Αυγουστίνος Καντιώτης



O AΓΙΟΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ (Κατα της βλασφημιας)

date Φεβ 21st, 2018 | filed Filed under: εορτολογιο

Τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου Σμύρνης
23 Φεβρουαρίου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

O AΓΙΟΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ

(κατὰ τῆς βλασφημίας)

Συνιστῶ σὲ ὅλους, ἀγαπητοί μου, μετὰ τὴν ἁγία Γραφή, μετὰ τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησί­ας καὶ τὴν ἱερὰ Σύνοψι, νὰ ἀγαπᾶτε ἕνα βιβλίο ποὺ οἱ πρόγονοί μας τὸ ἀγαποῦσαν πολύ. Εἶ­νε ὁ Συναξαριστής, ποὺ ἱστορεῖ τοὺς βίους τῶν ἁγίων. Νὰ ἐντρυφᾶτε στὶς σελίδες του.
Ἐδῶ θὰ ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὸν ἅγιο Πολύκαρπο, ποὺ ἑορτάζει σήμερα.

* * *

Αγ. Πολυκ.

Ὁ ἅγιος Πολύκαρπος γεννήθηκε τὸ 60 μ.Χ. στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴν ἀλησμόνητη Σμύρνη. Καὶ ποῦ ἀκριβῶς; Μέσα στὴ φυλακή! Ἡ μητέρα του ἦταν Χριστιανή, ὡμολόγησε μὲ παρρη­σία τὴν πίστι, καὶ συνελήφθη. Ἦταν τότε ἔγ­κυος καὶ φυλακίστηκε ἑτοιμόγεννη, μαζὶ μὲ ἄλ­λους. Προσπάθησαν νὰ τὴ μεταπείσουν, ἀλλ᾿ αὐτὴ παρέμεινε ἀκλόνητη. Μέσα ἐκεῖ λοιπὸν γέννησε τὸν ἅγιο Πολύκαρπο, καὶ ὕστερα ἀ­πὸ δύο μέρες μαρτύρησε.
Νεογνὸ τὸν πῆρε μία εὐλαβὴς Χριστιανή, τὸν υἱοθέτησε καὶ τὸν ἀνέθρεψε. Τοῦ διηγεῖ­το γιὰ τὴ γλυκειά του μάνα, ποὺ μαρτύρησε μέσ᾿ στὶς φυλακές. Τὸν πότισε μὲ τὸ νέκταρ καὶ τὸ γάλα τῆς ἁγίας μας πίστεως.
Αὐτὰ σ᾿ ἐμᾶς φαίνονται παραμύθια. Οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖνοι ἦταν ἀετοὶ καὶ πετοῦσαν πο­λὺ ψηλά. Ἂν στὴ θέσι τῆς μητέρας του ἦταν καμμιὰ ἄλλη γυναίκα, θὰ ἔλεγε· Ἐγὼ τώρα εἶ­μαι ἔγκυος· ἔχω ἄντρα, περιμένω παιδί· ἐγὼ νὰ μαρτυρήσω; ἂς πᾶνε ἄλλοι… Ἐκεῖνοι πάνω ἀπὸ τὰ νεογνὰ καὶ τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς γονεῖς, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, εἶχαν τὸ Χριστό. Αὐτὸς ἦ­ταν ὁ μεγάλος ἔρωτας τῆς ψυχῆς τους.
Εἶνε λοιπὸν ἁγία ἡ μητέρα, καὶ ὁ Πολύκαρπος παιδὶ ἁγίων. Σήμερα τί παιδιὰ νὰ βγοῦν; Ἀπὸ ποιές μῆτρες νὰ βγοῦνε ἅγιοι; Δὲν εἶνε ἁ­γιασμένες οἱ μῆτρες, δὲν εἶνε ἁγιασμένα τὰ παιδιά. Καὶ γεννιοῦνται τέρατα, τρομοκράτες, ἐγκληματίες. Καλὰ εἶπε ἕνας στάρετς, μεγάλος διδάσκαλος καὶ πνευματικὸς τῆς Ῥωσί­ας. Πῆγε καὶ τὸν ρώτησε ἕνας νέος· –Νὰ παν­τρευ­τῶ; Λέει ὁ στάρετς· –Νὰ τὸ σκεφτῶ· ἔλα τὴν ἄλ­λη βδομάδα. Ὅταν ἦρθε πάλι ὁ νέος τοῦ λέει ὁ ἀσκητής· –Πρέπει νὰ προσευχηθῶ ἀ­κό­μα περισσότερο· εἶνε μεγάλο αὐτὸ ποὺ ζη­τᾷς, νὰ παντρευτῇς. Μετὰ δυὸ – τρεῖς ἑβδομά­δες τοῦ λέει ὁ γέροντας· –Ἔκανα τὴν προσ­ευχή μου, παρακάλεσα τὸ Θεό, καὶ σοῦ ἀπαντῶ· ἐὰν μπορῇς νὰ φέρῃς ἕναν ἅγιο στὸν κόσμο, νὰ παντρευτῇς.
Μεγάλα λόγια αὐτά· «Ἂν μπορῇς νὰ φέρῃς ἕ­ναν ἅγιο, νὰ παντρευτῇς»· δηλαδή, ἂν δὲν μπορῇς νὰ φέρῃς ἕναν ἅγιο, ἀλλὰ βγάλῃς ἕ­ναν ἀκόμη ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀχρήστων ἢ καὶ ἐγκληματιῶν ἀνθρώπων, πού ᾿νε βάρος τῆς κοινωνίας καὶ ὅλοι καταριῶνται τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα ποὺ τὸν γέννησαν, νὰ μὴν παν­τρευτῇς. Δὲν εἶνε μικρὸ πρᾶγμα ὁ γάμος.
Ὁ Πολύκαρπος, μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας, γνώρισε ἀπὸ μικρὸς ἕνα μεγάλο δι­δάσκαλο, ποὺ ὅλους ἐμᾶς νὰ μᾶς πιάσῃς καὶ νὰ μᾶς στύψῃς δὲν φτειάνεις οὔτε τὸ νυχάκι του. Διδάσκαλός τους ἦταν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής, ὁ ἠγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ μας. Τὸν εἶχε κοντά του καὶ τὸν ἀγαποῦσε ὁ Ἰωάννης τὸ μικρὸ Πολύκαρπο.
Ἀρ­γό­τερα ἔγινε ἀναγνώστης καὶ μελετοῦ­σε τὰς Γραφάς. Ἦταν ὑπόδειγμα στὴ ζωή του. Τακτι­κὸς μέσα στὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τότε δὲν ἦταν κτήρια· κατακόμβες ἦταν καὶ σπη­λιές. Τέλος, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ εὐαγγε­λιστοῦ Ἰωάννου, ὁ Πολύκαρπος διαδέχθηκε τὸν ἅγιο Βουκόλο καὶ ἔγινε ἐπίσκοπος Σμύρνης.
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἀνέβηκε στὸ θρόνο δὲν ἡσύχασε. Γι᾿ αὐτὸ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του τὸ ποίμνιο τῆς Σμύρνης αὐξήθηκε. Ἀλλ᾿ αὐτὸ προκά­λεσε τὴν κακία καὶ τὸ φθόνο τῶν εἰδωλολατρῶν.
Ὅταν ἔγινε ὁ διωγμὸς τοῦ Δεκίου (τὸ 143 μ.Χ.), οἱ Χριστιανοὶ τὸν φυγάδευσαν σὲ ἐρημι­κὴ δασώδη περιοχή. Ἐκεῖ ἔμενε καὶ προσ­ευχόταν. Ἀλλὰ κάτι παιδιά, ἀθῷα, τὸν μαρτύρη­σαν στὸ ἀπόσπασμα καὶ ἔτσι τὸν βρῆκαν.
Παρουσιάστηκε ἐνώπιον τοῦ ἀνθυπάτου. Ἐ­κεῖνος τὸν διέταξε νὰ βλαστημήσῃ τὸ Χριστό, καὶ ὁ Πολύκαρπος ἀπήντησε μὲ λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε·
–Ὀγδονταέξι χρόνια ὑπηρετῶ τὸ Χριστό, καὶ δὲν μοῦ ἔκανε κανένα κακό. Πῶς νὰ τὸν ἀρ­νηθῶ καὶ νὰ βλαστημήσω τὸν Σωτῆρα μου;
Βγῆκε ἡ ἀπόφασι νὰ τὸν ῥίξουν στὰ θηρία. Ἀλλά, περίεργο, τὰ θηρία δὲν τὸν πείραξαν. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύου­με, ὅτι ὁ ἅγιος ἔχει δύναμι ὑπερφυσική. «Θαυ­μαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. 67,36). Τότε ἀκούστηκε φωνή· Στὴ φωτιά! Πῆγαν νὰ τὸν δέσουν, ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν θέλησε. Πέφτον­τας μέσα στὶς φλόγες ἔκανε τὴν προσευχή του. Καὶ ἡ φωτιὰ ἔκανε καμάρα! Ὅπως τὸ πανὶ τῆς βάρκας κολπώνεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο, ἔτσι ἔκανε καὶ ἡ φωτιά, καὶ μέσα στὴν καμάρα ἐκείνη ἔ­μενε ἀβλαβής. Στὸ τέλος κάηκε, καὶ μιὰ εὐ­ω­δία σκορπίστηκε ἐκεῖ, σὰν νὰ καιγόταν λιβάνι.
Ἀπὸ τὸ ἅγιο σῶμα τοῦ Πολυκάρπου ἔμει­ναν μερικὰ ἅγια λείψανα, τὰ ὁποῖα περισυνέλεξαν οἱ Χριστιανοί.
Αὐτὸς ἦταν ὁ ἅγιος Πολύκαρπος· ἕνας ἅ­γιος τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.

* * *

Ἀπὸ ὅλο τὸν βίο του, ἀγαπητοί μου, ἂς προσ­έξουμε τὴν ἀπάντησι ποὺ ἔδωσε· «Πῶς νὰ βλα­στημήσω τὸν Σωτῆρα μου;». Δὲν θέλησε νὰ πῇ κακὸ λόγο γιὰ τὸ Χριστό, καὶ μαρτύρησε.
Ἐκεῖνος μπροστὰ στὰ θηρία καὶ στὴ φωτιὰ δὲν βλαστήμησε. Ἐμεῖς σήμερα; Ποιός μᾶς πι­έζει κι ἀκούγονται βλαστήμιες μέρα – νύχτα; Δεξιὰ – ἀριστερά, μικροὶ – μεγάλοι, σὲ δρόμους καὶ πλατεῖες, σὲ στρατόπεδα καὶ σχολεῖα, παν­τοῦ. Βλαστημᾶνε καὶ οἱ γυναῖκες ἀκόμη! Ποιός μᾶς πιέζει; Μᾶς ἔβαλε κανεὶς τὸ μαχαίρι στὸ λαιμό; ποὺ καὶ τότε πάλι δὲν ἔπρεπε νὰ βλαστημήσουμε, ἂν εἴμαστε Χριστιανοί.
«Χριστιανοὶ» ποὺ βλαστημᾶτε, τί κακὸ μᾶς ἔκανε ὁ Χριστός; Ἢ μᾶλλον τί καλὸ δὲν μᾶς ἔ­­κανε; Ὁ ἥλιος, ὁ ἀέρας, τὰ ποτάμια, ἡ θάλασσα, τὰ ἄστρα, τὰ δέντρα, ἡ ἀναπνοή μας, ἡ ζωή μας, κάθε τὶκ – τὰκ ποὺ κάνει ἡ καρδιά, τὰ πάντα εἶνε δῶρα του. Τί κακὸ μᾶς ἔκανε;
Τὸν βλαστημοῦμε, καὶ μακροθυμεῖ. Ἀλλὰ μέ­χρι πότε; Θὰ ἔρθῃ ἡ τιμωρία. Καὶ θά ᾿μαστε ἀναπολόγητοι τὴν ἡμέρα ἐκείνη.
Ἡ βλαστήμια εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία στὸν κόσμο. Οἱ ἄλλες ἁμαρτίες εἶνε παράβασι τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ· ἐνῷ ἡ βλαστήμια εἶνε ὕβρις τοῦ ἰδίου τοῦ νομοθέτου Θεοῦ, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς φύ­σεως ἔχουν ἀγριέψει ἐναντίον μας. Γιατί νὰ μᾶς ὑπηρετοῦν; Σὰν ν᾿ ἀκούω τὸν ἥλιο νὰ λέῃ· Χριστέ μου, ἄφησέ με νὰ πλησιάσω τὴ Γῆ νὰ τοὺς ζεματίσω. Καὶ ἡ θάλασσα νὰ λέῃ· Ἄφησέ με νὰ φουσκώσω τὰ κύματά μου νὰ τοὺς πνίξω. Καὶ ἡ φωτιὰ νὰ λέῃ· Ἄφησέ με νὰ τοὺς κάψω. Καὶ ἡ Γῆ νὰ λέῃ· Ἄφησέ με νὰ κάνω σεισμὸ μεγάλο νὰ τοὺς θάψω… Γι᾿ αὐτὸ θὰ ὑποστοῦμε τιμωρίες· δὲν θὰ μείνουν ἔτσι αὐτά.
Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι ἦταν εὐ­γνώμονες. Λίγο νερὸ ἔχουμε στὰ νησιά μας· δὲν ὑπάρχουν ἐκεῖ ποτάμια μεγάλα. Καὶ εἶδα τότε γεροντάκια σεβάσμια, ποὺ ἔπιναν ἕνα ποτήρι νερὸ κ᾽ ἔκαναν τὸ σταυρό τους. Εὐχαριστοῦσαν τὸ Θεὸ σὰν τὰ πουλάκια, ποὺ ὅταν πίνουν ὑψώνουν τὸ κεφαλάκι τους πρὸς τὰ ἐ­πάνω, σὰν νὰ λένε· Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστῶ.
Σήμερα; Ἀχάριστοι. Καὶ ἰδού λοιπὸν τώρα ἡ τιμωρία· ἄρχισε ἡ ἀνομβρία! Καὶ ἂν συνεχιστῇ ἔτσι, θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ τὸ νερὸ θὰ μοιρά­ζεται μὲ τὸ δελτίο. Μάλιστα. Γιὰ νὰ μάθῃς, ἄν­θρωπε ἀχάριστε! Ὅπως ἔχω πεῖ χίλιες φορές, ἕνα σκύλο ἔχεις, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, κι ὁ σκύλος κουνάει τὴν οὐρὰ σὰν νὰ λέῃ· Ἀφέν­τη, σ᾿ εὐχαριστῶ. Κ᾿ ἐμεῖς, τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶμε. Θὰ ποῦ­με τὸ ψωμὶ ψωμάκι καὶ τὸ νερὸ νεράκι. Θὰ στερέψουν τὰ ποτάμια καὶ οἱ λίμνες.
Ἂς πάρουμε λοιπὸν τὸ δίδαγμα αὐτό. Καὶ ὅ­­πως ἀπήντησε ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, ἔτσι κ᾿ ἐ­μεῖς. Καὶ σὲ κάθε βλάστημο ποὺ ἀκούσετε, διαμαρτυρηθῆτε ν᾿ ἁγιάσῃ τὸ στόμα σας. Διαφορετικά, ἔχουμε ἁμαρτία. Δὲν ἁμαρτάνει μό­νο αὐτὸς ποὺ βλαστημᾷ· ἁμαρτάνει καὶ ὅποιος ἀκούει τὸ βλάστημο καὶ μένει ἀδιάφορος.
Ὅταν ἤμουν στρατιωτικὸς ἱερεύς, μόλις μπῆ­κα μιὰ νύχτα στὸ στρατόπεδο, ἀκούω ἕνα στρατιώτη νὰ βλαστημάῃ τὰ θεῖα. Τί κακὸ σοῦ ἔκανε, τοῦ λέω, ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγιά; Ἂν σοῦ φταίῃ ἡ ἀδικία τοῦ κράτους, νὰ βλαστημή­­­σῃς τὸ βασιλιᾶ, τὸν πρόεδρο τῆς κυβερνήσεως, τὸ λοχαγό σου. Ἄ, αὐτοὺς δὲν τολμᾷς! Δειλὲ ἄνθρωπε, τὸ Θεὸ βλαστημᾷς;
Θεέ μου, σὲ ποιόν αἰῶνα ζοῦμε! Θά ᾿πρεπε νὰ μὴν ὑπάρχῃ οὔτε ἕνας βλάστημος. Φταῖμε ὅλοι.
Ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, ποὺ θυσι­άσθηκε γιὰ νὰ μὴ βλαστημήσῃ, ἂς ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ ὅλους μας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν Παρασκευὴ 24-2-1989 πρωί.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.