Αυγουστίνος Καντιώτης



ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ; ΟΙ ΜΑΣΟΝΟΙ ΔΙΑΛΥΟΥΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ TOYΣ ΧΑΪΔΕΥΕΙ!!! (ΕΚΚΛΗΣΗ ΣΥΝΕΡΓΑΤΟΥ ΤΗΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΟΣ ΜΑΣ, ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ: ΝΑ ΜΗΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ;

Απάντηση τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτου: «Δὲν ὑπάρχει δικαιοσύνη»

 Γραμμένο ἀπὸ συνεργάτη τῆς ἰστοσελίδος

masonia

Το ΣτΕ με την 549/16 απόφασή του έκρινε ότι μόνο η ιδιότητα του μητροπολίτη και μέλους της Διαρκής Ιεράς Συνόδου δεν θεμελιώνει έννομο συμφέρον για να ζητήσει την διάλυση του Τεκτονικού Ιδρύματος,

ΕΑΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΝΑ ΦΕΡΟΥΜΕ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΑΣ ΜΠΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΚΟΠΟ ΝΑ ΜΕΛΕΤΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΝΟΜΙΚΑ ΟΠΛΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝ, ΠΟΥ ΠΟΛΛΑ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΛΟΓΑ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ.
ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΑΣΟΥΜΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ!!! ΑΣ ΖΗΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑΝ ΜΑΣ, ώστε να μην αποτελεί ΜΟΝΟΣ, ΜΟΝΑΧΟΣ, ΚΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΠΟΥ ΤΟΥ ΑΦΑΙΡΗΤΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΦΕΛΕΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΔΙΟΤΗΤΑ (βλέπε: μόνο η ιδιότητα του μητροπολίτη).
ΕΤΣΙ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΠΟΣΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΘΑ ΑΠΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΟΥΝ !!! ΚΑΙ ΠΟΣΟΙ ΑΛΛΟΙ ΘΑ ΘΕΛΗΣΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΟΥΝ ΕΝΕΡΓΟΙ ΣΤΗΝ ΑΝΙΕΡΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΤΟΥΣ !!!
Ας ζητήσουμε την υποστήριξη, και των υπολοίπων μητροπολιτών (Εγγράφως) , των πολιτικών, του προέδρου της Δημοκρατίας, για να : ΠΑΡΟΥΝ ΘΕΣΗ. ΕΑΝ ΔΕΝ ΠΑΡΟΥΝ ΘΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΠΟΙΟΥΣ ΥΠΗΡΕΤΟΥΝ (είναι απλή η μέθοδος).

ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΕ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ !!! ΜΗΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙΣ ΤΩΡΑ!

ΑΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΟΥΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ, παραδείγματος χάρη ΟΠΩΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ (από το διαδίκτυο)

1) Αντισυνταγματικό το «έννομο συμφέρον»
Από ΠΟΛΙΤΗ – 23/01/2009, Σελίδα: 46, του Γιάννη Νεάρχου.

«Νομοθετική εξουδετέρωση διάκρισης εξουσιών

Απόπειρα κατάργησης της καθιερωμένης συνταγματικής αρχής για διάκριση εξουσιών έκανε η Βουλή. Ωστόσο, η προσπάθεια αναχαιτίστηκε από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου που διαπίστωσε ότι η ενέργεια του Νομοθετικού Σώματος αποτελεί «στην καλύτερη των περιπτώσεων, ανεπίτρεπτη απόπειρα ερμηνείας συνταγματικών προνοιών και στη χειρότερη, προσπάθεια ισοδυναμούσα με τροποποίηση του Συντάγματος».  Η αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο έγινε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και αφορούσε στο Νόμο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου του 2008. Η πρόταση Νόμου, από την οποία προέκυψε ο επίδικος Νόμος, κατατέθηκε στη Βουλή από τον βουλευτή Ανδρέα Αγγελίδη, εκ μέρους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Δημοκρατικού Κόμματος, με σκοπό την τροποποίηση του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, για να περιληφθεί σε αυτόν ορισμός της έννοιας «έννομο συμφέρον» με τέτοιο τρόπο ώστε να περιλαμβάνει τόσο το υλικό όσο και το ηθικό συμφέρον. Ουσιαστικά, με τον επίδικο Νόμο διευρυνόταν ο κύκλος των φυσικών και νομικών προσώπων που είχαν δικαίωμα να καταχωρήσουν προσφυγή στο Ανώτατο για πράξεις της διοίκησης. Ωστόσο, όπως επεσήμανε ενώπιον του Ανωτάτου ο Γενικός Εισαγγελέας, κ. Πέτρος Κληρίδης, αγορεύοντας για στήριξη της αναφοράς του Προέδρου, η ερμηνευτική διάταξη στο Νόμο για το «έννομο συμφέρον» προσκρούει στο Σύνταγμα. 

Διάκριση εξουσιών
Η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με απόφαση την οποία εξέδωσε ο πρόεδρος του Σώματος, κ. Πέτρος Αρτέμης, υπέδειξε ότι στο Σύνταγμά μας «υπάρχει συνταγματικά καθιερωμένη Διάκριση των Εξουσιών μεταξύ της Νομοθετικής Εξουσίας και της Δικαστικής Εξουσίας στη Δημοκρατία μας και η περί ης ο λόγος διάκριση των δύο Εξουσιών». Επιπλέον, τονίστηκε ότι «η ερμηνεία των νόμων -και αυτό συμπεριλαμβάνει το Σύνταγμα και τα νομοθετήματα- είναι ως εκ της φύσεώς της δικαστική λειτουργία και αναγνωρίστηκε ως τέτοια από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Επομένως, οποιαδήποτε προσπάθεια από τη νομοθετική εξουσία να ερμηνεύσει τους δικούς της νόμους είναι αντισυνταγματική, λόγω έλλειψης εξουσίας να το πράξει». Με αυτά τα δεδομένα και των νομολογημένων αρχών η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάνθηκε ότι «η Βουλή των Αντιπροσώπων, με τη ψήφιση του επίδικου Νόμου, έχει εκφύγει της αρμοδιότητάς της με το να ερμηνεύει συνταγματικές πρόνοιες, όπως η έννοια του «έννομου συμφέροντος», όπως αυτή καθορίζεται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος και όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου». Επιπλέον, το Ανώτατο έκρινε σκόπιμο να παρατηρήσει πως η εισήγηση από πλευράς του δικηγόρου της Βουλής ότι «ο επίδικος Νόμος απλώς κωδικοποιεί τη νομολογία», ουδόλως ευσταθεί. Αντίθετα διαπιστώθηκε ότι «με τον επίδικο Νόμο έγινε μια απόπειρα διεύρυνσης του όρου ?έννομο συμφέρον?». Αποτέλεσμα ήταν να κηρυχθεί αντισυνταγματικός ο Νόμος «καθόσον οι πρόνοιές του παραβιάζουν τη συνταγματικά καθιερωμένη αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών».

ΛΕΝΕ ΟΤΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ. ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΤΙ ΓΡΑΦΟΥΝ (από το διαδίκτυο) ΠΕΡΙ ΤΟΥ «ΕΝΝΟΜΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ». ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΣΤΕ ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΟΤΙ ΠΑΡΕΚΤΡΕΠΕΤΑΙ.
2)

1. Έννομο συμφέρον. Ο ασκών ένδικο μέσο όχι μόνο πρέπει να προσδοκά συγκεκριμένη, ατομική και άμεση ωφέλεια από την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου1 , αλλά περισσότερο, πρέπει να προσδοκά να αποτραπεί ή να αρθεί η βλάβη που του προξενεί η προσβαλλόμενη απόφαση2. Το έννομο συμφέρον έγκειται στην ανάγκη αποτροπής ή περιορισμού της βλάβης που προκαλείται στο διάδικο από την προσβαλλόμενη απόφαση3. Βλάβη, επομένως και έννομο συμφέρον για την προσβολή της απόφασης, έχει κατ’αρχήν ο διάδικος που «νικήθηκε ολικά ή μέρει» (516 § 1, 542 § 1, 556 § 1, όλα σε συνδ. με 68 ΚΠολΔ· την έννοια «νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει» έχει και η λέξη «δικάστηκαν» στο άρθρο 502 § 1 ΚΠολΔ για την ανακοπή ερημοδικίας. Έτσι και γι’αυτήν δεν αμφισβητείται η προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος, που θα μπορούσε να στηριχθεί και μόνον στο άρθρο 68 ΚΠολΔ4). Η διαπίστωση εάν και κατά πόσον ο διάδικος που ασκεί ο ένδικο μέσο ηττήθηκε, χωρεί μέσω της σύγκρισης, κατά την γλαφυρότερη έκφραση του ΑΠ: της «αντιβολής», των – αρχικών- αιτήσεών του προς το καλυπτόμενο με δεδικασμένο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σε σχέση με τις αιτήσεις αυτές. Ηττημένος θεωρείται ο διάδικος όταν απορρίφθηκαν ολικά ή μερικά οι αιτήσεις του, ανεξάρτητα αν η απόρριψη έγινε για ουσιαστικούς ή τυπικούς λόγους, ή όταν έγιναν, έστω και μερικά, δεκτές οι αιτήσεις του αντιδίκου5. Η βλάβη κρίνεται δηλαδή, κατ’αρχήν, με βάση το «τυπικό» κριτήριο6. Σύμφωνα με τα ανωτέρω: Ο εναγόμενος έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την εξαφάνιση της απόφασης που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, ενώ αυτός είχε αιτηθεί την απόρριψή της ως αβάσιμης7. Τούτο, διότι το δεδικασμένο της απορριπτικής απόφασης, ενδεχομένως, δεν εμποδίζει τον ενάγοντα να επανέλθει με παραδεκτή αγωγή. Αδιάφορο είναι επίσης, εάν ο εναγόμενος είχε προβάλει ως κύρια γραμμή άμυνας το απαράδεκτο της αγωγής και ως επικουρική γραμμή άμυνας το αβάσιμο αυτής. Τούτο διότι, (α) το απαράδεκτο ελέγχεται αυτεπαγγέλτως8, άρα δεν συνιστά γνήσιο αίτημα του εναγομένου (β) η επιλογή να προταχθεί, ως κύριο, το αίτημα να απορριφθεί η αγωγή ως 1. Πρβλ. ειδικότερα, για τα στοιχεία του εννόμου συμφέροντος, Νίκα, ΠολΔικ ΙΙΙ, σ. 37 επ. 2. Νίκας, ΠολΔικ ΙΙΙ, σ. 38· Κεραμεύς, Ένδικα μέσα4, σ. 27· αμφ. εάν αρκεί το ηθικό συμφέρον για την άσκηση ενδίκου μέσου: καταφ. ΑΠ 1307/1990 Δ 1991, 505· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), ΚΠολΔ Ι (2000), Εισαγ. Παρατ. στα άρθρα 495- 500, αρ. 9· αντιθ. Μπέης, παρατ. υπό ΑΠ 1307/1990 Δ 1991, 505. 3. ΟλΑΠ 15/2001. 4. ΟλΑΠ 15/2001. 5. ΑΠ 720/2005. 6. Νίκας, ΠολΔικ ΙΙΙ, σ. 38· ειδικότερα: Νίκας, Το έννομο συμφέρον, σ. 64 επ. 7. ΑΠ 1467/1998: «Εχει όμως, παρόλα αυτά, στην περίπτωση αυτή ο εναγόμενος έννομο συμφέρον να προσβάλει την εν λόγω απόφαση με το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά το μέρος που το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την εναντίον του αγωγή ως αόριστη ή πρόωρη, ενώ έπρεπε, κατά τις απόψεις του, να την απορρίψει οριστικά ως αβάσιμη κατά νόμο». 8. Νίκας, ΠολΔικ ΙΙΙ, σ. 40 επ.· Κεραμεύς, Ένδικα μέσα4, σ. 28 επ. απαράδεκτη, δεν επαφίεται στον εναγόμενο. Η επιλογή έχει γίνει ήδη από τον νομοθέτη: το παραδεκτό εξετάζεται -αυτεπαγγέλτως και- υποχρεωτικά πριν το βάσιμο (ακόμη και εάν ο εναγόμενος έθετε ως κύριο αίτημα να απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη, επικουρικώς δε να απορριφθεί ως απαράδεκτη). Ο εναγόμενος, ασφαλώς, έχει συμφέρον να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη. Μάλιστα, κυρίως προς θεραπεία αυτού ακριβώς του συμφέροντός του9, έχει οικοδομηθεί όλη η περί απαραδέκτων θεωρία και ρύθμιση. Θα ήταν επομένως αντιφατικό να του αποκόπτεται το έννομο συμφέρον να ασκήσει ένδικο μέσο, και να ζητήσει να απορριφθεί η αγωγή κατ’ουσίαν, μόνον και μόνον επειδή προέβαλε το αίτημα για δικονομική απόρριψη της αγωγής10. Το τυπικό κριτήριο της βλάβης πρέπει εδώ να υποχωρήσει. Προέχει το συμφέρον του εναγομένου να απορριφθεί η αγωγή στην ουσία11 . Έτσι, εξ επόψεως εννόμου συμφέροντος, ο εναγόμενος υφίσταται πάντοτε βλάβη από την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης12. 2. Η ως άνω αντιβολή δεν μπορεί να γίνει στην περίπτωση της ερήμην του εναγομένου εκδιδόμενης πρωτόδικης απόφασης, αφού αυτός δεν έχει υποβάλει αιτήματα. Εδώ, το έννομο συμφέρον του ασκούντος το ένδικο μέσο δεν θα προκύπτει, ίσως, από μόνη την προσβαλλόμενη απόφαση (εάν λ.χ. η αγωγή απερρίφθη ως απαράδεκτη), αλλά και από τα αιτήματα που αυτός το πρώτον με το ένδικο μέσο θα υποβάλει13. 9. Δευτερευόντως και για να μην επιβαρύνονται τα δικαστήρια με άσκοπες αιτήσεις δικαστικής προστασίας. 10. Βλ. την παραστατική θεμελίωση του Blomeyer, Antrag und Beschwer, Αφιέρωμα εις Φραγκίσταν, τ. Α΄(1966), σ. 463 επ., 473 επ.: «Η μοναδική ενέργεια που θα είχε το αίτημά του [σ.σ. του εναγομένου] να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη, θα ήταν επομένως τούτη, ότι θα του αποκοπτόταν το δικαίωμα εφέσεως με το αίτημα να απορριφθεί η αγωγή στην ουσία της. Αυτή η ‘τιμωρία‘ της δικονομικής του συμπεριφοράς μου φαίνεται ως σκέτος σχολαστικισμός (‘reine Schulmeisterei‘) χωρίς κανέναν ουσιαστικό λόγο». 11. Βλ. Blomeyer, ό.π. 474. 12. Νίκας, ΠολΔικ ΙΙΙ, σ. 41. Φτάνει να έχει αιτηθεί να απορριφθεί η αγωγή. Διότι και το νόμω βάσιμο ελέγχεται αυτεπαγγέλτως. Η μόνη περίπτωση να μην υφίσταται βλάβη ο εναγόμενος, όταν υπάρχει absolutio ab instantia, είναι να μην έχει λάβει θέση περί του ουσία (α)βασίμου της αγωγής. 13. ΟλΑΠ 15/2001: «Το έννομο συμφέρον αποτελεί αυτοτελή προϋπόθεση του παραδεκτού για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, δεν κρίνεται δε γενικά και αφηρημένα ούτε εκ των προτέρων αλλά ενόψει του συγκεκριμένου περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης – στο μέτρο και στην έκταση που αυτή θα προσβληθεί- σε σύγκριση προς το περιεχόμενο της συγκεκριμένης ανακοπής λαμβανομένων υπόψη και των ισχυρισμών του ανακόπτοντα, έτσι ώστε να διαπιστωθεί η ύπαρξη βλάβης του από την προσβαλλόμενη απόφαση και να αξιολογηθεί αν η ασκούμενη ανακοπή αποτελεί ικανό και αναγκαίο μέσο για την αποτροπή αυτής της βλάβης. Από την, σύμφωνα με τα παραπάνω, έννοια και λειτουργία του έννομου συμφέροντος προκύπτει ότι μόνο το δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας έχει την εξουσία, ερευνώντας το παραδεκτό της ανακοπής, να αποφανθεί για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του έννομου συμφέροντος του ανακόπτοντα». 3. Ο διάδικος που νίκησε μπορεί επίσης να έχει έννομο συμφέρον για να ασκήσει τα ένδικα μέσα της εφέσεως (516 § 2), της αναψηλαφήσεως (542 § 2) και της αναιρέσεως (556 § 2)14. Ο νικήσας διάδικος μπορεί να έχει έννομο συμφέρον και στην περίπτωση κατά την οποία βλάπτεται από τις αιτιολογίες της απόφασης, από τις οποίες δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του για άλλη δίκη, όταν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αναφέρεται σε στοιχείο του δικαιώματος, που κρίθηκε στη δίκη και στηρίζει το διατακτικό της, οπότε αυτός δικαιούται να ζητήσει την αναίρεση αυτής, κατά τη μη ορθή μόνο αιτιολογία της15. 4. Το έννομο συμφέρον πρέπει να συντρέχει τόσο κατά την άσκηση όσο και κατά την συζήτηση του ενδίκου μέσου16.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.