Αυγουστίνος Καντιώτης



ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ 1948 (Η ΕΛΛΑΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΦΑΤΝΗΣ)

date Δεκ 19th, 2012 | filed Filed under: εορτολογιο

Η ΕΛΛΑΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΦΑΤΝΗΣ

«Πάντα ἱσχύω ἐν τῶ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῶ». (Φιλιπ. 4, 13)

Συντάκτης: Μητροπολίτης Φλωρίνης π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ

Ἡ ἀνθρωπότης – ἄρα δὲ καὶ ἡ Ἑλλὰς, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τμῆμα ἀναπόσπαστον ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος – ὑπέφερε δεινῶς.

Ὑπέφερε ἡ ἀνθρωπότης. Ἐὰν ἧτο δυνατὸν νὰ ἔφθαναν μέχρι τα ἰδικά μας αυτία οἱ φωνές ποὺ ἐξήρχοντο ἀπὸ τά βάθη τῶν καρδιῶν μυριάδων ἀνθρώπων τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, εὐκόλως θὰ διεκρίναμε, ὅτι οἱ περισσότεραι φωναὶ ποὺ θὰ ἀκούοντο θὰ ἦσαν ἀναστεναγμοί, κραυγαὶ πόνου ὡς τοῦ φρικτοῦ ἐκείνου πόνου ποὺ ἐδοκίμαζεν ὁ Λαοκόων περισφιγγόμενος ἀπὸ τὸν τεράστιον δράκοντα, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ματαίως προσεπάθει νʼ ἀπαλλαγῆ.

Ἐπόνει ὁλόκληρος ἡ ἀνθρωπότης! Διότι ὁ δράκων, τὸ κακὸ παρʼ ὅλην τὴν τρομακτικὴν ἔλξιν τῆς γοητείας μὲ τὴν ὁποία ἐνεφανίσθη καὶ ἐξηπάτησε τὸ ζεῦγος τῶν πρωτοπλάστων καὶ ἔκτοτε παρασύρει τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὰς ἀβύσσους τῆς καταστροφῆς, τὸ κακόν, λέγομεν, ἐγκρύπτει εἰς τὰ βάθη του δηλητήριον ἀφαντάστου δραστικότητος. Ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τοῦ δηλητηρίου δὲν ἔμεινε τίποτε ἀμόλυντον καὶ καθαρόν. Ὁ ἄνθρωπος ἐδηλητηριάσθη ἐκ ρίζης. Ψυχὴ καὶ σώμα διεφθάρησαν. Τὸ δηλητήριον αὐτό, τὸ φοβερώτερο ἐξ ὅλων τῶν δηλητηρίων, τὸ ὁποῖον εἰς τὴν γλῶσσαν τῆς Ἁγ. Γραφῆς ὀνομάζεται ἁμαρτία εἰσέδυσε καὶ διεπότισε ὅλον τὸν ἀνθρώπινον ὀργανισμόν. Ὁ νοῦς ἐσκοτίσθη. Ἡ καρδία ἐψυχράνθη. Ἡ θέλησις ἀτόνησε, ἡ ἀνθρωπότης ἐψυχορράγει ὅπως ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος που κατὰ τὴν ὡραία παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου εἶχε περιπέσει εὶς τοὺς ληστάς, οἱ ὁποῖοι «καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ὲπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ». Ὀλίγον ἀκόμη καὶ θʼ ἀπέθνησκε. Ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς ὑφηλίου ἀκούοντο κραυγαὶ πόνου ποὺ δημιουργούσαν τὰ θανατηρά τραύματα.

Ἡ ἀνθρωπότης ἀπὸ την κεφαλή μέχρι τὰ πόδια εἶχε γίνει ἕνα ἕλκος. Ὅπου καὶ ἐὰν τὴν ἄγγιζες πονοῦσε καὶ ἐκραύγαζε. Καὶ ποῖος δὲν πονοῦσε καὶ δὲν ἐκραύγαζε; Ἐκραύγαζαν τὰ παιδιὰ ποὺ ἐρρίπτοντο εἰς τὸν τρομερὸ Καιάδα. Ἐκραύγαζαν οἱ παρθένες ποὺ ἀτιμάζονταν μέσα εἰς τοὺς ναοὺς τῆς εἰδωλολατρείας προσφέροντες τὴν τιμήν των ὡς… λατρείαν τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης καὶ Ἀστάρτης. Ἐκραύγαζαν τὰ ἑκατομμύρια τῶν δοῦλων ποὺ ἔσυραν τὰς ἁλυσσίδας τῆς δουλείας των καὶ ἐτεμαχίζοντο διὰ νὰ θρέψουν μὲ τὰς σάρκας των τὰ ἰχθυοτροφεῖα τῶν μεγιστάνων. Ἐκραύγαζαν οἱ λαοὶ ποὺ εἶχαν χάσει τὴν ἐλευθερίαν καὶ ὑπόφεραν κάτω ἀπὸ τὸν σιδηροῦν ζυγὸν τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Ρώμης. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς ἐκραύγαζαν οἱ ἀμαρτωλοί, οἱ ἔνοχοι διὰ τις χιλιάδες παραβάσεις τοῦ Ἠθικοῦ Νόμου οἱ ὁποῖες ἀπό  ιδική τους ἐσωτερικη πείρα εἶχαν πεισθῆ ὅτι ἡ ἀνατροπὴ τυρρανικοῦ καθεστώτος ἦτο βεβαίως δύσκολον πρᾶγμα, ἀλλὰ θὰ ἧτο κυριολεκτικῶς παιχνίδι ἐν συγκρίσει μὲ τὴν δυσκολία τὴν ὁποίαν ἠσθάνετο κάθε ἄνθρωπος διὰ νὰ ἀνατρέψη τὴν τυρρανία τῶν παθῶν, ἡ ὁποία ἐγκαθιστᾶ τὸν αἱμοστάλακτον θρόνον της μέσα εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἐνόχου. Ἐκεῖ εἰς τὰ σκοτεινὰ ὑποσυνείδητα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ζοῦν οἱ ἀόρατοι τύρρανοι – τὰ πάθη – καὶ διὰ τὴν ἀπολύτρωσιν ἐκ τῆς τυρρανίας τούτων ἡ ψυχὴ κραύγαζε τὴν φωνὴν τοῦ Παύλου: «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος τὶς μὲ ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τοῦτου;» (Ρωμ. 7, 24).

Ὄλοι καὶ ὅλα πονοῦσαν καὶ ἐκραύγαζαν καὶ οἱ φωνὲς των οὐρανομήκεις ἔφθαναν μέχρι τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ζητούσαν ΛΥΤΡΩΣΗ.

Ἡ ἀνθρωπότης ΠΟΝΟΥΣΕ ΚΑΙ ΠΟΘΟΥΣΕ. Πονοῦσε διότι ἔβλεπε μπροστά της τʼ ἄπειρα θύματα, τὰ ὁποῖα ἐπεσώρευσε τὸ κακὸ σε κάθε γωνία, σε κάθε ἐκδήλωσι τῆς ζωῆς. Ἀλλὰ καὶ ἐπόθει, ὅπως βγῇ ἀπὸ τὸ λαβύρινθο τοῦ κακοῦ καὶ ζήση ζωὴν ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τοὺς φόβους ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν τυρρανιῶν. Ὁ πόνος καὶ ὁ πόθος! Ἰδοὺ τὰ δύο φλέγοντα ψυχικὰ σημεῖα, οἱ δύο οὕτως εἰπεῖν ψυχικοὶ πόλοι, γύρω από τους ὁποίους περιστρέφετο ἡ πρὸ Χριστοῦ πάσχουσα ἀνθρωπότης.

Φωναὶ ἠκούοντο ἐκ πάσης γωνίας τῆς οἰκουμένης. Ἔρχεται! Ἔρχεται ὁ Δυνατός! Ἔρχεται ὁ Σοφός! Ἔρχεται ὁ Ἰατρός! Ἔρχεται ὁ Λυτρωτὴς τοῦ Κόσμου! Ἐφώναζον τὰ ἔθνη ὅλα. Καὶ ὅλα μυστηριωδῶς ἐστρέφοντο πρὸς τὴν Ἀνατολήν.

Καὶ ἡ Ἑλλάς;

Ὤ! ἡ Ἑλλάς! Ἀπʼ ὅλα τὰ ἔθνη – πλὴν τοῦ Ἱουδαϊκοῦ – ἐκεῖνο τὸ ἔθνος ποὺ περισσότερον ἠσθάνετο τὴν ἀνάγκην μιᾶς ὑπερφυσικῆς ἐπεμβάσεως, διὰ νὰ σωθῆ ἡ ἀνθρωπότης, ἦτο ἡ Ἑλλάς. Ἡ Ἑλλάς, ἡ ὁποία εἶχε ἀναδείξει τοὺς μεγαλυτέρους φιλοσόφους καὶ ποιητὰς καὶ ἀνῆλθεν εἰς τὸν κολοφῶνα τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως διησθάνθη ὅτι τὸ κακὸν ποὺ κατέτρωγε τὰ σπλάχνα τῆς ἀνθρωπότητος ἧτο τοιαύτης ἐντάσεως καὶ ἐκτάσεως ὥστε δὲν ἠδύνατο νὰ θεραπευθῆ μὲ μόνον ἀνθρώπινα μέσα, μὲ ἀπλὰς φιλοσοφικὰς συμβουλάς. Αὐταὶ ὁσονδήποτε ὡραῖαι καὶ ἐὰν εἴναι, ὁμοιάζουν μὲ ἔμπλαστρα ποὺ προσωρινῶς ἀνακουφίζουν τὸν ἄρρωστον, ἀλλὰ ἡ ρίζα τοῦ κακοήθους ἀποστήματος παραμένει καὶ έργάζεται καὶ ἀπειλεῖ νὰ μολύνη τὸ αἵμα καὶ νὰ ἐπιφέρη τὸν θάνατο. Μὲ ἔμπλαστρα δὲν σώζεται ὁ ἄρρωστος. Ὁ μέγας ἄρρωστος ποὺ ἐλέγετο ἀνθρωπότης ἐχρειάζετο κατὰ τὴν ὀρθὴν παρατήρησιν φιλοσόφου «φάρμακα ἡρωϊκά». Ποῖος θὰ τὰ ἔδιδε;

Ἡ Ἑλλὰς διὰ τοῦ στόματος μεγάλων αὐτὴς τέκνων προεφήτευσε τὴν ἀνατολὴν τῆς χαρμοσύνου ἡμέρας, καθʼ ἥν τὸ κακόν – ὁ «Τυφών» – θὰ ἐσυντρίβετο κάτω ἀπὸ τὴν δύναμιν τοῦ ΙΣΧΥΡΟΥ καὶ θὰ ἐσημειοῦτο νέα στροφὴ τῆς ἀνθρωπότητος.

Ἄς ἀναφέρωμεν ἐδῶ μερικὰς ἐκλάμψεις τοῦ προφητικοῦ πνεύματος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, ἡ ὁποία μακρόθεν πρὸ αἰώνων ὁλόκληρων ἐχαιρέτισε τὴν γέννησιν τοῦ Λυτρωτοῦ.

Ὁ πάντων τῶν ἀνδρῶν σοφώτατος Σωκράτης τῶ 399 π.Χ. εἰς Ἀθήνας ἐδικάζετο. Ὅταν ἧλθεν ἡ ὥρα διὰ νʼ ἀπολογηθῆ…(Την συνέχεια εδώ)· δὲν μετεχειρίσθη λέξεις διὰ τῶν ὁποίων θὰ ἐκολάκευε τοὺς δικαστάς του, δὲν ἐζήτησε τὸ ἔλεός των, ἀλλʼ ὡμίλησε μὲ τὴν γλῶσσαν τῆς ὠμῆς ἀληθείας. Ἀπευθύνθη πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, περιέγραψε τὴν ζωήν του ἐν μέσω αὐτῶν, τὴν ἀποστολὴν τὴν ὁποίαν εἶχε διὰ νὰ διδάξη εἰς κάθε συμπολίτην του τὸ περίφημον ἐκεῖνο ρητὸν: «γνώθι σαὐτόν» καὶ τέλος προβλέπων ὁ φιλόσοφος τὸ μαρτυρικὸν τέλος του ὡς κήρυκος τῆς ἀληθείας εἴπε περίπου τὰ ἑξῆς: «Ἀθηναίοι! Ὑπήρξα ὁ ἀφυπνιστὴς τῶν συνειδήσεών σας, τὸ βούκεντρον τῆς πόλεώς σας. Καὶ ὅπως ὁ γεωργὸς χρησιμοποιεῖ τὸ βούκεντρον διὰ νὰ κινήση τὰ νοθρὰ ζῶα εἰς ἐργασίαν, ἔτσι καὶ έγὼ ἐχρησιμοποίησα τὴν διδασκαλίαν διὰ νὰ κινήσω τὴν νωθράν σας σκέψην εἰς ὑψηλὰς ἰδέας ποὺ εἶναι τὰ κίνητρα τῶν μεγάλων ἀποφάσεων τοῦ βίου. Αὐτὴ ἧτο ἡ ἀποστολή μου. Ἀλλὰ ἡ ἀποστολή μου αὐτὴ ἐντὸς ὀλίγου τελειώνει. Σεῖς μὲν θʼ ἀπαλλαγῆτε ἀπʼ ἐμέ, τὸν Σωκράτη ποὺ μὲ τοὺς ἐλέγχους μου σᾶς εἴχα γίνει τόσο ἐνοχλητικός. Ἀλλὰ μετὰ τὸν θάνατόν μου προβλέπω, ὅτι βαθὐ πνευματικὸ σκοτάδι θὰ καλύψη τὴν πόλιν σας. Σεῖς καὶ οἱ ἀπόγονοί σας θὰ κοιμηθῆτε ἕως ὅτου ὁ Θεὸς σᾶς λυπηθῆ καὶ ἀποστείλη κάποιον ὅστις θὰ ἔχη τὴν δύναμιν νὰ σᾶς ξυπνήση καὶ σᾶς διδάξη ὁποῖος εἶναι ὁ ἀληθινὸς προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου». Ἐπὶ λέξει: «Καθεύδοντες διατελοῖτε ἄ, εἰ μὴ τινα ἄλλον ὑμῖν ὁ Θεὸς ἐπιπέμψειε κηδόμενος ὑμῶν».

Τὰ τελευταία αὐτὰ λόγια τοῦ μεγάλου ἀφυπνιστοῦ, τοῦ σοφοῦ Σωκράτους ἐθεωρήθησαν ἀνέκαθεν ὡς προφητικά, ὅπως προφητικὰ πρέπει νὰ θεωρηθοῦν καὶ τʼ ἄλλα ἐκεῖνα λόγια ποὺ εἴπεν εἰς τὸν μαθητήν Ἀλκιβιάδην ὅταν οὕτος ἡτοιμάζετο νὰ προσφέρει θυσίαν εἰς τοὺς Θεούς. «Ἀλκιβιάδη – τοῦ εἶπε – ἡμεῖς δὲν γνωρίζωμεν ἀκριβῶς ὁποίου εἴδους θυσίας καὶ προσευχὰς πρέπει νὰ κάμωμεν. Ἡ ἀχλύς, ἡ ὁποία σκεπάζει τὴν διάνοιάν μας πρέπει νὰ ἀφαιρεθῆ διὰ νὰ ἴδωμεν καθαρά. Ἀλλὰ ποῖος θὰ μᾶς ἀφαιρέση τὴν ἀχλὺν αὐτήν; Αὐτὸ ὑπερβαίνει τὴν ἀνθρωπίνην δύναμιν. Εἶναι ἔργο Θεοῦ. Μᾶς χρειάζεται ἕνας μέγας καθοδηγητής. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔλθη οὗτος διὰ νὰ μᾶς διδάξη «ὡς δεῖ πρὸς Θεοὺς καὶ ἀνθρώπους διακεῖσθαι». (Ποῖα πρέπει νὰ εἶναι τὰ ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ ἄνθρωπον καθήκοντά μας).

Ὁ δὲ κορυφαῖος μαθητὴς τοῦ ΣωκράτουςΠλάτων μὲ τὸν ἀριστοτεχνικὸν του κάλαμον ἐζωγράφισε τὴν εἰκόνα τοῦ Δικαίου ὅστις θὰ σώση τὸν κόσμον. Ὁ Δίκαιος – λέγει – θὰ γυμνωθῶ ἀλλὰ οὐδεὶς θὰ δυνηθῆ νʼ ἀφαιρέση ἀπʼ αὐτὸν τὴν Ἀρετήν. Καὶ ἐνῶ θὰ εἶναι ἀθῶος, οὐδένα ποτὲ ἀδικήσας, ἐν τούτοις θὰ δυσφημισθῆ ὡς νὰ εἷχε διαπράξει «τὴν μέγιστην ἀδικίαν». Θὰ δικασθῆ, θὰ μαρτυρήση, ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ θᾶ παραμείνη «ἀμετάστατος μέχρι θανάτου». Δηλαδὴ δὲν θʼ ἀλλάξη γνώμην. Θὰ μείνη ὡς ἀκίνητος βράχος ἐν μέσω μαινομένης θαλάσσης. Θὰ βασανισθῆ πολύ. Θὰ μαστιγωθῆ καὶ θὰ τελειώση τὴν ζωὴν μὲ θάνατον φρικτόν (ἐπὶ λέξει : ἀνασχινδιλευθήσεται).

Ποῖος μελετῶν τὸ περίφημον αὐτὸ περὶ τοῦ Δικαίου χωρίον τῆς συγγραφῆς τοῦ Πλάτωνος δὲν ἐνθυμεῖται παρόμοιον χωρίον τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου ὅστις πρὸ 800 ἐτῶν προφήτευσε τὴν ἕλευσιν τοῦ Λυτρωτοῦ λέγων: «Καὶ εἴδομεν αὐτὸν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλο˙ ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς ὑιοὺς τῶν ἀνθρώπων… Οὖτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνω καὶ ἐν πληγῆ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει. Αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν˙ παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ αὐτὸν. Τῶ μώλωπι αυτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν. Πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν, ἄνθρωπος τῆ ὁδῶ αὐτοῦ ἐπλανήθη˙ καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἀμαρτίαις ἡμῶν». (Ἡσ. Ν γ΄ 2-6).

Ἀλλὰ συγκινητικώτερος ἐξ ὅλων εἶναι ὁ τραγικὸς ποιητὴς τῆς ἀρχαιότητος ὁ Αἰσχύλος. Οὗτος εἰς τὸ ἔργον του ὁ «Προμηθεὺς Δεσμώτης» περιγράφει ζωηρὰ τὸ δρᾶμα τῆς ἀνθρωπότητος. Ὁ Προμηθεὺς ὁ ἥρως τοῦ δράματος – καὶ ὑπὸ τὸν Προμηθέα νοεῖται πᾶς ἄνθρωπος – διὰ βαρὺ ἀμάρτημα ποὺ διέπραξε τιμωρεῖται, γυμνώνεται καὶ προσδένεται μὲ σιδηρὰς ἁλύσσεις εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους Καυκάσου καὶ ἐκεῖ γὺψ καθʼ ἑκάστην κατατρώγει τὸ ἧπαρ (σηκότι) ὅπερ ἀναγεννᾶται τὴν ἐπομένην διὰ νὰ γίνη καὶ πάλιν βορὰ τῶν ὀρνέων. Ἐν μέσω φρικτῶν πόνων διέρχεται ἡ ζωή του. Ἡ δυστυχία του προκαλεῖ τὴν συμπάθειαν τοῦ Ἑρμοῦ ὅστις τὸν πλησιάζει καὶ τῶ λέγει: «Προμηθεῦ! Ἄνθρωπος δὲν εἰμπορεῖ νὰ σὲ λυτρώση. Μὴ περιμένης τέρμα τῆς συμφορᾶς σου παρὰ μόνον ἐὰν θεὸς τὶς ἀναλάβη νὰ σὲ ἀντικαταστήση εἰς τὴν θέσιν αὐτὴν καὶ κατέλθη εἰς τὰ σκοτεινὰ βασίλεια τοῦ Ἄδου». Ἰδοὺ τὸ κείμενον:

» … Τέρμα μὴ τὶ προσεδόκα
» πρὶν ἄν θεῶν τις διάδοχος τῶν σῶν πόνων
» φανῆ, θελήση τʼ εἰς ἀναύγητον μολεῖν
» Ἅδην, κνεφαῖα τʼ ἀμφὶ ταρτάρου βάθη».

Εἰς τοὺς στίχους αὐτοὺς τοῦ Αἰσχύλου οἱ σοφοὶ ἐθαύμασαν τὴν ζωηρὰν ἔκφρασιν τοῦ πανανθρωπίνου πόθου, ὅπως ὁ βασανιζόμενος ἄνθρωπος – ὁ Προμηθεὺς – διὰ μιᾶς ὑπερφυσικῆς ἐπεμβάσεως θραύση τὰς ἁλύσσεις μὲ τὰς ὁποίας εἶναι προσδεδεμένος εἰς τοὺς μαύρους βράχους τῆς ἀπεριγράπτου δυστυχίας του.

ΙΙΙ

Μὲ ἐξόχους ποιητὰς καὶ φιλοσόφους οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν γνώμην τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἐφωτίζοντο μὲ ἀκτῖνας τινὰς ἀληθείας ἀπὸ τὸ ἁνέσπερον Φῶς ποὺ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον, ἡ Ἑλλὰς προητοιμάζετο διὰ νὰ χαιρετίση τὸν Λυτρωτὴν τοῦ Κόσμου.

Καὶ Τὸν ἐχαιρέτισε! Πρώτη αὐτὴ ἐξ ὅλων τῶν ἐθνῶν. Ἀνοίξατε, ἀγαπητοὶ ἀναγνῶσται τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον καὶ μελετήσατε ἐπισταμένως τὸ κεφάλαιον 12, στίχους 20-27.

Μέσα εἰς τοὺς στίχους τοῦ κεφαλαίου τούτου περιγράφεται ἡ πρώτη συνάντησις τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἑλλάδος. Τὸ Ἱερὸν Κείμενον λέγει, ὅτι Ἕλληνες οἱ ὁποῖοι εἴχαν ἐπισκεφθῆ τὰ Ἱεροσόλυμα ἐπεθύμησαν νὰ ἴδουν τὸν Ἰησοῦν. Δύο μαθηταί, ὁ Φίλιππος καὶ ὁ Ἀνδρέας (ὅστις ἀργότερον ἐκήρυξε καὶ ἐμαρτύρησεν ἐπὶ Ἑλληνικοῦ ἐδάφους, πολιοῦχος ἀναδειχθεὶς τῆς πρωτευούσης τῆς Πελοποννήσου) ἀναλαμβάνουν νὰ φέρουν εἰς ἐπαφὴν μὲ τὸν Διδάσκαλόν των τοὺς Ἕλληνας. Καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς ἐπληροφορήθη, ὅτι Ἕλληνες τὸν ζητοῦν ἡ θεία Του καρδία ἐσκίρτησεν ἀπὸ χαράν, τὸ πνεῦμα Του προεῖδε τὰς μεγάλας ὑπηρεσίας τὰς ὁποίας θὰ προσέφερεν εἰς τὴν διάδοσιν τῶν ἰδεῶν Του ἡ Ἑλλὰς καὶ τὰ πανάχραντα χείλη Του προέφερον λόγους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν οὐ μόνον ἀναφαίρενον τίτλον δόξης διὰ τῆν μικρὰν μας πατρίδα, ἀλλὰ καὶ θείαν ἐντολὴν ἡ ὁποία καθώρισε τὴν ἀποστολὴν τοῦ Ἔθνους μας διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Ἰδοῦ οἱ ἀθάνατοι λόγοι τοῦ Κυρίου:

«ΕΛΗΛΥΘΕΝ Η ΩΡΑ ΙΝΑ ΔΟΞΑΣΘΗ Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ».

Δηλαδή: Ἔφθασεν ἡ ὥρα τῆς δόξης μου. Ὁ Σταυρὸς μου ποὺ θὰ ὑψωθῆ εἰς τὸν Γολγοθᾶν ὡς θεϊκὸς μαγνήτης θὰ ἐλκύση ὀπαδοὺς πολλοὺς ἐξ ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς. Οἱ Ἕλληνες! Ἰδοῦ! Οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ προσέλθουν καὶ θὰ μὲ ὑπηρετήσουν! Καὶ ὡς ὑπηρέται πιστοὶ τοῦ Πνεύματός μου θὰ δοξασθοῦν ἀνὰ τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.

Αὐτοὶ οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, ἀνεκτίμητος περγαμηνὴ τοῦ ἔθνους μας, θὰ ἔπρεπε νὰ τυπωθοῦν εἰς πινακίδας, νʼ ἀναρτηθοῦν εἰς τὰ Σχολεῖα καὶ τὰ Γραφεῖα, νὰ τοιχοκολληθοῦν, καὶ νὰ γίνουν θέμα βαθύτατης μελέτης παρʼ ὅλων τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε πρέπει νὰ τοὺς λησμονήσουν.

̶ Ἡ Ἑλλὰς πιστὴ διάκονος τοῦ Χριστιανισμοῦ!

̶ Ἐπὶ 20 αἰῶνας ὑπηρετεῖ τὸν Χριστόν! Ἐκλεκτοὶ υἱοὶ καὶ θυγατέρες ὡς θυμίαμα εὔοσμον ἐκάησαν εἰς τὸν Βωμὸν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Αὐτῆς τῆς Ἐλλάδος ὑπῆρξαν τέκνα οἱ μάρτυρες καὶ οἱ ὀμολογηταὶ οἱ ὁποῖοι ἐπότισαν μὲ τὰ αἵματά των τὴν Ἀνατολὴν καὶ τὴν Δύσην. Αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος οἱ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι, οἱ ὁποῖοι ἐρρητόρευσαν τὸν θεῖον λόγον ἀπὸ τοὺς ἄμβωνας Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Καισαρείας καὶ Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος οἱ ἐμπνευσμένοι ὑμνογράφοι, οἱ ὁποῖοι μὲ ὑπερόχους, μὲ μοναδικοὺς ὕμνους ὕμνησαν τὰ κοσμοϊστορικὰ γεγονότα τῆ Γεννήσεως, τῆς Βαπτίσεως, τῆς Σταυρώσεως καὶ Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος. Ἀλλὰ αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος οἱ μικροὶ μὲν ἀλλὰ καὶ ἠρωϊκοὶ ἐκεῖνοι στρατοὶ οἱ ὁποῖοι ὑψώνοντες τὸ λάβαρον τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἐπὶ 1000 ἔτη ἠγωνίζοντο ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων ἐναντίον τῶν βαρβαρικῶν στιφῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Αὐτῆς τῆς Ἐλλάδος θησαυροὶ ὑπῆρξαν οἰ 40 μάρτυρες, οἱ Ἅγιοι Γεώργιοι, οἱ Ἅγιοι Δημήτριοι, οἱ Ἅγιοι Θεόδωροι, οἱ Ἅγιοι Μερκούριοι, οἱ Ἅγιοι Μηνάδες, οἱ ὁποῖοι διὰ τῶν ἡρωϊκῶν τους κατορθωμάτων μᾶς ἔδωκαν τὸν τύπον τοῦ Χριστιανοῦ στρατιώτου. Αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος ἐκλεκτὰ τέκνα εἶναι καὶ οἱ σημερινοὶ στρατιῶται οἱ ὁποῖοι ὡς ἄλλοι στρατιῶται τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἀγωνίζονται ἐναντίον τεραστίου κύματος νεοειδωλολατρείας ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὰς ἀγρίας στέππας διὰ νὰ κατακλύση τὸν κόσμον.

̶ Ἡ Ἑλλὰς ἔκαμε καὶ κάμνει ἔργον μέγα ἐν τῶ κόσμω. Εἶναι σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Ὑψίστου.

25 Δεκεμβρίου 1948. Ἡ Ἑλλὰς προσέρχεται καὶ ἐφέτος εἰς τὴν Φάτνην. Δὲν ἔχει νὰ προσφέρη εἰς τὸ Θεῖον Βρέφος ὡς δῶρα οὔτε χρυσόν, οὔτε ἄργυρον. Κρατεῖ ὅμως λαμπάδα φωτεινὴν καὶ θυμίαμα εὔοσμον.

Λαμπὰς φωτεινὴ ἡ ὁποία φωτίζει καὶ ἄλλους λαοὺς εἰς τὸν δρόμον τοῦ ὑπερτάτου καθήκοντος εἶναι αἱ θυσίαι τῆς τελευταίας ὀκταετίας. Μὴ θελήσασα ἡ χώρα αὕτη νὰ ὑποταχθῆ εἰς ἀντιχριστιανικὰ συστήματα ἐδέχθη καὶ δέχεται τὸ πῦρ καὶ τὸν σίδηρον τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἑλλάς! Θὰ καῆς, ἐὰν δὲν προσκυνήσης! Ἀλλὰ ἡ Ἑλλὰς δὲν προσκυνᾶ τὰ θηρία τῆς ἀβύσσου. Ἐκλέγει τὴν ἐλευθερίαν, καίεται καὶ ὡς λαμπὰς φωτίζει ἐκ νέου τὸν κόσμον.

Ἡ Ἑλλὰς προσέρχεται ἐστολισμένη μὲ τὴν πορφύραν τοῦ μαρτυρίου, ἀνάπτει τὴν λαμπάδα της καὶ ρίπτει εἰς τὸ θυσιαστήριον ἄφθονον θυμίαμα. Εἶνε τὰ πύρινα δάκρυα τῶν μυριάδων μητέρων, χηρῶν, ὀρφανῶν, νέων προσφύγων τῆς μαρτυρικῆς αὐτῆς γῆς. Τὰ θύματα τῆς νέας αὐτῆς ἐθνικῆς τραγωδίας, τὴν ὀποίαν οὐδὲ ὁ Αισχύλος θὰ ἠδύνατο νὰ διεκτραγωδήση, ἱστάμενα πρὸ τοῦ Νηπίου τῆς Βηθλεὲμ κλείνουν τὸ γόνυ καὶ μὲ φλογερὰν καρδίαν προσεύχονται ὑπὲρ τῆ σωτηρίας τῆς Ἑλλάδος. Τὰ θύματα ἐνώνουν καὶ αὐτὰ τὴν φωνήν των μὲ τὴν φωνὴν τῶν μυριάδων θυμάτων ὅλων τῶν αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ κράζουν: «ἕως πότε, ὁ δεσπότης ὁ ἅγιος καὶ ὁ ἀληθινός, οὐ κρίνεις καὶ ἐκδικεῖς τὸ αἵμα ἡμῶν ἐκ τῶν κατοικοῦντων ἐπὶ τῆς γῆς; Καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἑκάστω στολὴ λευκή, καὶ ἐρρέθη αὐτοῖς ἵνα ἀναπαύσωνται ἕτι χρόνον μικρόν, ἕως πληρώσωσι καὶ οἱ σύνδουλοι αὐτῶν καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν οἱ μέλλοντες ἀποκτέννεσθαι ἕως καὶ αὐτοί». (Ἀποκ. 6, 10-11).

Καὶ ἡ Ἑλλὰς προχωρεῖ. Προχωρεῖ ἐν μέσω ποταμοῦ δακρύων καὶ αἵματος. Ἐσωτερικοὶ καὶ ἐξωτερικοὶ ἀγῶνες σκληροῖ! Πολυάριθμοι ἐχθροὶ ὤμοσαν διὰ νὰ ἐξαφανίσουν ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς. Ἀλλὰ ἡ Ἑλλὰς καὶ πάλιν στρέφεται πρὸς τὸ ΑΣΤΡΟΝ ΤΗΣ ΒΗΘΛΕΕΜ καὶ ἀντλεῖ μυστηριώδη δύναμιν διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τῆς ἱστορικῆς της ἀποστολῆς. Ἀκραδάντως πιστεύει ὅτι δὲν ὑπάρχει κακὸν ἐν τῶ κόσμω ὀσονδήποτε ὠργανωμένον καὶ ἐὰν εἶνε τὸ ὁποῖον νὰ μὴ δύναται νὰ κατατροπώση, ὅπως καὶ δὲν ὑπάρχει ἡρωϊσμὸς τὸν ὁποῖον νὰ μὴ δύναται αὕτη νὰ πραγματοποιήση ἡνωμένη μετὰ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀηττήτου Βασιλέως τῶν αἰώνων. Ἀσφαλῶς διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Νηπίου θὰ ματαιωθοῦν διὰ μίαν ἀκόμη φορὰν τὰ σχέδια τῶν νέων Ἡρωδῶν τῆς ἀνθρωπότητος καὶ ἠ Ἑλλὰς θὰ ἐξέλθη ἐκ τῆς δοκιμασίας, θὰ σταθῆ ἐπὶ τῶν ἱστορικῶν βράχων της, θὰ ἐκδιπλώση ἐν εἰρήνη τὴν γαλανόλευκον Σημαίαν, σύμβολον ἡμερώσεως καὶ Χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, θὰ στήση χορὸν ἀγγέλων καὶ θὰ τονίση ὕμνον ἐξαίσιον:

«ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΙΣΧΥΩ ΕΝ ΤΩ ΕΝΔΥΝΑΜΟΥΝΤΙ ΜΕ ΧΡΙΣΤΩ».

______________

ΕΤΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ Δ´ ΚΟΖΑΝΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟ 1948

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.