Αυγουστίνος Καντιώτης



Οι προφητες της Ελλαδος και οι προφητειες των α) Σωκρατης (469-399 π.Χ.)

date Δεκ 22nd, 2018 | filed Filed under: ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ»
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου, σελ. 43-47

Οι προφηται της Ελλαδος και οι προφητειαι των

Η ΕΛΛΑΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΦΑΤΝΗΣ+

ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΣ; Ὤ! ἡ Ἑλλάς! Ἀπ’ ὅλα τὰ ἔθνη― πλὴν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ― ἐκεῖνο τὸ ἔθνος ποὺ περισσότερον ἠσθάνετο τὴν ἀνάγκην μιᾶς ὑπερφυσικῆς ἐπεμβάσεως, διὰ νὰ σωθῇ ἡ ἀνθρωπότης, ἦτο ἡ Ἑλλάς. Ἡ Ἑλλάς, ἡ ὁποία εἶχε ἀναδείξει τοὺς μεγαλυτέρους φιλοσόφους καὶ ποητὰς καὶ ἀνῆλθεν εἰς τὸν κολοφῶνα τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως, διῃσθάνθη ὅτι τὸ κακόν ποὺ κατέτρωγε τὰ σπλάγχνα τῆς ἀνθρωπότητος, ἦτο τοιαύτης ἐντάσεως καὶ ἐκτάσεως, ὥστε δὲν ἠδύνατο νὰ θεραπευθῇ μὲ μόνον ἀνθρώπινα μέσα, μὲ ἁπλᾶς φιλοσοφικὰς συμβουλάς. Αὐταὶ ὁσονδήποτε ὡραῖαι καὶ ἐὰν εἶνε, ὁμοιάζουν μὲ ἔμπλαστρα ποὺ προσωρινῶς ἀνακουφίζουν τὸν ἄρρωστον, ἀλλὰ ἡ ρἰζα τοῦ κακοήθους ἀποστήματος παραμένει καὶ ἐργάζεται καὶ ἀπειλεῖ νὰ μολύνῆ τὸ αἷμα καὶ νὰ ἐπιφέρῃ τὸν θάνατον. Μὲ ἔμπλαστρα δὲν σώζεται ὁ ἄρρωστος. Ὁ μέγας ἄρρωστος ποὺ ἐλέγετο ἀνθρωπότης ἐχρειάζετο κατὰ τὴν ὀρθὴν παρατήρησιν φιλοσόφου «φάρμακα ἡρωϊά». Ποῖος θὰ τὰ ἔδιδε;
Ἡ Ἑλλὰς διὰ τοῦ στόματος μεγάλων αὐτῆς τέκνων προεφήτευσε τὴν ἀνατολὴν τῆς χαρμοσύνου ἡμέρας, καθ’ ἥν τὸ κακὸν ― ὁ «Τυφὼν»― θὰ συνετρίβετο κάτω ἀπὸ τὴν δύναμιν τοῦ ΙΣΧΥΡΟΥ καὶ θὰ ἐσημειοῦτο νέα στροφὴ τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἄς ἀναφέρωμεν ἐδῶ μερικὰς ἐκλάμψεις τοῦ προφητικοῦ πνεύματος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, ἡ ὁποία μακρόθεν πρὸ αἰώνων ὁλοκλήρων ἐχαιρέτισε τὴν γέννησιν τοῦ Λυτρωτοῦ.

Σωκρατης (469-399 π.Χ.)

Ὁ Σωκράτης ἐ­θεωρεῖτο ὡς ὁ πάντων ἀνδρῶν σοφώτατος. Στὸ τέλος τῆς ζωῆς του δικαζόταν στὴν Ἀθήνα. Ὅ­ταν ἦρθε ἡ ὥρα ν᾿ ἀπολογηθῇ, δὲν κολά­κευ­­σε τοὺς δικαστάς του, δὲν ζήτησε τὸ ἔλεός τους· μίλησε μὲ τὴν ὠμὴ γλῶσσα τῆς ἀληθείας. Ἀ­πευθύνθηκε στοὺς Ἀθηναίους, ἀνασκόπησε τὴ ζωή του ἀνάμεσά τους, τὴν ἀποστολὴ ποὺ εἶ­χε νὰ διδάσκῃ κάθε συμπολίτη του τὸ γνωστὸ «Γνῶθι σαυτόν», καὶ προβλέπον­τας τὸ σκληρὸ τέλος του, εἶπε περίπου τὰ ἑξῆς.
«Ἀθηναῖοι! Ὑπῆρξα ὁ ἀφυπνιστὴς τῶν συνει­­δήσεών σας, ἡ βουκέντρα τῆς πόλεώς σας. Ὅ­πως ὁ γεωργὸς χρησιμοποιεῖ τὴ βουκέντρα γιὰ νὰ κινήσῃ τὰ νωθρὰ ζῷα στὴ δουλειά, ἔτσι κ᾽ ἐγὼ χρησιμοποίησα τὴ διδασκαλία γιὰ νὰ κι­νήσω τὴ νωθρὴ σκέψι σας σὲ ὑψηλὲς ἰδέες, ποὺ εἶνε τὰ κίνητρα γιὰ μεγάλες ἀποφάσεις τοῦ βίου. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀποστολή μου, ἡ ὁποία σὲ λίγο τελειώνει. Ἐσεῖς μὲν θ᾿ ἀπαλλαγῆτε ἀ­­πὸ μένα τὸν Σωκράτη, ποὺ μὲ τοὺς ἐλέγχους μου σᾶς εἶχα γίνει τόσο ἐνοχλητικός· ἀλλὰ με­τὰ τὸ θάνατό μου προβλέπω, ὅτι θὰ καλύψῃ τὴν πόλι σας βαθὺ πνευματικὸ σκοτάδι. Ἐσεῖς καὶ οἱ ἀπόγονοί σας θὰ κοιμᾶστε, ἕως ὅτου ὁ Θεὸς σᾶς λυπηθῇ καὶ στείλῃ κάποιον, ποὺ θὰ ἔ­χῃ τὴ δύναμι νὰ σᾶς ξυπνήσῃ καὶ νὰ σᾶς διδά­­ξῃ ποιός εἶνε ὁ ἀληθινὸς προορισμὸς τοῦ ἀν­θρώ­που». Ἐπὶ λέξει· «Καθεύδοντες διατελοῖ­τε ἄν, εἰ μή τινα ἄλλον ὁ θεὸς ὑμῖν ἐπιπέμψειε κηδόμενος ὑμῶν» (Πλάτωνος, Ἀπολογία Σωκράτους 18[31α]).
Τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια τοῦ Σωκράτους θεωρήθηκαν ἀνέκαθεν ὡς προφητικά, ἐκπληρώθηκαν δὲ πλήρως – πότε; ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος ὡς κῆρυξ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἔ­φθασε στὴν Ἀθήνα καὶ ἡ φωνή του ξύπνησε τοὺς προγόνους μας ἀπὸ τὴ βαθειὰ νύχτα τῆς εἰδωλολατρίας (βλ. Πράξ. 17,22). Προφητικὰ ὅμως πρέπει νὰ θεωρηθοῦν καὶ τὰ λόγια ἐκεῖνα ποὺ εἶ­χε πεῖ ὁ Σωκράτης σὲ κάποια ἄλλη περίπτωσι νωρίτερα.
Μιὰ μέρα ἕνας ἀπὸ τοὺς εὐφυέστερους καὶ ζωηρότερους μαθητάς του, ὁ Ἀλκιβιάδης, πήγαινε στὸ ναὸ νὰ προσφέρῃ θυσία. Συναν­τᾷ λοιπὸν τὸν Σωκράτη καὶ τὸν ἐρωτᾷ τί πρέπει νὰ ζητήσῃ ἀπὸ τοὺς θεούς. Τὸ ἐρώτημα εἶνε σοβαρὸ καὶ γύρω ἀπὸ αὐτὸ στρέφεται ἡ συζήτησι. Ἀκοῦστε σὲ παράφρασι τὸν διάλογο.
«Σωκράτης· Δὲν εἶμαι σὲ θέσι ν᾽ ἀπαντήσω στὸ ἐρώτημά σου. Ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις μου. Εἶνε ἀνάγκη νὰ περιμένουμε ἕως ὅτου μάθου­με καλά, ποιά πρέπει νὰ εἶνε ἡ ἁρμόζουσα στάσι μας ἀπέναντι σὲ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους.
Ἀλκιβιάδης· Νὰ περιμένουμε; Μὰ πότε θὰ ἔρ­θῃ ὁ καιρὸς αὐτός; Καὶ ποιός θὰ εἶνε ὁ ἐκ­παιδευτὴς τῆς θείας αὐτῆς τέχνης; Ἐγὼ τοὐ­λάχιστον θὰ αἰσθανθῶ χαρὰ ἀνέκφραστη νὰ δῶ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν πῶς θὰ εἶνε.
Σωκράτης· Αὐτός, ὁ θεῖος ἐκπαιδευτής, δὲν ἀ­­διαφορεῖ γιὰ σένα. Ἀλλά, ὅπως λέει κάπου ὁ Ὅμηρος γιὰ ἕνα ἥρωά του, ὅτι δὲν θὰ μποροῦ­σε νὰ δῇ καὶ νὰ διακρίνῃ τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀν­θρώπινα ἐὰν μὲ θεϊκὴ ἐπέμβασι δὲν θ᾿ ἀφαιρεῖτο τὸ πυκνὸ σκοτάδι ἀπὸ τὰ μάτια του, ἔ­τσι κ᾽ ἐγὼ λέω γιὰ σένα ὅτι, γιὰ νὰ διακρίνῃς τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, εἶνε ἀνάγκη νὰ ἀφαιρε­θῇ ἀπὸ τὰ δικά σου μάτια τὸ σκοτάδι. Καὶ αὐ­τὸ θὰ εἶνε ἔργο τοῦ θείου ἐκπαιδευτοῦ.
Ἀλκιβιάδης· Ἂς μοῦ ἀφαιρέσῃ τὸ σκοτάδι, ἂς κάνῃ ὅ,τι ἄλλο θέλει σ᾽ ἐμένα – δὲν θὰ φέρω καμμιά ἀντίρρησι, ἀρκεῖ μὲ τὰ μέσα ποὺ θὰ μοῦ ὑποδείξῃ νὰ γίνω καλύτερος καὶ νὰ μπορέσω νὰ προσφέρω τὶς καλύτερες θυσίες στὸ θεό.
Σωκράτης· Μὴν ἀμφιβάλλεις καθόλου ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ κατέχῃ τὸ μυστικὸ τῆς προαγωγῆς μας σὲ ἀνώτερες σφαῖρες ζωῆς, θὰ ἐνδιαφερθῇ προσωπικὰ πολὺ γιὰ σένα.
Ἀλκιβιάδης· Ἀλλὰ τότε νομίζω ὅτι καὶ ἡ θυσία, ποὺ ἑτοιμάζομαι νὰ προσ­φέρω, καλὸ εἶνε νὰ ἀναβληθῇ μέχρι τὸν ἐρχομό του.
Σωκράτης· Συμφωνῶ.
Ἀλκιβιάδης· Μὲ ἐνθουσίασες, δάσκαλε. Ἐπει­δὴ μὲ συμβούλευες σωστά, θὰ μοῦ ἐ­πιτρέψῃς νὰ σὲ στεφανώσω μὲ τὸ στεφάνι αὐτὸ ποὺ κρατῶ· ὡς πρὸς δὲ τὰ ἄλλα δῶρα ἐπιφυλάσσομαι νὰ τὰ προσφέρω θυσία ὅταν ἔρθῃ ἡ ἡμέ­ρα ἐκείνη, ἐλπίζω δὲ ὅτι δὲν εἶνε μακριά».
Αὐτὸς ὁ διάλογος βρίσκει τὴν ἐκπλήρωσί του στὸ Εὐαγγέλιο (κατὰ Λουκᾶν κεφ. 11ο). Με­­τὰ τέσσερις αἰῶνες στὸ ἐρώτημα τοῦ Ἀλκιβι­άδου δόθηκε ἡ ἀπάντησι. Ὅταν οἱ μαθηταὶ εἶ­παν «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσ­εύχεσθαι» (Λουκ. 11,1), ὁ Κύριος ἄνοιξε τὰ πανάχραν­τα χείλη του καὶ δί­δαξε τὴν ἀνθρωπότητα τί πρέπει νὰ ζητῇ ὅ­ταν κλίνῃ γόνυ ἐμπρὸς στὸν οὐράνιο Πατέρα.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.