Αυγουστίνος Καντιώτης



ΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ΕΡΩΤΗΜΑ (КРИЗНО ПИТАЊЕ)

date Ιούν 28th, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, εορτολογιο

Τῶν ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου

ΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ΕΡΩΤΗΜΑ

Πετρου & ΠαυλουΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ τῶν κορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου καὶ αὔριο ἡ σύναξις τῶν Δώδεκα ἀποστόλων.
Οἱ ἀπόστολοι εἶνε ἀστέρια τοῦ πνευματικοῦ σύμπαντος, ποταμοὶ τοῦ Πνεύματος, στῦ­­λοι τῆς Ἐκκλησίας ποὺ γι᾽ αὐτὸ ὀνομάζεται ἀ­ποστολική. Νὰ τοὺς ἐπαινέσουμε; Δὲν εἴ­μαστε ἄξιοι. Δὲν ἔχουν ἄλ­λωστε ἀνάγκη τοὺς ἐ­παίνους μας. Εἶχαν ἐξαιρετικὲς εὐλογίες καὶ ἔλαβαν μεγάλες δυνάμεις γιὰ τὸ ἔργο τους.
Εἶνε θαυμαστὸ ὅτι, ἂν καὶ κατήγονταν ἀπὸ δι­άφορες πατρίδες καὶ εἶχαν καθένας τους δι­αφορετικὸ χαρακτῆρα, ἐν τούτοις ἦταν ἑνωμένοι. Ἡ Ἐκκλησία τοὺς ἐγκωμιάζει ὡς «διῃ­ρη­­μένους τοῖς σώμασι, καὶ ἡνωμένους τῷ Πνεύ­ματι» (στιχ. ἑσπ. 29ης Ἰουν.). Δώδεκα σώματα, ἀλλὰ μία ψυχή· μὲ μία πνοή, μία σκέψι, ἕνα αἴσθημα.
Ποιό ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἕνωνε; Τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ πίστι στὸ Χριστό. Πίστευαν ἀκραδάντως. Λέμε κ᾽ ἐμεῖς πὼς πιστεύουμε, ἀλλὰ ἡ πίστι μας δὲν συγκρίνεται μὲ τὴν πίστι τῶν ἀποστόλων.
Γι᾽ αὐτὴ τὴν πίστι τῶν ἀποστόλων θὰ μοῦ ἐ­πιτρέψετε, ἀγαπητοί μου, νὰ πῶ λίγες λέξεις. Περὶ πίστεως ὁμιλεῖ τὸ εὐαγγέλιο σήμερα.

* * *

Ὁ Κύριος, λέει, μὲ τοὺς δώδεκα μαθητὰς ἔ­­φυγε ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα. Στὶς μεγάλες πόλεις συχνὰ συγκεντρώνεται ὅ,τι κακό. Καὶ στὰ Ἰεροσόλυμα ἦταν ἡ φωλιὰ τοῦ Ἄννα, τοῦ Κα­ϊάφα, τοῦ Πιλάτου. Ἀπομακρύνθηκε λοιπὸν καὶ βάδιζε πρὸς τὰ ἐρημικώτερα μέρη, στὰ μέρη «Καισαρείας τῆς Φιλίππου» (Ματθ. 16,13). Μακριὰ ἀπὸ τὸ θόρυβο τῶν πόλεων, κοντὰ στὴ φύσι, ποὺ φέρνει καὶ κοντὰ στὸ Θεό, ἐκεῖ ποὺ ἀκούγεται μόνο τὸ θρόισμα τῶν φύλλων, τὸ ἀηδόνι καὶ τὸ ῥυάκι, μέσα στὴν ἀμόλυντη πλάσι, στὴν ἔρημο, ἐκεῖ τὸ πνεῦμα ἠρεμεῖ.
Ἐκεῖ λοιπὸν καὶ ὁ Χριστός, βαδίζοντας, ἔ­θεσε καθ᾽ ὁδὸν στοὺς μαθητάς του ἕνα ἐρώτημα. Εἶνε τὸ δυσκολώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ προβλήματα, ἀπὸ τὴ λύσι τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶται ἡ εὐτυχία ἢ ἡ δυστυχία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔ­θεσε ἕνα ἐρώτημα, στὸ ὁποῖο δὲν μποροῦ­με νὰ μείνουμε ἀδιάφοροι. Ἀπήντησαν σ᾽ αὐ­τὸ οἱ προηγούμενες γενεὲς μετὰ ἀπὸ πεισματώδεις ἀγῶνες, θ᾽ ἀπαν­τήσουν καὶ οἱ μέλλουσες. Καλεῖται ν᾽ ἀπαντήσῃ καὶ ἡ δική μας γενεά. Καλεῖσαι κ᾽ ἐσύ, Χριστιανέ, σήμερα ν᾽ ἀπαντήσῃς· καὶ ἀπὸ τὴν ἀπάντησί σου θὰ σὲ ζυγίσω, θὰ κρίνω ἂν εἶσαι Χριστιανός.
Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ ἐρώτημα τοῦ Ἰησοῦ στοὺς ἀποστόλους· «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄν­θρωποι εἶναι;», ποία ἰδέα ἔχουν γιὰ μένα οἱ ἄνθρωποι; (ἔ.ἀ.). Κι αὐτοὶ τί ἀπήντησαν; Ἦταν παιδιὰ τοῦ λαοῦ. Ψαρᾶδες καὶ τεχνῖτες καὶ μι­κροεπαγγελματίες, εἶχαν τὸ αὐτί τους κοντὰ στὸ λαό· ἄκουγαν τὸν ἀντίκτυπο, τὰ σχόλια καὶ τὶς ἐντυπώσεις ποὺ δημιουργοῦσε ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Διότι κάθε δημόσιο πρόσωπο δέ­χεται κριτική· εἶνε ἀδύνατον ν᾽ ἀποφύγῃ τὰ σχόλια. Καὶ ἀπήντησαν.
Διδάσκαλε, λένε, ὁ λαὸς δὲν σὲ θεωρεῖ τυχαῖο πρόσωπο· σὲ θεωροῦν ἕνα ἄνδρα μεγάλο. Ἄλλοι λένε, ὅτι εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ποὺ συνετάραξε τὸν Ἰορδάνη· ἄλλοι, ὅτι εἶσαι ὁ προφήτης Ἠλίας, ποὺ ἔκλεινε καὶ ἄ­νοιγε τοὺς οὐρανούς· ἄλλοι ὁ Ἰερεμίας, ὁ φλογερὸς κήρυκας τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ, ἢ κάποιος ἀπὸ τοὺς μεγάλους προφήτας.
Δὲν ἱκανοποιήθηκε ὁ Χριστός, καὶ κάνει τώρα τὸ κυριώτερο ἐρώτημά του· Σεῖς οἱ μαθη­ταί μου τί μὲ θεωρεῖτε; Καλὰ ὁ κόσμος, τέτοια ἰδέα ἔχει γιὰ μένα, μὲ θεωρεῖ ἕνα μεγάλο ἄν­θρωπο· ἐσεῖς τί μὲ θεωρεῖτε; (ἔ.ἀ. 16,15). Ἄκρα σιγὴ τώρα μέσα στὸ δάσος. Καὶ ἐκεῖ, κάτω ἀ­πὸ τὰ ἄστρα, ἐδόθη ἡ ἀπάντησις.
Οἱ μαθηταὶ ῥιγοῦν, συγκλονίζονται. Ἀπαν­τοῦν ὄχι ὅλοι μαζί. Δὲν εἶνε ἀναρχούμενη μᾶ­ζα οἱ ἀπόστολοι· εἶνε πειθαρχημέ­νη ἀδελφότης. Ἀπαντᾷ λοιπὸν ἐκ μέρους ὅ­λων ὁ πρωτο­κορυφαῖος Πέτρος· γίνεται τὸ στό­μα τῶν ἀποστόλων. Ἐμεῖς, Κύριε, λέει, δὲν σὲ θεω­ροῦ­με ἁπλῶς ἕνα μεγάλο ἄνδρα· ἐμεῖς σὲ θεωροῦ­με ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς πα­λαιᾶς διαθήκης· πιστεύουμε ὅτι εἶσαι «ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (ἔ.ἀ. 16,16).
Τότε ὁ Χριστὸς «ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι», ἐπῄνεσε τὴν ἀπάντησι. Εἶ­σαι μακάριος, Πέτρο, σὺ ὁ ψαρᾶς· δὲ διάβασες βιβλία καὶ φιλοσοφί­ες, βρῆκες ὅμως τὸ κλειδὶ τῆς ἀληθείας, ποὺ εἶνε ἡ πίστι στὸ Χριστό. Εἶσαι μακάριος, διότι αὐτὸ ποὺ εἶπες δὲν εἶνε προϊὸν ἀνθρωπίνης σκέψεως· εἶνε ὁ βρά­χος πάνω στὸν ὁποῖο θὰ στηριχθῇ τὸ οἰκοδόμη­μα τῆς Ἐκκλησίας μου· αὐτὸ δὲν εἶνε ἀν­θρώπινη ἐπινόησις, εἶνε ἔλ­λαμψις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀποκάλυψις τοῦ οὐρανίου Πατρός μου. «Μακάριος εἶ, Σίμων Βα­ριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾽ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (ἔ.ἀ. 16,17). Τί λόγια! Ὅποιος διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δὲ δακρύζει, δὲν ἀξίζει νὰ λέγεται ἄνθρωπος.

* * *

Καὶ μετὰ τί τοῦ λέει· «Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησί­αν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐ­τῆς» (ἔ.ἀ. 16,18). Πλοῦτος νοημάτων συνωστίζον­ται μέσα στὶς λίγες αὐτὲς λέξεις.
Ἡ ἀξία μιᾶς οἰκοδομῆς δὲν εἶνε τόσο στοὺς τοίχους καὶ τὴ στέγη ὅσο στὰ θεμέλια. Ὅποιο σπίτι ἔχει γερὰ θεμέλια, δὲ φοβᾶται ποταμούς, θύελλες, σεισμούς. Ὅπως λοιπὸν κάθε σπίτι ἔ­χει θεμέλιο, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ἡ Ἐκ­κλησία εἶνε οἰκοδομή, ποὺ ἔχτισε ὁ Θεός, καὶ θεμέλιό της εἶνε ὁ Χριστός. Αὐτὸς εἶνε «τὸ Ἄ(λ­φα) καὶ τὸ Ὠ(μέγα), ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος» (Ἀπ. 22,13). Εἶνε ὄχι ἁπλῶς τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ τέλειος Θεός, Θεάνθρωπος. Αὐ­τὸ εἶπε ὁ Πέτρος· Εἶσαι «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καὶ πάνω στὴν «πέτρα», στὴν ἄσειστη αὐτὴ ἀ­λήθεια, εἶνε θεμελιωμένη ἡ Ἐκκλησία.
Οἱ φράγκοι διαστρεβλώνουν τὸ νόημα τοῦ χωρίου καὶ λένε, ὅτι «πέτρα» εἶνε ὁ Πέτρος. Λάθος. «Πέτρα» εἶνε ἡ πίστι ποὺ διεκήρυξε ὁ Πέτρος, ἡ πίστι στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Παρερμηνεύουν παπικοὶ τὸ χωρίο, θέλοντας νὰ στηρίξουν σ᾽ αὐτὸ τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα. Τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία ἔδωσαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκ­κλη­σίας· «Σὺ εἶσαι Πέτρος, καὶ αὐτὴ ἡ πίστι σου εἶνε ἡ πέτρα πάνω στὴν ὁποία θὰ οἰκοδο­μήσω τὴν Ἐκκλησία μου, καὶ θὰ μείνῃ ἀνίκητη ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ ᾅδου καὶ ἀκατάλυτη».
Καὶ ποιά εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Ἐκκλησία λέμε συχνὰ καὶ τὸ κτήριο τοῦ ναοῦ. Ἕνα κτήριο ὅ­μως καταλύεται· ὁ χρόνος ἢ ἕνας σεισμὸς ἢ κάποια δολιοφθορὰ τῶν ἀθέων μπορεῖ νὰ τὸ φθείρῃ, νὰ τὸ γκρεμίσῃ καὶ νὰ γίνῃ ἐρείπιο. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κι ἂν ἀκόμα γκρεμιστοῦν ὅλοι οἱ ναοί, μένει ἀκατάλυτη. Ἐκκλησία δὲν εἶνε τὸ κτήριο, τὰ ντουβάρια. Ξέρεις ποιά εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Βλέπεις ἐκείνη τὴ μάνα μὲ τὸ μικρό της στὴν ἀγκάλη ποὺ ψελλίζει τὶς λέξεις «Χριστὸς» καὶ «Κύριε, ἐλέησον»; Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ παιδὶ κ᾽ ἐκεῖνο τὸ νέο, ποὺ ἀντιστέκονται; Βλέπεις ἐ­κεῖνο τὸ γέ­ροντα ποὺ ἔρχεται μὲ τρεμάμενα γόνατα νὰ μεταλάβῃ; Βλέπεις ἐκεῖνο τὸν ἐρ­γάτη, ἐκεῖνο τὸν ἀγρότη, ἐκεῖνο τὸν ἐπιστήμονα, ἐκεῖνο τὸν καθηγητή, ἐκεῖνο τὸν ἀξιωματικό, ἐκεῖνο τὸν ἄρχοντα, ποὺ κρατοῦν τὸ Εὐαγγέλιο, ἀ­κοῦνε τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, κάνουν σταυ­ρό, γονατίζουν στὸ πετραχήλι; Αὐτοὶ εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Ὅποιος βαπτίστηκε στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, εἶνε Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία εἶνε μέσ᾽ στὶς καρδιές. Ἐκεῖ ἔ­χει ῥίξει ῥίζες, καὶ δὲ φοβᾶται θύελλες καὶ δι­ωγμούς. Κι ἂν ἀκόμα ἀνοίξῃ ἡ κόλασι καὶ βγοῦν ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ τὴν πολεμήσουν, ἡ Ἐκκλησία θὰ παραμείνῃ εἰς τὸν αἰῶν
α.

* * *

Σήμερα ἐκεῖνο ποὺ σπανίζει δὲν εἶνε ὁ χρυ­σός· τὸ πολὺ σπάνιο σήμερα εἶνε ἡ πίστι. Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· «Ἂν ξανάρθω στὴ γῆ, θὰ βρῶ ἆραγε τὴν πίστι;» (βλ. Λουκ. 18,8). Μέσ᾽ στοὺς ἑκα­τὸ ζήτημα ἂν ἕνας πιστεύῃ. Ἄλλα «πιστεύω» ἀπατηλὰ ἐπικρατοῦν. Ἀνάμεσα σ᾽ αὐτὰ σὰν φάρος οὐράνιος ὑψώνεται τὸ «Πιστεύω» τῆς Ἐκκλησίας, τὸ «πιστεύω» τοῦ Πέτρου, τοῦ Παύλου, τῶν ἁλιέων, τῶν ἁπλοϊκῶν ψυχῶν. Λένε γιὰ τὸ μεγάλο Γάλλο μαθηματικὸ Πασκάλ, ὅ­τι θαύμασε σὲ χωριὸ τῆς Βρετάνης ἕνα χωρικὸ τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν, καὶ εἶπε· Δὲ θέλω τὴν ἐπιστήμη, δὲ θέλω τὴ φιλοσοφία· θέλω τὴν πίστι τῶν χωρικῶν τῆς Βρετάνης!
Χριστέ ―ἂς ποῦμε ἐμεῖς―, δὲ θέλουμε τὰ ψεύτικα φῶτα, τὴ ματαιότητα, τὰ πλούτη τοῦ κόσμου· δῶσ᾽ μας τὴν πίστι τῶν ἀποστόλων, τὴν πίστι τῶν μαρτύρων, τῶν ἁγίων πατέρων καὶ τῶν προγόνων μας. Χριστέ, «πρόσθες ἡ­μῖν πίστιν» (Λουκ. 17,5). Χωρὶς αὐτὴ δὲ ζοῦμε.
Ἀνοῖξτε, ἀγαπητοί μου, τὸ Εὐαγγέλιο, τὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου. Καὶ στὸ θεμελιῶδες ἐρώτημα «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;», ποὺ ἀπευθύ­νει καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Χριστός, κάθε ψυχή, κ᾽ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος κ᾽ ἐσεῖς, ν᾽ ἀπαντήσουμε ὅπως ὁ Πέτρος· Ναί, Κύριε, πιστεύω ὅτι σὺ εἶσαι «ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 29-6-1969 Κυριακὴ πρωί)

________________

ΣΕΡΒΙΚΑ

___________________

Свети апостоли Петар и Павле

КРИЗНО ПИТАЊЕ

Данас је драги моји  празник врховних апостола Петра и Павла, а сутра  је Сабор светих  дванаест апостола.
Апостоли су звезде на духовном небу, реке Духа, стубови Цркве која се зато и назива апостолска. Да ли да их похвалимо? Нисмо достојни. А  њима нису ни потребне похвале. Они су имали посебне благослове и примили су посебне дарове  за своје дело.
Заиста је задивљујуће да су они потицали из различитих домовина и да је свако од њих имао различит карактер, а ипак су били уједињени. Црква их опева као „раздвојени телесно а  уједињени у Духу“ (стих. веч. 11 јул). Дванаест тела али једна душа, један дух, једна мисао, један осећај.
Шта је то што их је уједињавало? Лице нашег Господа Исуса Христа, вера у Христа. Веровали су неклонуло. И ми кажемо како верујемо али наша вера се не може упоредити са вером апостола.
О тој апостолској вери, дозволите ми, драги моји да кажем неколико речи. О вери нам говори данашње Јеванђеље.

* * *

Господ је, каже Јеванђеље са дванаест ученика отишао у престолницу. У великим се градовима скупља све лоше. И у Јерусалиму је било гнездо Анино, Кајафино и Пилатово. Одаљио се дакле и ишао је према пустињским крајевима „Кесарије Филипове“  (Мат. 16,13). Далеко од буке градова, близу природе, која човека приближава Богу, тамо где се само чује шушкање лишћа, песма  славуја  и течење реке, у незагађеној творевини, у пустињи, тамо се дух умирује.
Тамо је и Христос ходајући, поставио ученицима једно питање. То је најтеже питање од чијег одговора зависи срећа или несрећа човечанства. Поставио је једно питање, које нас не оставља равнодушним. Одговориле су на то питање претходне генерације након упорних борби, одговориће на то питање и будућа поколења. На то питање је позвано  да одговори и наше поколење. И ти си данас позван хришћанине, данас одговори а после твога одговора ћу те извагати, проценићу да ли си хришћанин.
Које је то питање поставио Исус, апостолима: „Шта о мени говоре људи?“,“ Шта мисле о мени људи?“. Како  су апостоли одговорили на то питање? Они су били народна деца, рибари, занатлије  и мали трговци, живели су  међу народом, слушали су одјек, коментаре и утиске које је стварала реч Христова. Зато што свака јавна личност прима критику , немогуће је да избегне коментаре. И одговорили су.
Учитељу, рекли су, народ те не сматра неким обичним човеком,  кажу да си  велики човек. Неки говоре да си Јован Претеча, који је узбуркао Јордан, други говоре да си пророк Илија, који је затворио небеса, трећи говоре да си Јеремија, ватрени проповедник истине Божије, или неки од великих пророка.
Христос није био задовољан одговором, и сада поставља главно- кризно питање: „А ви моји ученици,  шта ви кажете ко сам ја?“. Добро тако мисли свет, такву представу свет има о мени, сматрају ме великим човеком али ви шта кажете ко сам ја? (Мат. 16,15). Потпуна тишина је испунила шуму. И тамо испод звезда небеских  дат је и одговор.
Ученици су дирнути, клонули. Одговарају сви заједно. Нису апостоли тамо нека маса они су уједињено братство. Одговара у име свих врховни апостол Петар, он постаје уста свих апостола. Ми, Господе, каже те не сматрамо само великим човеком ми те сматрамо вишим од великих људи Старог завета, верујемо да  „Ти си Син Бога живога“ (Мат. 16,16).
Тада  се Христос „обрадова духом“, похвали одговор. Благо теби  Петре, ти који си рибар и који ниси читао књиге филозофске , пронашао си кључ истине, која је вера у Христа. Ти си блажени јер је то што си рекао исход људских мисли, то је стена на коју ће се ослонити моја Црква, то није људска измишљотина, то је осветљење Светога духа, откровење мога небеског Оца. „Благо теби, Симоне, сине Јонин! Јер тело и крв не открише ти то, него Отац мој који је на небесима“. (Мат.16,17). Какве речи! Ко чита Јеванђеље  и не плаче, није достојан да се назове човеком.

* * *

После тога шта му говори: „А и ја теби кажем да си ти Петар, и на томе камену сазидаћу Цркву своју, и врата пакла неће је надвладати. „ (Мат. 16,18). Мноштво порука је било у то мало речи.
Вредност неке грађевине није толико у зидовима и у крову колико у темељу. Кућа која има чврст темељ, не боји се река, олуја и земљотреса. Као дакле свака кућа што има темељ, исто тако на сличан начин и Црква је грађевина, коју је саградио Бог, а њен темељ  је Христос. Он је „Алфа“ и „Омега“ значи први и последњи“ (От. 22,13). Он није само савршен човек, Он је и савршен Бог, Богочовек. То је рекао Петар: „Ти си Син Бога живога“. И на „камену“ , на тој чврстој истини је утемељена Црква.
Латини изопачују смисао овога дела и говоре да је „камен“ сам Петар. То је погрешно учење. „Петра-камен“ је вера коју је проповедао Петар, вера у божанство Христово. Погрешно тумаче паписти овај део, желећи да на њему подупру папино првенство. Исправно тумачење су дали очеви Цркве. „Ти си Петар а твоја вера је камен на коме ћу саградити моју Цркву, која ће остати непобедива и неуништива од сила ада“.
Која је то Црква? Црквом често називамо и грађевину храма. Грађевина  може пропасти временом од неког земљотреса или напада безбожника, а може се срушити и претворити у рушевине. Међутим Црква Христова,и  када би се срушили сви храмови остаје неуништива. Црква није зграда или  зидови. Знаш ли шта је Црква? Видиш ли мајку са малим дететом у наручју, да изговара „Христос“ и „Господе помилуј“? Видиш ли оно дете и оног младог човека како се супротстављају?Видиш ли онога старца који се долази причестити са коленима која клецају? Видиш ли онога радника, земљорадника, научника, професора, официра, владара који држе Јеванђеље, слушају глас савести, крсте се, клече пред петрахиљем? То је Црква. Ко се крстио у име Свете тројице, верује у Христа и држи заповести Господње, то је Црква. Црква је у срцима. Тамо је бацила своје корење, и не боји се никакве олује ни прогона. И ако се отвори пакао и изађу сви демони да се боре, Црква ће остати у векове, векова.

* * *

Данас оно што је права реткост није злато него вера. То је рекао Христос: „ Али Син Човечји када дође, хоће ли наћи веру на земљи?“ (Лука 18,8). Од стотину људи питање је да ли један верује.  Друга лажна „верујем“ преовлађују. Међу њима као небески светионик уздиже се Црквино „Верујем“ , и „верујем“ Петрово, Павлово, рибара и  једноставних душа. Кажу за великог француског математичара Паскала, да се дивио у једном британском селу једном мештанину док се молио и да је рекао: „ Не желим науку, не желим филозофију, желим веру британских сељака!
Христе – кажимо и ми- , не желимо лажна светла, пролазност,  светско благо , дај нам веру апостолску, веру мученика, светих отаца и наших предака. Христе, „Дометни нам вере!“ (Лука. 17,5). Без ње не можемо живети.
Отворите драги моји Јеванђеље, Дела апостола, посланице Павлове, читајте. На основно питање: . „Шта о мени говоре људи?“, које Христос поставља свакој души, и ја као епископ и ви, да одговоримо као Петар: Да, Господе, верујем   „Ти си Син Бога живога“. Амин.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Беседа Митрополита Флорине о. Августина Кандиота у светом храму Светог Пантелејмона,Флорина, 29-6-1969 недеља ујутру)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.