Αυγουστίνος Καντιώτης



ΜΙΚΡΕΜΠΟΡΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ (Μαρκος νεομαρτυς)

date Ιούν 5th, 2015 | filed Filed under: ΑΓΙΟΝ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

AΠΟ ΒΙΒΛΙΟ· ΑΓΙΟΙ «ΑΠ” ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

ΜΙΚΡΕΜΠΟΡΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ

(Μάρκος νεομάρτυς – 5 Ἰουνίου)

Στίς 5 Ἰουνίου, ἀγαπητοί, γιορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ νεομάρτυρος Μάρκου. Γι’ αὐτό τό νεομάρτυρα, πού σάν ἀστέρι ἔλαμψε στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰῶνος, θά μιλήσουμε τώρα. Ὁ νέος αὐτός ἅγιος γεννήθηκε στήν ὡραία πόλι τῆς Σμύρνης. Οἱ γονεῖς του ἦταν φτωχοί, ἀλλ’ εὐσεβεῖς. Εἶχε καί μεγαλύτερο ἀδελφό, πού τόν λέγανε Παΐσιο κι ἦταν λαμπρός ψάλτης καί ἱερομόναχος. Ὁ Μάρκος ἔμαθε λίγα γράμματα κι ἄρχισε νά ἐργάζεσαι. Ἔγινε μικρέμπορος· πουλοῦσε διάφορα μικρά εἴδη. Τό 1788 πῆγε στή Χίο καί παντρεύτηκε. Ὕστερα ἀπό παρακίνησι τοῦ ἀδελφοῦ του Παϊσίου, πού ἔψελνε στή Νέα Ἔφεσο, ἦρθε κι ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ. ‘Αλλά στήν πόλι αὐτή ἔπεσε σέ φοβερά ἁμαρτήματα. Πιάστηκε στά δίχτυα αἰσχρῶν ἐρώτων μέ γυναῖκα χριστιανή. Συνελήφθησαν κι οἱ δύο τήν ὥρα πού ἁμάρταναν, ὡδηγήθηκαν στό τουρκικό δικαστήριο κι ἐκεῖ, ἀπό τό φόβο τους μήπως τιμωρηθοῦν, ἀρνήθηκαν κι οἱ δύο τό Χριστό καί ἔγιναν μωαμεθανοί. Ἡ γυναῖκα κλείστηκε στό χαρέμι, τόν δέ Μάρκο τόν πῆρε στό σπίτι του ὁ ἀγᾶς καί τόν εἶχε σαν παιδί του.
Ὁ Μάρκος φαινόταν πολύ εὐχαριστημένος. Ἀπολάμβανε ὅλα τά ἀγαθά αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί φερόταν μέ ἀγριότητα στούς χριστιανούς. Ἀλλά μέσα στήν καρδιά του εἶχε σκουλήκι, πού τόν ἔτρωγε μέρα καί νύχτα. Καί τό σκουλήκι αὐτό ἦταν ἡ συνείδησίς του. Δέν ἔπαυε νά τόν ἐλέγχη.
Μή ὑποφέροντας ὁ Μάρκος τή φωνή τῆς συνειδήσεώς του πῆγε καί βρῆκε πνευματικό πατέρα, ἐξωμολογήθηκε τά ἁμαρτήματά του καί στό τέλος ἐκδήλωσε τήν ἐπιθυμία νά ἐπιστρέψη στό Χριστό.

Ἐπίσης καί ἡ γυναῖκα πού ἀλλαξοπίστησε τήν ἴδια ἐπιθυμία ἐκδήλωσε. Γιά νά φύγουν ἀπ’ τό σπίτι τοῦ ἀγᾶ, ὕστερα ἀπό συμβουλή τοῦ πνευματικοῦ, ἡ Μαρία – ἔτσι ἦταν τό ὄνομα τῆς γυναίκας – προσποιήθηκε τήν ἄρρωστη καί εἶπε πώς τήν συμβούλεψε ὁ γιατρός καί πρέπει νά πάη στή Σμύρνη, ὅπου ὑπῆρχε μιά Ἑβραία πού ἤξερε νά θεραπεύη τήν ἀρρώστια της. Ὁ ἀγᾶς τό ἐπέτρεψε. Συνοδός ὡρίσθηκε ὁ Μάρκος. ‘Αλλ’ ὅταν ἔφυγαν, ὁ ἀγᾶς ὑποψιάσθηκε πώς ἦταν τέχνασμα, καί ἔστειλε ἄνθρωπο στό διοικητή τῆς Σμύρνης, γιά νά τούς ἀνακαλύψουν καί νά τούς γυρίσουν δεμένους πίσω στήν Ἔφεσο. Ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ ἀγᾶ ἔφτασε στή Σμύρνη. Εὐτυχῶς τόν εἶδε ὁ Μάρκος καί κατάλαβε τό σκοπό, γιά τόν ὁποῖο ἐρχόταν στή Σμύρνη. Πῆγε κατ’ εὐθείαν στό λιμάνι, βρῆκε πλοῖο καί μαζί μέ τή Μαρία καί τό παιδί τους ἀνέβηκαν στό πλοῖο, πού φορτωμένο ἐμπορεύματα ἐπρόκειτο νά ταξιδέψη στήν Τεργέστη, μεγάλο λιμάνι τῆς βορείου ‘Ιταλίας. Ἡ Τεργέστη δέν ἦταν κάτω ἀπ’ τήν ἐξουσία τῶν Τούρκων. Ζοῦσαν ἐκεῖ ἀρκετοί Ἕλληνες. ‘Αλλ’ ὁ Μάρκος δέν ἔμεινε στήν Τεργέστη. Ταξίδεψε καί πῆγε σέ μιά ἄλλη πόλι τῆς ‘Ιταλίας, στή Βενετία, κι ἐκεῖ βρῆκε ὀρθοδόξους χριστιανούς καί ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί, ὕστερα ἀπό ἐξομολόγησι, ἔγιναν πάλι χριστιανοί αὐτός, ἡ Μαρία, καί βάφτισαν καί τό παιδί.

Ὁ Μάρκος ἦταν καί πάλι χριστιανός. Μά μέσα στήν καρδιά του εἶχε πάντοτε μιά ἀνησυχία, πού προερχόταν ἀπ’ τή σκέψι πώς τό ἁμάρτημα τῆς ἀρνήσεως τοῦ Χριστοῦ εἶνε τόσο μεγάλο καί τρομερό, πού μόνο μέ τήν ὁμολογία τῆς πίστεως μπροστά στούς ἀπίστους μπορεῖ νά συχωρεθῆ. Οἱ πνευματικοί πατέρες, ὅπου ἐξωμολογήθηκε, τόν παρηγοροῦσαν καί τοῦ ἔλεγαν πώς ὁ Χριστός, πού συχώρεσε τόν Πέτρο, συγχωρεῖ καί αὐτόν γιά τήν ἄρνησί του. Ἡ εἰλικρινής μετάνοια σβήνει καί τά μεγαλύτερα ἀκόμα ἁμαρτήματα.
‘Αλλ’ ὁ Μάρκος δέν ἡσύχαζε. Ὅπου κι ἄν πήγαινε δέν μποροῦσε νά ἡσυχάση. Μέχρι τή Ρωσία ἔφτασε, μά μέσα του μιά φωνή τοῦ ἐλεγε πώς πρέπει νά ὁμολογήση τό Χριστό μπροστά στούς ἀπίστους καί νά μαρτυρήση γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ. Εἶχε πάρει πιά τήν ἀπόφασι καί κανείς δέν μποροῦσε νά τόν ἀποτρέψη ἀπ’ τήν ἡρωική του ἐπιθυμία. Γι’ αὐτό ἔλεγε: – «Τήν ἀνομίαν μου ἐγνώρισα καί τήν ἁμαρτίαν μου οὐκ ἐκάλυψα». Πρέπει νά κερδίσω τό Χριστό μέ τό αἷμα μου. Αὐτή εἶνε ἡ ἀπόφασίς μου. Κι ἀπ’ τήν ἀπόφασί μου αὐτή οὔτε ὅλος ὁ κόσμος μπορεῖ νά μέ ἀποτρέψη…
Στούς πνευματικούς ἔλεγε: – Σᾶς παρακαλῶ, μή μοῦ λέτε ἀντίθετα ἀπ’ αὐτά πού ἔχω ἀποφασίσει… Γιά νά θυμᾶται δέ τό μαρτύριο, προμηθεύθηκε σάβανο ἀπ’ τόν ἅγιο τάφο καί τό σάβανο αὐτό τό φοροῦσε πάντοτε. Θεωροῦσε τόν ἑαυτό του σάν νεκρό.
Μέ τήν ἀπόφασι αὐτή ὁ Μάρκος ἔφυγε ἀπ’ τή Ρωσία καί ἦρθε στή Χίο. Ἀπό κεῖ πέρασε στή Μικρά Ἀσία καί ἔφτασε στήν Ἔφεσο. Ἤθελε νά μαρτυρήση ἐκεῖ πού ἀρνήθηκε τό Χριστό. Ὁ πνευματικός πού ἐξωμολογήθηκε δέν τόν ἐμπόδισε, ἀλλά τόν παρακάλεσε νά μή δώση τή μαρτυρία του στή Νέα Ἔφεσο, γιατί οἱ Τοῦρκοι τόν καιρό ἐκεῖνο ἦταν ἐξαγριωμένοι μέ τό μαρτύριο ἑνός ἄλλου μάρτυρα καί μέ τήν ἐμφάνισι καί ἄλλου θά ἐξαγριώνονταν καί θά προξενοῦσαν μεγάλη φθορά στούς χριστιανούς τῆς περιοχῆς. Ὁ Μάρκος ἄκουσε τόν πνευματικό του καί μέ μεγάλη του λύπη ἔφυγε καί πῆγε στή Χίο νά μαρτυρήση. Ἐκεῖ, ἀφοῦ προσευχήθηκε καί κοινώνησε τά ἄχραντα μυστήρια, ἑτοιμάσθηκε. Μιά νύχτα εἶδε στόν ὕπνο του ἕναν ὡραῖο ἄγγελο, πού τοῦ εἶπε: «Ἔφθασε ἡ ὥρα».
Τό πρωί πῆγε στό δικαστήριο τῶν Τούρκων καί περίμενε ν’ ἀνοίξη. Μόλις ἄνοιξε, ἔκανε τό σταυρό του, προχώρησε στόν κριτή κι ὁ κριτής τόν ρώτησε: – Τί θέλεις;… Κι ὁ Μάρκος ἀπάντησε: – Εἶμαι χριστιανός. Μάρκος τό ὄνομά μου. Γεννήθηκα στή Σμύρνη ἀπό χριστιανούς γονεῖς. Ἀλλά πᾶνε ἀρκετά χρόνια, πού ὁ ἀνόητος ἐγώ ἀρνήθηκα τήν πίστι μου τήν ἁγία καί δέχθηκα τή δική σας. Ὅμως ὁ Κύριος ἡμῶν ‘Ιησοῦς Χριστός μέ ἐλέησε καί ἄνοι¬ξαν τά μάτια τῆς ψυχῆς μου καί εἶδα πάλι τό φῶς. Κατάλαβα πόσο ἁμάρτησα, καί ἔρχομαι γιά ν’ ἀποκηρύξω τήν πλάνη καί νά διακηρύξω τήν ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια εἶνε ὁ Χριστός.

←←←

Ἀπ’ τή στιγμή, πού ὁ Μάρκος ὡμολόγησε τό Χριστό, ὥς τή στιγμή πού τό σπαθί τοῦ δημίου ἔκοψε τό κεφάλι του, ὁ Μάρκος, κλεισμένος μέσ’ στή φυλακή καί ἀνακρινόμενος ἀπ’ τούς Τούρκους, ὑπέφερε φοβερά μαρτύρια, πού ὅποιος τά διαβάζει φρίττει. Ἔμεινε ὅμως σταθερός καί ἀκλόνητος. Ὅλοι θαύμασαν, κι αὐτοί οἱ ἄπιστοι ἀκόμα. Καί στίς 5 Ἰουνίου 1801 ὁ ἅγιος Μάρκος, ὁ νεομάρτυς, παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Κύριο.
Ὦ, Σμύρνη ἀλησμόνητη! Κοντά στούς ἄλλους μάρτυρές σου, πού ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τήν πίστι τοῦ Χριστοῦ, προστέθηκε καί ὁ νεομάρτυρας Μάρκος. Δέν ὑπῆρξε ὁ τελευταῖος. Κι ἄλλοι πολλοί, κληρικοί καί λαϊκοί, κατά τή Μικρασιατική καταστροφή ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τήν πίστι τήν ἁγία. Ὦ, Σμύρνη ἀλησμόνητη! Δακρύζουν τά μάτια μας, ὅταν ἀκοῦμε τό ὄνομά σου.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.