Αυγουστίνος Καντιώτης



ΝΑ ΞΑΝΑΓΙΝΟΥΜΕ ΑΕΤΟΙ! Εχει μεγαλο προορισμο ο ανθρωπος οχι «φαγωμεν και πιωμεν, αυριον γαρ αποθνησκομεν» (Ησ. 22,13 = Α΄ Κορ. 15,32)· Το μυαλο, η καρδια, η θελησι μας, ολα να ᾽νε στραμμενα στο Θεο

date Μαι 27th, 2020 | filed Filed under: εορτολογιο

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2292

Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως
28 Μαΐου 2020
Ομιλία του Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου Καντιωτου

Να ξαναγινουμε αετοi!

Δὲν ὑΑΝΑΛΗΨ.πάρχει, ἀγαπητοί μου, λαὸς χωρὶς θρη­σκεία· ὅλοι ἔ­χουν τὴ θρησκεία τους. Καὶ ὑ­πάρχουν πολλὲς θρησκεῖες. Ἀλλ᾽ ἂν μὲ ρωτήσετε, ποιά ἀπ᾽ ὅλες εἶνε ἡ ἀληθινή, ὄχι μόνο ἐγὼ ἀλλὰ καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα θὰ φωνάξουν καὶ ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοὶ καὶ τὰ ὄρη καὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐ­ρανοῦ θ᾽ ἀπαντήσουν, ὅτι ἡ ἀ­ληθι­νὴ θρησκεία, θρησκεία διαμάντι – χρυ­σάφι – ἥλιος ποὺ φωτίζει καὶ θερμαί­νει, εἶνε ἡ ἁγία μας πίστι, ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία.
Καὶ εἶνε ἀ­ληθινή, γιατὶ τὴ θρησκεία αὐτὴ δὲν τὴν ἔκανε ἄνθρωπος, ὅπως τὶς ἄλλες· τὴν ἔ­κανε ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὄχι ἁ­πλὸς ἄνθρωπος ἀλ­λὰ Θεάνθρωπος. Αὐτὴ εἶνε ἡ βάσι – ἡ ῥίζα τῆς πίστεώς μας. Κι ὅπως τὸ δέν­τρο δὲν στέκεται χωρὶς ῥίζα, ἔτσι καὶ ἡ δική μας πίστι δὲν μπορεῖ νὰ σταθῇ χωρὶς τὴ ῥίζα, χω­ρὶς τὸ δό­γμα – τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός.
Θεός! Τὸ φωνάζει ἡ διδασκαλία του, τὰ ἀ­μέτρητα θαύματά του, ἡ ἁγία ζωή του. «Ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετή σου, Χριστέ», ψάλλουμε μαζὶ μὲ τὸν προφήτη Ἀββακούμ (Ἀβ. 3,3· καταβ. Ὑπαπ.). Θεός! τὸ φωνάζουν καὶ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο καὶ ὁ σημερινὸς ἀπόστολος.

* * *

Τί λένε σήμερα, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 24,36-53) καὶ ὁ ἀπόστολος (βλ. Πράξ. 1,1-12); Δύο γεγο­νότα, ποὺ μαρτυροῦν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός.
⃝ Τὸ ἕνα γεγονὸς εἶνε ἡ Ἀνάστασις. Ποιά ἀπόδειξι ἔχουμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε; Πολλὲς ἀποδείξεις. Ἐγὼ θ᾽ ἀναφέρω μία.
Δὲ μοῦ λέτε, τὴ Με­γάλη Παρασκευή, ὅταν ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε, ποῦ ἦταν οἱ μαθηταί του; Κρύφτηκαν ὅλοι. Φόβος καὶ τρόμος τοὺς ἔπιασε, λαγοὶ ἔγιναν. Κανείς δὲν τολμοῦσε νὰ βγῇ ἔ­ξω· φοβοῦν­ταν, μήπως πάθουν κι αὐτοὶ τὰ ἴ­δια ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Καὶ ὅμως βλέπου­με ξαφνικά, αὐ­τοὺς τοὺς λαγούς, νὰ γίνωνται λιον­τάρια. Ποιό ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε τοὺς τρομοκρατημένους αὐτοὺς ἀνθρώπους θαρραλέους κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου; Κάτι μεσολά­βησε. Ποιό ἦταν αὐτό; Εἶνε ὅ­τι εἶδαν –ναὶ εἶδαν! δὲν εἶ­νε ψέμα–, εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους τὸ Χριστὸ ἀναστημένο. Καὶ μόνο τὸν εἶ­δαν; καὶ τὸν ἄγγιξαν, καὶ τὸν ψηλάφησαν, καὶ ἔ­φαγαν μαζί του. Ἔτσι κι αὐτὸς ἀκόμα ὁ δύσπιστος Θωμᾶς ὡ­μολόγησε· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. 20,29). Ὅσο βέβαιο εἶνε, ὅτι ὁ ἥ­λιος ἀνατέλλει καὶ τὸ φῶς του διώχνει τὸ σκο­τάδι, τόσο βέβαιο εἶνε ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνέστη καὶ φώτισε τὴ νύχτα τοῦ θανάτου.
Καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασί του ἔμεινε στὴ Γῆ σαράντα μέρες. Καὶ τότε τὸν εἶδαν πολλοί· ἐμ­­φανίστηκε κατ᾽ ἐπανάληψιν στὰ ἀγαπημένα παιδιά του. Σὲ ποιούς ὅμως παρουσιάστηκε πρῶτα; – ἔχει σημασία αὐτό· ποιός ἄκουσε τὸ πρῶτο «Χριστὸς ἀνέστη»; Τ᾽ ἄκουσε ὄ­χι βα­σιλιᾶς, ὄχι στρατηγός, ὄχι ἄντρας· τὸ ἄ­κου­­σε γυναίκα! Γιατί; Γιατὶ ἡ γυναίκα ἀγάπησε πε­ρισσότερο τὸ Χριστό. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Πέ­τρος καὶ οἱ ἄλλοι κρύφτηκαν, οἱ μυροφόρες μὲ θάρρος ἀκατάβλητο πλησίασαν στὸν τάφο, ἐ­κεῖ ποὺ δὲν πλησίαζε κανένας. Καὶ ὅπως τὸ «Χριστὸς γεννᾶται» πρῶτοι ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ τ᾽ ἀκούσουν ἦταν οἱ βοσκοί, ἔτσι καὶ τὸ «Χρι­στὸς ἀνέστη» τὸ ἄκουσε πρῶ­τα μιὰ γυ­ναίκα καὶ αὐτὴ τὸ μετέδωσε στοὺς ἄλλους. Καὶ μέχρι σήμερα, σὲ ὁποιαδήποτε ἐκκλησία μπῆτε καὶ μετρήσετε παιδιὰ ἄντρες καὶ γυναῖκες, πάντοτε περισσότερες εἶνε οἱ γυναῖκες. Αὐτὲς προσ­εύχονται, ἐκ­κλησιάζονται, ἐξ­ομολογοῦν­ται, κοι­νωνοῦν. Εἶνε τιμὴ τῆς γυναίκας ὅτι τὸ πρῶτο «Χριστὸς ἀνέστη» τ᾽ ἄκουσαν γυναικεῖα αὐτιά.
⃝ Μετὰ τὴν Ἀνάστασι, τὸ δεύτερο γεγονὸς ποὺ βλέπουμε νὰ μαρτυρῇ τὴ θεότητα τοῦ Χρι­στοῦ εἶνε αὐτὸ ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα, ἡ Ἀ­νάληψις. Στὴν προτελευταία ἀπὸ τὶς ἐμφανίσεις του ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητάς· Νὰ πᾶ­τε στὴ Βηθανία, στὸ Ὄρος τῶν ἐ­λαιῶν, ἐ­κεῖ θ᾽ ἀνταμώσουμε. Τὸ Ὄρος τῶν ἐλαιῶν εἶνε μιὰ κορυφὴ μὲ ἐλαιόδεντρα κοντὰ στὰ Ἰεροσόλυ­μα· ὅποιος πῆγε στοὺς Ἁγίους Τόπους θὰ εἶδε καὶ τὸ «ὄρος τοῦ καλουμένου ἐλαι­ῶ­νος» (Πράξ. 1,12). Ἐκεῖ, τοὺς λέει, θὰ συναντηθοῦμε.
Καὶ συγκεντρώθηκαν. Πόσοι ἦ­ταν; Ἦταν οἱ ἕνδεκα καὶ οἱ ἑβδομήκοντα ἀπόστολοι, οἱ μυροφόρες, μερικοὶ ἀκόμη, καὶ μαζί τους ἡ Παν­αγία Θεοτόκος· συνολικὰ περίπου 120 ψυχές (ἔ.ἀ. 1,15). Ἐκεῖ ἐμφανίστηκε ὁ Χριστὸς γιὰ τελευταία φο­ρά. Τί τοὺς εἶπε· νὰ μείνουν στὰ Ἰερο­σόλυ­μα ὅ­λοι μαζί, νὰ μὴν ἀπομακρυν­­θοῦν, νὰ περιμένουν, γιατὶ σὲ λίγες μέρες θὰ στείλῃ τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο, καὶ αὐτὸ θὰ τοὺς δώσῃ τὴ δύναμι νὰ κηρύξουν στὸν κόσμο τὸ εὐαγγέλιο.
Μετὰ ὁ Κύριος, τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα, ἀπήν­­τησε καὶ σὲ μία ἀπορία. Οἱ μαθηταὶ τὸν ρώτησαν· «Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστά­­νεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ;», δηλαδή· μήπως ἦρθε, Κύριε, ἡ ὥρα τῆς λευτεριᾶς μας ἀ­πὸ τοὺς ῾Ρωμαίους κατακτητάς; μήπως τώ­ρα θὰ ἐγκαθι­δρύσῃς τὴ βασιλεία στὸν Ἰσ­ραήλ; (ἔ.ἀ. 1,6). Ζωηρὸ τὸ ἐνδιαφέρον τους. Καὶ ὁ Χριστὸς τί ἀπήν­τησε; Εἶπε λόγια βαρυσήμαν­τα, ποὺ ὀ­φείλουμε νὰ τὰ προσέξουμε ὅ­λοι· «Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶ­ναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ…»· δὲν εἶνε δι­κό σας ζήτημα νὰ μάθετε τὸ πότε θὰ γίνουν πρά­γματα ποὺ γνωρίζει καὶ ἐξουσι­άζει μόνο ὁ Πατήρ (ἔ.ἀ. 1,7). Μὲ ἄλλα λόγια· Ἐσεῖς νὰ εἶστε πάν­τοτε ἕτοιμοι.
Ἂς τ᾽ ἀκούσουν ὅμως αὐτὰ καὶ οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, οἱ χιλιασταί, ποὺ μιλοῦν γιὰ μία χιλι­ετῆ βασιλεία καὶ κατ᾽ ἐπανάληψιν ὥρισαν χρο­νολογίες τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Χριστοῦ· διαψεύσθηκαν πάντα καὶ ἔτσι οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ ἀποδείχθηκαν ψευδομάρτυρες. Ὅτι θὰ γίνῃ ἡ δευ­τέρα παρουσία εἶνε ἀν­αμφισβήτητο, ἀλλὰ ποιά μέρα θὰ γίνῃ εἶνε ἄ­γνωστο· αὐτὸ δὲν τὸ γνωρί­ζουν οὔτε ἄγγελοι οὔ­τε ἄνθρωποι, παρὰ μό­­νο ὁ Θεός, ὁ Πατὴρ ὁ οὐ­ράνιος (βλ. Ματθ. 24,36). Αὐτὰ εἶπε ὁ Χριστός, ἀλλὰ οἱ χιλιασταὶ δὲν ἔχουν αὐτιὰ νὰ τ᾽ ἀκούσουν.
Κατόπιν ὁ Χριστὸς ἅπλωσε πάνω τους τὰ ἄ­­­χραντα χέρια του καὶ τοὺς εὐλόγησε· ἀνατο­λή, δύσι, βορρᾶ, νότο, εὐλόγησε ὅλους. Τὸ τέ­λος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του δὲν ἦταν ἀστροπε­λέκι καὶ κα­τάρα, ἦταν εὐ­λογία. Καὶ κατὰ μίμησι τοῦ Χρι­στοῦ αὐτὸ κάνει καὶ ἡ Ἐκκλησία. Νά ᾽στε ὅ­λοι εὐλογημένοι! λέει. Γι᾽ αὐτὸ στὸ τέλος τῆς θεί­ας λειτουργίας δίνοντας τὸ ἀντίδωρο λέει στὸν καθέ­να· «Εὐλογία Κυρίου καὶ ἔλεος…». Μεγά­λο πρᾶ­γμα ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ! Ἂν τὴν ἔχῃς, χῶ­μα θὰ πιάνῃς – μάλαμα θὰ γίνεται· ἂν δὲν τὴν ἔ­χῃς, καὶ τὸ μάλαμα θὰ γίνῃ φίδι νὰ σὲ φάῃ. Δὲν εἶνε παραμύθια αὐ­τά· οἱ πρόγονοί μας τὰ πίστευαν.
Τέλος, ἐνῷ ὁ Χριστὸς τοὺς εὐλογοῦσε, ἔγινε θαῦμα. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαί­ωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε. Τὴν ὥρα ἐκείνη τὰ πόδια του ἀποσπάσθηκαν ἀπὸ τὴ γῆ, ἔπαψαν πιὰ νὰ πατοῦν στὸ ἔδαφος. Ὅπως τὸ ἀεροπλάνο ξεκολλάει ἀπ᾽ τὸ ἀεροδρόμιο καὶ ἀ­νυψώνεται, ὅπως ὁ ἀετὸς ἀφήνει τὸ βρά­χο ποὺ καθόταν καὶ πετάει ψηλά, ἔτσι ὁ Χριστός μας, ἐνῷ τὰ μάτια τῶν ἀποστόλων ἦταν καρφω­μένα σ᾽ αὐ­τόν, ἀνέβαινε στὸν οὐρανό. Ἀδέσμευ­τος ἀ­πὸ βάρος, ἀνώτερος τῆς ὕλης, ὑ­περάνω τόπου καὶ χρόνου, ὑψωνόταν διαρκῶς ἐπάνω σὲ νεφέλη κι αὐτοὶ ἔκθαμβοι τὸν ἀ­τένιζαν. Κι ὅ­ταν τὸν ἔχασαν πλέον ἀπὸ τὰ μάτια τους, γύ­ρισαν στὰ Ἰεροσόλυμα –παραδόξως– «μετὰ χα­ρᾶς με­γάλης» (βλ. Πράξ. 1,9-10. Λουκ. 24,50-52).

* * *

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, οἱ ἄνθρωποι θαυμάζουν πῶς ἕνας ἀστροναύτης πέταξε ὣς τὸ φεγγάρι. Μὰ ἐδῶ ὁ Χριστὸς πέταξε πάνω ἀπὸ ἄστρα καὶ γαλαξίες, πέρασε καὶ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, ἔφτασε στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, καὶ κάθισε ἐκεῖ μὲ τὴν ἀνθρω­πίνη φύσι, στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός. Αὐτὸ πιστεύουμε. Δηλαδή, τὸ κορμὶ αὐτὸ ποὺ φέρουμε, τὸ τέ­λειο δημιούργημα, ποὺ ἐμεῖς τὸ λερώνουμε καὶ τὸ μαγαρίζουμε με τὶς ἁμαρ­τίες, τὸ πῆρε ὁ Χριστὸς καὶ τὸ ὕψωσε μέχρι τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ! Καμμιά ἄλλη θρησκεία, κανένα ἄλλο δόγμα δὲν διδάσκει κάτι τέτοιο.
«Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδί­ας» λοιπόν! ὅπως μᾶς προτρέπει ἡ Ἐκκλησία (θ. Λειτ.). Ψηλά, πολὺ ψηλὰ ν᾽ ἀνέλθῃ ὁ ἄνθρωπος. Ἔχει μεγάλο προορισμό· ὄχι «φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀ­ποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α΄ Κορ. 15,32)· δὲν εἶνε ὁ ἄν­θρωπος στομάχι καὶ κοιλιὰ καὶ ἔντερα. «Ἄ­νω σχῶμεν τὰς καρδίας»· δηλαδὴ τὸ μυαλό, ἡ καρδιά, ἡ θέλησί μας, ὅλα νά ᾽νε στραμμένα στὸ Θεό, ὅπως τὸ ἡλιοτρόπιο στὸν ἥλιο κι ὅ­πως ἡ μαγνητικὴ βελόνα στὸ βορρᾶ.
Τί ἔχουμε πάθει ἐμεῖς! Μοιάζουμε μὲ ἕναν ἀετὸ ποὺ εἶδα κάποτε σ᾽ ἕνα ζῳολογικὸ κῆπο. Τὸν σκουντοῦσα νὰ πετάξῃ, μὰ δὲν μποροῦ­σε, γιατὶ στὰ πόδια του εἶχαν δέσει μολύβια. Ἔτσι καὶ χειρότεροι εἴμαστε ἐμεῖς. Μᾶς ἔπλασε ὁ Θεὸς ἀετούς, ὄχι σαῦρες καὶ σκουλήκια. Ἀλλὰ ἔχουμε τὰ βαρύδια μας, τὰ πάθη ποὺ μᾶς ἔχει κολλήσει ὁ σατανᾶς. Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Νὰ κόψουμε διὰ τῆς μετανοίας τὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς κακίες, νὰ πάρουμε πάλι φτεροῦ­γες μεγάλες, καὶ σὰν ἀετοὶ ν᾽ ἀκολουθήσουμε τὸ Χριστό, τὸν μυστικὸ ἀετό, στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας»!

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε μὲ ἄλλο τίτλο στὸν ἱ. ναὸ Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου Περδίκκα – Ἑορδαίας τὴν 8-6-1978. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 20-4-2020.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.