Αυγουστίνος Καντιώτης



Τεσσερις συνοδοι της μετανοιας

date Μαρ 27th, 2021 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΑ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1049

Κυριακὴ Β΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 2,1-12)
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Τεσσερις συνοδοι της μετανοiας

«…Παραλυτικὸν φέροντες αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων»
(Μᾶρκ. 2,3)

π. Αυγ. - π. Ιερ.ΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, Δευτέρα (Β΄) Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ ἑορτάζεται ἕνας ἅγιος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· ὑπάρχουν πολλοὶ ἅγιοι Γρηγόριοι, καὶ πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοὺς ἄλλους αὐτὸς ἐπονομάζεται Παλαμᾶς.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔχει μία θαυμάσια ὁμιλία ἐπάνω στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Θὰ τολμήσω νὰ πάρω μερικὰ ἄνθη καὶ θὰ τὰ προσφέρω στὴν ἀγάπη σας, σὰν μιὰ μικρὰ ἀνθοδέσμη.

* * *

Στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ σὲ μιὰ πόλι τῆς Γαλιλαίας, τὴν Καπερναούμ, ζοῦσε κάποιος ἀσθενής. Ἦταν παράλυτος σωματικῶς ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του. Ῥίζα ὅλων τῶν ἀσθενειῶν εἶνε ἡ ἁμαρτία. Καὶ ἐπιστημονικῶς ἀκόμη εἶνε ἀποδεδειγμένο, ὅτι ἡ ἁμαρτία, ἐκτὸς τῶν ἄλλων συνεπειῶν τὶς ὁποῖες ἔχει, τσακίζει τὰ νεῦρα τοῦ ἀνθρώπου· καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο συντομώτερα στὸν τάφο. Ἐγνώρισα στὴν Ἀθήνα, στὸ ἄσυλο τῶν ἀνιάτων ἕνα νέο, ἀθλητὴ πρώτης τάξεως. Σήκωνε ―ὅταν ἦταν καλά― 150 κιλὰ σὰ᾿ νὰ ἦταν πούπουλο. Κατόπιν, δὲ᾿ μποροῦσε νὰ σηκώσῃ οὔτε τὸ κουτάλι του. Γιατί; Διότι ἔπεσε στὴν πορνεία καὶ στὴ μοιχεία, μὲ δεκάδες γυναῖκες. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦτο νὰ παραλύσῃ. «Τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος», λέει ἡ Καινὴ Διαθήκη (Ῥωμ. 6,23).

Γι᾿ αὐτὸ ἤθελε νὰ πάῃ κοντά του. Ἀλλὰ πῶς; Πόδια εἶχε, καὶ πόδια δὲν εἶχε. Ἦταν πάνω στὸ κρεβάτι σὰ᾿ νεκρός, ζωντανὸς νεκρός. Τότε βρέθηκαν τέσσερις φιλάνθρωποι· τὸν σήκωσαν στὰ χέρια γιὰ νὰ τὸν πᾶνε στὸ Χριστό.
Ποῦ ἦταν ὁ Χριστός; Σ᾿ ἕνα σπίτι δίδασκε. Καὶ ἦταν τόσος κόσμος, ποὺ μῆλο νὰ ἔῤῥιχνες, δὲν ἔπεφτε στὴ γῆ. Συνωστισμὸς μεγάλος. Οἱ τέσσερις σπλαχνικοὶ ἄνθρωποι μὲ τὸν παράλυτο δὲν ἀπογοητεύθηκαν. Ἀνέβηκαν στὴ σκεπή, βγάλανε τὰ κεραμίδια καὶ ἄνοιξαν μιὰ ὀπή· ἀπὸ ᾿κεῖ, μὲ σχοινιά, κατέβασαν τὸν παράλυτο μπροστὰ στὸ Χριστό.
Ὅλοι περίμεναν, ὁ Χριστὸς νὰ τὸν κάνῃ ἀμέσως καλά. Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἔκανε κάτι ἄλλο, χίλιες φορὲς ἀνώτερο· θεράπευσε πρῶτα τὴν ψυχή του. Τοῦ εἶπε· «Παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου» (Μᾶρκ. 2,5).
Ἀκούγοντας τὸ λόγο αὐτὸ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι σκανδαλίστηκαν· γιατὶ ἤξεραν, ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος· ἦταν καὶ Θεός. Καὶ τοὺς τὸ ἀπέδειξε αὐτὸ στὴ συνέχεια – πῶς; Θεραπεύοντάς του καὶ τὸ σῶμα. Τὰ τσακισμένα νεῦρα του ξαναβρῆκαν τὴν ὑγεία τους. Σήκωσε τὸ κρεβάτι του καὶ πῆγε στὸ σπίτι του.
Αὐτό, μὲ λίγα λόγια, εἶνε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο· ἡ θεραπεία ἑνὸς παραλύτου.

* * *

Θὰ πῆτε· Ἐμᾶς δὲ᾿ μᾶς ἐνδιαφέρει τὸ θαῦμα αὐτό· ἐμεῖς ἔχουμε καὶ πόδια καὶ χέρια…
Τὸ θεωρεῖτε αὐτὸ μικρό; Νὰ εὐχαριστῆτε τὸ Θεό. Ἕνας διαπρεπὴς καθηγητὴς πανεπιστημίου, τῆς νευρολογίας, μοῦ ἔλεγε· Πιστεύω στὸ Θεὸ ἀκραδάντως· γιατὶ ἔτσι μόνο νὰ κουνήσω τὸ χέρι μου, αὐτὸ φωνάζει ὅτι ὑπάρχει Θεός!
Δόξα τῷ Θεῷ, ἀπὸ σᾶς δὲν εἶνε κανεὶς παράλυτος. Ἀλλ᾿ ἐνῷ δὲν εμαστε παράλυτοι σωματικῶς, εμεθα παράλυτοι ψυχικῶς, ἀφοῦ δὲν κάνουμε τὸ καλό. Βλέπεις τὸν ἕνα· γλῶσσα ἔχει, ἀλλὰ εἶνε νεκρά. Μιλᾷ γιὰ ὅλα (γιὰ συνοικέσια, γάμους καὶ ἄλλα κουτσομπολιά, γιὰ πολιτική, γιὰ μπάλλες…)· ἀλλὰ δὲ᾿ μιλᾷ γιὰ τὸ Θεό. Δὲ᾿ λέει ἕνα «Κύριε, ἐλέησον». Βλέπεις τὸν ἄλλο· ἀκούει ὅλες τὶς κουβέντες, τεντώνει τ᾿ αὐτί του στὸ ῥαδιόφωνο καὶ τὴν τηλεόρασι, γιὰ ν᾿ ἀκούσῃ ὅλα τὰ βρωμερὰ καὶ ἀκατονόμαστα πράγματα· ἀλλὰ δὲν ἔχει αὐτιὰ γιὰ ν᾿ ἀκούσῃ λόγο Θεοῦ. Ἔχει νεκρὰ αὐτιά. Ἄλλοι πάλι δὲν ἔχουν πόδια γιὰ νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία. Τρέχουν ὅπου εἶνε τοῦ διαβόλου τὸ θέλημα, ἀλλὰ στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ δὲν πᾶνε. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν νὰ πατήσουν στὴν ἐκκλησία 20 καὶ 30 χρόνια. Ἔχουν παράλυτα πόδια. Θὰ μποῦν στὴν ἐκκλησία μόνο ὅταν πεθάνουν καὶ θὰ τοὺς σηκώσουν τέσσερις νὰ τοὺς φέρουν γιὰ τὴν κηδεία, ἀλλὰ τότε θὰ εἶνε ἀργά. Ἄλλοι ἔχουν παράλυτα χέρια. Δὲν κάνουν ἐλεημοσύνη, δὲ᾿ βοηθοῦν τὸ φτωχό. Ἄλλοι πάλι ἔχουν νεκρὸ μυαλό. Δὲ᾿ σκέπτονται τὸ Θεό. Ἔχουν καρδιὰ χωρὶς εὐγενῆ αἰσθήματα.

* * *

Ν᾿ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι. Ἂς μιμηθοῦμε τὸν παράλυτο. Ὅπως ἐκεῖνος ζήτησε συνοδοὺς καὶ τὸν πῆγαν τέσσερις κοντὰ στὸ Χριστό, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς νὰ ζητήσουμε τοὺς τέσσερις συνοδούς, γιὰ νὰ μᾶς πᾶνε κοντὰ στὸ Χριστὸ καὶ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν αὔρα τοῦ οὐρανοῦ.
Ὁ πρῶτος συνοδὸς εἶνε τὸ «γνῶθι σαυτόν». Δὲν γνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας. Ἕνα σκοτάδι, μιὰ ὑπερηφάνεια, δὲ᾿ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ αἰσθανθοῦμε ὅτι εμαστε ἁμαρτωλοί. Σπάνιο πρᾶγμα νὰ ἀναγνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὴν ἁμαρτωλότητά τους.
Θυμᾶμαι σ᾿ ἕνα χωριὸ τῶν Γρεβενῶν, ποὺ περιώδευα, συνάντησα ἕναν ἄγνωστο καὶ τοῦ λέω· ―Καλησπέρα, ἀδελφέ μου συναμαρτωλέ. Τί ἤθελα νὰ τὸ πῶ; ―Ἐγώ, μοῦ λέει, ἁμαρτωλός; Ἐσεῖς οἱ παπᾶδες εἶστε ἁμαρτωλοί. Ἐγὼ εἶμαι ἅγιος… Εἶδα κ᾿ ἔπαθα γιὰ νὰ γλυτώσω ἀπ᾿ αὐτόν. Σημάδεψα τὴ φυσιογνωμία του, κι ὅταν πῆγα στὸ χωριὸ ρώτησα τὸν παπᾶ, γιὰ νὰ μάθω τί ἄνθρωπος εἶνε. ―Ποῦ ἔτυχες! μοῦ λέει· αὐτὸς ἔχει ρημάξει ὅλα τὰ κοττέτσια… Κι ὅμως ἐκεῖνος θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἅγιο.
Τὸ πρῶτο λοιπὸν ποὺ χρειάζεται γιὰ τὴ σωτηρία μας εἶνε αὐτὸ ποὺ μᾶς συμβουλεύει ὁ ἅγιος Γρηγόριος· τὸ «γνῶθι σαυτόν», νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας. Τὸ εἶχαν ὅλοι οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας· προσπαθοῦσε νὰ τὸ ἐφαρμόσῃ κι ὁ Σωκράτης. Στὶς ἡμέρες μας ὅμως ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ ἀλαζονεία εἶνε ὁ τάφος τῆς ἀνθρωπότητος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἐγνώρισε τὸν ἑαυτό του, ἔλεγε· Ὁ «Χριστὸς… ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15).
Πρῶτος συνοδὸς ἡ αὐτογνωσία. Δεύτερος ἡ ἐξαγόρευσι τῶν ἁμαρτιῶν. Ἐξετάζοντας προσεκτικὰ τὸν ἑαυτό μας, τὸν βρίσκουμε ἔνοχο σὲ πάρα πολλὲς ἁμαρτίες. Μόλις κάνουμε αὐτὴ τὴ διαπίστωσι, πρέπει νὰ πᾶμε στὸν πνευματικὸ πατέρα, καὶ ὄχι νὰ κρύβουμε τὶς ἁμαρτίες μέσα στὴν καρδιά μας. Ὅπως ὅταν νιώσῃ κάποιος ὅτι εἶνε ἄρρωστος τρέχει στὸ γιατρό, καὶ τοῦ δείχνει τὰ πλέον ἀπόκρυφα μέλη τοῦ σώματος, καὶ λέει Γιατρὲ πονῶ! καὶ ζητᾷ νὰ τὸν θεραπεύσῃ, ἔτσι κι ὁ ἁμαρτωλός· ὅταν αἰσθανθῇ ὅτι εἶνε ἀσθενὴς στὴν ψυχή, τρέχει στὸν ἐξομολόγο· καὶ δείχνει τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς του, καὶ ζητᾷ τὴ θεραπεία του.
ϗ Πρῶτος συνοδὸς ἡ αὐτογνωσία, δεύτερος ἡ ἐξομολόγησι. Ὁ τρίτος εἶνε ἡ ἀποχή. Ἁμάρτησες; Μετὰ τὴν ἐξομολόγησι, πὲς «στόπ!» σ᾿ ὅλες τὶς ἁμαρτίες. Κι ἂν καμμιὰ φορὰ ἐξ ἀδυναμίας πέσῃς, πάλι νὰ μετανοήσῃς.
ϗ Καὶ ὁ τέταρτος συνοδὸς εἶνε ἡ δέησι· «Κύριε, ἐλέησον». Κύριε, συγχώρεσέ με.
Ὅταν ἔχῃς αὐτὰ τὰ τέσσερα, θὰ κάνῃς φτερά. Θὰ τρέξῃς στὸν πνευματικό, θὰ γονατίσῃς γιὰ νὰ ζητήσῃς συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν, καὶ θ᾿ ἀκούσῃς ὅπως τότε ὁ παράλυτος ἀπὸ τὸ Χριστὸ τὸ «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Ὁ πνευματικὸς ἔχει ἐξουσία ἄνωθεν, ἐξουσία ποὺ δὲν ἔχουν οὔτε οἱ ἄγγελοι οὔτε οἱ ἀρχάγγελοι. Ὁ πιὸ ταπεινὸς ἱερεύς, ὅταν φορέσῃ τὸ πετραχήλι, δὲν εἶνε πλέον ἄνθρωπος· εἶνε ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ. Ἔχει ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐξουσία «ἀφιέναι ἁμαρτίας» (Μᾶρκ. 2,7).
Ὅλοι ἂς σπεύσουμε τὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ νὰ ἐξομολογηθοῦμε καὶ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴ χαρὰ τοῦ παραδείσου. «Ἐξωμολογήθηκα, καὶ παράδεισος ἄνθησε στὴν καρδιά μου», εἶπε ὁ Ντοστογιέφσκυ. Δοκιμάστε κ᾿ ἐσεῖς, γιὰ νὰ αἰσθανθῆτε αὐτὴ τὴ χαρά. Λυπηρὸ εἶνε ὅτι, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία φωνάζει, δὲν τὴν ἀκοῦμε. Ὁ ἐγωϊσμὸς δὲν ἀφήνει. Τρέξτε ὅλοι στὴν ἱερὰ ἐξομολόγησι, καὶ θ᾿ ἀκούσετε μέσ᾿ στὴν καρδιά σας νὰ ψάλλουν οἱ ἄγγελοι· «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου»· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγίου Κων/νου & Ἑλένης Ἀμυνταίου Κυριακὴ 15-3-1987)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.