Αυγουστίνος Καντιώτης



Ὁ πατηρ Αυγουστινος Καντιωτης ο Ομολογητης, σαν κηρυκας του Ευαγγελιου ειναι ενα μεγαλο κεφαλαιο στην ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (Του καθηγουμενου Γρηγοριου, της Ι. Μονης Δοχειαριου)

date Ιούν 10th, 2015 | filed Filed under: ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ για π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ

ΑΣΒΕΣΤΟΣ ΚΑΙ ΑΚΟΙΜΗΤΟΣ ΛΥΧΝΟΣ

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ

«Συγχωρέστε με· αὐτὸ τὸ σπάνιο πρᾶγμα, μοῦ φαίνεται, πὼς ἔχει ἐκλείψει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία…»

ΠΡΟΣΛΑΛΙΑ ΣΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ, ΦΛΩΡΙΝΑ 15-6-2007

τοῦ πανοσ. ἀρχιμανδρίτου Γρηγορίου
καθηγουμένου τῆς ἱ. Μονῆς Δοχειαρίου

ο p. Aυg των 100ετων ιστ

ΟΙ κοσμικοὶ ἄνθρωποι καὶ τὰ πιὸ σοβαρὰ πράγματα, ποὺ ἔχουνε νὰ κάνουν, τὰ μεταβάλλουνε σὲ χωρατὸ μὲ τὸν δεισιδαίμονα ἐπενδύτη ποὺ τὰ περιβάλλουν. Ἔτσι, στὰ γενέθλια, σὲ μιὰ τούρτα τὰ ἀναμμένα κεράκια συμβολίζουν τὰ χρόνια τοῦ τιμωμένου προσώπου. Ἀλλά, ἂν ἤτανε σβηστά, γιὰ τοὺς περισσότερους ἀπὸ μᾶς θὰ ἦταν ἐκφραστικώτερα, γιατὶ ἡ ζωή μας δὲν ἔφεξε ποτέ. Καί, ἂν σβήσουν ὅλα μαζί, συντομεύει ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ἕνα ἕνα, μακραίνει.
Ἐγὼ ὅμως σήμερα, αὐτὴν τὴν ὥρα, ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος ὁ Πάριος, ἅπτω αὐτὸν τὸν λύχνο πρὸς τιμὴν καὶ μνήμην τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Αὐγουστίνου, Ἐπισκόπου Φλωρίνης, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ λύχνος εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα λατρευτικὰ σκεύη τῆς Ἐκκλησίας. Ἄγνωστος ὅμως σήμερα σὲ πολλοὺς ἱερωμένους, γιατὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸν ἡλεκτρικό. Ὁ λύχνος αὐτὸς ἔκαιγε μὲ καθαρὸ λάδι πάνω στὸ καθαγιασμένο τραπέζι τῆς καταλλαγῆς, τῆς συμφιλιώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεόν. Ὑπῆρχε ἀρχαία τάξις: ἐφόσον ἡ Ὡραία πύλη εἶναι ἀνοιχτή, πρέπει ἀμέσως νὰ ἀνάβῃ καὶ ὁ λύχνος, ἢ μᾶλλον πρῶτα ὁ λύχνος νὰ φωτίσῃ καὶ ἔπειτα νὰ ἀνοίξῃ ἡ θύρα τοῦ ἐλέους. Ὁ ὑποδιάκονος προτρέπεται νὰ ἀνάπτῃ «λύχνον σκηνώματος δόξης τοῦ Κυρίου». Καὶ ποιά ἄλλη εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία, παρὰ ἡ ἁγία Τράπεζα, τὴν ὁποία οἱ εὐλαβεῖς ἱερεῖς ποτέ δὲν ἁγγίζανε; Καὶ ἡ προτροπὴ ἔχει ὡς ἑξῆς: νὰ διαβάζῃ τὶς εὐχὲς ὁ ἱερεὺς παρὰ τῆ Ἁγίᾳ Τραπέζῃ. Οἱ παλαιὲς φυλλάδες ἄρχιζαν τὴν εἰκοσιτετράωρη Ἀκολουθία μὲ τὴν ἑξῆς σύσταση: «Ἀναγινωσκομένου τοῦ Προοιμιακοῦ Ψαλμοῦ, ὁ ἱερεὺς ἵσταται ἀσκεπὴς παρὰ τῇ Ἁγίᾳ Τραπέζῃ καὶ ἀναγινώσκει μυστικῶς τὰς εὐχὰς τοῦ λυχνικοῦ». Ἀπὸ αὐτὸν τὸν λύχνο πῆραν καὶ τὴν προσωνυμία εὐχὲς «τοῦ λυχνικοῦ».
Μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ ἀναμμένο λυχνάρι ἦρθα νὰ ἀναπέμψω τὶς εὐχές μου στὸν Θεὸ γιὰ τὸν Γέροντα Αὐγουστῖνο. Ἄλλωστε καὶ ὁ ἵδιος ὑπῆρξε στὴν Ἐκκλησία ἄσβεστος καὶ ἀκοίμητος λύχνος. Ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ τὸν κρατοῦσε ὄρθιο καὶ ἄγρυπνο μπροστὰ στὸ Θυσιαστήριο. Ἂν ποῦμε πὼς ὁ Γέρων Αὐγουστῖνος κράτησε τὸν κανόνα τῆς Μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων, δὲν θὰ εἶναι ὑπερβολή. Πάντοτε ἱερουργοῦσε καὶ κατεργαζότανε τὴν σωτηρία μὲ τὴν θεία Λειτουργία καὶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Καιγότανε ἡ καρδιά του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτὸ ἄκουγε καὶ ἐννοοῦσε τὰ λόγια τοῦ ἀγαπημένου του Ναζωραίου. Τὸ πάθημα τοῦ Λουκᾶ καὶ τοῦ Κλεόπα ἦταν ἄγνωστο γιὰ τὸν Γέροντα. Ἡ καθαρή του πολιτεία τοῦ εἶχε ἀφαιρέσει τὸ κάλυμμα ἀπὸ τὰ μάτια του. Μὲ ἀνακεκαλυμμένο πρόσωπο ἔβλεπε τὰ θεῖα πράγματα. Ὁ Γέροντας Αὐγουστῖνος καὶ μόνον ἀπὸ ἕνα «καὶ» τῆς Ἁγίας Γραφῆς μᾶς ἔδινε κήρυγμα πύρινο καὶ διδαχὴ μιᾶς ὥρας. Ὄχι γιατὶ ἤτανε δημαγωγός, ὅπως τὸν κατηγοροῦσαν οἱ «ἀγαπῶντες» αὐτόν, ἀλλὰ γιατὶ ὑπῆρχε μέσα του ἡ αὔρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἐμφυσοῦσε στὸν νοῦ του τὰ ὑψηλὰ νοήματα καὶ τὰ ἔπαιζε στὰ χείλη του σὰν μουσουργικὴ κιθάρα. Συγχωρέστε με· αὐτὸ τὸ σπάνιο πρᾶγμα μοῦ φαίνεται πὼς ἔχει ἐκλείψει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅπως ἡ γλωσσολαλιὰ καὶ τόσα ἄλλα. Σάν περιστερὰ σώφρων καὶ φιλόστοργος ὁ Γέροντας ἔκανε μέσα του χυλὸ τὰ θεῖα καὶ μᾶς τὰ μετέδιδε μὲ τὸ μελίρρυτο στόμα του. Τὶς ὁμιλίες του, τὶς διδασκαλίες του καὶ τὰ βιβλία του χρόνια θὰ τὰ κρατοῦμε στὰ χέρια μας σὰν λυχνάρι στὶς τρίβους τῆς ζωῆς μας.
Θυμᾶμαι μιὰ ὁμιλία του στὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο Ὁμονοίας, τὴν ἅγια νύχτα τῶν Χριστουγέννων. Τὸ πότε μὴ τὸ ζητᾶτε· πάντα ζῶ ἐκτὸς χρόνου. Ὄχι μόνο μᾶς ὡδήγησε στὴν σπηλιά, ὄχι μόνον εἴδαμε τὸν ἀστέρα, ὄχι μόνο προσκυνήσαμε τὸν Χριστό, ἀλλά, τὸ σπουδαιότερο ἀπ’ ὅλα, μᾶς τὸν λίκνισε στὴν βρώμικη καρδιά μας. Καί, ἀφοῦ δὲν διέκρινε δάκρυα στὰ μάτια τῶν ἀκροατῶν, ἔκλεισε ἀπὸ τὴν λύπη του τὴν ὁμιλία μ’ ἕναν καντιωτικὸ ἐπίλογο: «Σᾶς ὁμιλῶ, χριστιανοί μου, γιὰ τὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων, τὴν σάρκωσι τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, καὶ κανείς σας δὲν συγκινεῖται. Θὰ ἀνέβω μιὰ μέρα στὸν ἄμβωνα καὶ θὰ σᾶς πῶ· “Χριστιανοί, χριστιανοί, ἀπόψε εἶδα τὴν Παναγία” καί, ὅταν θὰ ἀρχίσετε νὰ κλαῖτε, θὰ σᾶς μουντζώξω καὶ θὰ πάω σὲ μιὰ σπηλιὰ νὰ κλαύσω τὶς ἁμαρτίες μου».
Καὶ ἄλλη μιὰ ἀναφορά: Ὅταν οἱ πολιτικοί μας καπηλευότανε τὴν ἔννοια τῆς δημοκρατίας, ἑξήγγειλε ὁμιλία με θέμα: «Ποιός ὁ ἀληθινὸς δημοκράτης;». Θέλησε ὁ Γέροντας νὰ ταξιδέψῃ στὰ ἀνταριασμένα καὶ ἐπαφρίζοντα κύματα τῆς ἐποχῆς ἑκείνης καί, μὲ μιὰ ὡραία διαδρομὴ στὴν Ἱστορία, ἀπέδειξε ὅτι ὁ μόνος ἀληθινὸς δημοκράτης εἶναι ὁ θάνατος. Ὑπῆρξε τόσο παραστατικός, ὅσο καμμιά ἄλλη φορά. Τὴν δυσθυμία τοῦ ἀκροατηρίου τότε, μὲ μιὰ ὑπέροχη στροφὴ στὴν αἰώνια ζωή, τὴν μετέβαλε ἀμέσως σὲ εὐθυμία.
Καὶ μιὰ ἄλλη στροφὴ στοῦ «λυχναριοῦ» τὰ λόγια (γιατὶ ὅλα αὐτὰ τὰ κηρύγματα ἦταν ἀπογευματινὰ Κυριακάτικα) θὰ μᾶς δώσῃ τὴν πληροφορία πὼς ὁ Γέροντας ἦταν ἐκσυγχρονισμένος δάσκαλος τῆς εὐσεβείας, ἀλλὰ ὄχι συσχηματισμένος μὲ τὸν αἰῶνα τοῦτον τὸν ἀπατεῶνα. Ὁ ταλαίπωρος νοῦς μας θόλωσε μὲ τὶς ἐπισκέψεις τοῦ ἀνθρώπου στὸ φεγγάρι. Τότε ὁ Γέρων ἀνήγγειλε ὁμιλία μὲ θέμα: «Ὑπάρχει ζωὴ στοὺς ἄλλους πλανῆτες;». Ἀσφυκτικὰ γέμισε ἡ αἴθουσα καὶ τὰ πεζοδρόμια. Ἀπέδειξε περίτρανα τὸ ἀπεριόριστο τῆς θείας δυνάμεως. Ὁ Θεὸς μπορεῖ τὰ πάντα· τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό. Καὶ ἔτσι, ἂν ὑπάρχῃ καὶ ἄλλος κόσμος, αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ μωλωπίζῃ τὴν πίστι μας καὶ νὰ τὴν κλονίζῃ.
Ὁ Γέρων δὲν τὸ ἔπαιξε ποτέ μεγάλος θεολόγος, ἂν καὶ εἶχε πολλὲς δυνατότητες. Βρέθηκε στὸ μεταίχμιο τοῦ κηρύγματος τῆς καθηκοντολογίας καὶ θεολογίας. Ἐξακολούθησε ὅμως μὲ τὸν ἴδιο τρόπο νὰ διδάσκῃ. Ἄριστα ταίριαζε τὴν θεολογία μὲ τὴν καθηκοντολογία. Δὲν χώρισε τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας σὲ θεολογικὰ καὶ ἠθικοπλαστικά. Καὶ «αὐτὰ εἶναι διὰ τοὺς διανοουμένους καὶ τὰ ἄλλα γιὰ τοὺς ἁπλοῦς ἀνθρώπους». Πίστευε βαθειὰ πὼς ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε νὰ κάνῃ ἐπιστήμη καὶ θρησκεία, ἀλλὰ Ἐκκλησία ποὺ βιώνει τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ἐμεῖς μὲ τὴν “Ἁμαρτωλὸν σωτηρία” ὑπομάσχαλα θὰ πορευθοῦμε στὴν Ἐκκλησία». Τὰ κηρύγματα τῆς θεώσεως καὶ τὰ ἁγιοπατερικὰ τοῦ ξίνιζαν τοῦ παπποῦ καὶ μὲ πολλὴ πικρία ἔλεγε· «Γιατὶ ἐμεῖς μέχρι τώρα τί κηρύτταμε, τὸν πελοποννησιακὸ πόλεμο;».
Εἶχε μιὰ πλήρη προσγείωσι στὶς δυνατότητες τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν ἔλεγε, ὅπως ἕνας ἐπίσκοπος ὀρεινῆς ἐπαρχίας· «Τί νὰ σᾶς πῶ, ἀφοῦ δὲν καταλαβαίνετε;». Τὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς, τὰ ὁποῖα εὐρέως χρησιμοποῦσε, ἦταν στὰ κηρύγματά του τὰ σημεῖα ἐπαφῆς μὲ τὸ ἀκροατήριο.
Ὁ Αὐγουστῖνος δὲν ὑπῆρξε ἄνθρωπος τῶν διαμερισμάτων καὶ τῶν σαλονιῶν. Ἔζησε τὴν ζωὴ τῆς ὑπαίθρου καὶ πλησίασε τὸν ἄνθρωπο τοῦ μόχθου ὅσο κανείς ἄλλος. Στὶς ὁμιλίες του καὶ στὰ βιβλία του μᾶς ἔδωσε ζωντανὲς εἰκόνες ἀπὸ τὴν ξηρὰ καὶ τὴν θάλασσα. Ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ χωριοῦ διατηροῦσε καλὲς ἀναμνήσεις, ὅπως τὸ ἄναμμα τοῦ φούρνου μὲ τὰ φρύγανα καὶ ἡ συνάντησι τῶν γυναικῶν στὴν πηγὴ ἢ τὸ πηγάδι τοῦ χωριοῦ. Οἱ παραστάσεις ἀπὸ τὴν ποιμενική, γεωργικὴ καὶ ἁλιευτικὴ ζωὴ εἶναι ἐφάμιλλες ἐκείνων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ὅταν τὸν ἀκροαζόμασταν, λέγαμε καθ’ ἑαυτούς· «Συμμαθητὲς θὰ ἦταν στὸ σχολεῖο καὶ ἀντέγραφε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον». Ποιός σήμερα μπορεῖ νὰ μᾶς δώσῃ παραδείγματα ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς ὑπαίθρου, ὅπως ἡ ἁγία Γραφή, ποὺ βρίθει ἀπὸ τέτοιες διηγήσεις;
Ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος σὰν κήρυκας εἶναι ἕνα μεγάλο κεφάλαιο, μὲ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ καταπιαστοῦν οἱ ἄμεσοι μαθητές του. Αὐτοὶ πρέπει νὰ κωπηλατοῦν στὴν τρίηρη τοῦ π. Αὐγουστίνου καὶ ὄχι ἐγὼ ὁ καλόγερος. Συγχαίρω τοὺς Λογγοβαρδίτες πατέρες, ποὺ τιμοῦν τὶς ρίζες τους, τὸν πατέρα καὶ διδάσκαλο τῆς ζωῆς τους, καὶ συνεχίζουν νὰ ἐκδίδουν τὸ περιοδικὸ ΣΠΙΘΑ, μὲ ἀπομαγνητοφωνημένα κηρύγματα τοῦ Γέροντα Αὐγουστίνου.

Τώρα ἂς σταθοῦμε στὸ φαγητό, στὸ πιοτὸ καὶ στὴν ἐνδυμασία τοῦ Γέροντα. Ὑπῆρξε καλόγερος· ἡ ἀσκητικωτέρα μορφὴ στὴν Ἐκκλησία τὸν περασμένο αἰῶνα. Γνήσιος Λογγοβαρδίτης, ποτέ δὲν ἀπεμπόλησε ἀπὸ τὴν ζωή του τὸ ἀσκητικὸ πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ Μοναστηριοῦ. Γι’ αὐτὸ τὸν ἀξίωσε ἡ Παναγία νὰ τὸ ἐπανδρώσῃ μὲ δικά του ἀγαπητὰ παιδιά. Στοιχήθηκε στὴν παράδοσι τῶν Κολλυβάδων περισσότερο καὶ ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἐγκαταβιώνουν στὰ Μοναστήρια. Πότε ἀσχολήθηκε ὁ Αὐγουστῖνος μὲ φαγητό, ποτὸ καὶ ἐνδύματα; Πορευότανε πάντοτε μὲ τὰ βρισκούμενα (Αὐτὴ εἶναι μιὰ φράσι πέρα γιὰ πέρα παριανή). Κάποιοι ποὺ παίρνουν τοὺς οἴακες τῆς Ἐκκλησίας στὰ χέρια τους, μὲ τοὺς γνωστοὺς τρόπους, ἔστειλαν ἕναν κακότροπο δημοσιογράφο, στὰ πρῶτα χρόνια τῆς κηρυκτικῆς του δράσεως στὴν Ἀθήνα, νὰ τοῦ πάρῃ συνέντευξι. Ὁ καλοπληρωμένος καὶ ξεδιάν­τροπος δημοσιογράφος πῆγε σὲ κάποιο οἰκοτροφεῖο, ποὺ ὑπῆρχε στὴν συνοικία Ψυρρῆ. Ρωτᾷ τὸν τυχόντα·
―Ποῦ μένει ὁ κυρ-Καντιώτης;
Καὶ ἐκεῖνος τοῦ δείχνει τὴν πόρτα στὸ ὑπόγειο. Χτυπᾷ ἐπιτακτικά, μὲ ὅλο τὸ κοσμικὸ θράσος, τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ καὶ ὁ κήρυκας ἀνυποψίαστος τοῦ λέγει·
―Ὁρίστε.
Τότε βλέπει τὸν «λέοντα» πλαγιασμένο μὲ τὶς ἀρβύλες του πάνω σὲ δύο σανίδες, τυλιγμένο μὲ μιὰ στρατιωτικὴ κουρβέτα, τὴν μισὴ ἀπὸ πάνω καὶ τὴν μισὴ ἀπὸ κάτω. Ἡ «πυγολαμπίδα» εἶδε τὸν «ἥλιο» νὰ ἀνατέλλῃ στὸ ὑπόγειο καὶ κρύφτηκε, γιατὶ σκέφτηκε πὼς «γιὰ μένα μόνον τὸ σκοτάδι ὑπάρχει».
―Τί θέλεις, παιδί μου;
―Τὴν εὐχή σου, παππούλη.
Καὶ ἔφυγε τὸ μειράκιον. Κρῖμα στὰ λεφτὰ ποὺ πῆρε.
Εἶπα παραπάνω πὼς ὁ Γέροντας Αὐγουστῖνος ἦταν Λογγοβαρδίτης μοναχός. Σ’ αὐτὸ τὸ Μοναστήρι δὲν ὑπάρχουν ἀτομικὲς τουαλέτες· καὶ ὁ Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος στὶς κοινὲς πήγαινε. Καὶ ὁ Γέρων Αὐγουστῖνος στὸ οἰκοτροφεῖο, ποὺ ἀνοικοδόμησε, στὶς κοινὲς πήγαινε. Δὲν ἔφτιαξε ξεχωριστὲς γιὰ τὸν ἑαυτό του. Καὶ αὐτὸς περίμενε μὲ τὴν πετσέτα στὸν λαιμό του γιὰ τὴν ἀναγκαία χρεία τοῦ σώματος καὶ γιὰ τὸ νίψιμο τοῦ προσώπου.
Ἔζησε σὰν ἀγριολούλουδο στὰ ἀπόκρημνα βράχια τῆς Ἐκκλησίας. Στὰ ἰσιώματα πάθαινε ἴλιγγο, σὰν τοὺς ναυτικοὺς ὅταν βγαίνουν ἀπὸ τὸ πλοῖο. Δὲν τοῦ πήγαιναν τὰ ἱερατικὰ στολίδια καὶ τὰ λιλιά. Ποτέ δὲν πίστεψε ὅτι αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Βυζαντίου. «Μᾶλλον στεροῦν τὴν Ἐκκλησία –ἔλεγε– τῆς ἀληθινῆς δόξης καὶ τιμῆς». Ὁ Αὐγουστῖνος εἶχε πάντα στολίδι, σὰν τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, τὸν ὡραῖο, εὔγευστο καὶ θρεπτικὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Εἶχε βαθειὰ συναίσθησι ὁ παπποῦς ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἀσκητικὸ καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατ’ ἐξοχὴν ἀσκητική, ὅπως τὴν παρουσιάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος· «Ἔχετε ἐνδύματα, τροφὲς καὶ σκεπάσματα; Ἀρκεσθῆτε σ῾ αὐτὰ καὶ μὴ ζητᾶτε τίποτε ἄλλο». Πετούμενο πουλὶ ὁ Αὐγουστῖνος δὲν δέθηκε ποτέ μὲ τὶς μέριμνες τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτὸ καὶ πέταξε ψηλὰ σὰν αἰθέριος ἀετός, ὅπως λέγει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος.
Ἀλλ’ ἐκεῖ ποὺ ὑπῆρξε ἀξιοθαύμαστος εἶναι ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμό του γι’ αὐτήν. Τὴν ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν δύναμι τῆς ψυχῆς του (τηρώντας τὴν πρώτη ἐντολὴ τοῦ δεκαλόγου: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου…»)· δὲν ἄφησε γιὰ τὸν ἑαυτό του οὔτε μιὰ γωνιά. Ποτέ δὲν ὑποχώρησε στὰ θέματα τῆς πίστεως οὔτε μιὰ κεραία. Διαφωνοῦσε μὲ κάθε παραχαράκτη. Στὴν ἐποχή μας, κάθε μέρα, γίνονται ὑποχωρήσεις μὲ τὴν πρόφασι τῆς ἀγάπης. Ἐλαχιστοποιοῦνε σήμερα τὶς διαφορὲς τὶς δογματικές, ὅπως στὴν ἐποχὴ τοῦ Ζήνωνα, γιὰ νὰ γίνῃ ἡ ἕνωσι. Καὶ μάλιστα τὸ κάνουνε «φασούλι» ποὺ κυκλοφορεῖ σχεδὸν σὲ ὅλες τὶς ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες: «Κανείς νὰ μὴ διανοηθῇ ὅτι ὁ πάπας εἶναι αἱρετικός». Ὁ Γέροντας Αὐγουστῖνος βροντοφωνοῦσε πάντοτε: «Ὁ παπισμὸς εἶναι ἡ συνισταμένη ὅλων τῶν αἱρέσεων καὶ κακοδοξιῶν». Ὁ Γέροντας πίστευε πώς, ὅσο στέκεται ἡ Ὀρθοδοξία, ὁ Ἀντίχριστος δὲν θὰ ἔρθῃ, ἂν καὶ πολλοὶ ἀντίχριστοι ὑπάρχουν στὸν κόσμο καὶ προετοιμάζουν τὸν δρόμο τοῦ βδελύγματος. Στοιχιζότανε πάντοτε στὴν παράδοσι τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ ποτέ δὲν συνέστελλε τὰ χέρια του ἀπὸ τοὺς ὤμους τῶν ἁγίων Πατέρων γιὰ ἀγάπες καὶ ἁβρότητες μὲ τοὺς ἑτεροδόξους.
Ἔπειτα ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνύψωσι τοῦ κλήρου τοῦ δημιούργησε στὴν ζωή του τόση κόπωσι, ποὺ ἕνας γιατρὸς μοῦ ἐκμυστηρεύθηκε πὼς τὸ νευρικό του σύστημα κρέμεται ἀπὸ μιὰ βαμβακερὴ κλωστή.
Ὁ Αὐγουστῖνος ἔγινε ἐξαίσιο θέαμα καὶ ἄκουσμα στὸν κόσμο γιὰ τὸ ὕφος καὶ τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας. Βγῆκε στὸν δρόμο σὰν μεγάλος ἐξορκιστής, γιὰ νὰ ἐξορκίσῃ τὸ κακό. Ἡ φωνή του ὑπολογιζότανε καὶ ἀπὸ τοὺς κρατοῦντας καὶ φρενάριζε τοὺς κληρικούς, ποὺ ἔχασαν τὰς φρένας τους. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν ἁγία Ἐκκλησία δημιούργησε ἀντιπαλότητες, ποὺ στοιχίζουν καὶ σήμερα ἀκόμη στὰ πνευματικά του παιδιά. Καὶ τοῦ ἔδωσαν τὸν τί­τλο τοῦ τρελλοῦ, ποὺ πάντα μοῦ θυμίζει μιὰ γεροντικὴ ἱστορία:
―Γέροντα, σὲ ἀποκαλοῦν τρελλό.
―Δὲν πειράζει, παιδί μου· ἐγὼ χρόνια ἀγωνίστηκα, γιὰ νὰ πάρω αὐτὸν τὸν τίτλο. Τώρα θὰ τὸν πετάξω;
Τὸ ἐλεγκτικὸ κήρυγμα καὶ τοὺς ἁγίους μούδιαζε. Κάποτε συναντήθηκε ο Γέροντας Αὐγουστῖνος μὲ τὸν μακαριστὸ Ἀμφιλόχιο τὸν Πάτμιο στὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ Παπαδημητρίου. Ἔσπευσε ὁ πατὴρ Ἀμφιλόχιος, πασιχαρής, νὰ τὸν ἀσπασθῇ, καὶ ἐκεῖνος τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τοὺς ὤμους λέγοντάς του· «Ὄχι μόνον εὐλάβεια καὶ εὐσέβεια, ἀλλὰ καὶ ζῆλο, καύσιμη ὕλη γιὰ τὴν Ἐκκλησία». Πολλοὶ παρεστηκότες «ἐνεβριμήσαντο τῷ πνεύματι». Ἀλλ’ ὁ πατὴρ Ἀμφιλόχιος δὲν παρέλειπε νὰ λέγῃ· «Ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ πορεύεται μέσα στὸν κόσμο, χρειάζεται καὶ τὸν Ἠλία καὶ τὸν Ἰερεμία καὶ τὸν Πρόδρομο καὶ τὸν Χρυσόστομο».
Τὸ ἐλεγκτικὸ κήρυγμα ξυπνοῦσε τοὺς καθεύδοντες στὴν εὐδαιμονία τους ποιμένες, ὅπως εἶπε χαρακτηριστικὰ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Σπυρίδων· «Ἄσ’ τὸ σκυλὶ νὰ γαβγίζῃ, νὰ ξυπνᾷ τοὺς ποιμένες». Τὸ ἐλεγκτικὸ κήρυγμα εἶναι σχοινοβασία· εἶναι ἐπικίνδυνη ἐξόρμησι στὸν κόσμο. Θέλει πολλὲς δυνατότητες. Προυπόθεσι εἶναι ἡ ὀρθὴ πίστι καὶ βιοτή. Γράφει ἱστορία στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς εἶναι πολὺ πικρή. Ὁ κάθε ἔλεγχος στοιχίζει πολλὲς θλίψεις καὶ ἀποδοκιμασίες. Γιὰ τὸ ἐγχείρημα τοῦ ἐλεγκτικοῦ κηρύγματος πρέπει νὰ ζῇς στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη, νὰ τρῶς ἄγριο μέλι καὶ ἀκρίδες, καὶ νὰ ἐνδύεσαι προβιὰ προβάτου.
Ὁ Γέροντας Αὐγουστῖνος ὑπῆρξε μιὰ σπάνια ἱστορικὴ προσωπικότητα στὴν Ἐκκλησία. Στάθηκε πράγματι «πέτρα σκανδάλου καὶ λίθος προσκόμματος». Οἱ σοβαροὶ τὸν ἔβλεπαν ἀστεῖο καὶ οἱ μικροὶ κακεντρεχῆ. Ὁ Αὐγουστῖνος εἶναι ἰσαπόστολος. Καὶ μόνον γιὰ τὶς θλίψεις ποὺ ὑπέφερε γιὰ τὴν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα ἂν σ’ ὅλα αὐτὰ προσθέσουμε καὶ τοὺς ψευδαδέλφους, ἤτανε πάντοτε θλιμμένος καὶ πικραμένος. Ποτέ δὲν περπάτησε τὰ ξανθὰ ἀκρογιάλια. Πάντα προτιμοῦσε τὶς ἀκτὲς καὶ τὰ κακοτρόχαλα μονοπάτια. Γι’ αὐτὸ κοντά του κάθονταν μόνον οἱ ἑλόμενοι τὸν σταυροφόρον βίον.
Αὐτὸς ὁ μικρὸς τὸ δέμας, ἀπὸ μακριὰ φαινότανε λέων βρυχώμενος καὶ κριὸς ποὺ κεράτιζε, ἀλλ’ ἀπὸ κοντὰ θάλασσα γαλήνια. Ποτέ του δὲν καθῄρεσε κληρικὸ οὔτε ἀφώρισε. Τὸ θεωροῦσε πολὺ μεγάλο πρᾶγμα καὶ δὲν τὸ ἐφήρμοσε ποτέ. Ὅταν ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἀφώρισε τὴν μοναχὴ Μαγδαληνὴ τῆς Μονῆς Ἀναλήψεως Κοζάνης, ὅλοι οἱ ὅμοροι μητροπολῖτες διάβασαν τὸν ἀφορισμὸ στοὺς Ναούς, πλὴν τοῦ μητροπολίτου Αὐγουστίνου.
Ὁ Αὐγουστῖνος ἦταν φιλόστοργος πατέρας, ὄχι μόνον γιὰ τὰ παιδιά του, ἀλλὰ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. Ἕνα μόνο πρᾶγμα τοῦ ἔλειπε, ποὺ ἐλλείπει ἀπὸ ὅλους τοὺς ἁγίους· τὸ διοικητικόν. Ἤξευρε τί ἔπρεπε νὰ γίνῃ καὶ δὲν τὸ ἐφάρμοζε, γιὰ νὰ μὴ λυπήσῃ. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς ἡ διοίκησι θέλει καὶ λίγο κοσμικὸ θράσος. Ὁ ἅγιος ὅμως ποῦ νὰ τὸ βρῇ, γιὰ νὰ τὸ διαθέσῃ; Ἤτανε καὶ αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς κρυφούς του πόνους.
Ὁ τῷ γήρᾳ καμφθεὶς καὶ τῇ νόσῳ τρυχωθείς, ἔκτεινον τὰς χεῖρας σου, Γέροντα Αὐγουστῖνε, σὲ ὅλους ἐμᾶς, ποὺ τιμοῦμε σήμερα τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου σου καὶ τὴν γιορτή σου, καὶ εὐλόγησέ μας, ὡς πάλαι ὁ Ἰσαὰκ τὸν Ἰακώβ.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.