Η παρακάτω ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ pdf
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2227
Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 7,11-16)
6 Ὀκτωβρίου 2019 πρωὶ
Ο θανατος
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο βιβλίο ἀνώτερο ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Νὰ μὴν τ᾽ ἀκοῦμε μόνο τὴν Κυριακή· νὰ ὑπάρχῃ καὶ στὸ σπίτι, κάθε μέρα ὁ πατέρας νὰ διαβάζῃ ἕνα κομμάτι, νὰ τ᾽ ἀκοῦνε ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά. Ὅπου ὑπάρχει τὸ Εὐαγγέλιο, ἐκεῖ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ σταθῇ.
* * *
⃝ Τὸ εὐαγγέλιο λοιπὸν σήμερα μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ κάτι ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀποφεύγουμε νὰ μιλήσουμε. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε τὴ γλῶσσα κ᾽ οἱ ἄνθρωποι μιλᾶνε ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ. Μιλᾶνε στὸ σπίτι, στὸ καφενεῖο, στὸ δρόμο, στὰ σχολεῖα, στὰ πανεπιστήμια… Γιὰ τί μιλᾶνε; Γιὰ λεφτά, ἐπιστῆμες, γνῶσι καὶ γράμματα· γιὰ γάμους, συνοικέσια, διαζύγια· γιὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, πολιτική, ποδόσφαιρο – μπάλλα… Γιὰ ὅλα μιλᾶνε, καὶ μόνο γιὰ ἕνα δὲν τολμοῦν νὰ μιλήσουν. Ποιό εἶν᾽ αὐτό, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ὁ τόσο φλύαρος δὲν τολμᾷ νὰ τὸ φέρῃ στὸ λόγο του; Εἶνε κάτι ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ βέβαιο. Ποιό δηλαδή· ὅτι ὅλοι ἐμεῖς θὰ ἔρθῃ μιὰ ὥρα ποὺ θὰ πεθάνουμε· εἶνε ὁ θάνατος!
Γιὰ τὸ θάνατο δὲν μιλάει κανείς λοιπόν. Ἀποφεύγουν. Στὶς σύγχρονες πολιτεῖες, ποὺ ὑπάρχουν γραφεῖα κηδειῶν, ἐπιβλήθηκε πλέον νὰ μὴν τὰ λένε «γραφεῖα κηδειῶν», ἀλλὰ νὰ τὰ λένε «γραφεῖα τελετῶν», γιὰ νὰ μὴν ταράζωνται οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴν ἐνθύμησι τοῦ θανάτου. Ἐπίσης, ἐνῷ παλαιότερα τὸ νεκρὸ τὸν εἶχαν ἀσκέπαστο, ὥστε νὰ τὸν βλέπουμε καὶ νὰ λέμε «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2· 12,8), τώρα τὸν σκεπάζουν νὰ μὴν τὸν βλέπουν καὶ λυποῦνται. Ἐπίσης, ἐνῷ ἄλλοτε τὰ φέρετρα τὰ ἔβγαζαν ἔξω ἀπὸ τὰ καταστήματα τῶν γραφείων, τώρα τὰ κρύβουν μέσα. Ἀποφεύγουν ὅ,τι θυμίζει θάνατο. Πολλοὶ ἐπίσης –δὲν ξέρω ἂν τὸ κάνετε κ᾽ ἐσεῖς–, ἅμα ἀκούσουν τὴ λέξι θάνατος, λένε «Χτύπα ξύλο», νομίζοντας πὼς ἔτσι φεύγει τάχα ὁ θάνατος. Read more »