέει λοι­πὸν τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι γεννήθηκε στὴν ᾿Ιουδαία, μεταξὺ ἀ­γροτῶν – ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων. Τὸν εἵλκυσε τὸ κήρυγμα τοῦ Κυρίου, πλησίασε κι αὐτὸς τὸ Χριστὸ καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητάς. Μεγά­λη ἡ τιμὴ γι᾽ αὐτόν.
Ὁ Χριστὸς τοῦ ἔδειξε ἀμέριστη ἀγάπη· δὲν τοῦ στέρησε τίποτε ὥστε νὰ ἔχῃ παράπο­νο, δὲν τὸν παρέβλεψε, δὲν τὸν πα­ραγκώνισε, δὲν τὸν ἀδίκησε· τοῦ ἔδειξε στοργὴ σὰν πατέρας.
Ἀλλ᾿ αὐτὸς στὰ βάθη του ἦταν φιλάργυρος. Καὶ ἡ φιλαργύρια εἶνε «ῥίζα πάν­των τῶν κα­κῶν» (Α΄ Τιμ. 6,10). Ὁ Χριστός, γιὰ νὰ μα­λάξῃ τὸ πά­θος, τοῦ ἔ­δωσε νὰ διαχειρίζεται τὰ οἰκονομικὰ τῆς συνο­δείας. Ἔκανε ὅπως κά­νει κάποτε ἡ μάνα στὸ λαίμαργο παιδί, ποὺ τοῦ δίνει παραπάνω φαγη­τό, γιὰ νὰ τὸ κά­νῃ ν᾿ ἀηδιάσῃ. Εἶνε κι αὐ­­τὴ μιὰ με­θόδος. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς ἐμπιστεύ­θηκε σ᾿ αὐ­τὸν τὸ «γλωσ­σόκομον» (Ἰω. 12,6· 13,29), τὸ ταμεῖο τους.
Ὁ Ἰούδας δὲν μποροῦσε νὰ κρύψῃ τὸ πάθος του. Ἔδειξε τὴ φιλαργυρία του κάποια στιγμή, ὅ­ταν ὁ Χριστὸς πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Λαζάρου καὶ ἡ Μαρία μὲ μύρο ἀξίας 300 δηναρίων (ἄνω τῶν 300.000 δραχμ.) ἄλειψε τὰ ἅγια πόδια του καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της. Τὸ εἶδε αὐτὸ κι ὁ ᾿Ιού­δας καὶ τί εἶπε· Κρίμα νὰ πεταχτοῦν τόσα λεφτά! δὲν ἦταν προτιμότερο νὰ δοθοῦν στοὺς φτωχούς;… Ἀγαποῦσε κ᾽ ἐνδιαφερόταν γιὰ τοὺς φτωχούς; Κάθε ἄλλο. Ἀλλὰ ἔκρυβε τὴ φιλαργυρία του κάτω ἀπὸ τὸ «προσωπεῖον» (τὴ μά­σκα) τῆς «φιλοπτωχείας», τῆς ἀγάπης γιὰ τοὺς φτωχούς (ἀπόστ. αἴν. Μ. Πέμπ.). Τότε ὁ Χριστὸς τοῦ εἶ­πε· Ἰούδα, τοὺς φτωχοὺς θὰ τοὺς ἔχετε πάν­τοτε κοντά σας, ἐμένα ὅμως ὄχι (Ἰω. 12,8).
Μεγάλος λόγος αὐτός, προφητεία τοῦ Χριστοῦ εἶνε· Τοὺς φτωχοὺς θὰ τοὺς ἔχετε κον­τά σας πάντοτε! Ὁποιοδήποτε οἰκονομικὸ σύ­στημα καὶ ἂν ἰσχύσῃ (σοσιαλιστικό, κομμου­νι­στι­κό, καπιταλιστικό), ἡ φτώχεια μπορεῖ νὰ μειω­θῇ ἀλλὰ δὲν θὰ ἐκλείψῃ. Πάντα θὰ ὑ­πάρ­χουν φτωχοί· μὲ τὴ διαφορά, ὅτι στὸ ἕνα καθε­στὼς ἐ­πιτρέπεται νὰ φωνάξουν «πεινῶ», στὸ ἄλλο δὲν ἐπιτρέπεται. Ἀλλ᾽ ἂς γυρίσουμε στὸν Ἰούδα.
Ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· Μὴν ἐμποδίζεις τὴ Μαρία· ἐγὼ σὲ λίγο πειθαίνω, κι αὐτὸ ποὺ ἔκανε εἶ­νε μία προετοιμασία γιὰ τὸν ἐνταφιασμό μου (ἔ.ἀ.). Δὲν τὸν ἐξέθεσε δηλαδὴ ὁ Κύριος. Καὶ μέχρι τέλους τοῦ ἔδειξε ἀγάπη. Τὸ βράδυ τοῦ μυστι­κοῦ δεί­πνου ὄχι μόνο τοῦ ἔπλυνε τὰ πόδια ὅ­πως καὶ τῶν ἄλλων μαθητῶν, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔ­δωσε τὴ θεία κοινωνία, τὸ ἅγιο σῶμα καὶ τὸ τίμιο αἷμα του. Καὶ ἐνῷ γνώριζε ὅλη τὴν προδο­σία, δὲν τὸν ἀπεκάλυψε. Εἶπε μόνο· Κάποιος ἀ­πὸ σᾶς θὰ μὲ προδώσῃ ἀπόψε. Ὅλοι ἀλληλοκοιτάχτηκαν φοβισμένοι, αὐτὸς ὅμως ἔμεινε ἀσυγκίνητος, ἕως ὅτου ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε «Ὅ,τι ἔχεις νὰ κάνῃς κάνε το γρή­γορα» (ἔ.ἀ. 13,27), ἀφήνοντας πάλι τὴν ἐντύπωσι ὅτι ἐννοεῖ νὰ κάνῃ ψώνια γιὰ τὴν ἑορτὴ ἢ νὰ δώσῃ κάποια βοήθεια σὲ φτωχούς. Ἔτσι ἔφυγε ὁ ᾿Ιούδας.
Ὅταν βγῆκε ἔξω εἶχε πλέον νυχτώσει. Πῆ­γε στοὺς ἐχθροὺς τοῦ Διδασκάλου, μὲ τοὺς ὁ­ποίους εἶχε ἤδη διαπραγματευθῆ τὴν προδοσία ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων. Οἱ ἀρχιερεῖς τὸν ἔβαλαν ἐπὶ κεφαλῆς πλήθους ὑ­πηρετῶν τους καὶ τῆς σπείρας τῶν στρατιωτῶν μὲ τὸν χιλί­αρχο, καὶ ὅλοι μὲ ὅπλα, μαχαίρια καὶ ξύλα, μὲ φανάρια καὶ δᾳδιὰ ἀναμμένα γιὰ νὰ βλέπουν, ξεκίνησαν γιὰ τὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ.
Ἀκούγεται ὁ θόρυβος ποὺ κάνουν καθὼς πλησιάζουν. Τότε ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἔκανε τὴν προσευχή του, λέει τοὺς μαθητάς του ποὺ εἶ­χαν ἀποκοιμηθῆ· «Ξυπνᾶτε!… ἔφτασε ὁ παρα­διδούς με», νάτον (Ματθ. 26,46. Μᾶρκ. 14,42). Ἐνῷ δηλαδὴ ὁ Ἰούδας ἀγρυπνεῖ, οἱ μαθηταὶ κοιμῶνται. Ἔτσι εἶνε· ἐνῷ τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου δουλεύουν μέρα – νύχτα γιὰ τὸ κακό, τὰ παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ κοιμῶνται μακαρίως.
Ὁ Χριστὸς ἤρεμος βγαίνει νὰ τοὺς προϋπαν­τήσῃ. ―Ποιόν ζητᾶτε; λέει. ―Τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο. ―«Ἐγώ εἰμι», τοὺς λέει. Μὰ αὐτοί, ἐνῷ εἶνε ἕτοιμοι νὰ ὁρμήσουν, ἐπρὸς στὸ μεγαλεῖο του ποὺ λάμπει ἐμποδίζονται νὰ τὸν ἀγ­γίξουν. Μόλις ἄκουσαν τὸ «Ἐγώ εἰμι», «ἀ­πῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἔπεσον χαμαί» (Ἰω. 18,4-6). Σὰν νὰ τοὺς λέῃ· Θέλω καὶ παραδίδομαι στὰ χέρια σας, εἰ δ᾽ ἄλλως δὲν θὰ μ᾽ ἀγγίζατε. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἡ θεία Λειτουργία λέει· «…Τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδοτο, μᾶλλον δὲ ἑαυτὸν παρεδίδου ὑ­πὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς…» (ἀναφ.). Δὲν παρεδό­θη δηλαδὴ ὁ Κύριος ἀκουσίως· ἑκουσίως παρέ­δωσε τὸν ἑαυτό του. Καὶ τίθεται τὸ ἐρώτημα· τί χρειαζόταν λοιπὸν ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα;
Αὐτὸς ὅμως, φοβούμενος μήπως γίνῃ λάθος, τοὺς εἶχε πεῖ· Θὰ σᾶς τὸν δείξω ὡς ἑξῆς· θὰ εἶνε ἐκεῖνος ποὺ θὰ φιλήσω. Πλησίασε λοι­πὸν τότε καὶ τὸν ἀσπάσθηκε. Ὤ βεβήλωσις! Τὸ φίλημα, ποὺ εἶνε δεῖγμα ἀγάπης, ἐδῶ ἔγινε σύμβολο προδοσίας. Ποτέ ἄλλοτε τὰ ἱερὰ αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου δὲν ὑπέστησαν τέτοια κακοποίησι ὅπως στὴν περίπτωσι αὐτή. Καὶ ὁ Κύριος; Ἐνῷ μποροῦσε τὴ στι­γμὴ ἐκείνη νὰ κάνῃ τὴ γῆ ν᾿ ἀνοίξῃ καὶ νὰ τὸν καταπιῇ ζων­τανό, δὲν ἐκδικεῖται· τοῦ λέει μόνο μὲ παράπονο· «Ἰούδα, μὲ φίλημα προδί­δεις τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου;» (Λουκ. 22,48).
Τὸ ἔγκλημα συντελέσθηκε πλέον, ἡ προδο­σία ἔγινε. Οἱ στρατιῶτες συλλαμβάνουν τὸν Κύριο, τὸν δένουν καὶ τὸν σύρουν μέσ᾽ στὴ νύ­χτα στὰ κρατητήρια καὶ τὰ δικαστήρια τοῦ Ἄν­να καὶ τοῦ Καϊάφα, καὶ τὸ πρωὶ στὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου καὶ τὸ βῆμα τοῦ Ἡρῴδου, γιὰ νὰ καταδικασθῇ τέλος εἰς θάνατον. Καὶ ὁ μεγαλύ­τερος συντελεστὴς τοῦ ἐγκλήματος αὐτοῦ εἶνε ὁ Ἰούδας.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι ἦταν προτιμότερο ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς νὰ μὴ γεννιόταν καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸ τέλος του ἦταν οἰκτρό. Τὰ παραπο­νεμένα λόγια ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Χριστός, «Ἰούδα, μὲ φίλημα προδίδεις τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώ­που;», ἔμειναν μέσ᾿ στὴν καρδιά του κάρβουνο ἀναμμένο, φίδι ποὺ τὸν ἔτρωγε. Κι ὅταν πλέ­ον εἶδε ὅτι ὁ Χριστὸς καταδικάστηκε νὰ κρεμαστῇ στὸ σταυρό, ξύπνησαν οἱ τύψεις καὶ τό­σο βαθειὰ τὸν κεντοῦσαν ὥστε δὲν μποροῦ­σε νὰ τὶς ὑποφέρῃ. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει, ὅτι δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο χειρότερος βασα­νι­σμὸς ἀπὸ τὶς τύψεις τῆς συνειδήσεως· προτι­μότερο νὰ σὲ δαγκώσῃ φίδι καὶ σκορπιὸς πα­ρὰ νὰ σὲ κεντήσῃ ἡ συνείδησί σου. Μὴ ὑποφέ­­ροντας λοιπὸν ἄλλο πῆγε στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ὡμολόγησε· «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀ­θῷ­ον» (Ματθ. 27,4). Κι ἀφοῦ ἔρριξε τὰ ἀργύρια τῆς προδο­σίας στὸ ναό, πῆρε σχοινί, κρεμάστηκε καὶ αὐ­τοκτό­νησε. Μὰ τὸ σῶμα του δὲν ἔμεινε στὴν ἀγχόνη· ἔπεσε κάτω μπρούμυτα, ἔσκασε ἡ κοιλιά του καὶ χύ­θηκαν ἔξω ὅλα τὰ σπλάχνα του (Πράξ. 1,18).

* * *

Τέτοιο τέλος εἶχε, ἀδελφοί μου, ὁ ᾿Ιούδας. Γι᾽ αὐτὸ ῥῦσαι ἡμᾶς, Κύριε, τοῦ πάθους τῆς φιλαργυ­ρίας καὶ τοῦ πειρασμοῦ τῆς ἀπελπισίας.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ν. Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 17-4-1987 πρωὶ

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.