Αυγουστίνος Καντιώτης



Ω της απειρου αγαθοτητος του Θεου! Οχι ο ηλιος, το δημιουργημα, αλλ’ ο ιδιος ο Δημιουργος του ηλιου & απειρων αλλων ηλιων του συμπαντος αγγισε την γη & δεν καηκε!!! «Πυρ καταναλισκον» δεν ειναι ο Θεος ημων; (Δευτ. 4,24·· Έβρ. 12,29). Αλλα δεν εξερχεται υμνος ευχαριστιας προς τον Σωτηρα μας! Δεν ψελλιζουν τα χειλη μας το: «Δοξα σοι τω δειξαντι το φως»! Μενουμε αναισθητοι μπροστα σε μια τοσο απτη αποδειξη του μεγαλειου & της αγαπης του Θεου.

date Ιαν 4th, 2019 | filed Filed under: ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ»
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου, σελ. 79-89

Ο ΗΛΙΟΣ

Ανατολη εξ υψους

ΠΟΛΛΑ, αναρίθμητα είνε τα αξιοθαύμαστα, πού παρουσιάζει ό φυσικός κόσμος. Άλλα ποῖος δύναται νά άρνηθη ὅτι το λαμπρότερον εξ ὅλων εἶνε ό ἤλιος; Άν καί εν συγκρίσει προς άλλους απλανείς αστέρας – ήλιους, οί οποίοι φωτί­ζουν αλλα πλανητικά συστήματα, ό ίδικός μας ήλιος θεωρείται ώς νάνος, εν τούτοις δι’ ήμας τούς κατοίκους τῆς γῆς εἶνε ό κορυφαῖος τοῦ χοροῦ των αστέρων. Είνε ό «φωστήρ ό μέγας», ὅπως τον ονομάζει ή Γένεσις (1,16).

Μέγας ευεργέτης

Ο ΗΛΙΟΣ ! ’Απέραντος ωκεανός πυρός, άνεξάντλητος πηγή ένεργείας. ’Ανυπολόγιστος ή έπίδρασίς του επί τοῦ πλανήτου μας. Έξ αυτοῦ πάσα ζωή καί κίνησις. Τά ρυάκια, πού μινυρίζουν, οί καταρράκται πού μετά πατάγου ρίπτουν τά ὑδατά των, οί μεγάλοι ποταμοί πού άρδεύουν πεδιάδας, αί ώραῖαι λίμναι καί οί απέραντοι ωκεανοί, ή χλωρίς πού μέ την ποικιλίαν των χρωμάτων της ως πολυτελέστα­τος τάπης στολίζει την επιφάνειαν της γης, ή ευωδία των άνθέων πού αρωματίζει την ατμόσφαιραν, οί εύχυμοι καί γλυκείς καρποί, τά ξύλα τού δρυμού, τά πελώρια δένδρα, τά μεγάλα και παρθένα δάση τά διαρκῶς άνανεούμενα, ή αλλαγή των καιρῶν, ή κίνησις τῶν ανέμων, ή πτώσις καί ή άνύψωσις της θερμοκρασίας, ό χειμών, ή άνοιξις, τό θέρος καί τό φθινόπωρον, ὅλα αυτά δεν έχουν την ἐξάρτησίν των εκ τοῦ ήλίου; Χωρίς την έξάτμισιν τῶν θαλασσῶν, πού προκαλεῖ τό πῦρ τοῦ ήλίου, θά έσχηματίζοντο τά νέφη καί θά ἐπιπτον βροχαί;
Χωρίς την θερμοκρασίαν τοῦ ήλίου θά έβλάστανον τά σπέρματα, θά άνεπτύσσοντο καί θά ἐμέστωνον οί στάχυες; Χωρίς τάς ακτίνας τοῦ ήλίου θά άπέκτων τά ώραῖα χρώματά των τά άνθη καί οί καρποί; Χωρίς τό ἀφθονον φῶς πῶς θά έκινοῦντο καί θά ειργάζοντο οί άνθρωποι;

Μέγας ευεργέτης ό ἤλιος. Ποῖος δεν άπολαύει τῆς ευεργετικῆς του έπιδράσεως; «Οὐκ έστιν ὅς άποκρυβήσεται τῆς θέρμης αύτοῦ» (Ψαλμ. 18,7), λέγει ό ψαλμωδός. Έπί πονηρούς καί αγαθούς άδιακρίτως έξαποστέλλει τάς άκτῖνάς του (Ματθ. 5,45). Δωρεάν τό φῶς του. Τρισεκατομμύρια κιλοβάτ φωτός καταναλίσκει καθημερινώς τό ήλεκτρικόν τούτο έργοστάσιον. ’Ώ καί άν έπλήρωναν οί άνθρω­ποι τό φῶς τῆς ήμέρας, όπως πληρώνουν τό τεχνητόν φῶς τῆς νυκτός!
Ό ἤλιος σκορπίζει δωρεάν τά αγαθά του. Μιμεῖται τον δημιουργόν του. Ό ήλιος κατά δευτερόλεπτον ακτινοβολεῖ ενέργειαν (φως και θερμότητα) τῆς οποίας τό βάρος άνέρχεται είς 4.000.000 τόννους.
Τοῦτο, λέγουν οί αστρονόμοι, δεν εἶνε φανταστικόν, άλλα μία πραγματικότης. Έργαστήριον πυρηνικῆς ένεργείας
ΑΛΑ’ Ο ΗΛΙΟΣ, ό τόσον ευεργετικός διά τον άνθρωπον, πόσα μυστήρια δεν περικλείει! Οἱ κηλίδες πού φαίνονται επί τῆς έπιφανείας του, αί τεράστιοι γλῶσσαι πυρός πού ανέρχονται εἰς μεγάλα άπό τῆς ἐπιφανείας του ύψη, τό ηλιακόν στέμμα πού ώς φωτοστέφανος περιβάλλει τον βασιλέα τοῦτον των ἀστέρων, αἱ εκρήξεις, οί μαγνητικὲς καταιγίδες πού αχρηστεύουν προς στιγμή τάς τηλεπικοινω­νίας των ανθρώπων, τά ερτζιανά κύματα, αί υπεριώ­δεις ακτῖνες, ό τεράστιος θόρυβος τον οποῖον δημιουργεῖ καί συλλαμβάνουν τά ραντάρ, ή διά φασματοσκοπίου άνάλυσις τοῦ φωτός του καί δι’ άλλων οργάνων άνακάλυψις ύπάρξεως έν τω ήλίω στοιχείων εκ των 100 περίπου πού έχουν μέχρι σήμερον άνακαλυφθῆ, προ παντός δέ τό ἀπό τί συνίσταται, πῶς λειτουργεῖ, πῶς θερμαίνει καί πῶς φωτίζει, ποία ή μέχρι τώρα ηλικία του καί πόσα ἀκόμη έτη ζωῆς του υπολείπονται, ιδού προβλήματα είς τήν λύσιν τῶν οποίων εγκύπτουν εγκέφαλοι μεγάλων αστρονόμων.
‘Ολοκλήρους ημέρας διέρχονται διάσημοι άστρονόμοι, καί ὅλην τήν ζωήν των δαπανοῦν έρευνῶντες τά μυστήρια τοῦ ήλίου. Θεωρίαι επί θεωριῶν διατυ­πώνονται, χωρίς ή έπιστήμη νά έχη καταλήξει εις οριστικά συμπεράσματα επί ώρισμένων προβλημάτων του ήλίου. Εσχάτως ή πυρηνική φυσική καυχᾶται ότι έλυσε τό μυστήριον του ήλίου. Εἶνε λοιπόν ὁ ήλιος, κατά τήν τελευταίαν λέξιν τῆς επιστήμης, ένα τεράστιον έργαστήριον πυρηνικῆς φυσικῆς; Ώς παρατηρεῖ ἀστρονόμος, «εις τήν κατασκευήν τοῦ πυρηνικού τούτου εργαστηρίου ἡ φύσις προβαδίζει τῶν ἀτομικῶν ἐπιστημόνων, κατά πολλά εκατομμύρια ἔτη!».
Θαυμάζεται λοιπόν ἡ επιστήμη τοῦ ανθρώπου, διότι ἔπειτα από μακροχρονίους κόπους καί μόχθους ἀνεκάλυψε τήν πυρηνικήν ενέργειαν; Καί πῶς δεν
πρέπει νά θαυμάζεται άπείρως περισσότερον ό Δημιουργός, ὁ οποῖος εἰς ελάχιστα μόρια υλης ἐνέκλεισε τεραστίας δυνάμεις ένεργείας; Καί δι’ ἕνα μεν άνθρώπινον έργαστήριον πυρηνικῆς ένεργείας, πού κατασκευάζει καί έξαπολύει πυραύλους, οὐδείς θά εύρεθῆ ὁ ὁποῖος θά εἶπη ότι τό ἐργαστήριον τοῦτο έγινε μόνον του καί λειτουργεῖ μόνον του. ’Αλλά πῶς διά τό τεράστιον έργαστήριον πυρηνικῆς ἐνεργείας, τό οποῖον ονομάζεται ἤλιος, πῶς θέλετε νά παραδεχθοῦμε ότι αυτομάτως παρήχθη καί λει­τουργεῖ; Σοφοί αστρονόμοι, προκειμένου νά περιγρά­φουν τά θαυμαστά φαινόμενα τοῦ οὐρανοῦ, ἀρχίζουν μέ τον λόγον τῆς Γενέσεως· «Και εἶπεν ὁ Θεός· Γενηθήτωσαν φωστῆρες έν τῷ στερεώματι τοῦ ουρα­νοῦ εις φαΰσιν έπὶ τῆς γῆς, τοῦ διαχωρίζειν άνά μέσον τής ήμέρας και άνά μέσον τής νυκτός- καί ἔστωσαν εις σημεῖα και εις καιρούς και εις ημέρας και εἰς ένιαυτούς» (Γεν. 1,14).

Μία ύπόθεσις

Ο ΗΛΙΟΣ, τό λαμπρότερον τοῦτο άστρον, λαμβάνεται ώς εικών τοῦ άλλου εκείνου ήλίου, τοῦ πνευματικοῦ ήλίου, τοῦ Κυρίου ημῶν Ίησοῦ Χρίστου. Ύπῆρχαν καί προ Χριστοῦ φῶτα πνευματικά. Ύπῆχαν μεγάλοι φιλόσοφοι καί ποιηταί. Ύπῆρχαν έξαίρετοι διάνοιαι, μεγάλαι καρδίαι, ίσχυραι βουλήσεις. ’Αλλά τί τά θέλετε; Τό φῶς πού έξέπεμπον οί άνδρες αυτοί ήτο μικρόν, ωχρό, ανίκανον νά διάλυση τα πυκνά σκότη τῆς ἀνθρωπότητος. Μετέω­ρα, πύραυλοι -αν θέλετε- πού διέσχιζον τον ουρανό τῆς ἀνθρωπότητος, διά νά σβήσουν ὅμως μετ’ ολίγον καί νά έξαφανισθοῦν. Ή άνθρωπότης έκυλίετο εἰς τό σκότος καί εἶχεν ανάγκην φωτός. Καί τό φῶς ήλθε και κατέλαμψε τον κόσμο. Έπεσκέψατο ἡμᾶς ό Κύριος, «ανατολή έξ ὕψους»! (Λουκ. 1,78).
‘Άράγε συναισθανόμεθα τό μέγεθος τῆς θείας ένανθρωπήσεως; Άς όμιλήσωμεν έδῶ δι’ ενός παραδείγματος, άφορμήν λαμβάνοντες εκ τίνος ομι­λίας τοῦ ί. Χρυσοστόμου.
Ό φυσικός ήλιος εύρίσκεται είς τεραστίαν άπόστασιν άπό τήν γῆν. Τό φῶς, τό όποιον τρέχει με ταχύτητα 300.000 χιλιομέτρων τό δευτερόλεπτον, χρειάζεται 8 περίπου λεπτά διά νά φθάση άπό τον ήλιον εἰς τήν γῆν. ’Εάν τώρα ύποθέσωμεν οτι ό ήλιος ἀφηνε τήν θέσιν του καί διατρέχων τό διάστημα έπλησίαζε προς τὴν γῆν, ό φαινόμενος σήμερον ώς μικρός δίσκος του θά ἐμεγεθύνετο άφαντάστως, ή θερμοκρασία τῆς γῆς θά ηύξάνετο, τά επί τῆς γῆς θά έπυρπολοῦντο, είς κάμινον θά μετεβάλλετο ή άτμόσφαιρα, τό υδωρ τῶν θαλασσῶν θά έκόχλαζε καί ό άνθρωπος θ’ άνεζήτει καταφύγιον εις τά βαθύτερα τών σπηλαίων. Έάν δε ή μεταξύ ήλίου καί γῆς άπόστασις έξεμηδενίζετο καί ό ήλιος έδιδεν ἀσπασμόν είς τήν γῆν, οποῖος ασπασμός θανάτου θά ἦτο οὖτος! Έάν ληφθη ύπ’ ὅψιν ὅτι ή θερμοκρασία εις μεν τήν επιφάνειαν τοῦ ήλίου εἶνε 6.000 βαθμῶν, εις δε τό κέντρον ανέρχεται εις 20.000 βαθμούς, ὅταν ό ήλιος θά ἤγγιζε τήν γῆν, τά πάντα θά έλυωναν καί θά έξητμίζοντο, καί οί στερεώτεροι ὅγκοι τών όρέων θά έτήκοντο ώς μαλακός κηρός.
Φρίττετε έπί τή ιδέα τῆς πραγματοποιήσεως μιας τοιαύτης ύποθέσεως; » Ω ήλιε, μεῖνε μακράν! Θεέ τοῦ παντός, κράτησε τό δημιούργημά σου εις τήν θέσιν τήν οποίαν ώρισας αύτώ εν τη άγαθότητι καί πανσοφία σου διά νά μή μᾶς καύση. Μία διαταγή σου θά έφθανε νά κατέλθη αυτοστιγμεῖ καί νά μᾶς κάνη πυρανάλωμα διά τήν ἀσέβειάν μας.

Ὁ Ηλιος ἤγγισε τὴν γῆ μας!

ΑΛΑ’ ώ τῆς ἀπείρου άγαθότητος τοῦ Θεοῦ ! Όχι ό ήλιος, τό δημιούργημα, άλλ’ ό ἴδιος ό δημιουργός τοῦ ήλίου καί απείρων άλλων ήλίων τοῦ σύμπαντος ήγγισε τήν γῆν! ’Ήγγισε τήν γῆν καί δεν έκάη ή γῆ; «Πῦρ καταναλίσκον» δεν είνε ὁ Θεός ημῶν; (Δευτ. 4,24·· Έβρ. 12,29). Ποιος δύναται νά ἴδη τον Θεόν καί νά ζήση; Τον φυσικόν ήλιον δεν δύναται νά άτενίση ό άνθρωπος, καί πώς νά ἴδη τον Θεόν; Άλλ ’ ό Θεός, ό απρόσιτος καί απροσπέλαστος, ό «πῦρ καταναλίσκον», «ό μέγας και φοβερός και αύταῖς ταις ἐπονρανίαις δυνάμεσιν», ου τό πρόσωπον ίδεῖν αδύνατον (Έξ. 33,20), έξ απείρου προς τον άνθρω­πον αγάπης του συνέστειλε τάς ακτίνας της θεότητός του, έφόρεσε σάρκα άνθρωπίνην και περιεπάτησε μεταξύ ημῶν ώς «υἱός ἀνθρώπου» (Δαν. 7,13· 10,16· Ματθ. 8,20 κ.ά.), ώς ό πτωχότερος καί ἀσημότερος τῶν ἀνθρώπων. Έν σχήματι άνθρώπου, εν δούλου μορφή ό Θεός (Φιλιπ. 2, 7-8)! Ίλιγγιά ὁ νοῦς τοῦ άνθρώπου. Σταματᾶ ή γλώσσα. Τρέμει ὁ κάλαμος. Ή κτίσις ὅλη μένει εκστατική. Μυστήριον μέγα. Σκανδαλίζεται τό πνεῦμα τοῦ ύπερηφάνου πού ζητεί νά λύση τό μυστήριον. Άλλ᾽, ἄνθρωπε, ἴδέ τον φυσικόν ήλιον, ό οποίος εἶνε εικών τοῦ ήλίου εκείνου. Λΰσε προηγουμένως τά προβλήματα τοῦ φυσικοϋ ήλίου καί έπειτα νά πολυπραγμονῆς περί τοῦ μυστηρίου πού καλύπτει τήν θεανδρικήν προσωπικότητα τοῦ Κυρίου.
Ό Χριστός εἶχε προφητευθῆ ὅτι θ’ άνέτελλεν ώς «φῶς μέγα» καί ώς «ανατολή έξ ὑψους» (Ήσ. 9,2· Λουκ. 1,78). Καί όντως ό Χριστός είνε τό φῶς. Είνε ό «Ήλιος τής δ ι κ α ι ο σ ύ ν η ς » κατά τον ύμνογράφον. Διατί τῆς δικαιοσύνης; Όχι μόνον διότι έν έαυτώ περικλείει ὅλας τάς άρετάς, τό πλήρωμα τῆς αρετῆς, μιας αρετῆς ή όποια έκάλυψε τούς ουρανούς· ὄχι μόνον διότι συγχωρεῖ καί τον μεγαλύτερον άμαρτωλόν μετανοοῦντα, τον ὁποῖον καί δικαιώνει καί λευκότερον χιόνος καί λαμπρότερον άκτίνων ηλιακῶν άναδεικνύει, άλλα καί διότι, έν τῇ άπείρω αύτοῦ μακροθυμία, έξακολουθεῖ νά έξαποστέλλη τάς άκτίνας τῆς θείας του άγάπης έπί πονηρούς και άγαθούς, συντηρῶν και τρέφων άπασαν τήν κτίσιν, και αυτούς τούς κατά πάσαν εποχήν σταυρωτὰς καὶ βλάσφημους. Οὔτως ούδείς μένει εκτός τής θέρμης τοῦ ήλίου τούτου τῆς δικαιοσύνης. Υλικῶν ή πνευματικῶν ἀγαθῶν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπολαύουν. Όπως αί άκτῖνες τοῦ ήλίου φωτίζουν τάς κορυφάς τῶν όρέων, άλλα καί τάς χαμηλοτέρας πεδιάδας· τά μέγαρα, αλλά καί τάς πτωχάς καλύβας- τούς ελευθέρους χώρους, άλλά καί τάς φύλακας, ὅπου διά τῶν κιγκλίδων φθάνουν μέχρι τοῦ φυλακι­σμένου διά ν’ άσπασθοῦν τό μέτωπόν του καί μήνυμα χαρᾶς καί έλπίδος καί αισιοδοξίας παντοῦ νά μεταφέρουν εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὸ μήνυμα ὅτι ἕνας εἶνε ὁ Θεός, άπειρος καί πανάγαθος, «εκλινεν ούρανους και κατέβη» καί «έπὶ τῆς γῆς ώφθη και εν τοϊς άνθρώποις συνανεστράφη» (Ψαλμ. 17,10′ Βαρ. 3,38). Καί ὅπως ό ήλιος, μολονότι έξοδεύει καθ’ έκάστην δισεκατομμύρια τόννους ένεργείας, εν τούτοις φαίνε­ται άνεξάντλητος πηγή ένεργείας, οὕτω πως καί
ό Χριστός έν τώ μυστηρίω τῆς θείας ευχαριστίας, άν καί μεταδίδεται είς εκατομμύρια πιστούς, έν τούτοις, ὅπως λέγεται είς ευχήν τῆς θείας λειτουργίας, είνε «ό πάντοτε έσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, άλλά τούς μετέχοντας άγιάζων».
Άλλ’ ἄς είπωμεν καί μίαν δ ι α φ ο ρ ά ν μεταξύ φυσικού ήλίου καί ήλίου Χριστοΰ. Ό φυσικός ήλιος άς φαίνεται ὅτι δεν έξαντλεῖται. ’Άς έχη μέχρι σήμερον ηλικίαν εκατομμυρίων ετῶν κατά τούς αστρονόμους. Και άς τοῦ δίδουν ακόμη ζωήν καί άλλων πολλῶν έκατομμυρίων έτῶν. Δημιούργημα υλικόν είνε. ’Αρχήν έσχε καί θά έχη καί τέλος. Φοβεραί εκρήξεις συμβαίνουν είς τό εσωτερικόν του. Καθημερινῶς χάνει κάτι. Συνεχῶς φθείρεται ό γίγας οὖτος τοῦ οὐρανοῦ, ὅπως τον ονομάζει ό ψαλμωδός (Ψαλμ. 18,6). Θά σημάνη καί δι’ αυτόν ὁ κώδων τοῦ θανάτου, του θερμικοῦ θανάτου. Θά σβήση ό μέγας οὖτος πολυέλεος, ὅπως σβήνει καί μία ταπεινή κανδήλα τῆς οποίας τό έλαιον έξηντλήθη… Διά τον άλλον ὅμως ήλιον, τον Χριστόν, ό νόμος τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου δεν ισχύει.  Ό ψαλμωδός απευθυνόμενος προς τον Χριστόν καί δεικνύων τούς ουρανούς λέγει- «Αυτοί άπολοῦνται, σύ δέ διαμένεις, και πάντες ώς ιμάτιον παλαιωθήσονται, και ώσεὶ περιβόλαιον έλίξεις αύτούς, και άλαγήσονταν συ δέ ό αυτός ει, και τά έτη σου ούκ έκλείψουσιν» (Ψαλμ. 101,27-28- Έβρ. 1,11-12).

’Ανατολή έν μετανοία

ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΜΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΙ! Τί αίσθάνεσθε ὅταν άπό κορυφῆς όρους βλέπετε τήν ροδοδάκτυλον αυγήν καί μετ’ ολίγον τον ήλιον όλόλαμπρον καί άκτινοβόλον νά προβάλλη άπό τα βάθη τοϋ όρίζοντος; Δεν αίσθάνεσθε χαράν; Δεν θαυμάζετε τό μεγαλεῖον τοῦ Δημιουργοῦ; Δεν εξέρχεται ὕμνος ευχαριστίας προς τον Κύριον; Δεν ψελλίζουν τά χείλη σας «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τό φῶς»; Μένετε ἀναίσθητοι ενώπιον μιας τόσον ἁπτῆς άποδείξεως τοῦ μεγαλείου και τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ;
Άλλ᾽ ιδού και τό άπείρως μεγαλύτερον και σπουδαιότερον. Μέσα εις τό βαθύ σκότος, πού έκάλυπτεν ολόκληρον τον άρχαῖον κόσμον, έν Βηθλεέμ τής Ίουδαίας άνέτειλεν άστήρ. Έγεννήθη ό Χριστός. «Ηλιος πού έφώτισε καί έθέρμανε καί έφαίδρυνε τό πρόσωπον τῆς γῆς.
Ό ίδιος έξακολουθεῖ ν’ άνατέλλη είς την ψυχήν παντός ανθρώπου ό οποῖος πιστεύει καί μετανοεῖ είλικρινῶς. Καί εκ τού σκότους ό πιστός έρχεται εἰς τό φῶς, γίνεται τέκνον φωτός, φωστήρ, μικρός ήλιος, άντανακλών τό φῶς τοῦ αιωνίου ήλίου Χρίστου. Αυτός δέ, ό συνειδητός χριστιανός, αυτός αισθάνεται καί τό μεγαλεῖον τῆς εορτῆς τῶν Χριστου­γέννων. Αυτός άκούει τό άπολυτίκιον τῆς ημέρας καί συγκινεῖται καί δακρύζει, καί με εύγνώμονα καρδίαν προς τον ευεργέτην Χριστόν ψάλλει·
«Ή γέννησίς σου, Χριστέ ό Θεός ημῶν, άνέτειλε τώ κόσμω τό φῶς τό τῆς γνώσεως·
ἐν αὐτή γαρ οί τοῖς ἄστροις λατρεύοντες υπό άστέρος έδιδάσκοντο σέ προσκυνεϊν, τον ήλιον τής δικαιοσύνης,
και σέ γινώσκειν έξ ὕψους άνατολήν. Κύριε, δόξα σοι»….

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.