Αυγουστίνος Καντιώτης



Ο Χριστος πασχει, γιατι; Στο Γολγοθα δοθηκε η μεγαλυτερη μαχη. Ο Χριστος νικησε τον διαβολο & τον εδεσε χειροποδαρα. Εξασφαλισε τη σωτηρια μας. Γι᾽ αυτο του οφειλουμε αιωνιως αγαπη & ευγνωμοσυνη.

date Απρ 30th, 2021 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2376

Μεγάλη Παρασκευὴ πρωὶ
30 Ἀπριλίου 2021

Ο Χριστος πασχει· τι επαθε και γιατι

«Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει» (Ἠσ. 53,4)

Picture 077Ὁλόκληρη, ἀγαπητοί μου, ἡ ζωὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὴ γῆ ἦταν ἕνα μαρτύριο. Ἀλλὰ τὰ βάσανά του κορυ­φώνονται τὶς τελευταῖες ἡμέρες του καὶ πρὸ παντὸς σήμερα Μεγάλη Παρασκευή.
Κοιτάξτε τον! βρίσκεται «ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει» (Ἠσ. 53,4). Καὶ εἶνε – ποιός; αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὰ πάν­τα. Πάσχει ὁ Δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος.
Ἂς τολμή­σουμε νὰ ποῦμε λίγα λόγια· νὰ δοῦ­με πρῶ­τον τί ἔπαθε καὶ δεύτερον γιατί ἔπαθε.

* * *

⃝ Τί ἔπαθε ὁ Χριστός μας. Μετὰ τὸ μυστικὸ δεῖπνο κι ἀφοῦ ἔδωσε τὶς τελευταῖες συμβου­λὲς στοὺς μαθητάς του, βγαίνει μαζί τους καὶ ἔρχεται στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Θέλει στὴν ἐ­ρημιὰ τῆς Γεθσημανῆ νὰ μιλήσῃ στὸν οὐράνιο Πατέρα του. Εἶνε περίλυπος, γιατὶ θὰ πιῇ τὸ πικρὸ ποτήρι τοῦ θανάτου καὶ θὰ φορτωθῇ τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Ἡ ἀγωνία τὸν κάνει νὰ ἱδρώνῃ καὶ στὴ γῆ στάζει αἷμα.

Προτοῦ τελειώσῃ τὴν προσευχή του ἀκούγεται θόρυβος. Ἕνα μπουλούκι ἀπὸ ῾Ρωμαίους στρατιῶτες καὶ ὡπλισμένους ὑπηρέτες τῶν ἀρχιερέων, μὲ φανάρια καὶ μαχαίρια καὶ ξύλα, φτάνουν μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἰούδα. Ἀσυγ­κίνητος ὁ μαθητὴς πλησιάζει καὶ τοῦ δίνει φίλη­μα προδοτικό. Ἐκεῖνο ποὺ ἐπίσης θλίβει τὸν Ἰησοῦ εἶνε ὅτι οἱ ἄλλοι μαθηταὶ τὴν ὥρα αὐτὴ τὸν ἔ­χουν ἀφήσει μόνο. Ἡ συμμορία τὸν συλλαμβάνει, τὸν δένει καὶ τὸν ὁδηγεῖ νὰ δικαστῇ σὲ μιὰ παρῳδία δίκης μὲ ψευδομάρτυρες.
Μπροστὰ στὸν Ἄννα ἕνας δοῦ­λος τὸν ῥαπί­ζει καὶ μπροστὰ σὲ μιὰ ὑπηρέτρια ὁ μαθητής του Πέτρος τὸν ἀρνεῖται. Τὸν καταδικάζουν νὰ θα­νατωθῇ, μὰ χρειάζονται καὶ τὴν ἔγκρισι τοῦ Πιλάτου. Τὸν πηγαίνουν στὸ πραιτώριο. Ὁ ῾Ρω­μαῖος διοικητὴς διεξάγει ἀνάκρισι καὶ πείθεται ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶνε ἀ­θῷ­ος. Δύο φορὲς (μία μὲ τὸ νὰ βάλῃ δίπλα του τὸ Βαραββᾶ καὶ δεύτερη μὲ τὸ νὰ τὸν φραγγελλώσῃ καὶ νὰ τὸν δοῦν ἐξουθενωμένο) προσπα­θεῖ νὰ ὑπερνικήσῃ τὸ φθόνο τῶν ἀρχιερέων καὶ νὰ τὸν ἀ­παλλάξῃ· μὰ αὐτοὶ ὄχι μό­νο δὲν συγ­κινοῦνται καὶ δὲν πείθονται ἀλλὰ καὶ ἀγριεύουν. Πρόσ­εξε –ἀπειλοῦν–, γιατὶ ἂν τὸν ἀπαλλά­ξῃς δὲν εἶ­σαι φίλος τοῦ καίσ­αρος. Κ᾽ ἐκεῖ ὁ Πιλᾶτος λυγίζει καὶ καταθέτει τὰ ὅπλα· θυσιάζει καὶ ἀ­θῳ­ότητα καὶ ῥωμαϊκὸ δίκαιο καὶ καθῆκον, ὑ­πογρά­φει τὴν καταδίκη, καὶ παραδίδει πλέον τὸν Ἀθῷο στὸ ἀπόσπασμα γιὰ ἐκτέλεσι.
Ἄγριοι στρατιῶτες τὸν περιπαίζουν, τοῦ φο­ροῦν κόκκινη χλαμύδα κ᾽ ἕνα ἀγκάθινο στεφά­νι, καὶ τὸν χτυποῦν βάναυσα. Τέλος τοῦ φορτώ­νουν τὸ σταυρὸ καὶ τὸν ὁδηγοῦν στὸ Γολγο­θᾶ. Ἐκεῖ τὸν ἀνεβάζουν γυμνὸ καὶ τὸν καρ­φώ­νουν στὸ σταυρό. Ἐγκαταλελειμμένος ἀπ᾽ ὅ­λους, ἐξ­αντλημένος ἀπὸ τὴν τόση ταλαιπωρία, τοὺς βα­σανισμοὺς καὶ τὴν κακοποίησι, μέσα σὲ πόνους φρικτοὺς καὶ ἐνῷ ἀκούει ἐμπαιγμοὺς καὶ προκλήσεις, νιώθει νὰ σβή­νῃ. Στὸν πόνο του χαιρεκακοῦν, στὴ δίψα του τὸν ποτίζουν ξίδι. Συγκεντρώνει τὶς δυνάμεις του, κράζει «Τετέ­λεσται» (Ἰω. 19,30), καὶ μετὰ προφέρει τὶς τελευταῖ­ες λέξεις· «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρα­τίθεμαι τὸ πνεῦμά μου»· Πατέρα, παράλαβε τὴν ψυχή μου (Λουκ. 23,46).
Αὐτὰ μὲ κάθε συντομία εἶνε τὰ πάθη τοῦ Κυρίου. Συμπαθοῦμε καὶ συγκινούμεθα, καὶ ἡ ψυχή μας γεμάτη ἀπορία ἐρωτᾷ·

⃝ Γιατί ἔπαθε ὁ Χριστός μας; –Γιατί νὰ σταυρωθῇ; δὲν μποροῦσε ν᾽ ἀποφύγῃ τὸ σταυρό; Μποροῦσε ἀσφαλῶς· ἀλλὰ ἤθελε νὰ θυσιασθῇ, σταυρώθηκε ἑκουσίως, ὄχι ἀπὸ ἀ­δυναμία. –Καὶ δὲν εἶχε ἄλλο τρόπο νὰ σώσῃ τὸν κό­σμο; ἦταν ἀνάγκη νὰ κατεβῇ στὴ γῆ καὶ νὰ χύσῃ τὸ αἷμα του; Ὁ παντοδύναμος Κύριος ἄ­φησε κάθε ἄλλο τρόπο καὶ διάλεξε τὸ σταυ­ρὸ γιὰ νὰ δείξῃ τὴν ἀγάπη του στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Τὸν κόσμο, στὴν κατάστασι ποὺ βρισκόταν, τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ τὸν σώ­σῃ· οὔτε φιλοσοφίες, οὔτε θυσίες, οὔτε θρησκεῖ­ες, οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε ἄγγελος· ὅλα εἶ­χαν δοκιμαστῆ. Ἡ ἀν­θρωπότης ἦταν βαρειὰ ἄρρω­στη στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιά. Περίμενε μόνο μιὰ θεία ἐ­πέμβασι, ὅπως διαισθάνονταν μερι­κὰ ἀξιόλογα πνεύματα τῆς ἀρχαιότητος.
Γι᾽ αὐτὸ κατέβηκε ὁ Χριστός. Καὶ ἀνέλαβε αὐτός, «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁ­μαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29), τὴν εὐθύνη γιὰ τὰ κρίματά μας. Θυσιάστηκε αὐτὸς ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἀντὶ ἡμῶν, γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου καὶ τοῦ καθενός μας ξεχωριστά. Μᾶς ἔσωσε.
Στὸ Γολγοθᾶ δόθηκε ἡ μεγαλύτερη μάχη. Ὁ Χριστὸς νίκησε τὸν διάβολο καὶ τὸν ἔδεσε χειροπόδαρα. Ἐξασφάλισε τὴ σωτηρία μας. Γι᾽ αὐτὸ τοῦ ὀφείλουμε αἰωνίως ἀγάπη καὶ εὐ­γνωμοσύνη. Ἂν ὑποτεθῇ ὅτι ἤμασταν καταδι­κασμένοι εἰς θάνατον γιὰ κάποιο κακούργημα, καὶ αἴφνης ἐρχόταν κάποιος ἄλλος καὶ ἀ­νελάμβανε νὰ πάρῃ τὴ θέσι μας καὶ νὰ ἐκτελεσθῇ αὐτὸς ἀντὶ γιὰ ἐμᾶς, τί θὰ αἰσθανόμασταν γι᾽ αὐτόν; Ἢ ἂν ὑποτεθῇ ὅτι ὠφείλαμε σὲ κάποιον ἕνα ὑπέρογκο χρηματικὸ ποσὸ καὶ θὰ πεθαίναμε στὴ φυλακὴ μὴ μπορώντας πο­τὲ νὰ τὸ ἐξοφλήσουμε, ἀλλὰ κάποιος φίλος μας ἐρ­χόνταν καὶ δήλωνε ὅτι καταβάλλει αὐ­τὸς τὰ χρήματα καὶ ἀνέλπιστα ἐμεῖς ἀποφυλακιζόμασταν, τί εὐγνωμοσύνη θὰ τοῦ ἐκ­φράζα­με; Ὁ Χριστὸς θυσιάστηκε γιὰ νὰ σωθοῦμε ἐ­μεῖς, κα­τέβαλε τὰ λύτρα γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦ­με. Γι᾽ αὐ­­τὸ νὰ τὸν ἔχουμε παραπάνω κι ἀ­πὸ φίλο κι ἀ­πὸ συγγενῆ κι ἀπὸ πατέρα. Ἂν δὲν ἀ­γαπήσου­με αὐτόν, ποιόν ἄλλον θ᾽ ἀγαπήσουμε;
Λένε ὅτι στὸν εὐρωπαϊκὸ πόλεμο ἕνας Γερ­μανὸς στρατιώτης ὑπηρετοῦσε μὲ κίνδυνο στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ πυρός. Ἕνας φίλος του ὅμως, ποὺ ἡ κλάσι του δὲν εἶχε ἀκόμη κλη­θῆ στὰ ὅπλα, ὅταν ἔμαθε ὅτι αὐτὸς κινδυνεύει, τρέχει στὸ μέτωπο καὶ ζητάει ἀπὸ τὸ στρατηγὸ τὴ χάρι ν᾽ ἀπολυθῇ ὁ φίλος του καὶ νὰ μπῇ αὐτὸς ὡς ἀντικαταστάτης στὴ θέσι του. Πράγματι ἔτσι ἔγινε· ὁ ἕνας ἀπολύεται κι ὁ ἄλλος στρατεύεται ἀντὶ αὐτοῦ. Ὅταν ὅμως ἄρ­­χισε ἡ μάχη ὁ καλὸς αὐτὸς φίλος σκοτώνε­ται! Τὸ μαθαίνει ὁ διασωθεὶς ἐκεῖ ποὺ βρίσκε­ται, πενθεῖ γιὰ τὸ θάνατό του, τοῦ φτειάχνει μιὰ μεγάλη εἰκόνα κι ἀπὸ κάτω γράφει· «Ὁ φίλος αὐτὸς πέθανε γιὰ μένα».
Ἔτσι θά ᾽πρεπε κ᾽ ἐμεῖς ν᾽ ἀγαποῦμε καὶ νὰ λατρεύουμε τὸν Σωτῆρα μας Χριστό. Οἱ σημερινοὶ χριστιανοὶ ὅμως ἀντὶ ἀγάπης καὶ λατρείας ἀγνωμονοῦμε καὶ –ἀλλοίμονο– ξανασταυρώνουμε τὸν Σωτῆρα μας. Πῶς;
Τὸν ξανασταυρώνουμε ὅταν, ἐνῷ φέρουμε ἀπὸ τὸ βάπτισμά μας τὸ ὄνομά του, ἐμεῖς ζοῦ­με ὄχι κατὰ τὸ θέλημά του ἀλλὰ «ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις βιωτικαῖς» (Λουκ. 21,34)· τὸν ποτίζουμε ὄξος καὶ χολὴ ὅταν συκοφαν­τοῦμε τὸν πλησίον καὶ βλασφημοῦμε τὰ θεῖα· ἐμπήγουμε καρφιὰ στὸ σῶμα του ὅταν ἀσελγοῦμε, πορνεύουμε, μοιχεύουμε· τοῦ βάζουμε ἀγκάθινο στεφάνι ὅταν ὑπερηφα­νευόμαστε καὶ φυ­σιούμεθα γιὰ ματαιότη­τες· τρυποῦμε μὲ λόγχη τὴν ἁγία του πλευ­ρὰ ὅταν στὴν καρδιά μας κρατοῦμε μῖσος καὶ κακία· τοῦ φορᾶμε κόκκινη χλαμύδα ὅταν ντυ­νόμαστε πολυτελῶς γιὰ ἐπίδειξι· τοῦ τρυπᾶ­με τὰ ἅγια χέρια ὅταν παλαμί­ζουμε τὸ Εὐαγγέλιο μὲ ὅρκους· τοῦ δίνουμε προδοτικὸ φίλημα ὅταν ἀσκοῦμε δόλια κολακεία κι ἀφοῦ πετύχουμε τοὺς σκοπούς μας πα­ραγκωνίζου­με τοὺς εὐεργέτες μας· τὸν ἐμπαί­ζουμε σὰν τοὺς στρατιῶτες ὅταν βγαίνοντας ἀπ᾽ τὴν ἐκ­κλησία ἀρχίζουμε ἀργολογίες καὶ αἰ­­σχρο­λογί­ες· τὸν ἐγκαταλείπουμε μόνο του στὸ σταυ­ρὸ ὅταν ἀπουσιάζουμε ἀπὸ τὸν ἐκκλησι­ασμό· τὸν φραγγελλώνουμε κάθε φορὰ ποὺ διαπράτ­τουμε ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θανάσιμα ἁ­μαρτήματα. Μ᾽ ἕνα λόγο τὸν «ἀνασταυρώνου­με» κάθε φορὰ ποὺ ἁμαρτάνουμε· δὲν τὸ λέω ἐ­γώ, τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (βλ. Ἑβρ. 6,6).
Λεγόμαστε χριστιανοί, ἀλλὰ δὲν εἴμαστε πραγματικοὶ Χριστιανοί, εἴμαστε κάλπικοι πα­ρᾶδες. Δὲν φέρουμε πάνω μας τὴ σφραγῖδα τῆς ἁγιότητος τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτὸ σήμερα πάνω ἀπὸ τὸ σταυρό του ὁ Χριστός μας φωνάζει· Ἂν θέλετε νὰ φέρετε ἀξίως τὸ ὄνομά μου, ἀκοῦστε τὰ λόγια μου καὶ μιμηθῆτε τὸ παράδειγμά μου.

* * *

Ἀδελφοί μου, σήμερα βλέπουμε τὸ Χριστὸ στὸ σταυρὸ γυμνὸ νὰ πάσχῃ καὶ ἀδικημένο νὰ ξεψυχᾷ ἐν μέσῳ κακούργων. Ἀλλὰ θὰ ἔρθῃ μέ­ρα ποὺ θὰ τὸν δοῦμε πάλι στὸ ἴδιο μέρος, ὄχι ὅπως τώρα ἐξουθενωμένο, ἀλλὰ ἔνδοξο βασιλέα καὶ κριτὴ τοῦ κόσμου. Γι᾽ αὐτὸ σήμερα ἂς καθήσῃ καθένας μας καὶ ἂς μελετήσῃ καλὰ καὶ βαθειὰ τὸ μέγα μυστήριο τῆς Σταυρώσεως.
Ἐσταυρωμένε Λυτρωτά! ὁμολογοῦμε ὅτι δὲν εἴμαστε ἄξια παιδιά σου. Δῶσε μας πίστι ὅτι σὺ εἶσαι ὁ μόνος Σωτήρας μας. Ἄναψε μέσα μας τὴν ἀγάπη σ᾽ Ἐσένα. Ἀξίωσέ μας νὰ ποῦ­με κ᾽ ἐμεῖς στὸ τέλος μας «Μνήσθητί μου, Κύ­ριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Τριάδος Λευκῶν Πάρου 10-4-1931 πρωί) Λόγος ἐκφωνηθεὶς κατὰ τὰς Ὥρας. ‘Επιλογή, περιληπτικὴ μεταγλώττισι, στοι­χειοθεσία, διόρθωσις καὶ μικρὲς προσ­θῆκες (ἐφημέριος)· ἱ. μονὴ ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.